Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Κοκκολάτος: Η Ιφιγένεια Είναι Μάνα

Ονο­μά­ζο­μαι Ιφι­γέ­νεια. Είμαι δεκα­εν­νιά. Είμαι κοντού­λα, με κοντά ξαν­θά μαλ­λιά. Φτά­νουν ίσα ίσα μέχρι τους ώμους μου. Με απο­κα­λούν συχνά όμορ­φη. Ντυ­νό­μουν όμορ­φα, ατη­μέ­λη­τα αλλά ελκυ­στι­κά. Τώρα παρου­σιά­ζο­μαι ατη­μέ­λη­τη και τίπο­τε άλλο. Σπου­δά­ζω Κοι­νω­νιο­λο­γία, αν και δεν πατάω ποτέ στα μαθή­μα­τα. Έχω φίλους, δε λέω, αλλά τους περισ­σό­τε­ρους σιγά σιγά τους χάνω. Συνή­θι­ζα στις βόλ­τες να αγο­ρά­ζω αστα­μά­τη­τα (τι μεγά­λο θύμα μου ήμουν!), τώρα οι γονείς μου απέ­συ­ραν τις περιου­σί­ες τους από το όνο­μά μου. Τρα­νοί και πλού­σιοι οι γονείς μου, έχουν να με συνα­να­ντή­σουν ή να μου μιλή­σουν πάνω από μισό χρό­νο, αν και με ήθε­λαν κάθε μέρα πλάι τους, με έπρη­ζαν. Κάπο­τε χόρευα και τρα­γου­δού­σα κι ίππευα υπέ­ρο­χο μαύ­ρο άλο­γο και ποδη­λα­τού­σα σε βου­νά και πήγαι­να σινε­μά και για καφέ. Ευτυ­χώς, να λέμε, που έχει απο­μεί­νει ο καφές. Απε­χθα­νό­μουν τα παι­διά, να όμως τώρα που έχω ένα. Αγο­ρά­κι, ξαν­θό σαν εμέ­να, γλυ­κό σαν τίποτα.

Με αγα­πού­σε σε βαθ­μό κου­ρα­στι­κό ο Νόα. Όλη την ώρα το ήθε­λε να είμα­στε μαζί, με αγκά­λια­ζε και με φιλού­σε, μου έγρα­φε και μου χάρι­ζε θαυ­μά­σια δωρά­κια. Τώρα όμως δεν θέλει να με βλέ­πει, αν και εκεί­νη τη νύχτα στη Βου­δα­πέ­στη μαζί δώσα­με πνοή στη μικρού­λα ζωή που κρα­τώ στα χέρια μου. Τον έψα­ξα, έτρε­χα να τον βρω ακό­μα και με την κοι­λιά μου να είναι τού­μπα­νο. Χάθη­κε αυτός, χάθη­κε στα σίγου­ρα. Λέω πού θα πάει, θα έρθει να με συνα­ντή­σει, του­λά­χι­στον για να δει το παι­δά­κι του! Όχι, ούτε κι αυτό.

Ζού­σα­με με τον Νόα στο σπί­τι που αγό­ρα­σαν οι γονείς μου, πελώ­ριο και πολυ­τε­λές, μα τώρα το πού­λη­σα. Ζω πλέ­ον μόνη, σε ένα δια­μέ­ρι­σμα μακριά από το κέντρο της πόλης και κοντά στη φύση. Με πήγαι­νε εκεί­νος όπου ήθε­λα, ο Νόα οδη­γού­σε, και μάλ­λον οδη­γά­ει, ένα μαύ­ρο τζιπ. Σήμε­ρα, τις λίγες φορές που πάω στη σχο­λή, παίρ­νω το τρέ­νο και, καθώς απου­σιά­ζω, το μικρό μου αγο­ρά­κι το φρο­ντί­ζει η Έλι. Τι καλή κυρία που είναι, ποτέ δεν με κατέ­κρι­νε, κι ας είμαι δεκα­εν­νιά χρο­νών μάνα. Πάντα με αντι­με­τω­πί­ζει σαν μεγά­λη κι ώρι­μη γυναί­κα, σαν το μικρό μου αγο­ρά­κι να ήταν η ανώ­τε­ρη επι­θυ­μία μου κι όχι ένα κακό αναπότρεπτο.

Μακά­ρι να είχα λεφτά πολ­λά, δε το φοβά­μαι να το παρα­δε­χτώ, θα την πλή­ρω­να την κυρία Έλι, ώστε να μεγα­λώ­νει το αγο­ρά­κι μου κι εγώ να ζω κανο­νι­κή ζωή. Όταν είσαι απο­κομ­μέ­νη όμως, όταν δεν έχεις στα­θε­ρό εισό­δη­μα, όταν οι άνθρω­ποι απο­μα­κρύ­νο­νται και η βοή­θεια στε­ρεύ­ει, το χρή­μα καθο­ρί­ζει τον βίο και οφεί­λεις να το ξοδεύ­εις με φει­δώ. Οπό­τε, σιγά σιγά λέω να το πάρω από­φα­ση και παρα­τή­σω την σχο­λή. Ίσως να πιά­σω καμιά δου­λειά εδώ γύρω, σερ­βι­τό­ρα, μαγεί­ρισ­σα, καθα­ρί­στρια, κάτι τέλος πάντων.

Πριν έναν χρό­νο θεω­ρού­σα τέτοιου είδους απα­σχό­λη­ση κάτι το υπο­δε­έ­στε­ρο, για ανθρώ­πους καη­μέ­νους. Τι άσχε­τη που ήμουν, πόσο κακο­μα­θη­μέ­νη, απα­ρά­δε­κτη. Η ζωή στα φέρ­νει αλλιώς όμως, η ζωή ό,τι θέλει κάνει κι ας το απο­δε­χτού­με όλοι αυτό.

Ήμουν στο μπαρ τις προ­άλ­λες, χωρίς παρέα. Έπι­να τις βότ­κες μου στον πάγκο. Είχα κάνει ελα­φρώς κεφά­λι. Το αγο­ρά­κι μου έκλαι­γε όλη μέρα, το έβα­λα να κοι­μη­θεί και άφη­σα την κυρία Έλι εκεί στο σπι­τι­κό μας, για­τί δεν άντε­χα άλλο μέσα. Ο μπάρ­μαν μού κέρα­σε δυο τρία σφη­νά­κια και του χαμο­γέ­λα­σα εξου­θε­νω­μέ­νη. Ήξε­ρε πως είμαι μονά­χη μου και πως έχω και ένα γιο. Πέρα­σαν οι ώρες, με μένα να πίνω και να συλ­λο­γί­ζο­μαι τι κάνω, πού βρί­σκο­μαι, πώς θα μεγα­λώ­σω έναν άνθρω­πο τη στιγ­μή που εγώ η ίδια μεγα­λώ­νω, δάκρυα χύθη­καν, δάγκω­να τα νύχια μου μέχρι να ματώ­σουν. Γύρω στις τρεις τα ξημε­ρώ­μα­τα, έρχε­ται και κάθε­ται δίπλα μου ένας νεα­ρός άντρας. Ωραί­ος ήταν, κομ­ψός. Μου έπια­σε τη συζή­τη­ση, ευγε­νι­κός, ευδιά­θε­τος, έξυπνος.

“Πολύ ωραία τα λες” απο­κρί­νο­μαι. “Έχω ένα μικρό γιο, λίγων μηνών είναι”.

Έτσι του μίλη­σα, ήθε­λα να δω αν κρύ­βε­ται και τίπο­τε πραγ­μα­τι­κό κάτω από την εύθραυ­στη επι­φά­νειά του.

Ο νεα­ρός άνδρας γέλα­σε, νόμι­σε πραγ­μα­τι­κά πως του έκα­να πλά­κα. Εγώ έμει­να σοβα­ρή και τον κοί­τα­ζα στα μάτια. Άγρια έγι­να, αν και με χαρα­κτή­ρι­ζαν πράο και γαλή­νιο άνθρωπο.

“Θα φύγεις ή θα κάτσεις;” τον ρωτάω, μπας και στα­μα­τή­σει το αμή­χα­νο γέλιο του.

“Θα φύγω” απα­ντά­ει και γυρ­νά­ει την πλά­τη του. Ανοί­γει την πόρ­τα και εξαφανίζεται.

Επέ­στρε­ψα στο σπι­τι­κό μου όταν πια είχε ξημε­ρώ­σει. Έμει­να να κοι­τάω τον ήλιο να ανα­τέλ­λει, μια πύρι­νη, τολ­μη­ρή μάζα φωτός, μια σε τυφλώ­νει, μια σου δίνει ζωή. Πόσο τον αγα­πού­σα κάπο­τε, ενώ τώρα του απο­μα­κρύ­νο­μαι, θέλω να ζω την νύχτα, μου αρέ­σει να κυκλο­φο­ρώ τότε που όλοι οι “καλοί” κοι­μού­νται, τότε που όλοι οι “αντι­κοι­νω­νι­κοί” αλη­τεύ­ουν στους δρό­μους της επαρ­χί­ας. Αυτοί που εσείς κατο­νο­μά­ζε­ται κακούς, τις περισ­σό­τε­ρες φορές είναι και πιο ανθρώ­πι­νοι, πιο πολιτσμένοι.

Βαδί­ζω ζαλι­σμέ­νη προς το δωμά­τιο του μικρού μου αγο­ριού και ανοί­γω το μοβ φωτά­κι του, δίπλα στο κρε­βά­τι. Η Έλι δεν με πήρε είδη­ση που έφτα­σα, κοι­μό­ταν βαθιά. Σκύ­βω στο αγο­ρά­κι μου, ακου­μπάω το αφτί μου στο μικρο­σκο­πι­κό στή­θος του και τον ακούω να ανα­πνέ­ει. Κάθε του ανά­σα σημά­νει την εξέ­λι­ξή του, τον φόρ­το που μεγα­λώ­νει χτύ­πο παρά χτύ­πο στην πλά­τη μου, με κάνει να σκύ­βω σαν τώρα, και τώρα είμαι δεκα­εν­νιά. Ακούω την ανα­σού­λα του μικρού μου γιου.

“Ανά­πνεε, μεγά­λε μου. Ανά­πνεε” ψιθυ­ρί­ζω και τον φιλώ στο μάγουλο.

Ο μικρού­λης μου αρχί­ζει και κλαί­ει. Τον ξύπνη­σα. Δε με πεί­ρα­ξε όμως. Πλέ­ον είμα­στε εγώ κι αυτός, μάνα και γιος ενα­ντί­ον των πολ­λών. Αυτόν έχω. Τον παίρ­νω στην αγκα­λιά μου, τον κου­νώ για να ηρεμήσει.

“Ανά­πνεε, μεγά­λε μου”.

___________________________________________________________________________________________________

kokkolatosΚωνσταντίνος Κοκκολάτος. Πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών ΑΠΘ.  Ήμουν μαθητής στο 1ο ΓΕΛ Καλαμαριάς (Φροντιστήριον Τραπεζούντας). Επίσης ήμουν και Αντιπρόεδρος του Σχολείου. Σε ηλικία 15 ετών κατέκτησα την τρίτη θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Πατάκη. Ήμουν ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες του 1ου Μαθητικού Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε στο θεατράκι Χιλής, την φετινή Άνοιξη. Έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 2001, έζησα στην Λέσβο και σήμερα ζω στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο