Ονομάζομαι Ιφιγένεια. Είμαι δεκαεννιά. Είμαι κοντούλα, με κοντά ξανθά μαλλιά. Φτάνουν ίσα ίσα μέχρι τους ώμους μου. Με αποκαλούν συχνά όμορφη. Ντυνόμουν όμορφα, ατημέλητα αλλά ελκυστικά. Τώρα παρουσιάζομαι ατημέλητη και τίποτε άλλο. Σπουδάζω Κοινωνιολογία, αν και δεν πατάω ποτέ στα μαθήματα. Έχω φίλους, δε λέω, αλλά τους περισσότερους σιγά σιγά τους χάνω. Συνήθιζα στις βόλτες να αγοράζω ασταμάτητα (τι μεγάλο θύμα μου ήμουν!), τώρα οι γονείς μου απέσυραν τις περιουσίες τους από το όνομά μου. Τρανοί και πλούσιοι οι γονείς μου, έχουν να με συναναντήσουν ή να μου μιλήσουν πάνω από μισό χρόνο, αν και με ήθελαν κάθε μέρα πλάι τους, με έπρηζαν. Κάποτε χόρευα και τραγουδούσα κι ίππευα υπέροχο μαύρο άλογο και ποδηλατούσα σε βουνά και πήγαινα σινεμά και για καφέ. Ευτυχώς, να λέμε, που έχει απομείνει ο καφές. Απεχθανόμουν τα παιδιά, να όμως τώρα που έχω ένα. Αγοράκι, ξανθό σαν εμένα, γλυκό σαν τίποτα.
Με αγαπούσε σε βαθμό κουραστικό ο Νόα. Όλη την ώρα το ήθελε να είμαστε μαζί, με αγκάλιαζε και με φιλούσε, μου έγραφε και μου χάριζε θαυμάσια δωράκια. Τώρα όμως δεν θέλει να με βλέπει, αν και εκείνη τη νύχτα στη Βουδαπέστη μαζί δώσαμε πνοή στη μικρούλα ζωή που κρατώ στα χέρια μου. Τον έψαξα, έτρεχα να τον βρω ακόμα και με την κοιλιά μου να είναι τούμπανο. Χάθηκε αυτός, χάθηκε στα σίγουρα. Λέω πού θα πάει, θα έρθει να με συναντήσει, τουλάχιστον για να δει το παιδάκι του! Όχι, ούτε κι αυτό.
Ζούσαμε με τον Νόα στο σπίτι που αγόρασαν οι γονείς μου, πελώριο και πολυτελές, μα τώρα το πούλησα. Ζω πλέον μόνη, σε ένα διαμέρισμα μακριά από το κέντρο της πόλης και κοντά στη φύση. Με πήγαινε εκείνος όπου ήθελα, ο Νόα οδηγούσε, και μάλλον οδηγάει, ένα μαύρο τζιπ. Σήμερα, τις λίγες φορές που πάω στη σχολή, παίρνω το τρένο και, καθώς απουσιάζω, το μικρό μου αγοράκι το φροντίζει η Έλι. Τι καλή κυρία που είναι, ποτέ δεν με κατέκρινε, κι ας είμαι δεκαεννιά χρονών μάνα. Πάντα με αντιμετωπίζει σαν μεγάλη κι ώριμη γυναίκα, σαν το μικρό μου αγοράκι να ήταν η ανώτερη επιθυμία μου κι όχι ένα κακό αναπότρεπτο.
Μακάρι να είχα λεφτά πολλά, δε το φοβάμαι να το παραδεχτώ, θα την πλήρωνα την κυρία Έλι, ώστε να μεγαλώνει το αγοράκι μου κι εγώ να ζω κανονική ζωή. Όταν είσαι αποκομμένη όμως, όταν δεν έχεις σταθερό εισόδημα, όταν οι άνθρωποι απομακρύνονται και η βοήθεια στερεύει, το χρήμα καθορίζει τον βίο και οφείλεις να το ξοδεύεις με φειδώ. Οπότε, σιγά σιγά λέω να το πάρω απόφαση και παρατήσω την σχολή. Ίσως να πιάσω καμιά δουλειά εδώ γύρω, σερβιτόρα, μαγείρισσα, καθαρίστρια, κάτι τέλος πάντων.
Πριν έναν χρόνο θεωρούσα τέτοιου είδους απασχόληση κάτι το υποδεέστερο, για ανθρώπους καημένους. Τι άσχετη που ήμουν, πόσο κακομαθημένη, απαράδεκτη. Η ζωή στα φέρνει αλλιώς όμως, η ζωή ό,τι θέλει κάνει κι ας το αποδεχτούμε όλοι αυτό.
Ήμουν στο μπαρ τις προάλλες, χωρίς παρέα. Έπινα τις βότκες μου στον πάγκο. Είχα κάνει ελαφρώς κεφάλι. Το αγοράκι μου έκλαιγε όλη μέρα, το έβαλα να κοιμηθεί και άφησα την κυρία Έλι εκεί στο σπιτικό μας, γιατί δεν άντεχα άλλο μέσα. Ο μπάρμαν μού κέρασε δυο τρία σφηνάκια και του χαμογέλασα εξουθενωμένη. Ήξερε πως είμαι μονάχη μου και πως έχω και ένα γιο. Πέρασαν οι ώρες, με μένα να πίνω και να συλλογίζομαι τι κάνω, πού βρίσκομαι, πώς θα μεγαλώσω έναν άνθρωπο τη στιγμή που εγώ η ίδια μεγαλώνω, δάκρυα χύθηκαν, δάγκωνα τα νύχια μου μέχρι να ματώσουν. Γύρω στις τρεις τα ξημερώματα, έρχεται και κάθεται δίπλα μου ένας νεαρός άντρας. Ωραίος ήταν, κομψός. Μου έπιασε τη συζήτηση, ευγενικός, ευδιάθετος, έξυπνος.
“Πολύ ωραία τα λες” αποκρίνομαι. “Έχω ένα μικρό γιο, λίγων μηνών είναι”.
Έτσι του μίλησα, ήθελα να δω αν κρύβεται και τίποτε πραγματικό κάτω από την εύθραυστη επιφάνειά του.
Ο νεαρός άνδρας γέλασε, νόμισε πραγματικά πως του έκανα πλάκα. Εγώ έμεινα σοβαρή και τον κοίταζα στα μάτια. Άγρια έγινα, αν και με χαρακτήριζαν πράο και γαλήνιο άνθρωπο.
“Θα φύγεις ή θα κάτσεις;” τον ρωτάω, μπας και σταματήσει το αμήχανο γέλιο του.
“Θα φύγω” απαντάει και γυρνάει την πλάτη του. Ανοίγει την πόρτα και εξαφανίζεται.
Επέστρεψα στο σπιτικό μου όταν πια είχε ξημερώσει. Έμεινα να κοιτάω τον ήλιο να ανατέλλει, μια πύρινη, τολμηρή μάζα φωτός, μια σε τυφλώνει, μια σου δίνει ζωή. Πόσο τον αγαπούσα κάποτε, ενώ τώρα του απομακρύνομαι, θέλω να ζω την νύχτα, μου αρέσει να κυκλοφορώ τότε που όλοι οι “καλοί” κοιμούνται, τότε που όλοι οι “αντικοινωνικοί” αλητεύουν στους δρόμους της επαρχίας. Αυτοί που εσείς κατονομάζεται κακούς, τις περισσότερες φορές είναι και πιο ανθρώπινοι, πιο πολιτσμένοι.
Βαδίζω ζαλισμένη προς το δωμάτιο του μικρού μου αγοριού και ανοίγω το μοβ φωτάκι του, δίπλα στο κρεβάτι. Η Έλι δεν με πήρε είδηση που έφτασα, κοιμόταν βαθιά. Σκύβω στο αγοράκι μου, ακουμπάω το αφτί μου στο μικροσκοπικό στήθος του και τον ακούω να αναπνέει. Κάθε του ανάσα σημάνει την εξέλιξή του, τον φόρτο που μεγαλώνει χτύπο παρά χτύπο στην πλάτη μου, με κάνει να σκύβω σαν τώρα, και τώρα είμαι δεκαεννιά. Ακούω την ανασούλα του μικρού μου γιου.
“Ανάπνεε, μεγάλε μου. Ανάπνεε” ψιθυρίζω και τον φιλώ στο μάγουλο.
Ο μικρούλης μου αρχίζει και κλαίει. Τον ξύπνησα. Δε με πείραξε όμως. Πλέον είμαστε εγώ κι αυτός, μάνα και γιος εναντίον των πολλών. Αυτόν έχω. Τον παίρνω στην αγκαλιά μου, τον κουνώ για να ηρεμήσει.
“Ανάπνεε, μεγάλε μου”.
___________________________________________________________________________________________________
Κωνσταντίνος Κοκκολάτος. Πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών ΑΠΘ. Ήμουν μαθητής στο 1ο ΓΕΛ Καλαμαριάς (Φροντιστήριον Τραπεζούντας). Επίσης ήμουν και Αντιπρόεδρος του Σχολείου. Σε ηλικία 15 ετών κατέκτησα την τρίτη θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Πατάκη. Ήμουν ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες του 1ου Μαθητικού Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε στο θεατράκι Χιλής, την φετινή Άνοιξη. Έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 2001, έζησα στην Λέσβο και σήμερα ζω στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.