Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Είμαι σε ψηλά βουνά, που τα χιόνια δεν λιώνουνε ποτέ. Σε όμορφες κοιλάδες που κυλά ήρεμα, νωχελικά και χαδιάρικα το νερό, πλάι στις όχθες σεργιανούν λευκές αρκούδες, πιγκουίνοι, φώκιες και τάρανδοι.
Ρωτώ έναν ντόπιο κατά πού βρίσκεται η ζούγκλα; Του φάνηκε παράξενη λέξη. Δεν είχε ιδέα…!
Προχωρώ στο δάσος με τις σημύδες. Βλέπω και κάθεται πάνω σ’ ένα κορμό δέντρου ένας γέρος ορεσίβιος Σιβαριανός, με τα στο κεφάλι και την τσιμπούκα στα δυο του χίλια.
-Αφέντη-του λέω. Γυρίζει και με κοιτάζει σαν να ενοχλήθηκε από την παρουσία μου.
-Αφέντη- του ξαναλέω- κατά πού βρίσκεται η ζούγκλα;
Γυρίζει και με κοιτάζει, παράξενα και με δυσπιστία, και μου λέει: «Και τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;»
-Ακούω πολλά και παράξενα και θα ήθελα να σε επισκεφτώ.
-Θα τραβήξεις όλο ίσια και τον Νοτιά. Δρόμο θα πάρεις, δρόμο θα αφήσεις, θα συναντήσεις στο διάβα σου πολλές όμορφες χώρες.
-Και ξαφνικά θα βρεθείς στην πιο όμορφη από όλες τις χώρες γεμάτη φως, γεμάτη ήλιο και γαλάζιο. Μια χαρά που μυρίζει ιστορία, μυρίζει πεύκο, ελιά θρούμπα και θυμάρι. Μια χώρα με άσπρα μάρμαρα και αγάλματα γεμάτη θρύλους και παραδόσεις!
-Καλά όλα αυτά που λες γέροντα, αλλά εγώ ρωτάω, μια και γνωρίζεις πολλά, κατά πού βρίσκεται η ζούγκλα;
-Άνθρωπε μου, καλά κατάλαβα τι θέλεις!
-Σε όλη αυτή την ομορφιά που σου ανέφερα, εκεί ακριβώς βρίσκεται και η ζούγκλα. Γεμάτη φτώχεια, αδικία, εκμετάλλευση, ανεργία, εγκληματικότητα και ανισότητα.
Μία χώρα που διαφεντεύουν οι κακοί. Μία λίστα κηφήνων και αφεντάδων. Μία χώρα μέσα στη βρωμιά και τη λάσπη. Μία χώρα που τσακίζεται και αργοπεθαίνει από την πανδημία.
-Θέλεις μία ευχή αδερφέ μου; Να φτάσεις μέχρι εκεί, να δεις την χώρα, να την θαυμάσεις και να την αγαπήσεις. Αλλά να μην την αγγίξεις γιατί θα σε μολύνει.
-Και ξέρεις κάτι; Η ζούγκλα είναι εδώ όπου πατάς και βρίσκεσαι. Θα το νιώσεις από το κελάϊδισμα των πουλιών και το μούγκρισμα των άγριων θηρίων!