Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ: Μας ταξιδεύει στο “Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” _ΦΩΤΟ

Μετά την επι­τυ­χη­μέ­νη «Αντι­γό­νη» του Ανού­ιγ η Μαρία Πρω­τό­παπ­πα επι­στρέ­φει στο Υπό­γειο του Θεά­τρου Τέχνης, σκη­νο­θε­τώ­ντας ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα έργα της παγκό­σμιας δρα­μα­τουρ­γί­ας, το τελευ­ταίο του Ισπα­νού συγ­γρα­φέα και ποι­η­τή Φεντε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα, «Το σπί­τι της Μπερ­νάρ­ντα ‘Αλμπα».

Μια αυταρ­χι­κή χήρα, μετά τον θάνα­το του δεύ­τε­ρου συζύ­γου της, επι­βάλ­λει στις πέντε κόρες της 8 χρό­νια πέν­θους και εγκλει­σμού. Εκεί­νες απε­γνω­σμέ­να αντι­δρούν, η καθε­μιά με τον δικό της τρό­πο, και με την αφορ­μή ενός νέου άντρα — ο οποί­ος για άλλη είναι ερα­στής, για άλλη μνη­στή­ρας, για άλλη φαντα­σί­ω­ση — η ανά­γκη για ζωή φου­σκώ­νει, εκρή­γνυ­ται και ο θάνα­τος ξανα­χτυ­πά­ει το σπί­τι, για να το πνί­ξει σε δεύ­τε­ρο κύμα πένθους.

Ο Λόρ­κα, παρό­τι «προ­νο­μιού­χος» ταξι­κά, δυσα­να­σχε­τεί με τη φτώ­χεια, την πεί­να, την κοι­νω­νι­κή αδι­κία… Με το ιδιαί­τε­ρο βλέμ­μα του, οδη­γεί τους θεα­τές σε μια γωνιά του κόσμου, μια άγο­νη γη, μια άνυ­δρη άκρη του, όπου τοπο­θε­τεί τον μεγε­θυ­ντι­κό και ποι­η­τι­κό του φακό πάνω από ένα «Σπί­τι», έναν συμ­βο­λι­κό τόπο που μέσα του «βρά­ζει» η κλεμ­μέ­νη ελευ­θε­ρία και αξιο­πρέ­πεια των γυναι­κών της γει­το­νιάς του και όχι μόνο, της επο­χής του και όχι μόνο, νιώ­θο­ντας ο ίδιος φρί­κη για τον τρό­πο αντι­με­τώ­πι­σής τους.

«Εγώ πάντα θα είμαι στο πλευ­ρό αυτών που δεν έχουν τίπο­τα και στους οποί­ους δεν επι­τρέ­πε­ται καν να απο­λαύ­σουν ειρη­νι­κά το τίπο­τα που έχουν».

Κάθε μεγά­λος ποι­η­τής κρύ­βει πίσω από τις λέξεις του ένα κομ­μά­τι του εαυ­τού του, ένα κομ­μά­τι της κοι­νω­νί­ας όπου ζει και της πολι­τι­κής στιγ­μής που αφο­μοιώ­νει. Ο εμφύ­λιος της Ισπα­νί­ας, που κυλά μέσα στις φλέ­βες των γυναι­κών αυτού του ποι­ή­μα­τος, γίνε­ται το εφαλ­τή­ριο μιας απο­κα­λυ­πτι­κής εξε­ρεύ­νη­σης ενός υπέ­ρο­χου κόσμου, αυτού του Λόρκα.

  • Συντε­λε­στές: Μετά­φρα­ση — από­δο­ση κει­μέ­νου: Μαρία Πρω­τό­παπ­πα, Ελέ­νη Σπε­τσιώ­τη. Σκη­νι­κά — κοστού­μια: Εύα Νάθε­να. Μου­σι­κή: Φώτης Σιώ­τας. Κίνη­ση: Μαρ­γα­ρί­τα Τρίκ­κα. Φωτι­σμοί: Βαλε­ντί­να Ταμιωλάκη.
  • Παί­ζουν: Ευγε­νία Απο­στό­λου, Αννα Καλαϊ­τζί­δου, Δημή­τρης Μαρ­γα­ρί­της, Ελέ­νη Σπε­τσιώ­τη, Χρή­στος Στέρ­γιο­γλου, Κατε­ρί­να Φωτιά­δη, Χρι­στί­να Χει­λά — Φαμέ­λη. Σε ηχο­γρά­φη­ση συμ­με­τέ­χει η Έρση Μαλικένζου.
  • Μέρες και ώρες παρα­στά­σε­ων: Τετάρ­τη 20.00, Πέμ­πτη έως Σάβ­βα­το 21.00, Κυρια­κή 19.00
  • Προ­πώ­λη­ση: Στο ταμείο του Θεά­τρου Τέχνης — Υπό­γειο (Πεσμα­ζό­γλου 5), τηλ. 2103228706 και στο more.com

La Casa de Bernarda Alba_ Drama de mujeres en los pueblos de España (Το σπί­τι της Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα _Γυναικείο δρά­μα της ισπα­νι­κής φτω­χο­λο­γιάς) είναι θεα­τρι­κό έργο του συγ­γρα­φέα και ποι­η­τή Φεδε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα _το τελευ­ταίο έργο που έγρα­ψε το 1936, λίγο πριν τη δολο­φο­νία του, και παρου­σιά­στη­κε για πρώ­τη φορά το 1945. Μαζί με τη “Γέρ­μα” και το “Ματω­μέ­νο Γάμο” απο­τε­λούν την τρι­λο­γία της “ισπα­νι­κής υπαί­θρου” του συγγραφέα.

Το έργο περι­γρά­φει τα γεγο­νό­τα κατά την περί­ο­δο πέν­θους σε ένα σπί­τι στην Ανδα­λου­σία, όπου η 60χρονη Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα έχει τον από­λυ­το έλεγ­χο πάνω στις κόρες της Αγκού­στιας, Μαγκ­ντα­λέ­να, Αμέ­λια, Μαρ­τί­ριο και Αδέ­λα. Στο σπί­τι ζουν επί­σης η Πόν­θια, η οικο­νό­μος, κι η Μαρία Χοσέ­φα, μητέ­ρα της Μπερ­νάρ­ντα. Στο έργο δεν εμφα­νί­ζε­ται επί σκη­νής κανέ­νας ανδρι­κός χαρα­κτή­ρας. Ακό­μα κι ο Πέπε Ρομά­νο, το αντι­κεί­με­νο του πόθου για τις κόρες της Μπερ­νάρ­ντα και μνη­στή­ρας της Αγκού­στιας, δεν εμφα­νί­ζε­ται ποτέ.

  • Angustias, 39 ετών, η μεγα­λύ­τε­ρη κόρη της Bernarda, είναι άσχη­μη και πλού­σια από τότε που έλα­βε την κλη­ρο­νο­μιά του πατέ­ρα της.
  • Magdalena, 30 ετών, κόρη της Bernarda, η οποία έχει κάποια συμπό­νια για την Adela _είναι υποτακτική
  • Η Amelia, 27, κόρη της Bernarda, ντρο­πα­λή και συγκρα­τη­μέ­νη, δεί­χνει μια αθώα πίστη στην αρχή ότι ο γάμος πρέ­πει να συνά­πτε­ται για αγά­πη και για κανέ­ναν άλλο λόγο.
  • Martirio, 24 ετών, κόρη της Bernarda, ενός πολύ σύν­θε­του χαρα­κτή­ρα, που πιστεύ­ει ότι δεν θα μπο­ρέ­σει ποτέ να παντρευ­τεί λόγω όλων αυτών των χρό­νων χηρείας_παρθενίας και επο­μέ­νως δεν θέλει την ευτυ­χία των αδελ­φών της ενσαρ­κώ­νει τον εγω­ι­σμό, την απο­γο­ή­τευ­ση και την πικρία.
  • Η Adela, 20 ετών, η μικρό­τε­ρη από τις κόρες της Bernarda, νέα και επα­να­στα­τη­μέ­νη, έχει κοι­νή αγά­πη για τον Pepe El Romano.
  • Maria Josepha, 80 ετών, μητέ­ρα της Bernarda, γριά (η Μπερ­νάρ­ντα είναι ήδη 60 ετών) ενσαρ­κώ­νει την τρα­γι­κή φωνή που αναγ­γέλ­λει το δρα­μα­τι­κό τέλος.
  • Η Poncia, 60άρα, έχει την ίδια ηλι­κία με την Bernarda. φρο­ντί­ζει το σπί­τι, δίνει συμ­βου­λές και προει­δο­ποι­ή­σεις, ανα­λαμ­βά­νει τη θέση της. Προ­σπα­θεί να απο­σιω­πή­σει μια ορι­σμέ­νη δυσα­ρέ­σκεια, ιδιαί­τε­ρα προς την Μπερ­νάρ­ντα (άκαμ­πτη, τυραν­νι­κή, κυρί­αρ­χη, ενσαρ­κώ­νει τη δύνα­μη της καταστολής).
  • Άλλοι στο σπί­τι _κατονομάζονται, αλλά δεν εμφαίζονται.

Το έργο επι­κε­ντρώ­νε­ται στα ζητή­μα­τα της κατα­πί­ε­σης, του συμ­βι­βα­σμού και του πάθους στις γυναί­κες, με την τυραν­νία της Μπερ­νάρ­ντα απέ­να­ντι στις κόρες της να προ­μη­νύ­ει την επι­βο­λή του φασι­στι­κού καθε­στώ­τος του Φράν­κο, του οποί­ου το πρα­ξι­κό­πη­μα εκδη­λώ­θη­κε 18-Ιουλ-1936, λίγο μετά την ολο­κλή­ρω­ση του έργου του Λόρκα.

 

Μετά το θάνα­το του δεύ­τε­ρου συζύ­γου της, η Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα γίνε­ται τυραν­νι­κή με τις πέντε κόρες της, που σπά­νια είχαν οποια­δή­πο­τε επα­φή με το άλλο φύλο. Επι­βάλ­λει πέν­θος οκτώ χρό­νων και τον εγκλει­σμό τους μέσα στο σπί­τι, καθώς η ανώ­τε­ρη τάξη τους δεν τους επι­τρέ­πει να “ανα­κα­τεύ­ο­νται” με τους απλούς χωρι­κούς. Η Αγκού­στιας, η μεγα­λύ­τε­ρη κόρη της Μπερ­νάρ­ντα από τον πρώ­το της γάμο, κλη­ρο­νο­μεί την περιου­σία του πατέ­ρα της κι έτσι προ­σελ­κύ­ει το ενδια­φέ­ρον ενός μνη­στή­ρα, του Πέπε Ρομά­νο. Τον Πέπε όμως ποθούν κι η Αδέ­λα, η μικρό­τε­ρη κόρη, που αρνεί­ται να υπο­τα­χθεί στη μητέ­ρα της και συνά­πτει ερω­τι­κή σχέ­ση μαζί του, αλλά κι η Μαρ­τί­ριο, που τη ζηλεύ­ει για κάτι που η ίδια δεν μπο­ρεί να απο­κτή­σει, λόγω του παρου­σια­στι­κού της. Η ζήλια της Μαρ­τί­ριο θα οδη­γή­σει στο τρα­γι­κό τέλος της Αδέ­λα και στη δια­τή­ρη­ση του πέν­θους στο σπίτι.

Το έργο παρου­σιά­στη­κε για πρώ­τη φορά στη χώρα μας το 1954 στο θέα­τρο “Κοτο­πού­λη” σε μετά­φρα­ση Νίκου Γκά­τσου, σκη­νο­θε­σία Αλέ­ξη Μινω­τή, σκη­νι­κά και κοστού­μια του Γιάν­νη Τσα­ρού­χη. Το ρόλο της Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα ερμή­νευ­σε η Κατί­να Παξινού.

Δεί­τε και _Ριζοσπάστης Στο σπί­τι της Μπερ­νάρ­ντα Άλμπα
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο