Η Τελευταία Παμπ (The Old Oak)
ΠΑΡΑΓΩΓΗ: Ην. Βασίλειο, Γαλλία, Βέλγιο
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κεν Λόουτς – ΣΕΝΑΡΙΟ: Πολ Λάβερτι
ΗΘΟΠΟΙΟΙ: Ντέιβ Τέρνερ, Έμπλα Μαρί, Κλερ Ρότζερσον, Τρέβορ Φοξ, Κρις ΜακΓκλέιντ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ρόμπι Ράιαν
ΜΟΥΣΙΚΗ: Τζορτζ Φέντον
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113′
ΔΙΑΝΟΜΗ: Feelgood Entertainment
Το «Old Oak» (Παλιά Βελανιδιά) είναι ένα ιδιαίτερο μέρος. Είναι η τελευταία παμπ, ο μοναδικός δημόσιος χώρος που έχει απομείνει σε μία κοινότητα πρώην ανθρακωρύχων που παρακμάζει εδώ και 30 χρόνια. Ο ιδιοκτήτης TJ Ballantyne (Ντέιβ Τέρνερ) παλεύει να την κρατήσει ανοιχτή και τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η παμπ γίνεται αντικείμενο έριδας μετά την άφιξη προσφύγων από τη Συρία. Εντωμεταξύ, μία απρόσμενη φιλία ανθίζει ανάμεσα στον TJ και μία νεαρή Σύρια, τη Yara (Έμπλα Μαρί). Θα μπορέσουν να βρουν έναν τρόπο ώστε οι δύο κοινότητες να καταλάβουν η μία την άλλη;
Σχόλιο
Οι ταινίες του Κεν Λόουτς αποτελούν πυξίδα για τον πολιτικό κινηματογράφο της εποχής μας και ένα χρήσιμο όπλο στα χέρια του εργατικού κινήματος. Είναι ένα πολιτικό και πολιτιστικό γεγονός. Η τελευταία ταινία του δεν διαφέρει από την κατεύθυνση που έχει χαράξει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν αποτελεί μια από τις καλύτερες δουλειές του αριστερού σκηνοθέτη αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μια αδιάφορη ταινία.
Από την «Τελευταία παμπ» απουσιάζει η σπιρτάδα και το πνεύμα της εξέγερσης που συναντάμε σε ταινίες όπως το εξαιρετικό πολιτικό δράμα «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» (2016). Αυτός είναι ο λόγος που προσωπικά δεν τη συγκαταλέγω στις καλύτερες ταινίες του σκηνοθέτη. Πρακτικά, δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα σε αυτό. Αυτά συμβαίνουν άλλωστε μέσα σε μια καριέρα που έχει προσφέρει πλήθος κινηματογραφικών έργων που στέκονται σταθερά στο πλευρό των ανθρώπων της εργατικής τάξης και των αναγκών τους. Παράλληλα, η «Τελευταία παμπ» έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα που δεν το είδαμε στην ταινία που αναφέρθηκε: απουσιάζει ο διδακτισμός κι ενώ περιέχει σκηνές βαθιάς συναισθηματικής δύναμης δεν καταφεύγει στο μελόδραμα. Τα ίδια στοιχεία εμφανίζονται και στην προτελευταία εργασία του με τον τίτλο «Δυστυχώς Απουσιάζατε» (2019). Από αυτή την άποψη, ο κινηματογράφος του Κεν Λοόυτς έχει κάνει σημαντικά βήματα μπροστά: αφήνει τους απλούς ανθρώπους να πουν την ιστορία τους και περιορίζει στο λιγότερο δυνατό τον κυρίαρχο ρόλο του σκηνοθέτη.
Η «Τελευταία παμπ» δεν θα απογοητεύσει τον απαιτητικό, αριστερό και δημοκράτη θεατή. Οι υπόλοιποι θα προσπεράσουν, έτσι κι αλλιώς. Όσοι/ες από εμάς, έχουν διαδηλώσει κατά της φασιστικής απειλής στους δρόμους και στις γειτονιές κι έχουν συντρέξει δίπλα στους πρόσφυγες, θα αναγνωρίσουμε στοιχεία από τις δράσεις και τις συγκρούσεις που κατά καιρούς έχουμε λάβει μέρος. Θα αναγνωρίσουμε τύπους ανθρώπων – παλιούς απεργούς ανθρωκωρύχους που έχουν παραδώσει τα όπλα του αγώνα, συνειδητοποιημένους ρατσιστές, φοβισμένους αλλά και αγωνιστές μετανάστες, ανθρώπους που αγωνιούν για το μέλλον της πόλης τους αλλά παράλληλα έλκονται κι από τις μισάνθρωπες ιδέες.
Όλα αυτοί οι ανθρώπινοι τύποι παρουσιάζονται χωρίς ο σκηνοθέτης και ο σταθερός συνεργάτης του Πολ Λάβερτι (σενάριο) να εμβαθύνουν σε αυτούς. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχαμε μια σοβαρή σεναριακή αστοχία, όμως σε αυτή την ταινία οι δημιουργοί δεν χάνουν χρόνο σε ιδιαίτερες ψυχολογικές αναλύσεις. Ούτε χρειάζεται. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται, η εργατική τάξη της Αγγλίας και παντού, γνωρίζει τις αιτίες και τους δημιουργούς των κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφορών που παρουσιάζονται με κατανόηση και, γιατί όχι, με σεβασμό. Συνεπώς, αυτό που μένει είναι η ανάπτυξη της ιστορίας.
«Τρώμε μαζί, αγωνιζόμαστε και μαζί»
Στην «Τελευταία παμπ» ο Κεν Λόουτς δεν ωραιοποιεί το κοινωνικό και ανθρώπινο περιβάλλον, ούτε προσφέρει ένα τέλος όπου όλοι θα μείνουν ικανοποιημένοι. Τονίζει ακόμα ότι μόνο ο αγώνας μπορεί να αλλάξει τις κοινωνικές συνθήκες. «Τρώμε μαζί, αγωνιζόμαστε και μαζί», λέει το σύνθημα από τις μεγάλες απεργίες των ανθρακωρύχων σ’ ένα χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας που τους ένωσε με την ευρύτερη κοινωνία μέσα στα χρόνια της θατσερικής επέλασης. Ο κόσμος της δουλειάς επέζησε χάρη στη δύναμη και την αλληλεγγύη του αλλά τώρα πια το σύνθημα έγινε απλά μια φράση που θυμίζει με πίκρα το παρελθόν ενώ παράλληλα αξιοποιείται από ορισμένα άτομα για να αποκλείσουν από την τοπική κοινότητα της «Τελευταίας παμπ» μια ομάδα Σύριων προσφύγων, που προσπαθούν να στεριώσουν στη νέα πατρίδα και να ξεφύγουν από τις βόμβες του Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Ο Κεν Λόουτς με έμμεσο τρόπο μας λέει ότι αυτά είναι τα αποτελέσματα της πολιτικής της Δεξιάς αλλά και των Εργατικών. Η αίσθηση της ήττας και της παραίτησης να αποτελούν την κυρίαρχη συνθήκη μέσα στην αγγλική εργατική τάξη και παράλληλα η καλλιέργεια του ακροδεξιού μίσους να αξιοποιείται ως εργαλείο στοχοποίησης των μεταναστών και των προσφύγων ως υπαίτιους για όλα τα δεινά. Ακόμα, και για το ξεπούλημα για ένα κομμάτι ψωμί κατοικιών και ολόκληρων συνοικιών σε εταιρίες φαντάσματα από την Κύπρο, για τη διάλυση της δημόσιας υγείας, για την ανεργία, για μια ζωή χωρίς μέλλον για την ντόπια νεολαία.
Το προσφυγικό δράμα προσεγγίζεται με μεγάλη ενσυναίσθηση, επίσης. Ο αγνοούμενος πατέρας της συριακής οικογένειας συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τον διαχωρισμό των οικογενειών μέσα στον πόλεμο αλλά την ίδια ώρα μας μέσα από διηγήσεις της βασικής πρωταγωνίστριας μας δίνονται συγκλονιστικές εικόνες από τους αγώνες επιβίωσης των Σύριων κατά του καθεστώτος του Άσαντ. Μετά τις βόμβες η φτώχεια κι η πείνα είναι το άλλο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι πρόσφυγες του πολέμου. Με ποιο τρόπο; Με συλλογικές κουζίνες και την αλληλεγγύη τους. Η συγκεκριμένη εμπειρία ενώθηκε με τους αγώνες των παλιών ανθρακωρύχων και πάνω σε αυτή τη σύνδεση αναπτύσσεται η βασική πλοκή της ταινίας. Το «Τρώμε μαζί, αγωνιζόμαστε και μαζί» έγινε ξανά πραγματικότητα!
Διεθνιστής
Ο Κεν Λόουτς δεν το έκρυψε ποτέ. Είναι ένας μαχόμενος διεθνιστής που με τις ταινίες του ανέδειξε τις ανισότητες στην κοινωνία μας και που παράλληλα έδωσε έμπνευση στους καθημερινούς ανθρώπους που δίνουν τον ωραίο αλλά και δύσκολο αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Όχι χωρίς αντιφάσεις και μπερδέματα. Στην «Τελευταία παμπ» η διεθνιστική δράση, έστω και στα όρια μιας μικρής κοινότητας, καταφέρνει θαύματα.
Με αυτό τον τρόπο, φαίνεται ότι κλείνει ένας κινηματογραφικός κύκλος που ξεκίνησε με το «Όχι δάκρυα για την Τζόι» (1967) και με ενδιάμεσους σταθμούς ταινίες που συγκαταλέγονται στις κορυφαίες της εποχής μας. Εάν αυτό είναι το τέλος μιας ιδιαίτερης κινηματογραφικής ζωής, τότε κλείνει με τον ιδανικότερο τρόπο: με τους κοινούς αγώνες των Ευρωπαίων εργατών και των προσφύγων ενάντια στο ρατσισμό και τη φασιστική απειλή. Μια σπουδαία παρακαταθήκη για όλους μας.