Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Κάποτε στον Πειραιά»

Γρά­φει η Ευγε­νία Καβαλ­λά­ρη //
Πρό­ε­δρος του Συν­δέ­σμου Φιλο­λό­γων Νομού Ημαθίας

Τίτλος που οριο­θε­τεί τον τόπο και τον χρό­νο του μυθι­στο­ρή­μα­τος (με το επίρ­ρη­μα κάπο­τε προσ­διο­ρί­ζε­ται ένα μακρι­νό παρελ­θόν), καλ­λιερ­γεί εξαρ­χής μια νοσταλ­γι­κή διά­θε­ση και ανα­δει­κνύ­ει τον καθο­ρι­στι­κό ρόλο της μνή­μης ως στοι­χείο πλο­κής και ως πηγή προ­σω­πι­κών συναι­σθη­μά­των κυρί­ως αρνητικών.

Παράλ­λη­λα προ­κα­λεί και συνειρ­μό που παρα­πέ­μπει στον κινη­μα­το­γρά­φο, καθώς μπο­ρεί να εκλη­φθεί και ως παρά­φρα­ση του «Κάπο­τε στην Αμε­ρι­κή» του Σέρ­τζιο Λεό­νε. Η ται­νία παρου­σιά­ζει τη ζωή και τα όνει­ρα 4 πιτσι­ρι­κά­δων που βιώ­νουν στο πετσί τους τη φτώ­χεια των λαϊ­κών στρω­μά­των στις ΗΠΑ και προ­σπα­θούν να επι­βιώ­σουν και να τα κατα­φέ­ρουν, να γίνουν κι αυτοί κάποια μέρα «μεγά­λοι».

Εντο­πί­ζο­νται πράγ­μα­τι ορι­σμέ­νες ανα­λο­γί­ες με το μυθι­στό­ρη­μα. Σ’αυτό ο Πέτρος Κυρί­μης παρου­σιά­ζει την ιστο­ρία 5 φίλων από τα χρό­νια της αθω­ό­τη­τάς τους στις φτω­χο­γει­το­νιές του Πει­ραιά ως τη δρα­μα­τι­κή κατά­λη­ξη των 4 της αρχι­κής παρέας.

Εκκι­νεί με επί­κλη­ση στις Μού­σες, όχι για να εδραιω­θεί η εντύ­πω­ση πως το έργο είναι θεό­πνευ­στο, όπως στην περί­πτω­ση του Ομή­ρου. Οι Μού­σες του Πέτρου Κυρί­μη δεν έχουν θεϊ­κή υπό­στα­ση ‚είναι οι ήρω­ες του, άνθρω­ποι καθη­με­ρι­νοί, ταπει­νοί, με κοι­νό συν­δε­τι­κό κρί­κο τη θλί­ψη, τον βαθύ πόνο, απο­σα­φη­νί­ζο­ντας έτσι από πού αντλεί το αφη­γη­μα­τι­κό­του υλικό.

Το μυθι­στό­ρη­μα χωρί­ζε­ται σε κεφά­λαια στα οποία προ­τάσ­σε­ται ο μονό­λο­γος  του προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νου Χρό­νου που με τις θει­κές του ιδιό­τη­τες ως παντο­γνώ­στης αφη­γη­τής κλεί­νει μέσα του τις ανθρώ­πι­νες ιστο­ρί­ες και τις σχο­λιά­ζει άλλο­τε ως θεα­τής και άλλο­τε ως συνεργός.

KAPOTE STON PEIRAIA1Από την αρχή του έργου παρου­σιά­ζο­νται οι 5 φίλοι ο Λου­κάς, ο Αντώ­νης ο Τσί­χλας, ο Νάσος, ο Νικό­λας και ο Βασι­λά­κης Μυτα­ράς, ο οποί­ος με δρα­μα­τι­κό τρό­πο απο­χω­ρεί από την παρέα νωρίς και θα επα­νέλ­θει με εξί­σου δρα­μα­τι­κό τρό­πο για να εξι­λε­ω­θεί και να συμ­βά­λει στη λύτρω­ση του τελευ­ταί­ου της βασι­κής τετρά­δας, του Λου­κά. Οι έφη­βοι πλά­θουν τα όνει­ρά τους με τη θέα των καρα­βιών του λιμα­νιού, έχο­ντας κοι­νό κίνη­τρο την επι­θυ­μία φυγής. Νοε­ρές περι­πλα­νή­σεις, ονει­ρο­πό­λα σχέ­δια φυγής εφή­βων που τρο­φο­δο­τού­νται από τις αφη­γή­σεις των ναυτικών.

Ήδη όμως από την αρχή εμφα­νί­ζε­ται και ένα βασι­κό στοι­χείο οικο­νο­μί­ας του έργου. Οι ήρω­ες συνα­ντιού­νται με μια τσιγ­γά­να που τους απο­κα­λύ­πτει έντρο­μη πως <τέσ­σε­ρις νέοι πορ­πα­τούν, οι τρεις στο χώμα μένουν».

Ο συγ­γρα­φέ­ας με το τέχνα­σμα της μαντεί­ας εισα­γά­γει τον προ­βλη­μα­τι­σμό του, τη φιλο­σο­φι­κή του θεώ­ρη­ση για τις δυνά­μεις, τους νόμους που καθο­ρί­ζουν την ανθρώ­πι­νη ζωή, τα περι­θώ­ρια των ελεύ­θε­ρων επι­λο­γών του. Εξάλ­λου τοπο­θε­τώ­ντας και τις Μοί­ρες στα δρώ­ντα πρό­σω­πα του έργου, ιδιαί­τε­ρα στο κεφά­λαιο με την αυτο­κτο­νία του Νάσου και την απελ­πι­σία της Ελέ­νης, δίνει τη δική του εκδο­χή για τις μυστι­κές δυνά­μεις που συνέ­χουν τη ζωή των ανθρώπων.

Από το σημείο της μαντεί­ας και μετά ξεκι­νά μια καται­γι­στι­κή δρά­ση που υπο­στη­ρί­ζε­ται και από μια ασθμα­τι­κή εκφο­ρά του λόγου. Ο χρό­νος ως αφη­γη­τής περι­γρά­φει τις δυσκο­λί­ες, τα βάσα­να, τους θανά­τους, την κατά­λη­ξη των ηρώ­ων. Ο πρώ­τος της παρέ­ας θα χαθεί σε εργα­τι­κό ατύ­χη­μα στα ναυ­πη­γεία του Περά­μα­τος, ο δεύ­τε­ρος σχε­δόν θα αυτο­κτο­νή­σει όταν μαθαί­νει την τρα­γι­κή αλή­θεια, όταν έρχε­ται στο φως το μυστι­κό που στοί­χειω­νε τη μητέ­ρα του. Μόνο ένα απ’ αυτούς, ο Λου­κάς θα κατα­φέ­ρει να αφή­σει πίσω του τους βρό­μι­κους δρό­μους, την παρα­νο­μία και να δημιουρ­γή­σει οικο­γέ­νεια, να νιώ­σει τη λυτρω­τι­κή δύνα­μη του έρω­τα, που παί­ζει κομ­βι­κό ρόλο μέσα στην υπόθεση.

Παρε­λαύ­νει και μια πλη­θώ­ρα δευ­τε­ρα­γω­νι­στών, γυναί­κες, μητέ­ρες, αδελ­φές, ερω­μέ­νες, ο επι­στά­της, ο χαμέ­νος πατέ­ρας, ο φίλος στο υπε­ρω­κε­ά­νιο, ο αστυ­νο­μι­κός διευ­θυ­ντής, οι αστυ­νο­μι­κοί, οι οποί­οι όμως παί­ζουν τερά­στιο ρόλο στην πλο­κή της υπόθεσης.

Όλοι οι ήρω­ες σκια­γρα­φού­νται δυνα­μι­κά, μιλούν, αφη­γού­νται, επι­θυ­μούν, δρουν, συγκε­ντρώ­νουν τα βασι­κά γνω­ρί­σμα­τα της τρα­γι­κό­τη­τας. Είναι τρα­γι­κά πρό­σω­πα καθώς αντι­μά­χο­νται με υπέρ­τε­ρες δυνά­μεις με το πεπρω­μέ­νο τους; Με τις αντί­ξο­ες κοι­νω­νι­κές-οικο­νο­μι­κές συν­θή­κες; (εξάλ­λου αυτές και οι συμ­πτώ­σεις ορί­ζουν το πεπρω­μέ­νο). Στο  τέλος συντρίβονται.

Ο συγ­γρα­φέ­ας ακο­λου­θώ­ντας τους κανό­νες της αρχαί­ας τρα­γω­δί­ας, αξιο­ποιεί περί­τε­χνα και το στοι­χείο της περι­πέ­τειας καθώς παρα­τη­ρού­με αλλε­πάλ­λη­λες ανα­τρο­πές. Τα γεγο­νό­τα ξετυ­λί­γο­νται με αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό τρό­πο, με κύρια χαρα­κτη­ρι­στι­κά την τρα­γι­κή ειρω­νεία, τη βία, τον ερω­τι­σμό, τη βαθιά συγκί­νη­ση που συνε­παίρ­νει και καθη­λώ­νει τον ανα­γνώ­στη, μέχρι την τελι­κή κάθαρ­ση με τη δικαί­ω­ση του Λου­κά και της Ελέ­νης, τα μονα­δι­κά πρό­σω­πα που απε­λευ­θε­ρώ­νο­νται από τα δεσμά της μοί­ρας και βιώ­νουν τη λύτρω­ση και την αγάπη.

Εξαι­ρε­τι­κές οι περι­γρα­φές του Πει­ραιά, που ανα­δύ­ουν το άρω­μα του, τα χρώ­μα­τα του, με λεπτο­με­ρείς ανα­φο­ρές στην τοπιο­γρα­φία του και ανθρω­πο­λο­γία του. Δισυ­πό­στα­τος. Από τη μια το Λιμά­νι, η Τρού­μπα με τα καμπα­ρέ και τον υπό­κο­σμο και από την άλλη η Καστέ­λα, το Πασα­λι­μά­νι, η Φρε­α­τί­δα, το Πέρα­μα, η Δρα­πε­τσώ­να, τα Καμίνια.

Οι περι­γρα­φές μέσα στο έργο του Πέτρου Κυρί­μη δεν απο­τε­λούν δια­κο­σμη­τι­κές παρεν­θέ­σεις, αλλά οργα­νι­κά μέρη του κει­μέ­νου και της αφή­γη­σης. Ο ρόλος τους είναι πολ­λα­πλός: δημιουρ­γούν αντι­θέ­σεις, εντεί­νουν τις δρα­μα­τι­κές κατα­στά­σεις, στή­νουν μυστι­κές γέφυ­ρες ανά­με­σα στους ανθρώ­πους και στα πράγματα.

Ως επι­πλέ­ον σημαι­νό­με­νο προ­σφέ­ρε­ται στον ανα­γνώ­στη η ακτι­νο­γρα­φία της νεο­ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας  των δεκα­ε­τιών του ’50 και του ’60 όπου τοπο­θε­τεί­ται και η δρά­ση: οι φτω­χο­γει­το­νιές, η φτώ­χεια, η ανέ­χεια, ο 6ος Αμε­ρι­κα­νι­κός Στό­λος, οι εργά­τες και το περι­θώ­ριο, οι ανοι­χτές πλη­γές του πολέ­μου, το δέλε­αρ του Αμε­ρι­κα­νού ονεί­ρου πλαι­σιώ­νουν τις μικροϊ­στο­ρί­ες των ηρώων,κρύβουν μια υπό­κω­φη καταγ­γε­λία προσ­δί­δο­ντας στο έργο και ένα κοι­νω­νι­κό χαρακτήρα.Επιπλέον Η ιδιά­ζου­σα αφη­γη­μα­τι­κή δομή

Η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα της δυα­δι­κής οπτι­κής γωνί­ας (εστί­α­ση του αφη­γη­τή χρό­νου και εστί­α­ση από την πλευ­ρά των ηρώων)

-Το παι­χνί­δι της ενο­χής και της λύτρωσης

-Η πυκνή δρά­ση και ο συχνός διά­λο­γος, όπου τα διά­φο­ρα πρό­σω­πα κατά κανό­να απλοί άνθρω­ποι του λαού εκφρά­ζο­νται με τη γλώσ­σα της δικής τους καρ­διάς και του δικού τους περιβάλλοντος.

-Τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του αινίγ­μα­τος και της αγωνίας

-Η ποι­κι­λία της γλώσ­σας και ο τρό­πος που υπη­ρε­τεί το κεί­με­νο, η χρή­ση του χρό­νου που σπά­ει την ευθύ­γραμ­μα αφήγηση

-Η επι­μο­νή του συγ­γρα­φέα στον εσω­τε­ρι­κό κόσμο των κει­με­νι­κών προ­σώ­πων, η διείσ­δυ­ση στο ψυχι­κό τους βάθος

-Η απο­κά­λυ­ψη και η κάθαρ­ση του τέλους

Το καθι­στούν ένα δυνα­τό κεί­με­νο που αξί­ζει να διαβάσετε!

 

  • Είναι από την ομι­λία- παρου­σί­α­σης του βιβλί­ου στη Νάου­σα την Παρα­σκευή 25/10

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο