Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Καθένας στέκει μόνος στην καρδιά της γης — τρυπημένος από μιαν ηλιαχτίδα. Κι αμέσως βραδιάζει.

Γρά­φει ο  Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Εν μέσω “Κλέ­ω­νος” να πλήτ­τει ανε­λέ­η­τα τη χώρα μας και την κυβέρ­νη­ση να σφυ­ρί­ζει αδιά­φο­ρα με «οδη­γί­ες στους ναυ­τιλ­λό­με­νους» το μυα­λό μας πήγε κατά πρώ­το στον Μπρεχτ _και κατά δεύ­τε­ρο σ΄έναν άγνω­στο στη χώρα μας τον Salvatore Quasimodo.

Ο πρώ­τος …

Μονάδα τεθωρακισμένων, χαίρομαι να βλέπω
να γράφεις και να κάνεις για την ειρήνη προπαγάνδα.
Και χαίρομαι που εσείς, γράφοντας
και κάνοντας για την ειρήνη προπαγάνδα, θωρακίζεστε.

Ο δεύ­τε­ρος ο Salvatore Quasimodo _
Κι αμέ­σως βραδιάζει…
Ognuno sta solo sul cuor della terra
trafitto da un raggio di sole:
ed è subito sera

Κι έρχε­ται αμέ­σως βράδυ
Καθέ­νας στέ­κει μόνος στην καρ­διά της γης
τρυ­πη­μέ­νος από μιαν ηλιαχτίδα.
Κι αμέ­σως βραδιάζει.

Το ποί­η­μα του Salvatore Quasimodo, είναι μια από τις συντο­μό­τε­ρες και πιο γνω­στές συν­θέ­σεις του Σικε­λού ποι­η­τή και γενι­κό­τε­ρα του λεγό­με­νου corrente ermetica _ερμητικού ρεύ­μα­τος. Αρχι­κά, οι έντο­να ελεύ­θε­ροι στί­χοι αυτού του μικρού ποι­ή­μα­τος απο­τε­λού­σαν το τελευ­ταίο τετρά­γω­νο ενός μεγα­λύ­τε­ρου, με τίτλο Solitudini (μονα­ξιές) που περιέ­χε­ται στο Acque e terre (νερά και στε­ριές), την πρώ­τη συλ­λο­γή ποι­η­μά­των του συγ­γρα­φέα που δημο­σιεύ­τη­κε το 1930, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των στί­χων που έγρα­ψε από το 1920 έως το 1929 (μερι­κοί εκ των οποί­ων είχαν ήδη εμφα­νι­στεί στο περιο­δι­κό Solaria). Μια συλ­λο­γή που αντι­προ­σω­πεύ­ει, μαζί με το Oboe sommerso (βυθι­σμέ­νο Oboe), τη φάση του πρώ­του Quasimodo. Κόβο­ντας τους αρχι­κούς δεκα­εν­νέα στί­χους του Solitudini, ο Κουα­σι­μό­ντο εξή­γα­γε στη συνέ­χεια τους τρεις στί­χους του _Και είναι αμέ­σως βρά­δυ, εναρ­κτή­ριο της ομώ­νυ­μης συλ­λο­γής (εκδό­θη­κε το 1942).

«Όλοι είναι μόνοι στην καρ­διά της γης
τρυ­πη­μέ­νη από μια αχτί­δα ήλιου \ και είναι σύντο­μα βράδυ».

Σε αυτό το ποί­η­μα ο ποι­η­τής έχει περι­κλεί­σει τις τρεις στιγ­μές της ζωής του ανθρώπου:

  1. τη μονα­ξιά, που προ­έρ­χε­ται από το ακοι­νώ­νη­το _την απο­ξέ­νω­ση του ατό­μου στην καπι­τα­λι­στι­κή κοι­νω­νία, όπου κυριαρ­χεί η ζού­γκλα του εγώ
  2. την εναλ­λα­γή χαράς και πόνου και
  3. την αίσθη­ση επι­σφά­λειας της ζωής.

Όλοι, λέει ο ποι­η­τής, ενώ ζουν ανά­με­σα σε ανθρώ­πους (στην καρ­διά της γης) νιώ­θουν έντο­να μόνοι λόγω της αδυ­να­μί­ας να δημιουρ­γή­σουν μια διαρ­κή κοι­νω­νι­κή σχέ­ση. Η πιο δια­πι­στευ­μέ­νη υπό­θε­ση για την έννοια του να είσαι μόνος «στην καρ­διά της γης» απο­δί­δει στις λέξεις την έννοια του να είσαι μόνος στην ατο­μι­κή και οικεία στιγ­μή της ανα­ζή­τη­σης του νοή­μα­τος της ύπαρ­ξης, αυτού, που επι­τρέ­πει στον άνθρω­πο να ξεπε­ρά­σει τον θάνα­το. Ωστό­σο, παρά το γεγο­νός ότι είναι μόνος, διε­γεί­ρε­ται από ψευ­δαι­σθή­σεις (μια ακτί­να ηλιο­φά­νειας), από την ενί­ο­τε φαι­νο­με­νι­κή ανα­ζή­τη­ση της ευτυ­χί­ας. Αυτή η ανα­ζή­τη­ση είναι και χαρά και πόνος, επο­μέ­νως ο ποι­η­τής χρη­σι­μο­ποιεί τον όρο «τρυ­πη­μέ­νος», πλη­γω­μέ­νος δηλα­δή από την ίδια την αχτί­δα του ήλιου. Και εν τω μετα­ξύ, καθώς στο φως της ημέ­ρας ακο­λου­θεί γρή­γο­ρα το σκο­τά­δι της νύχτας, ο θάνα­τος έρχε­ται στη ζωή του ανθρώ­που: και είναι αμέ­σως βράδυ.

Το θέμα του εφήμερου της ζωής

Από μόνο του, το θέμα που θίγε­ται και επι­λύ­ε­ται ξαφ­νι­κά στον τελι­κό στί­χο είναι το ίδιο με το λατι­νι­κό ars longa vita brevis, δηλα­δή η πικρή παρα­τή­ρη­ση της συντο­μί­ας της ζωής, σε σχέ­ση με το τι θα ήθε­λε να πετύ­χει ο άνθρω­πος. Αυτό το θέμα είναι επί­σης επί­και­ρο στις αρχές του 20ού αιώ­να, με την προ­ο­δευ­τι­κή πρό­ο­δο του “πολι­τι­σμού” των μηχα­νών, με τους ρυθ­μούς τους στους οποί­ους ο άνθρω­πος δυσκο­λεύ­ε­ται να προσαρμοστεί.

Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, το θέμα επα­νεμ­φα­νί­ζε­ται και σε πολύ μακρι­νούς ποι­η­τές και πολι­τι­σμούς: για παρά­δειγ­μα, ένας σχε­δόν κυριο­λε­κτι­κός πανο­μοιό­τυ­πος στί­χος σε ένα ποί­η­μα του Βέρ­βε­ρου Σι Μοχάντ, που κατήγ­γει­λε τους «νέους» ρυθ­μούς που επέ­βα­λε ο ευρω­παϊ­κός πολι­τι­σμός, με την άφι­ξη των Γάλ­λων αποι­κιο­κρα­τών στην Αλγερία.

«Aql-agh newghel of ddunit
lh’al d tameddit
nettazzal nug’ a tt-neqd’aâ»

«Δεν μπο­ρώ να συμ­βα­δί­σω με αυτόν τον κόσμο
και είναι σύντο­μα βράδυ
όσο και να τρέ­χω δεν μπο­ρώ να τον φτά­σω»
(Si Mohand ou-Mhand _1848-1905, Isefra)

σσ. Κατά τη διάρ­κεια της περι­πλα­νώ­με­νης ζωής του συνέ­θε­σε αμέ­τρη­τα ποι­ή­μα­τα στη γλώσ­σα των Βερ­βε­ρί­νων, τα οποία σύντο­μα έγι­ναν πολύ γνω­στά και του έδω­σαν θρυ­λι­κή φήμη. Το θέμα των νεα­νι­κών ποι­η­μά­των είναι πάνω απ’ όλα ο έρω­τας (που παρέ­μει­νε στο ρεπερ­τό­ριό του και στα πιο ώρι­μα χρό­νια του), αλλά αυτό που τον έκα­νε ιδιαί­τε­ρα αγα­πη­τό στους συμπα­τριώ­τες του είναι το θέμα της εξο­ρί­ας και της απώ­λειας των παρα­δο­σια­κών αξιών με την μεγά­λη ανα­τρο­πή που προ­κά­λε­σε η αποικιοκρατία.

Το προ­τι­μώ­με­νο μέτρο, νέο σε σχέ­ση με την παρα­δο­σια­κή ποί­η­ση, είναι το ασέ­φρου (πληθ. Isefra ισέ­φρα), ένα είδος σύντο­μου σονέ­του, τριών στρο­φών τριών γραμ­μών το καθέ­να. Οι ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ες ακο­λου­θούν το μοτί­βο aab aab aab, ενώ το μήκος των τριών γραμ­μών κάθε στρο­φο­γρα­φί­ας είναι 7+5+7 συλλαβές.

Πολ­λοί από τους στί­χους του έχουν γίνει καθιε­ρω­μέ­νοι ιδιω­μα­τι­σμοί και η κραυ­γή του a nerrez wal’a neknu («Σπά­ζω αλλά δεν λυγί­ζω») ανα­βί­ω­σε το 1945 από τον Mohand Idir Ait Amrane στο πρώ­το «Βερ­βε­ρο­ε­θνι­κι­στι­κό» τρα­γού­δι Ekkr a. mmi‑s Umazigh («σήκω, ω γιε του Amazigh!»), και αργό­τε­ρα ήταν το σύν­θη­μα της Βερ­βε­ρι­κής Άνοι­ξης του 1980, στην οποία για πρώ­τη φορά η πολι­τι­στι­κή και γλωσ­σι­κή διεκ­δί­κη­ση των Βερ­βέ­ρων βγή­κε στους δρό­μους και αντι­με­τώ­πι­σε σκλη­ρή καταστολή.

Μυστικισμός ή πραγματική ζωή;

Ο όρος ermetismo “ερμη­τι­σμός” δεν απο­τε­λεί ένα πραγ­μα­τι­κό λογο­τε­χνι­κό κίνη­μα του εικο­στού αιώ­να, αλλά μια στά­ση ζωής, που έχει υιο­θε­τή­σει μια ομά­δα ποιητών.
Υιο­θε­τή­θη­κε από τον Francesco Flora το 1936, ανα­φε­ρό­με­νος σε μια μυστι­κι­στι­κή σύλ­λη­ψη της ποι­η­τι­κής λέξης _άρα και της ζωής με ρίζες στη θρυ­λι­κή φιγού­ρα, που χρο­νο­λο­γεί­ται από την ελλη­νι­στι­κή περί­ο­δο, του Ερμή Τρι­σμέ­γι­στου (Ερμής ο τρεις φορές μεγά­λος), στον οποίο φιλο­σο­φι­κά κεί­με­να απο­δό­θη­καν- μυστή­ρια και πνευ­μα­τι­κά έργα του 2ου-3ου αιώ­να μ.Χ., τα οποία εμπνεύ­στη­καν από την αρχαία αιγυ­πτια­κή σοφία που κρύ­βε­ται στην αινιγ­μα­τι­κή γλώσ­σα των ιερο­γλυ­φι­κών. Ωστό­σο, ένας πιθα­νός σύν­δε­σμος μπο­ρεί επί­σης να βρε­θεί με τον Ερμή, θεό των από­κρυ­φων επι­στη­μών, για να υπο­γραμ­μί­σει τη δυσκο­λία κατα­νό­η­σης αυτού του είδους ποί­η­σης. Το 1938 ο Carlo Bo δημο­σί­ευ­σε ένα δοκί­μιο στο Il Frontespizio, για τη λογο­τε­χνία ως ζωή, που περιεί­χε τις θεω­ρη­τι­κές-μεθο­δο­λο­γι­κές βάσεις της ερμη­τι­κής ποίησης.

Σε λογο­τε­χνι­κό επί­πε­δο, ο όρος ερμη­τι­σμός υπο­γραμ­μί­ζει ένα ποί­η­μα με κλει­στό (ερμη­τι­κό) και σύν­θε­το χαρα­κτή­ρα, που συνή­θως λαμ­βά­νε­ται μέσω μιας σει­ράς ανα­λο­γιών που δεν ερμη­νεύ­ο­νται άμε­σα, καθώς και της και­νο­τό­μου χρή­σης κλα­σι­κών ρητο­ρι­κών μορ­φών, επί­σης αλλοιώ­σε­ων και ανα­ζή­τη­σης. για τη μου­σι­κό­τη­τα: οι κύριοι εμπνευ­στές αυτού του ποι­η­τι­κού ύφους ήταν οι νεα­ροί τότε Salvatore Quasimodo, Mario Luzi και Alfonso Gatto.

Στις ρίζες της ερμη­τι­κής ποί­η­σης βρί­σκο­νται οι εκφρα­στι­κές ανά­γκες όχι μόνο του γαλ­λι­κού παρακ­μια­κού αλλά και του Rilke, του Eliot, του García Lorca, του συμ­βο­λι­σμού του Pascoli, του σου­ρε­α­λι­σμού. Αυτή η ποί­η­ση, λόγω της από­λυ­της ανα­ζή­τη­σης της ουσια­στι­κό­τη­τας, πήρε το όνο­μα της καθα­ρής ποί­η­σης στην οποία ο ποι­η­τι­κός λόγος, απαλ­λαγ­μέ­νος από κάθε ρεα­λι­στι­κή ηχώ, έχει μια υπο­βλη­τι­κή μαγεία και όπου η ανα­λο­γία και η αρμο­νία της λέξης έχουν το καθή­κον να απο­κα­λύ­ψουν το άγνω­στο. Το απο­τέ­λε­σμα είναι ένα συμπυ­κνω­μέ­νο και ουσια­στι­κό ποί­η­μα, στο οποίο η ψυχή παρα­χω­ρεί­ται σαν για «λυρι­κούς φωτι­σμούς» (θυμη­θεί­τε τους Φωτι­σμούς του Ρεμπώ). Το μάθη­μα των Αοι­δών σίγου­ρα δεν ήταν ξένο στον ερμη­τι­σμό, οι οποί­οι δέχο­νται από τον υπε­ραλ­πι­κό παρακ­μια­κό, εκτός από ορι­σμέ­νες εκφρα­στι­κές τεχνι­κές φόρ­μες, και την αντί­λη­ψη της ποί­η­σης ως στιγ­μής, φωτι­σμού, θραύ­σμα­τος. Η ερμη­τι­κή ποί­η­ση περιέ­χει μια μετα­φυ­σι­κή έντα­ση που προ­βάλ­λε­ται προς το άρρη­το, προς τη σιω­πή και την απου­σία. Υπάρ­χει λοι­πόν ένα μυστι­κι­στι­κό υπό­βα­θρο, ρητά θρη­σκευ­τι­κό, το οποίο εκφρά­ζε­ται με την προσ­δο­κία μιας υπερ­βα­τι­κής απο­κά­λυ­ψης, ενός «Άλλου» του οποί­ου η παρου­σία γίνε­ται αισθη­τή αλλά παρα­μέ­νει από­μα­κρη και ανέ­φι­κτη. Η ατμό­σφαι­ρα που προ­κύ­πτει είναι επο­μέ­νως μια ατμό­σφαι­ρα δια­χρο­νι­κής αναστολής.

Ο ερμη­τι­σμός είναι ένα δύσκο­λο και κλει­στό ύφος στην ανα­ζή­τη­ση της ανα­λο­γι­κής μορ­φής, μαζί με την εμβά­θυν­ση μιας κρυμ­μέ­νης εσω­τε­ρι­κής εμπει­ρί­ας, που διέ­κρι­νε αυτήν την ομά­δα που, αρνού­με­νη ευθέ­ως κάθε πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή δέσμευ­ση, προ­σπά­θη­σε να απο­μα­κρυν­θεί από τη φασι­στι­κή κουλ­τού­ρα. Μετα­ξύ αυτών των νέων δια­νο­ου­μέ­νων, κάποιοι πήραν αντι­φα­σι­στι­κές θέσεις όπως ο Romano Bilenchi, ο Elio Vittorini, ο Alfonso Gatto και ο Vasco Pratolini. Η λογο­κρι­σία του ερμη­τι­σμού είναι μια στά­ση ενά­ντια στη χει­ρα­γώ­γη­ση και την επι­κοι­νω­νια­κή ευκο­λία της εκκο­λα­πτό­με­νης μαζι­κής κοι­νω­νί­ας, η οποία εκφρά­ζε­ται στην προ­πα­γάν­δα των δικτα­το­ρι­κών καθε­στώ­των της επο­χής (φασι­σμός-ναζι­σμός) που προ­έ­κυ­ψαν μετά τον Πρώ­το Παγκό­σμιο. Η ποί­η­ση, λοι­πόν, κλεί­νε­ται στον εαυ­τό της και ανα­λαμ­βά­νει το ασα­φές καθή­κον να επα­να­φέ­ρει το νόη­μα στη λέξη.

Οι ερμη­τι­κοί ποι­η­τές επι­διώ­κουν το ιδα­νι­κό μιας «καθα­ρής ποί­η­σης», απαλ­λαγ­μέ­νης από κάθε πρα­κτι­κό, ουσια­στι­κό σκο­πό, χωρίς εκπαι­δευ­τι­κό σκο­πό. Κεντρι­κό θέμα της ερμη­τι­κής ποί­η­σης είναι η αίσθη­ση της απελ­πι­σμέ­νης μονα­ξιάς του σύγ­χρο­νου ανθρώ­που που έχει χάσει την πίστη του στις αρχαί­ες αξί­ες, στους μύθους του ρομα­ντι­κού και θετι­κι­στι­κού πολι­τι­σμού και δεν έχει πια βεβαιό­τη­τες να αγκυ­ρο­βο­λή­σει στα­θε­ρά. Ο άνθρω­πος ζει σε έναν ακα­τα­νό­η­το κόσμο, ανα­στα­τω­μέ­νος από πολέ­μους και προ­σβε­βλη­μέ­νος από δικτα­το­ρί­ες, επο­μέ­νως έχει ένα απο­καρ­διω­μέ­νο όρα­μα ζωής, χωρίς ιδα­νι­κά. Οι ερμη­τι­κοί απορ­ρί­πτουν τη λέξη ως πρά­ξη επι­κοι­νω­νί­ας για να της αφή­σουν μόνο τον υπο­βλη­τι­κό χαρα­κτή­ρα. Η ποί­η­σή τους είναι ένα ποί­η­μα δια­θέ­σε­ων, εσω­τε­ρι­κής από­συρ­σης που εκφρά­ζε­ται σε έναν συγκε­ντρω­μέ­νο και συγκρα­τη­μέ­νο τόνο, με μια εκλε­πτυ­σμέ­νη και υπο­βλη­τι­κή γλώσ­σα που θολώ­νει κάθε άμε­ση ανα­φο­ρά να βιώ­σουν σε ένα παι­χνί­δι υπονοούμενων.

Στο δεύ­τε­ρο μισό της δεκα­ε­τί­ας του 1930, γύρω από τα περιο­δι­κά Il Frontespizio και Solaria, ωρί­μα­σε στη Φλω­ρε­ντία μια πραγ­μα­τι­κή ομά­δα ερμη­τι­κών που, λαμ­βά­νο­ντας ως ανα­φο­ρά τους Ungaretti, Quasimodo και Onofri, ανα­φέρ­θη­καν απευ­θεί­ας στον ευρω­παϊ­κό συμ­βο­λι­σμό και αντι­με­τώ­πι­σαν τις πιο πρό­σφα­τες εμπει­ρί­ες εκεί­νων των χρό­νων, όπως ο σου­ρε­α­λι­σμός και ο υπαρξισμός.

Η γνώ­μη των ανθρώ­πων των γραμ­μά­των εξα­κο­λου­θεί να διχά­ζε­ται για το θέμα του σπά­νιου ενδια­φέ­ρο­ντος ορι­σμέ­νων ερμη­τι­κών ποι­η­τών (αλλά όχι όλων: ορι­σμέ­νοι ήταν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στις πρώ­τες τάξεις της Αντί­στα­σης) για τον φασι­σμό. Κάποιοι υπο­στη­ρί­ζουν ότι οι Ερμη­τι­κοί συμ­φώ­νη­σαν σιω­πη­ρά με τον Μου­σο­λί­νι, ενώ άλλοι πιστεύ­ουν ότι είχαν απα­γο­ρεύ­σει έναν σιω­πη­λό πολι­τι­στι­κό και ιδε­ο­λο­γι­κό αγώ­να κατά του φασι­σμού. Μάλι­στα, είναι γνω­στό ότι όσοι _ελάχιστοι ερμη­τι­κοί δεν επι­τέ­θη­καν ανοι­χτά στον φασι­σμό δεν ασπά­στη­καν ωστό­σο τον πολι­τι­σμό του.

Υπάρ­χει “κα­θα­ρή” τέχνη;

Η απάντηση δεν είναι «ναι μεν αλλά»… ή «κάπου στη μέση»!

Ακό­μη και οι δη­μιουρ­γοί που απο­κλεί­ουν από το έργο τους τα κοι­νω­νι­κο-πο­λι­­τι­­κά θέ­μα­τα και φτιά­χνουν «ωραία, ανώ­φε­λα που­λιά» για τις «σκά­λες των αιώ­νων» όπως έγρα­φε ο Ρί­τσος – παίρ­νουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέση.

Ηθε­λη­μέ­να ή αθέ­λη­τα εκ­φρά­ζουν σκο­πι­μό­τη­τα, καθώς συμ­βάλ­λουν στην καλ­λιέρ­γεια της κοι­νω­νι­κής πα­θη­τι­κό­τη­τας και της αδρά­νειας απέ­να­ντι στην τα­ξι­κή βία και κα­τα­πί­ε­ση, κάτι που δίχως άλλο είναι πολύ βο­λι­κό για την αστι­κή εξουσία.

Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάν­νης Ρί­τσος έλε­γε χαρακτηριστικά:

«Η τέχνη είναι πάντα κοι­νω­νι­κή λει­τουρ­γία. Οι στρα­τευ­μέ­νοι της απο­στρά­τευ­σης, εκεί­νοι που κά­νουν απο­λί­τι­κη τέχνη στην ουσία κά­νουν πο­λι­τι­κή, δη­λα­δή τεί­νουν να απο­φύ­γουν μια πολι­τι­κή θέση και να συμ­βου­λέ­ψουν και τους άλ­λους να αδρα­νή­σουν».

Ο δε Μπρε­χτ έγρα­φε με το γνω­στό λιτό, κοφτό στιλ του ότι οι αστρά­τευ­τοι, είναι στρα­τευ­μέ­νοι στην άρ­χου­σα τάξη.

Επο­μέ­νως, έτσι ή αλ­λιώς η τέχνη έχει τα­ξι­κό­τη­τα, που μπο­ρεί να μην εκ­δη­λώ­νε­ται με την ανοι­χτή τοπο­θέ­τη­ση υπέρ της μιας ή της άλλης κοι­νω­νι­κής τάξης, εκ­φρά­ζε­ται όμως τε­λι­κά στο καλ­λι­τε­χνι­κό έργο.

Όπως δεν υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απο­λί­τι­κος, αστρά­τευ­τος άν­θρω­πος – εκεί­νος που ισχυρί­ζε­ται πως δεν ασχο­λεί­ται με την πο­λι­τι­κή για να μην «κα­πε­λω­θεί», είναι αυτός που φορά και το με­γα­λύ­τε­ρο «κα­πέ­λο» – έτσι δεν υπάρ­χει και αστρά­τευ­τη τέχνη.

Ξεκινά σήμερα το πρόγραμμα
της 32ης Αντιιμπεριαλιστικής Κατασκήνωσης της ΚΝΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο