Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κριτικό σημείωμα για τη συλλογή της Ανθής Παρασκευοπούλου «ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΑ ΣΧΗΜΑΤΑ»

Γρά­φει ο Πανα­γιώ­της Μηλιώ­της ||

Από το πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής «Ακα­θό­ρι­στα σχή­μα­τα» το υπο­κεί­με­νο ανα­κα­λεί μέσω της μνή­μης την επα­φή που ‘χε με τη θάλασ­σα απ’ όταν ήταν παι­δί. Όλοι θυμό­μα­στε την ελευ­θε­ρία που νιώ­θα­με όταν πλα­τσου­ρί­ζα­με στα νερά της θάλασ­σας, τη θέση μας ως ύπαρ­ξη στον ανοι­χτό της χώρο. Η διά­θε­ση του υπο­κει­μέ­νου είναι κυρί­ως ρομα­ντι­κή κι εκφρά­ζε­ται στα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής μ’ ένα χαλα­ρό, αφη­γη­μα­τι­κό τόνο.

Η αφή­γη­ση αντι­κα­το­πτρί­ζει έναν κόσμο ποι­η­τι­κό όπου κυρί­ως δεσπό­ζουν είτε φυσι­κά  τοπία είτε ουρά­νια. Φαί­νε­ται ότι υπάρ­χει προ­σω­πι­κή ανά­γκη του αφη­γη­τή να επι­κα­λεί­ται το φεγ­γά­ρι η να θυμά­ται τη θάλασ­σα, ‑τα αίτια της βαθύ­τα­της προ­σω­πι­κής ανά­γκης θα τα ανι­χνεύ­σου­με στις επό­με­νες γραμμές.

Η συλ­λο­γή απαρ­τί­ζε­ται από δέκα ποι­ή­μα­τα και το περιε­χό­με­νό της περι­στρέ­φε­ται κυρί­ως σε δύο θεμα­τι­κούς άξο­νες: στον έρω­τα και στο θάνα­το. Κατά τη γνώ­μη μου για ν’ απο­δο­θούν μ’ επι­τυ­χία οι παρα­πά­νω θεμα­τι­κές από τον συγ­γρα­φέα, απαι­τεί­ται να κατα­κτή­σει μια ωρί­μαν­ση η οποία συναρ­τά­ται από πολ­λούς παρά­γο­ντες. Ποιοι είναι αυτοί; Ούτε εγώ μπο­ρώ να τους ξέρω όλους, ούτε κι εσείς που ακού­τε εμέ­να. Σίγου­ρα όμως μπο­ρού­με να επι­ση­μά­νου­με το εξής συμπέ­ρα­σμα: ότι πέρα απ’ το ταλέ­ντο και την καθη­με­ρι­νή τρι­βή με τις λέξεις, ο συγ­γρα­φέ­ας χρειά­ζε­ται οπωσ­δή­πο­τε να χει βιώ­σει μια κατά­στα­ση θανά­του για να μπο­ρέ­σει έπει­τα να την «αισθη­τι­κο­ποι­ή­σει»

Ένα ποί­η­μα που ξεχω­ρί­ζει στη συλ­λο­γή της Ανθής Παρα­σκευο­πού­λου  για­τί απο­δί­δει την απώ­λεια ενός αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, χωρίς τίπο­τα να υπάρ­χει το περιτ­τό στις λέξεις και δίχως να γλι­στρά­ει σε στεί­ρα κι ακού­σια αισθη­μα­το­λο­γία είναι ο «Δύσκο­λος Αποχωρισμός»:

Χωρί­σα­με | Τέλειω­σαν οι μέρες της χαράς | Ο πόνος της λύτρω­σης μας ασή­μα­ντος | Δεν υπάρ­χει συναί­σθη­μα, δεν υπάρ­χει τίπο­τα | Ένα απέ­ρα­ντο κενό| Ίσως έτσι να δημιουρ­γή­θη­κε το Σύμπαν | Κενό|

Για­τί ξεχω­ρί­ζει το παρα­πά­νω ποί­η­μα; Για­τί συμπυ­κνώ­νει το βιω­μα­τι­κό του περιε­χό­με­νο μ’ εξαί­ρε­το τρό­πο. Θα ’λεγα ότι είναι ένα γεν­ναίο ποί­η­μα όπου μέσω μιας απρό­σμε­νης αφαί­ρε­σης συν­δέ­ε­ται ένα δύσκο­λο και προ­σω­πι­κό βίω­μα με το ακρι­βώς αντί­στρο­φο του τη γέν­νη­ση και μάλι­στα ολό­κλη­ρου του σύμπα­ντος. Έτσι, το βίω­μα απο­κτά ένα άλλο πρό­σω­πο, πιο αντι­κει­με­νι­κό και δίνει τη δυνα­τό­τη­τα στον ανα­γνώ­στη να κατα­νο­ή­σει την υπαρ­ξια­κή του θέση στον κόσμο. Δύο δυνά­μεις ορί­ζουν την ύπαρ­ξη του ανθρώ­που ο έρω­τας κι ο θάνα­τος κι απο­τε­λούν ο ένας καθρέ­πτης του άλλου. Υπάρ­χει και μια τρί­τη δύνα­μη, η δημιουρ­γία η οποία σπρώ­χνει τον άνθρω­πο να νική­σει τον θάνα­το μέσω του πνεύ­μα­τός του. Ο άνθρω­πος ανα­πα­ρά­γε­ται μέσω του σωμα­τι­κού έρω­τα κι αν παρα­τη­ρή­σου­με την αέναη κίνη­ση του σύμπα­ντος οι δυο δυνά­μεις που το ορί­ζουν είναι η γέν­νη­ση κι ο θάνατος.

akathorista sximata

Και στα δέκα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής κυριαρ­χεί μια ατμό­σφαι­ρα ακα­θό­ρι­στη άλλα όχι ακα­τα­νό­η­τη. Συνή­θως κυριαρ­χεί είτε η συναι­σθη­μα­τι­κή είτε η στο­χα­στι­κή διά­θε­ση του υπο­κει­μέ­νου. Το εξω­τε­ρι­κό τοπίο ζωγρα­φί­ζε­ται μέσω της διά­θε­σης του υπο­κει­μέ­νου με χρώ­μα­τα σκού­ρα όπως δια­βά­ζου­με στο ποί­η­μα «Η Πλα­τεία Πατριάρ­χου». Ακο­λου­θεί μια γρή­γο­ρη εναλ­λα­γή επο­χών και μια ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά στην Άνοι­ξη ως επο­χή του έρω­τα και της παι­δι­κής ανε­με­λιάς. Από κει και πέρα το τοπίο ζωγρα­φί­ζε­ται ξανά με τη θλί­ψη λόγω κυρί­ως ενός βαρύ ανα­μνη­στι­κού παρελ­θό­ντος από αέρι­να σώμα­τα και σκου­ρια­σμέ­να αγάλ­μα­τα το οποίο και μας ακολουθεί.

Μετά το ποί­η­μα «Δύσκο­λος Απο­χω­ρι­σμός» ακο­λου­θεί  ένα άλλο ποί­η­μα πιο λυρι­κό και γάρ­γα­ρο το «Μην νομί­ζεις πως». Μέσω της επα­νά­λη­ψης που συνο­δεύ­ει και τις τρεις στρο­φές του ποι­ή­μα­τος αλλά και του πολυ­σύλ­λα­βου στί­χου,  ο τόνος του ποι­ή­μα­τος αφε­νός γίνε­ται πιο τρα­γου­δι­στός, αφε­τέ­ρου συν­δέ­ει τα εξω­τε­ρι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του ανθρώ­που με τη φύση και τις διαρ­κείς αλλα­γές της. Οι  αλλε­πάλ­λη­λες συν­δέ­σεις υφαί­νουν έναν ερω­τι­κό ύμνο όπου κατα­λή­γει στην αγά­πη: Αγά­πη έχω για σένα, και για μένα | Καθρέ­πτης μου είσαι, απο­τύ­πω­ση της συνεί­δη­σης μου είσαι | Ταξί­δε­μα, τολ­μη­ρά προ­σω­πι­κό, μες στην ενό­ρα­ση του χρόνου. 

Η διαρ­κής ανα­ζή­τη­ση του υπο­κει­μέ­νου στην από­χτη­ση επα­φής με τη φύση φανε­ρώ­νει πόσο βαθιά είναι η ανά­γκη του. Νομί­ζω ότι στο τελευ­ταίο ποί­η­μα της συλ­λο­γής «Κόκ­κι­νο Φεγ­γά­ρι» ανι­χνεύ­ο­νται και τα αίτια της. Ο άνθρω­πος ως οντό­τη­τα  καμιά φορά έχει την ανά­γκη ν’ απευ­θυν­θεί στα άστρα ή στο φεγ­γά­ρι όταν αισθά­νε­ται αφό­ρη­τα και να «συμ­βο­λο­ποι­ή­σει» τη ψυχι­κή του κατά­στα­ση. Σ’ αυτό το ποί­η­μα η ιδία η ύπαρ­ξη του υπο­κει­μέ­νου έχει στο έπα­κρο ανα­στα­τω­θεί και ζητά­ει από φεγ­γά­ρι να χορέ­ψει μαζί του. Το φεγ­γά­ρι χορεύ­ει και δεί­χνει το μέγε­θος της ανα­στά­τω­σης για να λει­τουρ­γή­σει ως αντί­δο­το στην αφό­ρη­τη μονα­ξιά του υποκειμένου.
Το ποί­η­μα κλεί­νει αισιό­δο­ξα. Θα υπάρ­ξει ένα και­νού­ριο φεγ­γά­ρι απο­φορ­τι­σμέ­νο από τη μονα­ξιά του άνθρω­που γι ’αυτό και ζωγρα­φι­σμέ­νο μ’ ένα πιο ήπιο χρώμα.

«Ακα­θό­ρι­στα σχή­μα­τα», Ανθής Παρασκευοπούλου

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο