Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κούβα: η εργατική πρωτομαγιάτικη διαδήλωση αντικαθίσταται με “τοπικές δράσεις”…

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Η εργα­τι­κή πρω­το­μα­γιά _1ο. de Mayo για το νησί της επα­νά­στα­σης φέρει 62+ χρό­νια το βαρύ φορ­τίο των μεγα­λύ­τε­ρων στον κόσμο εκδη­λώ­σε­ων, όπου εκα­τομ­μύ­ρια κου­βα­νών κάθε ηλι­κί­ας παίρ­νουν μέρος στην καθιε­ρω­μέ­νη γιορ­τή _φόρο τιμής της εξέ­γερ­σης των εργα­τών του Σικά­γου που απο­τέ­λε­σε μια από τις κορυ­φαί­ες στιγ­μές της ταξι­κής πάλης. Δεν είν΄αργία είναι ΑΠΕΡΓΙΑ! _στον αντί­πο­δα της μέρας των λου­λου­διών των αστών.

Από το 1959 _ano primero dela revolucion, οι αρχές _με επι­κε­φα­λής το ΚΚ Κού­βας διορ­γα­νώ­νουν τη μεγά­λη μαζι­κή εκδή­λω­ση στην Plaza de la Revolución _Πλατεία της Επα­νά­στα­σης, δια­θέ­το­ντας χιλιά­δες λεω­φο­ρεία και κάθε είδους μέσο μαζι­κής μετα­φο­ράς, για να φτά­σουν εκεί οι δια­δη­λω­τές (το 2020 και το 2021 είχε ανα­στα­λεί λόγω της παν­δη­μί­ας του Covid-19).

Θυμί­ζου­με, όπως είναι γνω­στό ‑κυρί­ως στους άσπον­δους “φίλους” της Κού­βας, πως ο χρό­νος στα­μά­τη­σε και (ξανα)ξεκίνησε, την τελευ­ταία μέρα του 1958, όταν οι “barbudos”, με επι­κε­φα­λής τον Φιντέλ — Comandante en jefe Fidel Castro Ruz, μαζί με εκα­το­ντά­δες χιλιά­δες λαού απε­λευ­θέ­ρω­ναν την Αβά­να και κέρ­δι­ζαν με τα όπλα την εξου­σία, ενώ ο δικτά­το­ρας, Φουλ­χέν­σιο Μπα­τί­στα, εγκα­τέ­λει­πε το νησί της επα­νά­στα­σης, μαζί με την κου­στω­δία του
Και από τότε ξεκί­νη­σε η δοξα­σμέ­νη και δύσκο­λη πορεία οικο­δό­μη­σης του σοσια­λι­σμού … Año Primero (1ο) de la revolución  — Año 2ο de la revolución … “1η  χρο­νιά από την επα­νά­στα­ση”, “2η  χρο­νιά από την επα­νά­στα­ση” … και κάπως έτσι μέσα από ατρα­πούς και πισω­γυ­ρί­σμα­τα και νίκες και ερω­τη­μα­τι­κά σε κρί­σι­μα σταυ­ρο­δρό­μια έφτα­σαν αισί­ως στο “Año 62ο+ de la revolución”.
Προ­σω­πι­κά είχα­με την τύχη και την τιμή να πάρου­με μέρος σε κάποιες από αυτές τις αξέ­χα­στε πρω­το­μα­γιά­τι­κες εκδη­λώ­σεις (1968, 1981, 1992, 2004 κά. τους παλιούς καλούς και­ρούς του un Fidel que vibra en la montaña…)

Και ξαφ­νι­κά φέτος _πριν λίγες μέρες (27-Απρ) δια­βά­σα­με στην Granma (όργα­νο του ΚΚ Κού­βας) πως “το γεγο­νός ότι δεν θα υπάρ­ξει φέτος η μεγά­λη κεντρι­κή παρέ­λα­ση, σε μια λεω­φό­ρο, αλλά επί μέρους δρά­σεις, πιο κοντά στο σπί­τι του εργά­τη και της οικο­γέ­νειάς του, θα σημα­το­δο­τή­σει μόνο τις δια­φο­ρές με την παρά­δο­ση και όχι τη σημα­σία της μέρας που εκφρα­ζό­ταν πάντα μαζικά”.

“…
Δεν είναι χαλα­ροί και­ροί, το ξέρου­με. Η καθη­με­ρι­νή ζωή μιλά­ει στο πετσί του καθε­νός για τις πιέ­σεις που μας επι­βάλ­λουν οι ελλεί­ψεις, το άμε­σο απο­τέ­λε­σμα που προ­κα­λεί ο τρο­με­ρός πόλε­μος που μας κάνουν, τα ισχυ­ρά χέρια μιας αυτο­κρα­το­ρί­ας στο λαι­μό της Κού­βας, ώστε να υπο­φέ­ρου­με _λέγοντας ότι είναι για να μας βοη­θή­σουν, να βοη­θή­σουν τον κόσμο, πνί­γο­ντάς τον.

Αυτή την Πρω­το­μα­γιά, για παρά­δειγ­μα, δεν θα γίνει παρέ­λα­ση για­τί δεν υπάρ­χουν αρκε­τά καύ­σι­μα για τη μετα­φο­ρά τόσου κόσμου στην Plaza de la Revolución. Αλλά θα υπάρ­χουν οι ίδιοι άνθρω­ποι, ακό­μα κι αν είναι σε άλλες πλα­τεί­ες, πιο κοντά στα σπί­τια τους, άνθρω­ποι που θα πάνε να στη­ρί­ξουν τη χώρα τους, την Επα­νά­στα­σή τους, για­τί οι Κου­βα­νοί δεν είναι αδαείς.
Έχουν αίμα στις φλέ­βες τους, βέβαια, και η ελλεί­ψεις τους στε­νο­χω­ρούν, αλλά τσα­τί­ζο­νται πολύ περισ­σό­τε­ρο ξέρο­ντας τις προ­θέ­σεις όσων δεν μας γου­στά­ρουν, όσων είναι αλλερ­γι­κοί σε αυτή την αντί­στα­σή μας.

Δεν κατα­λα­βαί­νουν ότι η Κού­βα δεν το βάζει κάτω, δεν παρα­δί­δε­ται, δεν που­λά­ει τον εαυ­τό της στην “αφθο­νία” που μας προ­σφέ­ρουν, αυτοί που “κάνουν τόσα πολ­λά για εμάς” …αυτή τη φορά κοντά στο σπί­τι μας, θα δια­τρα­νώ­σου­με ότι δεν θα τα παρα­τή­σου­με, ότι δεν θα ξεπουληθούμε.

Η έλλειψη καυσίμων (;;)
ακυρώνει την παρέλαση της Πρωτομαγιάς
για πρώτη φορά από το 1959

Θυμί­ζου­με πως τον περα­σμέ­νο Αύγου­στο ξέσπα­σε πυρ­κα­γιά στις πετρε­λαϊ­κές εγκα­τα­στά­σεις του Ματάν­σας (100 χλμ ανα­το­λι­κά της Αβά­νας), τις μεγα­λύ­τε­ρες στην Κού­βα, με αρκε­τούς νεκρούς \ αγνο­ού­με­νους και πάνω από 130 τραυ­μα­τί­ες, όπου κατα­στρά­φη­καν τέσ­σε­ρις (υπερ)δεξαμενές, πετρε­λαί­ου όγκου ~105 εκα­τομ­μυ­ρί­ων λίτρων. Η φωτιά έκαι­γε επί μέρες παρά τη βοή­θεια από το Μεξι­κό και τη Βενε­ζου­έ­λα, που έστει­λαν εξο­πλι­σμό και ειδικούς.
Η απώ­λεια καυ­σί­μων, στρα­τη­γι­κής σημα­σί­ας για την τρο­φο­δο­σία των θερ­μοη­λε­κτρι­κών σταθ­μών της Κού­βας, επι­δεί­νω­σε ήδη υπάρ­χο­ντα προ­βλή­μα­τα στην ηλε­κτρο­δό­τη­ση του νησιού που δεν φαί­νε­ται να έχει άμε­ση λύση. Έχει δοθεί προ­τε­ραιό­τη­τα στον ανε­φο­δια­σμό των οχη­μά­των που προ­ο­ρί­ζο­νται για δημό­σια χρή­ση (ασθε­νο­φό­ρα, λεω­φο­ρεία, ταξί κλπ), ουρές στα βεν­ζι­νά­δι­κα της Αβά­νας ταλαι­πω­ρούν τους οδη­γούς ΙΧ, ενώ σε ορι­σμέ­νες επαρ­χί­ες η πώλη­ση βεν­ζί­νης και ντί­ζελ γίνε­ται με δελτίο.

Μέχρι πριν από λίγες ημέ­ρες, η από­φα­ση της κυβέρ­νη­σης ήταν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει την παρέ­λα­ση παρά τα προ­βλή­μα­τα στην προ­μή­θεια καυ­σί­μων. Όμως, την τελευ­ταία στιγ­μή οι αρχές ανα­θε­ώ­ρη­σαν αυτή τη θέση και επέ­λε­ξαν τον “εξορ­θο­λο­γι­σμό των πόρων”.

Οι κατακτήσεις που έγιναν νόμος, 
το Γενάρη του 1959, δεν μπορούν να είναι μπαλαντέρ

Γρά­φει η \\ Leidys María Labrador Herrera | granma.cu

Χέρια και καρ­διά σε ένα συναί­σθη­μα που ονο­μά­ζε­ται Κού­βα _Μαζί με την καρ­διά που δίνου­με καθη­με­ρι­νά, η Πατρί­δα διεκ­δι­κεί και τα χέρια μας
Δεν αρκεί να ονει­ρεύ­ε­σαι την Κού­βα, να συμπα­ρί­στα­σαι, να είσαι πιστός σε αυτήν _όχι ειδω­λο­λα­τρία!! η Κού­βα χρειά­ζε­ται πολύ περισ­σό­τε­ρα. Και δεν είναι ότι η αγά­πη που της δηλώ­νε­ται δεν αξί­ζει τον κόπο, που είναι, επι­πλέ­ον, η ουσια­στι­κή δύνα­μη για να την κρα­τή­σει κυρί­αρ­χη και ζωντα­νή. Είναι ότι δεν υπάρ­χει αξία στο να σέβε­σαι χωρίς να χτί­ζεις, όπως ακρι­βώς στο να λες χωρίς να κάνεις.

Γι’ αυτό, η Πατρί­δα διεκ­δι­κεί και τα χέρια μας, σε μια διεκ­δί­κη­ση χωρίς εγω­ι­σμούς _και ναι, με το δικαί­ω­μα που έχει δώσει η ιστο­ρία, τα αθά­να­τα παρα­δείγ­μα­τα, οι ηρω­ι­κές εμπει­ρί­ες απε­ριό­ρι­στης αφο­σί­ω­σης, η ανε­κτί­μη­τη κλη­ρο­νο­μιά, όπου άξιοι θα είναι εκεί­νοι που με τον ιδρώ­τα και τον κόπο τους θα κατα­κτή­σουν την αξιοπρέπεια.

Ο επα­να­στά­της με ψυχή και πεποί­θη­ση γνω­ρί­ζει ότι δεν είναι άσκο­πο να ξανα­δεί τα κίνη­τρα και τις αρχές του, ειδι­κά όταν η σκλη­ρό­τη­τα της ιστο­ρι­κής στιγ­μής τον καλεί σε βαθιά άσκη­ση ενδο­σκό­πη­σης, για­τί πρέ­πει να κοι­τά­ξει πρώ­τα τον εαυ­τό του και μετά το έργο στο οποίο υπήρ­ξε μέρος. Μόνο τότε είναι δυνα­τόν να προ­χω­ρή­σου­με, να μεγα­λώ­σου­με, να αντέξουμε.

Οι κατα­κτή­σεις που έγι­ναν νόμος, μετά από εκεί­νον τον Ιανουά­ριο του 1959, δεν μπο­ρούν να είναι μπα­λα­ντέρ από όπου, χωρίς να μετρή­σου­με πραγ­μα­τι­κά τη διά­στα­ση και την εξαι­ρε­τι­κό­τη­τά του, απαι­τού­με. Ακό­μα κι όταν ο ιδρώ­τας της θυσί­ας στο να κάνου­με τα πάντα έχει βρέ­ξει το που­κά­μι­σό μας χίλιες φορές, δεν θα ήταν αρκε­τό… Η Πατρί­δα δίνε­ται στα παι­διά της, αλλά ως ευγε­νής και δίκαιη μητέ­ρα, περι­μέ­νει από αυτά την αμοι­βαιό­τη­τα που της δίνει οξυ­γό­νο για να ανα­πνεύ­σει, τη δύνα­μη να μην στα­μα­τή­σει στην πορεία, τη θέλη­ση να αρνη­θεί να τα παρα­τή­σει, παρά την απαι­σιο­δο­ξία και στην κούραση

Ο Μάης μας τα θυμί­ζει όλα αυτά, για­τί η πρώ­τη του αυγή φέρει τη σφρα­γί­δα των ανα­φαί­ρε­των απο­φά­σε­ων. Ποια είναι η Παγκό­σμια Ημέ­ρα Εργα­ζο­μέ­νων για τους Κου­βα­νούς, αν όχι η πιο δυνα­μι­κή επι­βε­βαί­ω­ση της στιγ­μής κατά την οποία απο­φα­σί­σα­με να στοι­χη­μα­τί­σου­με σε αυτό που φαι­νό­ταν αδύ­να­το, να αγγί­ξου­με με τα χέρια μας αυτό το μακρι­νό μπλε αστέ­ρι, που στο θολό λυκό­φως, άνοι­ξε το ουρά­νιο λου­λού­δι του ο πόνος του βάλτου;

Αλλά παίρ­νο­ντας τον ποι­η­τή για άλλη μια φορά, η Επα­νά­στα­ση και ο ήλιος του Φιντέλ Κάστρο έκα­ναν δυνα­τό όχι μόνο σε αυτό το κορί­τσι, την κόρη του κάρ­βου­νου, να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τα όνει­ρά της. Και αυτή η αξιο­πρέ­πεια του ταπει­νού, που έχει πλέ­ον ανα­γνω­ρι­στεί στην έννοια του λαού, των σκλη­ρά εργα­ζό­με­νων, επί­μο­νων ανθρώ­πων, είναι ένας θησαυ­ρός που δεν θα μπο­ρέ­σου­με ποτέ να εκτι­μή­σου­με στο μέτρο του. Και αν έχου­με οποια­δή­πο­τε αμφι­βο­λία γι αυτό, απλώς κοι­τάξ­τε σε οποιο­δή­πο­τε μέρος του κόσμου.
Για­τί το έργο που προ­στα­τεύ­ει τον άνθρω­πο κάτω από τις πιο περί­πλο­κες συν­θή­κες, ανε­ξάρ­τη­τα από τις συνέ­πειες, μοι­ρά­ζε­ται ασυ­νή­θι­στα ό,τι έχει με τους φτω­χούς της γης, στέ­κε­ται πάντα στο πλευ­ρό της δικαιο­σύ­νης, αξί­ζει την άνευ όρων υπο­στή­ρι­ξη των μονα­δι­κών καρ­πών του, καθι­στώ­ντας το καλύ­τε­ρο και πιο δίκαιο κάθε μέρα.

Είναι αυτή η Κού­βα, που μας καλεί σήμε­ρα, και γι’ αυτήν θα βαδί­σου­με, θα γεμί­σου­με πλα­τεί­ες, πάρ­κα, δρό­μους, και μέσα στην ανθρώ­πι­νη ζεστα­σιά και τη βεβαιό­τη­τα ότι βαδί­ζου­με στον σωστό δρό­μο, για άλλη μια φορά θα είμα­στε ένα, με το παρόν ως μάρ­τυ­ρας, με το μέλ­λον ως στόχο.
Έτσι, όποιος προ­σπα­θή­σει σήμε­ρα, όπως πάντα, να κατα­λά­βει την Κού­βα, θα το ξανα­σκε­φτεί και θα συνε­χί­σει να παρα­κάμ­πτει τα μονο­πά­τια της συκο­φα­ντί­ας και του ψεύ­δους για­τί δεν έχει άλλη εναλλακτική.

Γι’ αυτό, ενώ προ­σπα­θού­με να βάλου­με τα χέρια και την καρ­διά μας στην Πατρί­δα, προ­σπα­θού­με επί­σης να είμα­στε χαρού­με­νοι, να στοι­χη­μα­τί­ζου­με στο όμορ­φο, να είμα­στε σίγου­ροι, για­τί η στιγ­μή που ζού­με είναι δύσκο­λη, αλλά …

Η Κού­βα στέ­κε­ται όρθια, για­τί εργα­ζό­μα­στε γι’ αυτήν και για αυτήν, για­τί όπως εξέ­φρα­σε ο Πρό­ε­δρός μας, “η Κού­βα είναι ένα συναί­σθη­μα” και υπάρ­χουν συναι­σθή­μα­τα τόσο ιερά που είναι αξί­ζει τη ζωή.

σσ. ανα­φέ­ρε­ται στην “ελε­γεία των λευ­κών παπου­τσιών» του Jesús Orta Ruiz  (Χεσούς Όρτα Ρουίς). Όταν έγι­νε η ιμπε­ρια­λι­στι­κή επί­θε­ση _μετέπειτα πανω­λε­θρία, των αμε­ρι­κά­νων στην Playa Girón (17–4‑1961) πέθα­ναν πολ­λοί αθώ­οι από τους εχθρι­κούς βομ­βαρ­δι­σμούς και τα πυρά πολυ­βό­λων, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της μητέ­ρας της 13χρονης Nemesia Rodríguez Montalvo.
Η για­γιά της ήταν ανά­πη­ρη, τα αδερ­φά­κια της τραυ­μα­τί­στη­καν και τα πρώ­τα _μοναδικά λευ­κά παπού­τσια της κατα­στρά­φη­καν. Αυτό το γεγο­νός ενέ­πνευ­σε τον Κου­βα­νό ποι­η­τή Χεσούς Όρτα Ρουίζ, να γρά­ψει την “ελε­γεία” της (των λευ­κών παπουτσιών).

Elegía De Los Zapaticos Blancos

Έρχο­μαι από εκεί στο βάλτο…
ακού­στε τη θλι­βε­ρή μου ιστορία
των λευ­κών παπουτσιών…
η Nemesia–το μαύ­ρο λουλούδι–
μεγά­λω­σε με γυμνά πόδια.
Έσπα­σε ακό­μη και τις πέτρες
με τις πέτρες των κάλων τους!

Πάντα όμως είχε το όνειρο
μερι­κά λευ­κά παπούτσια.
Τα θεω­ρού­σε αδύνατο…
_τόσο μακρινό!
σαν εκεί­νο το μπλε αστέρι
που στο ασα­φές λυκόφως
άνοι­ξε το ουρά­νιο λου­λού­δι του
για τον πόνο του βάλτου.

Μια μέρα, ήρθε στο βάλτο
κάτι νέο, απροσδόκητο,
κάτι που οδή­γη­σε το φως
στα παλιά ναυα­γι­σμέ­να δάση.

Ήταν η Επανάσταση
ήταν ο ήλιος του Φιντέλ Κάστρο,
ήταν ο θριαμ­βευ­τι­κός δρόμος
πάνω από τη λασπω­μέ­νη κόλαση.
Ήταν οι συνεταιρισμοί
του κάρ­βου­νο και των ψαράδων.

(…)

 

 

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο