Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κλείστε τα σχολεία!

Γρά­φει ο Γιώρ­γος Ηρα­κλέ­ους //
φιλό­λο­γος για 39 χρό­νια στα Λύκεια, σε προ­συ­ντα­ξιο­δο­τι­κό στά­διο ανα­μο­νής αξιο­πρε­πούς σύνταξης

Η νωπή και πρω­τό­γνω­ρη Παν­δη­μία στά­ζει ακό­μη αίμα. Κατα­γρά­φει αμέ­τρη­τα θύμα­τα και μια σύγ­χρο­νη τρα­γω­δία, που μετα­σχη­μα­τί­ζει ανε­παί­σθη­τα όλους μας σε τρα­γι­κούς ήρω­ες με την ψυχή έμπλεη ελέ­ου και φόβου, αλλά, χωρίς αυτά τα συναι­σθή­μα­τα — πάθη της ταύ­τι­σης και έκστα­σης, να βρί­σκουν ορα­τή προ­ο­πτι­κή ισορ­ρο­πη­τι­κής κάθαρ­σης για τον ψυχι­σμό μας, κατά τον αρι­στο­τε­λι­κό ορι­σμό για το τραγικό.

Πλή­θος από ανα­σφά­λειες, εσω­τε­ρι­κές συγκρού­σεις και μετα­πτώ­σεις πολιορ­κούν και δηλη­τη­ριά­ζουν τις καθη­με­ρι­νές σχέ­σεις. Όσο για την επι­στρο­φή στην κανο­νι­κό­τη­τα, αυτή είναι ένας παρη­γο­ρη­τι­κός ψευ­δής μύθος, αφού είναι σχε­δόν βέβαιο, ότι οι κοι­νω­νι­κές συμπε­ρι­φο­ρές, η επι­κοι­νω­νία και οι δια­προ­σω­πι­κές σχέ­σεις θα μεταλ­λα­χθούν ορι­στι­κά και για άγνω­στο χρο­νι­κό διά­στη­μα, με άδη­λη έκβα­ση για την κοι­νω­νι­κή συνο­χή και ψυχολογία.

Πέρα από τον υπαρ­κτό κίν­δυ­νο της μακρο­χρό­νιας κατα­στο­λής, στην οποία όλοι πρέ­πει ν’ αντι­στα­θού­με δυνα­μι­κά, όπως και σε όλα όσα, παρά τη θέλη­σή μας, επι­βάλ­λο­νται στην εργα­σία, δεν πρέ­πει να επι­τρέ­ψου­με στον φόβο του θανά­του να σκο­τώ­σει την αγω­νι­στι­κή διά­θε­ση και να ανοί­ξει το πέρα­σμα σε μια μόνι­μη μαζι­κή παθη­τι­κο­ποί­η­ση. Να μη γίνου­με, δηλα­δή, αυτό που κάπου ανα­φέ­ρει ο απαι­σιό­δο­ξος Σοπε­νά­ου­ερ, ανέ­με­λα, άσπρα πρό­βα­τα στο πρά­σι­νο γρα­σί­δι, ενώ πλάι μας ο χασά­πης κι’ ο εκδο­ρέ­ας καρα­δο­κούν ποια από μας θα σφά­ξουν πρώτα.

Πολ­λά βασα­νι­στι­κά ερω­τή­μα­τα διχά­ζουν την κοι­νή γνώ­μη μα, κυρί­ως τους γονείς, τα παι­διά, τους εκπαι­δευ­τι­κούς και κάθε ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νο άνθρωπο.

  • Να ανοί­ξουν τα σχο­λεία σύντο­μα και σταδιακά;
  • Πότε θα διε­ξα­χθούν οι Πανελ­λή­νιες εξετάσεις;
  • Τι, τέλος πάντων, είναι καλό να γίνει;

Τα αγω­νια­κά αυτά ερω­τή­μα­τα απαι­τούν μια προ­σε­κτι­κή και τεκ­μη­ριω­μέ­νη απά­ντη­ση, πριν βρε­θού­με άβου­λοι και χαμέ­νοι μπρο­στά σε νέα σχι­ζο­φρε­νι­κά αδιέξοδα.

Πρώ­τον: Σε ποιους γεω­με­τρι­κούς χώρους θα δια­σφα­λι­στούν όροι, όπως οι σωστές απο­στά­σεις, σε ποιες αίθου­σες κλου­βιά μέσα στο ζεστό καλο­καί­ρι, σε κτί­ρια χωρίς κλι­μα­τι­σμό; (Αυτός βέβαια είναι και επί­φο­βος, όπου υπάρ­χουν κλιματιστικά).

Δεύ­τε­ρον: Ποιος εγγυά­ται ότι μικρά και μεγα­λύ­τε­ρα παι­διά θα πει­θαρ­χή­σουν σε μέτρα προ­φύ­λα­ξης, π.χ. χρή­ση προ­στα­τευ­τι­κής μάσκας, γαντιών, απο­στά­σεις; Μήπως όλα τού­τα μετα­τρα­πούν σε παι­χνί­δι σε χώρους μαζι­κής προ­σέ­λευ­σης και συγκε­ντρώ­σε­ως ομά­δων, όπως τα σχολεία;

Τρί­τον: Τι θα γίνει με τους εκπαι­δευ­τι­κούς, που εξαι­τί­ας της μακρο­χρό­νιας αδιο­ρι­στί­ας, είναι οι πιο πολ­λοί ηλι­κιω­μέ­νοι και με παθή­σεις; Οι εκπαι­δευ­τι­κοί, οι γνω­στοί και συχνά απο­διο­πο­μπαί­οι τρά­γοι, στους οποί­ους απο­δί­δο­νται όλα τα χάλια της δημό­σιας εκπαί­δευ­σης παντε­λώς άδι­κα. Πώς θα εφη­με­ρεύ­σουν, σε τι κλί­μα βαρύ καλού­νται να διδά­ξουν; Πάνω απ’ όλα πώς θα βαθ­μο­λο­γή­σουν γρα­πτά που έχουν περά­σει από χίλια χέρια; Σε ποια εξε­τα­στι­κά και βαθ­μο­λο­γι­κά “κολα­στή­ρια” από­κε­ντρα θα εργα­στούν σε πανελ­λα­δι­κά γρα­πτά τετρα­δί­ων, που και αυτά περ­νά­νε από χέρι σε χέρι ασυμ­πτω­μα­τι­κών πιθα­νά μαθη­τών, επι­τη­ρη­τών, μετα­φο­ρέ­ων, προ­σω­πι­κού παρά­δο­σης – παρα­λα­βής, οπτι­κού ελέγ­χου και επι­κόλ­λη­σης; Πώς αυτά θα διορ­θω­θούν σωστά μέσα σε συν­θή­κες απί­στευ­της πίε­σης; Πώς θα δια­σφα­λι­στούν απο­στά­σεις στις αίθου­σες ειδι­κο­τή­των; Ή πώς θα απο­τρα­πεί ο συνω­στι­σμός στις ουρές για παρα­λα­βή – επί­δο­ση τετραδίων;

Τέταρ­τον: Πώς θα γίνουν οι προ­φο­ρι­κές εξε­τά­σεις για την πρό­σβα­ση φυσι­κώς αδυ­νά­των μαθη­τών, όπου παντού θα έχει κρά­τος ο τρό­μος των υπο­ψή­φιου από τις συν­θή­κες και το άγχος, του εκπαι­δευ­τι­κού μη τυχόν ο υπο­ψή­φιος βήξει;

Πέμ­πτον: Παι­διά απο­συ­ντο­νι­σμέ­να από τις 11 Μαρ­τί­ου του 2020 μ.Χ. σε μισο­κα­ρα­ντί­να, έντο­νη πίε­ση, γενι­κευ­μέ­νη αφη­ρη­μά­δα και δίψα για συνά­ντη­ση κα παρέα, τι επί­δο­ση μπο­ρεί να έχουν σε εξε­τά­σεις; Σοβα­ρό­τα­τος παι­δα­γω­γι­κός λόγος.

Έκτον: Στο ψυχο­λο­γι­κό πεδίο και πάλι, αν ο παπ­πούς, η για­γιά ή ευπα­θείς γονείς με τους οποί­ους συγκα­τοι­κούν πάθουν κάτι, τι θα γίνει; Θα φορ­τώ­σου­με τα παι­διά με βαθιά τραύ­μα­τα και ενο­χές για όλη τους τη ζωή; Εφό­σον θα τα ακο­λου­θεί το στίγ­μα του αθέ­λη­τα υπεύ­θυ­νου για πιθα­νό θάνα­το; Όπως εκεί­να, που η μητέ­ρα τους χάθη­κε κατά τον τοκε­τό και τα χαρά­ζουν με την παρά­λο­γη χλεύη και επί­κρι­ση, “α! να αυτά, που πέθα­ναν τη μάνα τους στη γέννα!”.

Τέλος, όποιος δεν θέλει ή δεν μπο­ρεί να δει κατά­μα­τα την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν έχει καμία σχέ­ση με αυτήν, τη σχο­λι­κή ζωή, την ψυχο­λο­γία και την παι­δα­γω­γι­κή. Το οτι­δή­πο­τε, ο μη γένοι­το, συμ­βεί, θα είναι βαρύ­τα­το πλήγ­μα για τη δημό­σια εκπαί­δευ­ση, τη μορ­φω­τι­κή πορεία και την ψυχι­κή ζωή των παι­διών, των γονιών και των εκπαι­δευ­τι­κών, των δασκά­λων που βιώ­νουν την αγω­νία, του φαρ­μα­κο­ποιού, που δια­νυ­κτε­ρεύ­ει σ’ένα φαρ­μα­κείο κατά­μο­νος, κάτω στην Ομό­νοια, όπως γρά­φει σε ένα συγκλο­νι­στι­κό στί­χο του ο Γιώρ­γος Σεφέρης.

Τώρα, όσο ποτέ, πρέ­πει να υψω­θεί ψηλά και δυνα­τά η δίκαιη απαί­τη­ση: “Κλεί­στε τα σχο­λεία!”. Τα παι­διά δεν είναι πει­ρα­μα­τό­ζωα του θανα­τη­φό­ρου ιού και της ανο­σί­ας της αγέ­λης. Θα υπάρ­ξουν σίγου­ρα καλύ­τε­ρες συν­θή­κες για όλα αυτά, αφή­στε το χρό­νο να το δεί­ξει, να εγγυ­η­θεί τη βελ­τί­ω­ση. Ο Σεπτέμ­βρης δεν είναι μακριά, ίσως αυτός κι η χρο­νι­κή από­στα­ση δώσουν την ευκαι­ρία στα παι­διά να προ­ε­τοι­μα­στούν καλύ­τε­ρα γνω­στι­κά και ψυχο­λο­γι­κά τόσο τα μικρά όσο και τα ποιο μεγά­λα, ο χρό­νος θα τους δώσει τη δύνα­μη και τη δυνα­τό­τη­τα να καλύ­ψουν το χαμέ­νο έδαφος.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο