Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κατίνα Παξινού: Η μεγάλη «ιέρεια» του ελληνικού θεάτρου

«Κοι­τάξ­τε τον ήλιο, όσο είναι  εκεί, και προ­σπα­θή­στε να φέρε­τε το φως και την ζεστα­σιά του στην καρ­διά σας. Μπο­ρεί­τε να δώσε­τε λίγη απ’ αυτή την ζεστα­σιά σε κάποιον άλλον και αυτός σε κάποιον άλλον και αυτός σε άλλον;. Τότε δεν ήρθες μάταια στον κόσμο. Εχεις πετύ­χει κάτι. Είναι τόσο απλό». Με αυτά τα λόγια «έκλει­σε» ένα ντο­κι­μα­ντέρ του NBC που ήταν αφιε­ρω­μέ­νο σε αυτήν, μια ιέρεια της Τέχνης, την Κατί­να Παξι­νού .

Η Κατί­να Κων­στα­ντο­πού­λου — Παξι­νού γεν­νή­θη­κε στις 17 Δεκεμ­βρί­ου 1900 στον Πει­ραιά και σπού­δα­σε πιά­νο και φωνη­τι­κή στο Ωδείο της Βιέν­νης. Το 1917 η Κατί­να Κων­στα­ντο­πού­λου παντρεύ­τη­κε με τον επι­χει­ρη­μα­τία Γιάν­νη Παξι­νό . Απέ­κτη­σαν δύο κόρες, την Εθελ και την Ιλε­ά­να, αλλά χώρι­σαν το 1923.

Ως το 1926 η Παξι­νού­πραγ­μα­το­ποί­η­σε λυρι­κές εμφα­νί­σεις στην Αθή­να και συνέ­χι­σε τις μου­σι­κές σπου­δές της στην Κοστάν­τζα της Ρου­μα­νί­ας, στη Βιέν­νη και το Βερο­λί­νο. Το 1920 έκα­νε την πρώ­τη της θεα­τρι­κή εμφά­νι­ση, ερμη­νεύ­ο­ντας τη «Βεα­τρί­κη», στο ομό­τι­τλο, γραμ­μέ­νο ειδι­κά για εκεί­νην, μελό­δρα­μα του Δημή­τρη Μητρό­που­λου. Η μου­σι­κό­τη­τα χαρα­κτή­ρι­σε ευθύς εξ αρχής και ως το τέλος την τέχνη της, ακό­μα και όταν μετα­πή­δη­σε στο θέα­τρο πρόζας.

Καταλυτική γνωριμία

Το 1928, η Κατί­να Παξι­νού , συνερ­γα­ζό­με­νη με το θία­σο της Μαρί­κας Κοτο­πού­λη, γνω­ρί­στη­κε με τον Αλέ­ξη Μινω­τή (λογι­στή αρχι­κά — σύμ­φω­να με επι­θυ­μία των γονιών του — της τότε Τρά­πε­ζας Αθη­νών), ο οποί­ος είχε προ­σλη­φθεί εξαι­τί­ας της ωραί­ας φωνής του, ως κορυ­φαί­ος του Χορού για τις παρα­στά­σεις του «Οιδί­πο­δα τυράν­νου», όταν το 1922 ο θία­σος Βεά­κη — Ιατρί­δου — Νέζερ έφθα­σε στα Χανιά και ζητού­σε κομπάρ­σους. Ο Μινω­τής ήταν που «μύη­σε» την Παξι­νού στην αξία του θεά­τρου και εκεί­νη εγκα­τέ­λει­ψε τις σπου­δές της στο Βερολίνο.

H πρώ­τη εμφά­νι­σή της στο θέα­τρο πρό­ζας θα γίνει στο τέλος εκεί­νης της χρο­νιάς, με το έργο του Aνρί Mπα­τάιγ «H γυμνή γυναί­κα», στο θία­σο της Kοτοπούλη.

Το 1930, οι Κατί­να Παξι­νού , Αλέ­ξης Μινω­τής και Αιμί­λιος Βεά­κης συγκρο­τούν θία­σο, ο οποί­ος ανε­βά­ζει σημα­ντι­κά έργα του διε­θνούς ρεπερ­το­ρί­ου. Το 1932, ο Φώτος Πολί­της, ο οποί­ος την ίδια χρο­νιά ανα­λαμ­βά­νει τη διεύ­θυν­ση του μετο­νο­μα­σμέ­νου (από «Βασι­λι­κό Θέα­τρο») «Εθνι­κού Θεά­τρου» καλεί το ζεύ­γος, πλέ­ον, Παξι­νού- Μινω­τή να εργα­στούν στο Εθνι­κό Θέατρο.

Βρι­σκό­μα­στε σε μια σημα­ντι­κή επο­χή για την εξέ­λι­ξη του θεά­τρου στην Ελλά­δα, καθώς η μέχρι τότε κυριαρ­χού­σα, αλλά μη ανε­κτή κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή σάτι­ρα, είχε δεχθεί καί­ριο πλήγ­μα από την βασι­λο­με­τα­ξι­κή δικτα­το­ρία, η οποία εξό­ρι­σε και μια σει­ρά ηθοποιούς.

Αναβίωση του αρχαίου δράματος

Μετά τον αιφ­νί­διο θάνα­το του Φ. Πολί­τη, το 1934, τη διεύ­θυν­ση του Εθνι­κού Θεά­τρου ανέ­λα­βε ο Δημή­τρης Ροντή­ρης, ο οποί­ος, στις 11 Σεπτεμ­βρί­ου 1938, ανέ­βα­σε την πρώ­τη μετά την αρχαιό­τη­τα παρά­στα­ση αρχαί­ου δρά­μα­τος στην Επί­δαυ­ρο, με την «Ηλέ­κτρα» του Σοφοκλή.

Οπως αφη­γή­θη­κε αργό­τε­ρα ο Αλέ­ξης Μινω­τής, «όταν παί­ξα­με στα 1938 την “Ηλέ­κτρα” στην Επί­δαυ­ρο, κατέ­βη­καν οι χωριά­τες απ’ όλη την Αργο­λί­δα. Η Κατί­να Παξι­νού έπαι­ζε την Ηλέ­κτρα και η Ελέ­νη Παπα­δά­κη την Κλυ­ται­μνή­στρα. Μετά την παρά­στα­ση, απλοί αγρό­τες τους φιλού­σαν τα ρού­χα και τα χέρια και η Κατί­να έλε­γε: “Σας παρα­κα­λώ δεν είμαι παπάς. Μην μου φιλά­τε το χέρι”. Και κάποιος είπε: “Ο θεός να σ’ έχει καλά παι­δί μου που με έκα­νες και έκλα­ψα”. Ηταν το κλά­μα που ο Αρι­στο­τέ­λης απο­κα­λεί κάθαρση».

Το 1939 και με προ­θέ­σεις περισ­σό­τε­ρο προ­πα­γαν­δι­στι­κές, παρά καλ­λι­τε­χνι­κές, εκ μέρους του μετα­ξι­κού καθε­στώ­τος, απο­τολ­μή­θη­κε μια «μεγά­λη περιο­δεία» στις μεγά­λες ευρω­παϊ­κές πρω­τεύ­ου­σες, από τον γενι­κό διευ­θυ­ντή του Εθνι­κού Θεά­τρου, Κωστή Μπαστιά.

Ο θία­σος του Εθνι­κού ανέ­βα­σε στις 14 Ιου­λί­ου στο θέα­τρο «Playhouse» της Οξφόρ­δης την «Ηλέ­κτρα» του Σοφο­κλή. Την επο­μέ­νη, οι αγγλι­κές εφη­με­ρί­δες είχαν διθυ­ραμ­βι­κές κρι­τι­κές για την Κατί­να Παξι­νού . Ο θρί­αμ­βος ολο­κλη­ρώ­θη­κε στις 18 Ιου­νί­ου, όταν ο Μινω­τής ανέ­βα­σε τον «Αμλετ» με την Παξι­νού ως Γερτρούδη.

Ο Μινω­τής είχε ταξι­δέ­ψει σε ευρω­παϊ­κές πρω­τεύ­ου­σες για να δει ερμη­νεί­ες άλλων ηθο­ποιών στο ρόλο του Αμλετ και για να δου­λέ­ψει το ρόλο απο­μο­νώ­θη­κε στα Τρί­κα­λα Κοριν­θί­ας, όπου ήταν εκτο­πι­σμέ­νος ο μετα­φρα­στής Βασί­λης Ρώτας, με τον οποίο ανέ­λυ­σαν λέξη λέξη το ρόλο.

Το Εθνι­κό Θέα­τρο παρου­σί­α­σε στη Φραν­κφούρ­τη, στις 27 Ιου­νί­ου, την «Ηλέ­κτρα» και δύο μέρες μετά τον «Αμλετ». Και για τον Μινω­τή και για την Παξι­νού γρά­φτη­καν ύμνοι από τους κριτικούς.

Η επι­τυ­χία της στην «Ηλέ­κτρα» κρά­τη­σε την Κατί­να Παξι­νού στο Λον­δί­νο για παρα­στά­σεις και εκεί την βρή­κε η έκρη­ξη του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, όπου και απο­κλεί­στη­κε. Ο Μινω­τής βρι­σκό­ταν στην κατε­χό­με­νη Ελλάδα.

«Οσκαρ» ερμηνείας

Η Παξι­νού κατά­φε­ρε και έφθα­σε με πολε­μι­κό σκά­φος στις ΗΠΑ, όπου έπαι­ξε την «Εντα Γκά­μπλερ» του Ιψεν, στο «Μπρο­ντ­γου­έι».

Το 1941 η εται­ρεία «Παρα­μά­ουντ» ετοί­μα­ζε την κινη­μα­το­γρα­φι­κή μετα­φο­ρά του μυθι­στο­ρή­μα­τος του Ερνεστ Χέμιν­γου­εϊ «Για ποιον χτυ­πά η καμπά­να», βασι­σμέ­νου στις εμπει­ρί­ες του ιδί­ου από τον Ισπα­νι­κό Εμφύλιο.

Ανα­ζη­τώ­ντας ηθο­ποιό για το πρό­σω­πο — άξο­να του έργου, την Τσιγ­γά­να Πιλάρ, κάποιοι θυμή­θη­καν την Κατί­να Παξι­νού στο ρόλο της «Ηλέ­κτρας».

Η Παξι­νού προ­κά­λε­σε πρω­το­φα­νείς «δυσκο­λί­ες» στο Χόλι­γουντ. Πρώ­τα — πρώ­τα αρνή­θη­κε να κάνει δοκι­μα­στι­κά, ύστε­ρα άλλα­ξε μόνη της το κοστού­μι του ρόλου της και, επι­πλέ­ον, χρειά­στη­κε να την κινη­μα­το­γρα­φή­σουν με τρεις μηχα­νές λήψης, συγ­χρό­νως, για να μπο­ρέ­σουν να συλ­λά­βουν το συνε­χή ερμη­νευ­τι­κό δυνα­μι­σμό της, καθώς η μεγά­λη ηθο­ποιός «απο­διορ­γα­νω­νό­ταν» με τα μικρά ανε­ξάρ­τη­τα κινη­μα­το­γρα­φι­κά πλά­να. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν εκπλη­κτι­κό και οι Αμε­ρι­κα­νοί υπο­χρε­ώ­θη­καν να δώσουν το «Οσκαρ» ερμη­νεί­ας Α’ γυναι­κεί­ου ρόλου σε μια άγνω­στη ξένη, η οποία δέχτη­κε το βρα­βείο «για λογα­ρια­σμό όλων των συνα­δέλ­φων μου του Εθνι­κού Θεά­τρου, ζωντα­νών ή νεκρών».

Πιστή στο θέα­τρο, αλλά και με «Οσκαρ» στον κινη­μα­το­γρά­φο, η Κατί­να Παξι­νού συμ­με­τεί­χε σε 11 ακό­μα ται­νί­ες, ενώ η μονα­δι­κή ελλη­νι­κή ται­νία, στην οποία πρω­τα­γω­νί­στη­σε, το 1969, ήταν «Το νησί της Αφρο­δί­της» σε σκη­νο­θε­σία του Γιώρ­γου Σκα­λε­νά­κη, βασι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό έργο του Αλέ­ξη Πάρνη.

Νέα ερμηνευτική αισθητική

Το 1950, το ζεύ­γος Παξι­νού — Μινω­τή επι­στρέ­φει στην Ελλά­δα και παί­ζει στο Εθνι­κό Θέα­τρο, με το οποίο περιο­δεύ­ει στη Νέα Υόρ­κη, στη Γερ­μα­νία και στο Παρί­σι. Μετά το 1957, η Παξι­νού πρω­τα­γω­νι­στεί σε παρα­στά­σεις του Εθνι­κού Θεά­τρου, ερμη­νεύ­ο­ντας έργα του αρχαί­ου δρά­μα­τος και του διε­θνούς σύγ­χρο­νου ρεπερτορίου.

Μιλώ­ντας ο Μινω­τής για την επι­στρο­φή τους στην Ελλά­δα, το 1950, είπε ότι η νέα από­πει­ρα σημα­το­δο­τού­σε κάτι το εντε­λώς αντί­θε­το απ’ ό,τι έκα­νε ο Δημή­τρης Ροντή­ρης, ο οποί­ος δού­λευε μόνι­μα με το μυα­λό του Γερ­μα­νού, προ­πο­λε­μι­κού σκη­νο­θέ­τη, Μαξ Ράιν­χαρτ και την αντί­λη­ψη που είχε εκεί­νος για τις ομα­δι­κές απαγγελίες.

«Το κακό», κατά τον Μινω­τή, «για το ελλη­νι­κό θέα­τρο είχε γίνει στις αρχές του αιώ­να, όταν πέρα­σαν από την Αθή­να πολ­λοί Γάλ­λοι ονο­μα­στοί ηθο­ποιοί, που έπαι­ξαν στο Στά­διο και άρχι­σαν τότε όλοι οι Ελλη­νες να τους μιμού­νται και να “κατσα­ρώ­νουν” τη φωνή τους, μιλώ­ντας βαρύ­γδου­πα, με έπαρ­ση και στόμ­φο. Στο μεσο­πό­λε­μο οι Γερ­μα­νοί εισή­γα­γαν το αγε­λαίο, το οποίο είναι εντε­λώς αντι-ατο­μι­κό και ολό­τε­λα μακριά από το πνεύ­μα των αρχαί­ων συγ­γρα­φέ­ων, οι οποί­οι έκα­ναν μεν ένα χορό δεκα­πέ­ντε ατό­μων, αλλά ήταν χορός εξα­το­μι­κευ­μέ­νος, δηλα­δή τον απο­τε­λού­σαν δεκα­πέ­ντε άνθρω­ποι, όχι δεκα­πέ­ντε ζώα».

Το 1968 η Κατί­να Παξι­νού και ο Αλέ­ξης Μινω­τής απο­κλεί­στη­καν από το Εθνι­κό Θεά­τρο, με από­φα­ση της δικτα­το­ρί­ας και συγκρο­τούν δικό τους θία­σο. Τη χει­με­ρι­νή περί­ο­δο 1971–1972 η Παξι­νού παί­ζει, στο θέα­τρο «Πάν­θε­ον», τη «Μάνα Κου­ρά­γιο» του Μπρεχτ, σε σκη­νο­θε­σία του Μινω­τή και θριαμ­βεύ­ει με την ερμη­νεία της, παρά τον καλ­πά­ζο­ντα καρ­κί­νο, που τη χτύπησε.

Η Κατί­να Παξι­νού ήξε­ρε πια για την αρρώ­στια της, αλλά διά­λε­ξε μια ανα­μέ­τρη­ση με τα όριά της. Εβγαι­νε κάθε βρά­δυ στη σκη­νή σέρ­νο­ντας ένα ολό­κλη­ρο και βαρύ κάρο.

Το καλο­καί­ρι του 1972, η Kατί­να Παξι­νού εμφα­νί­ζε­ται, για τελευ­ταία φορά, στο θέα­τρο της Επι­δαύ­ρου, όχι ως ηθο­ποιός, πράγ­μα που δεν εμπό­δι­σε το κοι­νό να υπο­κλι­θεί χει­ρο­κρο­τώ­ντας όρθιο την μεγά­λη ιέρεια της Τέχνης, η οποία «έφυ­γε» στις 22 Φεβρουα­ρί­ου 1973.

Γιώρ­γος ΜΗΛΙΩΝΗΣ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο