Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ: εκδήλωση για την Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας

Ο Κομ­μου­νι­στής Δήμαρ­χος Και­σα­ρια­νής Ηλί­ας Στα­μέ­λος και ο Σπύ­ρος Τζόκας

Η Σεμί­να Διγε­νή, βου­λευ­τί­να του ΚΚΕ μίλη­σε για την κορυ­φαία στην ιστο­ρία της μαχό­με­νης γυναί­κας ημέ­ρα, ενώ οι εκλε­κτοί καλ­λι­τέ­χνες Δημή­τρης Κατα­λει­φός, Γιώρ­γος Καρα­μί­χος, Χρι­στί­να Μαξού­ρη, Λίλα Μπα­κλέ­ση και Μάκης Παπα­δη­μη­τρί­ου διά­βα­σαν απο­σπά­σμα­τα από την 3η της “Απο­δελ­τί­ω­ση III” που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ

Προ­λό­γι­σε η Κανέλ­λα Γεωρ­γο­πού­λου, Αντι­δή­μαρ­χος Πολι­τι­σμού του Δήμου Και­σα­ρια­νής και ακο­λού­θη­σε μου­σι­κό πρό­γραμ­μα από τους Αντώ­νη & Θοδω­ρή Ξηντά­ρη +Χρι­στί­να Μαξούρη

Την εκδή­λω­ση οργά­νω­σαν οι Κ.Ο. Καισαριανής

Μια τέτοια μέρα είμα­στε εδώ για να τιμή­σου­με όλες τις γυναί­κες: Τις εργα­ζό­με­νες, τις επι­στη­μό­νισ­σες, τις αγρό­τισ­σες, τις φοι­τή­τριες, τις αυτο­α­πα­σχο­λού­με­νες, τις νέες μητέ­ρες, τις συντα­ξιού­χους, τις μετα­νά­στριες και τις πρό­σφυ­γες” τόνι­σε η Σ. Διγενή

Πρό­σθε­σε ότι “η Παγκό­σμια Ημέ­ρα της Γυναί­κας είναι αφιε­ρω­μέ­νη σε όλες. Οι μεγά­λοι γυναι­κεί­οι εργα­τι­κοί αγώ­νες των προη­γού­με­νων αιώ­νων φωτί­ζουν και σήμε­ρα τον δρό­μο του αγώ­να και της συλ­λο­γι­κής δρά­σης, για να διεκ­δι­κή­σου­με όλα όσα είναι ανα­γκαία και μπο­ρούν να εξα­σφα­λί­σουν ισο­τι­μία και χει­ρα­φέ­τη­ση.”…PDF Logo

Καισαριανή _Παγκόσμια Μέρα της Γυναίκας _Σεμίνα Διγενή “Αποδελτίωση ΙΙΙ”

Η αφί­σα της εκδή­λω­σης🔺🔺

(Δια­βά­ζει ο Δημή­τρης Κατα­λει­φός)

Αλέκα Παΐζη:
Πίστεψε φανατικά στο όνειρο!

Είναι αδύ­να­το να ξεχα­στεί εκεί­νη η γυναι­κά-κορί­τσι, που γνώ­ρι­σα ένα ανοι­ξιά­τι­κο μεση­μέ­ρι του 1998, στη χαρά­δρα των βασα­νι­στη­ρί­ων της Μακρο­νή­σου. Εκεί­νο το αέρι­νο πλά­σμα που περι­λαμ­βα­νό­ταν στις «100 πιο επι­κίν­δυ­νες γυναί­κες» όταν βρι­σκό­ταν στην άλλη εξο­ρία της, στο Τρίκερι.

Η πρώ­τη εντύ­πω­ση που μου έκα­νε ‑έτσι όπως στε­κό­ταν μπρο­στά στην κάμε­ρα με το λευ­κό πάνι­νο καπε­λά­κι της για προ­στα­σία από τον καυ­τό ήλιο- ήταν ότι όσα φρι­κτά και τρο­μα­κτι­κά διη­γό­ταν, τα συνό­δευε μ’ ένα συνε­χές χαμό­γε­λο. Μιλού­σε για το σκο­τά­δι που έζη­σε, μ’ ένα πρό­σω­πο ήρε­μο και ολό­φω­το. Απέ­να­ντι μου ήταν η Αλέ­κα Παΐ­ζη, η μεγά­λη κυρία του ελλη­νι­κού θεά­τρου, που σα σήμε­ρα, το 2009, «έφυ­γε» από τη ζωή.

Το έχω ξανα­γρά­ψει εδώ, οι δικοί μας «άγιοι» δε χάνο­νται ποτέ από δίπλα μας. Πάντα βρί­σκουν τη σωστή στιγ­μή να μας τρα­βή­ξουν από το μανί­κι, υπεν­θυ­μί­ζο­ντάς μας κάτι…
Πρώ­τος ο Γιάν­νης Ρίτσος, στο Εικο­νο­στά­σιο Ανω­νύ­μων Αγί­ων, το έκα­νε περι­γρά­φο­ντας, συγκλο­νι­στι­κά, πορ­τρέ­τα αγω­νι­στών, εδώ όμως, στο εικο­νο­στά­σι μιας δημο­σιο­γρά­φου, φωτί­ζε­ται σήμε­ρα μια μεγά­λη ηθο­ποιός, μια αλύ­γι­στη, γεν­ναία, ασυμ­βί­βα­στη, ακέ­ραιη και συνε­πής αγωνίστρια.

Την γνώ­ρι­σα «γυρί­ζο­ντας» μια εκπο­μπή για τους ανθρώ­πους που εκτο­πί­στη­καν για να… συνε­τι­στούν στη Μακρό­νη­σο, σ’ εκεί­νον τον Παρ­θε­νώ­να του θανά­του, στο ζοφε­ρό Εθνι­κό Ανα­μορ­φω­τή­ριο. Εκεί όφει­λαν ν’ ανα­βα­πτι­στούν και ν’ αλλά­ξουν τα φρο­νή­μα­τα τους, τις ιδέ­ες τους, τα ιδα­νι­κά τους. Να γίνουν εθνικόφρονες!

Γη μέρα του γυρί­σμα­τος παρα­κο­λου­θού­σα μαγνη­τι­σμέ­νη τον τρυ­φε­ρό τρό­πο με τον οποίο αγκά­λια­ζε τις παλιές της συνε­ξό­ρι­στες, το φλο­γε­ρό λόγο που εκφώ­νη­σε, το σεβα­σμό και τη συγκί­νη­ση που είχε κατα­θέ­το­ντας στε­φά­νι σ’ αυτούς που χάθη­καν, τη νεα­νι­κή φωνή της όταν διη­γιό­ταν τα μαρ­τύ­ριά της και, ενώ μιλού­σε για τέρα­τα και δαί­μο­νες, εκεί­νη λες και ομόρ­φαι­νε όλο και πιο πολύ. Ξανα­γι­νό­ταν το νεα­ρό κορί­τσι που την εικό­να του θα μπο­ρού­σε να έχει η κοι­νω­νία που ονειρευόμαστε.

Και ύστε­ρα σκε­φτό­μουν πως, ενώ υπάρ­χουν τελι­κά κάποια πρό­σω­πα με τέτοιο μέγε­θος, τόση γοη­τεία, τέτοια ακτι­νο­βο­λία που σε κατα­κτούν από την πρώ­τη στιγ­μή, όταν μετά προ­στί­θε­νται το ήθος, η δύνα­μη, η αξιο­πρέ­πεια, η αγω­νι­στι­κό­τη­τα, κατα­λα­βαί­νεις κάτι πολύ πιο σημα­ντι­κό. Νιώ­θεις ότι αυτοί ακρι­βώς είναι οι δικοί σου άνθρω­ποι, έχεις συγ­γέ­νεια μαζί τους, είσαι από τη δική τους πλευ­ρά, από τη σωστή πλευ­ρά της Ιστο­ρί­ας. Όταν, μάλι­στα, μου είπε και τη φρά­ση πίστε­ψα φανα­τι­κά στο όνει­ρο», βεβαιώ­θη­κα ότι το ίδιο πάζλ μας ένωνε.

Αλέ­κα Παΐ­ζη, η κυρία του θεά­τρου και του κινη­μα­το­γρά­φου, η κομμουνίστρια

Μας χτυπούσαν με υπόκρουση Μπετόβεν!

Εκεί λοι­πόν, σ’ αυτό το «Μέγα Σχο­λεί­ον της Εθνι­κής Ανα­μορ­φώ­σε­ως», τον τόπο εξο­ρί­ας που υπήρ­χε από την επο­χή της Ρωμαϊ­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, στο ελλη­νι­κό Άου­σβιτς, όπου πάνω από 100.000 πολι­τι­κοί εξό­ρι­στοι έζη­σαν και βασα­νί­στη­καν, αρρώ­στη­σαν, τρε­λά­θη­καν, αυτο­κτό­νη­σαν, δολο­φο­νή­θη­καν, εκεί, στην κόλα­ση του αιμα­το­βαμ­μέ­νου στρα­το­πέ­δου, έμα­θα ζωντα­νά, όχι από βιβλία και ται­νί­ες, αλλά από πρώ­το χέρι, από τους ίδιους τους πρω­τα­γω­νι­στές, απί­στευ­τες ιστο­ρί­ες ανθρώ­πων που άντε­ξαν τα φρι­χτά μαρ­τύ­ρια, την ψυχο­λο­γι­κή βία και τα άγρια κατα­να­γκα­στι­κά έργα. Τέτοιες μέρες ήταν το 1950, ανή­με­ρα της γιορ­τής των Τριών Ιεραρ­χών, που χτυ­πή­θη­καν άγρια οι εξό­ρι­στες γυναί­κες στη Μακρόνησο.

«Είχαν εντο­λή να χτυ­πά­νε πρώ­τα τις πιο όμορ­φες και τις πιο νέες, γι’ αυτό επέ­λε­ξαν τότε να χτυ­πή­σουν πρώ­τα την Αλέ­κα μας», μου είχε πει στην εκπο­μπή «Άνθρω­ποι» της ΕΡΤ (που μπο­ρεί να δει κανείς στο Υου­Τube) η κόκ­κι­νη Πότα, η συνε­ξό­ρι­στή της Πότα Κακ­κα­βά από την Καλαμάτα.
Η Πότα (που παρα­μέ­νει μέχρι σήμε­ρα δρα­στή­ρια και μάχι­μη και δε στα­μα­τά­ει να λέει πως θα είναι πάντα με τους ξεβρά­κω­τους και τους αδι­κη­μέ­νους) ήταν τότε στην ίδια σκη­νή με την Αλέ­κα, ενώ μαζί τους ήταν και μια ηλι­κιω­μέ­νη γυναί­κα που είχε παρα­φρο­νή­σει και παρα­κα­λού­σε, ουρ­λιά­ζο­ντας, τους εορ­τά­ζο­ντες Τρεις Ιεράρ­χες να γλι­τώ­σουν τόσες αθώ­ες γυναί­κες από τη μανία των βασα­νι­στών τους.

Η Παΐ­ζη έλε­γε: «Εδώ μας οδή­γη­σαν το Φλε­βά­ρη του 1950 1.200 γυναί­κες που συμ­με­τεί­χα­με στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση. Αφού είχα­με αντι­με­τω­πί­σει το γερ­μα­νι­κό φασι­σμό, αντι­με­τω­πί­ζα­με μετά και τον εγχώ­ριο ξενο­κί­νη­το φασι­σμό.»

  • Θυμά­στε ακό­μη την εικό­να εκεί­νης της βαρβαρότητας; 
    • Πεντα­κά­θα­ρα. Δεν είχε φέξει ακό­μη και όρμη­σαν πάνω μας, σα λυσ­σα­σμέ­νοι, αλφα­μί­τες και αξιω­μα­τι­κοί με όπλα, ρόπα­λα, βούρ­δου­λες. Μας χτυ­πού­σαν με μου­σι­κή υπό­κρου­ση… Μπε­τό­βεν, αλλά και επι­στρά­τευ­ση της Αντι­γό­νης (τύπου «εσείς οι γυναί­κες δε γεν­νη­θή­κα­τε να μισεί­τε, αλλά ν’ αγα­πά­τε») και με ενδιά­με­σα εμβα­τή­ρια «Η Ελλά­δα ποτέ δεν πεθαί­νει» κάποιες τις βασά­νι­σαν έως θανά­του. Μία μέρα και μία νύχτα κρά­τη­σε το μαρ­τύ­ριό μας.
  • Τι ηλι­κί­ας ήταν αυτές οι γυναίκες; 
    • Ήταν από 16 μέχρι 80 χρό­νων και, μάλι­στα, κάποιες από αυτές τιμω­ρή­θη­καν απλώς για­τί είχαν έναν γιο, έναν πατέ­ρα, έναν αδελ­φό, έναν άντρα που ήταν στο αντάρ­τι­κο και αγω­νι­ζό­ταν για ελευ­θε­ρία και δικαιοσύνη.

Και η Πότα συμπλή­ρω­νε: «Ύστε­ρα άρπα­ζαν τα κάπως μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά από τις μάνες τους και άλλα τα έστελ­ναν στις άθλιες παι­δου­πό­λεις της Φρει­δε­ρί­κης κι άλλα τα που­λού­σαν  στο εξωτερικό.»

Οι ανεπίδεκτοι στη χαράδρα!

Μόνο όταν συζη­τού­σα­με με την Παΐ­ζη, δίπλα στη χαρά­δρα των βασα­νι­στη­ρί­ων στη Μακρό­νη­σο, μόνο τότε είδα κάποιες σκιές στα μάτια της, μου μιλού­σε σα να μονο­λο­γού­σε: «Εδώ βρί­σκο­νταν αυτοί που δε βλέ­πα­με, οι ανε­πί­δε­κτοι, εδώ να ξέρεις ‑και να το πεις — δοκι­μά­στη­κε η έννοια ιης λέξης άνθρωπος!»
Τότε απο­κά­λυ­ψε και την ύπαρ­ξη της ασθέ­νειας… Μακρο­νη­σί­τι­δα, αυτή δηλα­δή που προ­κα­λού­σε το απαί­σιο κλί­μα αυτού του αφι­λό­ξε­νου βρά­χου, με τον τρο­μα­κτι­κό αέρα που καθη­με­ρι­νά σήκω­νε ψηλά σκη­νές και ανθρώπους.

Της είχα ζητή­σει να επα­να­φέ­ρει την πιο όμορ­φη ανά­μνη­ση από αυτήν την κόλα­ση. «Όλα όσα θυμά­μαι από εδώ ήταν κατα­κά­θα­ρα. Το μόνο φωτει­νό που κρα­τάω μέσα μου είναι η τερά­στια αλλη­λεγ­γύη που είχα­με μετα­ξύ μας. Δώσα­με τη μάχη της αξιο­πρέ­πειας, χωρίς αυτα­πά­τες πως θα μας σεβα­στούν επει­δή ήμα­σταν γυναί­κες. Άλλω­στε δε στα­μα­τού­σαν να ουρ­λιά­ζουν οι ντου­ντού­κες πως “όποιος δεν υπο­γρά­φει πεθαί­νει” Ήξε­ραν, βέβαια, πως από την Παΐ­ζη δε θα απο­σπού­σαν δήλω­ση, γι’ αυτό προ­χώ­ρη­σαν σε άλλο καψό­νι. Την έσυ­ραν κατα­μα­τω­μέ­νη από τα χτυ­πή­μα­τα στο διοι­κη­τή­ριο, όπου της ζητή­θη­κε να ετοι­μά­σει μια παρά­στα­ση η οποία θα ξεπλύ­νει το ζόφο και θα παρου­σιά­σει τη Μακρό­νη­σο ως έναν… ειδυλ­λια­κό τόπο πολι­τι­σμού και ψυχα­γω­γί­ας! Κάθε «όχι» της επέ­συ­ρε κι ένα νέο βασα­νι­στή­ριο! Και όσο πιο χυδαί­οι γίνο­νταν αυτοί, τόσο πιο πολύ εκεί­νη θύμω­νε. Δεν τους πέρα­σε, φυσικά.

Η Παΐ­ζη γεν­νή­θη­κε σε πλού­σια οικο­γέ­νεια, σπού­δα­σε στη σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου και αργό­τε­ρα εντά­χτη­κε στο ΕΑΜ και μετά στο ΚΚΕ. Στο σπί­τι της εκδό­θη­κε το πρώ­το παρά­νο­μο φύλ­λο του Ριζο­σπά­στη. Συνε­λή­φθη επα­νει­λημ­μέ­νως από τους Γερ­μα­νούς και κρα­τή­θη­κε στη Μέρ­λιν, αλλά και από τους Έλλη­νες διώ­κτες της, και είχε την ευκαι­ρία να γνω­ρί­σει το πώς βασα­νί­ζουν και στη Γ ενι­κή Ασφά­λεια. Η 21η Απρί­λη την βρί­σκει να πρω­τα­γω­νι­στεί στο ΚΘΒΕ, την κυνη­γούν, φυγα­δεύ­ε­ται στο Λον­δί­νο και μετά στην Ιτα­λία ανα­πτύσ­σο­ντας σημα­ντι­κή αντι­δι­κτα­το­ρι­κή δράση.

Στον τελευ­ταίο απο­χαι­ρε­τι­σμό στις 6.2.2009 υπο­γραμ­μί­στη­κε η «δίψα της για δημιουρ­γία», η «πίστη της στον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό ρόλο της τέχνης, του πολι­τι­σμού, στο πλαί­σιο μιας ηθι­κής που ενδια­φέ­ρε­ται για το κοι­νό καλό, αλλά και για την εξύ­ψω­ση και ολο­κλή­ρω­ση της ανθρώ­πι­νης προσωπικότητας».
Το 90χρονο κορί­τσι από την Κρή­τη δεν πρό­λα­βε να παί­ξει στη Σονά­τα του Σελη­νό­φω­τος, που ήθε­λε πολύ. Πρό­λα­βε όμως να υπη­ρε­τή­σει το θέα­τρο για περισ­σό­τε­ρα από 60 χρό­νια, ερμη­νεύ­ο­ντας σπου­δαί­ους ρόλους. Θα θυμά­μαι το πάντα αισιό­δο­ξο και χαμο­γε­λα­στό πρό­σω­πό της στις συνα­ντή­σεις μας. Όπως θα την θυμά­μαι να απαγ­γέλ­λει Πόλε­μο και Ειρή­νη του Μαγια­κόφ­σκι σε μετά­φρα­ση Ρίτσου:

«Προς εκεί­νους
που τρί­ζουν ακό­μα τα δόντια τους
(…) μπο­ρεί απ’ τους καπνούς και τους πολέμους
φλο­μω­μέ­νη η γη να μην ξανα­ση­κώ­σει το κεφά­λι της;
(…) Κι αυτός ο ελεύ­θε­ρος που κηρύτ­τω άνθρωπος
θα ’ρθει πιστέψ­τε το πιστέψ­τε με»
Ριζο­σπά­στης, 4–5.2.2023

ℹ️ Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από 902.gr
Φωτο _Ατέχνως

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο