Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η …Σωτηρία μας! (Αφήγημα του Αλέκου Χατζηκώστα)

Η φωνή, του φάνη­κε γνω­στή, αν και κάπως μπά­σα: «Βλέ­πω, δεν έχεις αλλά­ξει προ­τί­μη­ση στην εφημερίδα».

Ήταν σε πρα­κτο­ρείο εφη­με­ρί­δων χωριού του Πηλί­ου, όπου είχε φρο­ντί­σει με την ιδιο­κτή­τρια να του κρα­τά καθη­με­ρι­νά την εφη­με­ρί­δα, καθό­τι την περί­ο­δο δια­κο­πών έφερ­νε ένα – δύο φύλ­λα μόνο.

Είχε σίγου­ρα αλλά­ξει, από τα τριά­ντα χρό­νια περί­που (;) που είχε να τη δει. Περισ­σό­τε­ρα κιλά, περισ­σό­τε­ρες ρυτί­δες, με ζωντα­νό όμως το βλέμ­μα και κυρί­ως με εκεί­νο τον παι­χνι­διά­ρι­κο τρό­πο που πάντα του μιλούσε.

«Παι­δι­κές, κακές συνή­θειες» της απά­ντη­σε μ’ ένα πλα­τύ χαμόγελο.

Αγκα­λιά­στη­καν θερ­μά λες και ήθε­λαν να γεφυ­ρώ­σουν τον χρό­νο που είχαν να ειδωθούν.

«Καλά σε βλέ­πω, κρα­τιέ­σαι για την ηλι­κία σου. Εγώ βλέ­πεις έγι­να και για­γιά, οπό­τε…» ήταν οι πρώ­τες κου­βέ­ντες της.

«Εγώ δεν αξιώ­θη­κα να γίνω ακό­μη, βλέ­πεις τα αγό­ρια μου, δεν είναι σαν κι εμάς που βια­στή­κα­με να παντρευ­τού­με», της απάντησε.

Η αμη­χα­νία των πρώ­των λεπτών πήγε περί­πα­το, οι κώδι­κες επι­κοι­νω­νί­ας των κοι­νών φοι­τη­τι­κών τους χρό­νων ξαναγύρισαν.

Συμ­φώ­νη­σαν να πάνε αμέ­σως να πιουν καφέ στο γρα­φι­κό καφε­νείο του χωριού, ενώ το βρά­δυ να πάνε με τους συζύ­γους τους σε ταβέρνα.

Ήταν «κολ­λη­τοί» στα φοι­τη­τι­κά τους χρό­νια. Στην ίδια οργά­νω­ση, στα ίδια όργα­να, στε­νή παρέα στις σχο­λές και έξω από αυτές, με κοι­νές δρά­σεις, ανη­συ­χί­ες και κυρί­ως όνει­ρα για έναν κόσμο ριζι­κά δια­φο­ρε­τι­κό από τον σημερινό.

«Παι­διά της μετα­πο­λί­τευ­σης» και οι δύο, από τα μαθη­τι­κά τους τα χρό­νια έβα­λαν το «εγώ» κάτω από το «εμείς», έκα­ναν τις μικρές και μεγά­λες τους θυσί­ες και βρέ­θη­καν από δια­φο­ρε­τι­κές δια­δρο­μές στην Αθή­να. Αυτή από περιο­χή της Αττι­κής, τακτι­κά τον καλού­σε στο σπί­τι της τα Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα- γνω­ρί­ζο­ντας ότι ως επαρ­χιώ­της φοι­τη­τής από τη Μακε­δο­νία- δυσκο­λευό­ταν να τα βγά­λει πέρα. Πολύ περισ­σό­τε­ρο όταν η φοι­τη­τι­κή λέσχη ήταν κλει­στή τις μέρες αυτές.

Η συζή­τη­ση ήταν γεμά­τη από ανα­μνή­σεις. Με δια­κρι­τι­κή ευγέ­νεια και από τους δύο τους η παρά­λει­ψη ανα­φο­ρών στο για­τί οι δρό­μοι τους χωρί­στη­καν στα μέσα του ’90 , ενώ στις αρχές του ’90 βρί­σκο­νταν στην ίδια πλευ­ρά του λόφου…
«Για να δω τι γρά­φει τη εφη­με­ρί­δα» του είπε. «Πάντως κάπου- κάπου τη δια­βά­ζω για­τί όπως και να το κάνου­με το αίμα νερό δεν γίνεται».

Το μάτι της έπε­σε σε σχε­τι­κό κάλε­σμα με την ανά­λο­γη φωτο­γρα­φία: «Στις 28 Ιού­λη συμπλη­ρώ­νο­νται 43 χρό­νια από τη δολο­φο­νία της Σωτη­ρί­ας Βασι­λα­κο­πού­λου, φοι­τή­τριας της Παντεί­ου, μέλους της ΚΝΕ, από την εργο­δο­σία της ΕΤΜΑ, την ώρα που μοί­ρα­ζε προ­κη­ρύ­ξεις έξω από το εργο­στά­σιο ενά­ντια στην ανερ­γία, στις απο­λύ­σεις και την ακρί­βεια. Εμπνε­ό­μα­στε από το παρά­δειγ­μά της, κρα­τώ­ντας ψηλά τη σημαία του αγώ­να. Σαρά­ντα τρία χρό­νια μετά, τα ορά­μα­τα της Σωτη­ρί­ας, ο δρό­μος που βάδι­σε, παρα­μέ­νουν επί­και­ρα, είναι οδη­γός της πάλης μας! Ο Φοι­τη­τι­κός Σύλ­λο­γος Παντεί­ου, η Ομο­σπον­δία και το Συν­δι­κά­το Κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας — Ιμα­τι­σμού — Δέρ­μα­τος διορ­γα­νώ­νουν εκδή­λω­ση τιμής και μνή­μης στον κήπο του Παντεί­ου Πανεπιστημίου….»

Γύρι­σε και με συγκί­νη­ση του είπε: « Θυμά­σαι; Τότε και εμείς…»

Δεν ήταν η πρώ­τη φορά που πήγαι­ναν στα εργο­στά­σια της περιο­χής για να μοι­ρά­σουν κομ­μα­τι­κό υλι­κό. Στην «Πετα­λού­δα», στην ΕΤΜΑ κ.α. είχαν ήδη στα­θε­ρο­ποι­ή­σει τις επι­σκέ­ψεις μαζί με την Εργα­τι­κή Αχτί­δα. Μάλι­στα αυτό το τιμη­τι­κό όπως το θεω­ρού­σαν καθή­κον, γινό­ταν για να σφυ­ρη­λα­τή­σουν όπως τόνι­ζαν τότε την ταξι­κή τους συνεί­δη­ση. Να δέσουν έτσι σε μία σφι­χτή συμ­μα­χία την εργα­τι­κή τάξη με τη φοι­τη­τι­κή νεολαία.

Ο ήλιος τον Ιού­λη του 1980 χτυ­πού­σε κατα­κέ­φα­λα, ενώ το περί­φη­μο νέφος έκα­νε το βίο αβί­ω­το ακό­μη και σε ανθρώ­πους της ηλι­κί­ας τους. Πολύ περισ­σό­τε­ρο τα μεση­μέ­ρια, που αυτοί πήγαι­ναν εξορ­μή­σεις στη λήξη πάντα της πρω­ι­νής βάρ­διας. Το πρό­γραμ­μα της εξόρ­μη­σης προ­έ­βλε­πε μοί­ρα­σμα προ­κή­ρυ­ξης του κόμ­μα­τος για την πανερ­γα­τι­κή συγκέ­ντρω­ση στην Αθή­να ενά­ντια στη ακρί­βεια, την ανερ­γία και τις απο­λύ­σεις. Ευτυ­χώς είχε τελειώ­σει και η εξε­τα­στι­κή και άρα είχαν πια χρό­νο απε­ριό­ρι­στο. Αυτός την επο­μέ­νη θα επέ­στρε­φε στην επαρ­χια­κή του πόλη στη Μακε­δο­νία για να δου­λέ­ψει στα χωρά­φια κάνο­ντας μερο­κά­μα­τα που θα του ήταν χρή­σι­μα για την επό­με­νη χρο­νιά, ενώ αυτή θα μπο­ρού­σε να απο­λαύ­σει δια­κο­πές στο σπί­τι που είχε κοντά θάλασσα.

Γνώ­ρι­ζαν ότι τα πράγ­μα­τα στην ΕΤΜΑ είχαν σφί­ξει. Τα λεω­φο­ρεία έβγαι­ναν από την πύλη χωρίς να στα­μα­τή­σουν, ενώ και οι εργά­τες δεν άνοι­γαν τα παρά­θυ­ρα φοβι­σμέ­νοι, για να πάρουν τις προκηρύξεις.

Έτσι και έγι­νε και στην εξόρ­μη­σή τους αυτή. Όμως , τελι­κά στά­θη­καν τυχε­ροί. Το τελευ­ταίο λεω­φο­ρείο, ενώ τα άλλα είχαν ήδη φύγει, στα­μά­τη­σε λίγα μέτρα έξω από την πύλη και ο οδη­γός- άγνω­στο ακό­μη για­τί- τους άνοι­ξε την πόρ­τα. Δίστα­σαν, όμως με την ορμή της νιό­της τους πήδη­ξαν γρή­γο­ρα μέσα.

«Τι τους έβα­λες αυτού μέσα. Δεν άκου­σες το αφε­ντι­κό τι σου έχει πει;» είπε ένας τύπος με μαύ­ρο μου­στά­κι, που από μακριά έκα­νε μπαμ ότι ήταν άνθρω­πος της εργοδοσίας.

«Άσε μωρέ, φοι­τη­τές, είναι δεν κιν­δυ­νεύ­ου­με από αυτούς» του απά­ντη­σε καθη­συ­χα­στι­κά ο οδηγός.

Και γυρ­νώ­ντας προς τα εμάς τόνι­σε: «Ότι είναι να πεί­τε, κάντε το γρή­γο­ρα, οι εργά­τες είναι κουρασμένοι»

Βλέ­πο­ντας ότι η πλειο­ψη­φία ήταν γυναί­κες, πήρε αυτή πρώ­τη τον λόγο. Με φωνή

που έτρε­με (από συγκί­νη­ση ή από φόβο;) τους εξή­γη­σε ποιοι είμα­στε και για­τί γίνε­ται η απερ­γία. Ενώ αυτός μοί­ρα­ζε προ­κη­ρύ­ξεις σε κάθε θέση. Μετά στά­θη­κε δίπλα της και με την ελα­φρά επαρ­χιώ­τι­κη προ­φο­ρά του είπε κι αυτός για την ανά­γκη «να παλέ­ψουν για τον εαυ­τό τους και τα παι­διά τους».

Κυριάρ­χη­σε η σιω­πή. Περί­με­ναν να τους πετά­ξει έξω ο οδη­γός και ο άνθρω­πος της εργο­δο­σί­ας που σιγομουρμούριζε.

Μόνο ο οδη­γός, χαμο­γε­λώ­ντας, τους είπε: «Και τώρα για τιμω­ρία, θα σας κατε­βά­σω στο τέρ­μα, στην Καλ­λι­θέα. Και από εκεί να πάτε στα σπί­τια σας».

Το από­γευ­μα στα γρα­φεία, όλο καμά­ρι μετέ­φε­ραν την εμπει­ρία τους.

Οι δρό­μοι τους χώρι­σαν την επό­με­νη μέρα. Ήταν Παρα­σκευή 25 Ιού­λη. Ο καθέ­νας στο σπί­τι του, με τις σχο­λές να έχουν κλεί­σει πλέον.

Όμως η Δευ­τέ­ρα 28 Ιού­λη ήταν μία τρα­γι­κή μέρα…

Την Τρί­τη 29 Ιού­λη η εφη­με­ρί­δα έγρα­φε με μεγά­λα γράμ­μα­τα: «Χτυ­πή­θη­κε από πούλ­μαν που με εντο­λή της εργο­δο­σί­ας έπε­σε σε ομά­δα νέων που μοί­ρα­ζαν προ­κη­ρύ­ξεις. ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΝΕΑΡΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΡΙΑΣ. Θύμα η σ. Σωτη­ρία Βασι­λα­κο­πού­λου. Σοβα­ρές οι ευθύ­νες της κυβέρ­νη­σης. Απερ­γία δια­μαρ­τυ­ρί­ας με καθο­λι­κή συμ­με­το­χή στην ΕΤΜΑ».

Στην επαρ­χια­κή πόλη του με πρω­το­βου­λία του διορ­γα­νώ­θη­κε πικε­το­φο­ρία. Στην Αθή­να όμως αμέ­σως μετά το τρα­γι­κό συμ­βάν το σωμα­τείο των εργα­ζο­μέ­νων της Εται­ρεί­ας Τεχνη­τής Μετά­ξης (ΕΤΜΑ) το Συν­δι­κά­το Κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας και η Εργο­στα­σια­κή Επι­τρο­πή κήρυ­ξαν απερ­γία στο εργο­στά­σιο η οποία ξεκί­νη­σε στις 10 το βρά­δυ, ενώ τις επό­με­νες μέρες έγι­ναν μεγά­λες δια­δη­λώ­σεις, που αντι­με­τω­πί­στη­καν με την βία των ΜΑΤ. Ήταν παρού­σα σε όλες, ξεχνώ­ντας τις δια­κο­πές που είχε προγραμματίσει.

Την επο­μέ­νη, 29 Ιου­νί­ου, ο εισαγ­γε­λέ­ας Γεώρ­γιος Θεο­φα­νό­που­λος άσκη­σε ποι­νι­κή δίω­ξη κατά του οδη­γού του πούλ­μαν, Μάριου Χαρί­του, για το αδί­κη­μα της ανθρω­πο­κτο­νί­ας από αμέ­λεια. Στο ίδιο μήκος κύμα­τος κινή­θη­κε με δηλώ­σεις του ο Υπουρ­γός Προ­ε­δρί­ας, Κωστής Στε­φα­νό­που­λος (ο μετέ­πει­τα Πρό­ε­δρος της Δημο­κρα­τί­ας). Η κηδεία στις 30 Ιου­λί­ου στο Α’ Νεκρο­τα­φείο Αθη­νών, μετα­τρά­πη­κε σε συλ­λα­λη­τή­ριο ενά­ντια στην εργο­δο­τι­κή ασυδοσία.*

Ξανα­συ­να­ντή­θη­καν κατά τη διάρ­κεια της προ­ε­τοι­μα­σί­ας του 6ου Φεστι­βάλ ΚΝΕ-Οδη­γη­τή , λίγες βδο­μά­δες μετά έχο­ντας την ευθύ­νη στις «Κάρ­τες γνω­ρι­μί­ας με την ΚΝΕ».Η συγκί­νη­ση τους μεγά­λη, τους ένω­νε πια η ΕΤΜΑ, η Σωτηρία .

Και ο ποι­η­τής Γιάν­νης Ρίτσος που στη κεντρι­κή σκη­νή της αφιέ­ρω­σε τους στίχους:

«Και συ να λείπεις…
Σκέ­ψου η ζωή να τρα­βά­ει το δρό­μο της,
και συ να λείπεις,
να ‘ρχο­νται οι Άνοι­ξες με πολ­λά διά­πλα­τα παράθυρα,
και συ να λείπεις…»

Δάκρυ­σαν και οι δύο. Οι ανα­μνή­σεις είναι πάντα βαριές σαν τις πέτρες που δύσκο­λα όταν είναι έντο­νες μπο­ρεί κάποιος να τις κου­βα­λή­σει. Υπο­σχέ­θη­καν το βρά­δυ όταν θα πήγαι­ναν στη ταβέρ­να, να μην άνοι­γαν ξανά την ίδια κου­βέ­ντα. Πλή­γω­νε τον καθέ­να με το δικό του τρόπο.

Όμως το κρα­σί τους έλυ­σε τη γλώσ­σα. Θυμή­θη­καν και άλλες ιστο­ρί­ες από τα παλιό­τε­ρα χρόνια.

Δεν άντε­ξε και της είπε: «Καλό το παρελ­θόν που μας ενώ­νει. Τι γίνε­ται με το μέλ­λον όμως; Θα συνε­χί­σου­με τις ίδιες πορείες;»

Δεν του απά­ντη­σε αμέ­σως. Χαμο­γε­λα­στά του είπε: «Πιστεύω ότι θα μας ενώ­νει πάντα η Σωτη­ρία. Ένα τσι­γά­ρο δρό­μος, από το σύν­θη­μα που λέτε ότι μόνο ο λαός μπο­ρεί να σώσει το λαό»…

 

* Στο δικα­στι­κό σκέ­λος της υπό­θε­σης, το Συμ­βού­λιο Πλημ­με­λειο­δι­κών Αθη­νών, με την 5341/80 από­φα­σή του (9 Ιανουα­ρί­ου 1981) παρέ­πεμ­ψε τον Χαρί­το στο ακρο­α­τή­ριο του Τρι­με­λούς Πλημ­με­λειο­δι­κεί­ου για το αδί­κη­μα της ανθρω­πο­κτο­νί­ας από αμέ­λεια. Στις 9 Ιανουα­ρί­ου του 1982 το Δ’ Τρι­με­λές Πλημ­με­λειο­δι­κείο Αθη­νών, που δίκα­σε την υπό­θε­ση, ανέ­τρε­ψε την κατά­στα­ση. Μετέ­τρε­ψε την κατη­γο­ρία σε ανθρω­πο­κτο­νία από πρό­θε­ση και τον παρέ­πεμ­ψε στο Κακουρ­γιο­δι­κείο, λαμ­βά­νο­ντας τα εύση­μα από τον κομ­μα­τι­κό τύπο του ΚΚΕ. Ο συνή­γο­ρος του Χαρί­του, Αλέ­ξαν­δρος Λυκου­ρέ­ζος, άσκη­σε έφε­ση, η οποία εκδι­κά­στη­κε από το Τρι­με­λές Εφε­τείο Αθη­νών. Το δικα­στή­ριο δέχθη­κε τελι­κά ότι ο οδη­γός του μοι­ραί­ου λεω­φο­ρεί­ου ενε­πλά­κη σε τρο­χαίο και τον κατα­δί­κα­σε σε φυλά­κι­ση 12 μηνών για ανθρω­πο­κτο­νία από αμέ­λεια (15 Ιανουα­ρί­ου 1983).

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο