Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίνος Κοκκολάτος: Ιανός Και Έρωτας: Το Άλλο Πρόσωπο

Εσύ είσαι πολύ όμορ­φη. Έχεις πολύ μαύ­ρα μαλ­λιά και πολύ πυκνά φρύ­δια. Το χαμό­γε­λό σου δεν είναι αυθε­ντι­κό, το βλέ­πεις για πρώ­τη φορά και εκστα­σιά­ζε­σαι, όμως όσο σε γνω­ρί­ζω συνει­δη­το­ποιώ μια αλλό­κο­τη σκο­τει­νιά. Σήμε­ρα, όταν σε σκέ­φτο­μαι να χαμο­γε­λάς, ανα­τρι­χιά­ζω και αλλά­ζω πλευ­ρό. Τα ζυγω­μα­τι­κά σου είναι έντο­να και σφίγ­γουν το δέρ­μα του προ­σώ­που σου. Η όψη σου μοιά­ζει βγαλ­μέ­νη από τον άγριο τόπο, μια ζού­γκλα, μια έρη­μο, έναν φιδό­το­πο. Κάπο­τε σε θαύ­μα­ζα, τόσο εξω­τι­κή που ήσουν. Τώρα βιώ­νω τον φόβο που προ­κα­λεί η ωμό­τη­τα της φύσης, εκεί απ’ όπου ήρθες.

Μου γνώ­ρι­σες την Αϋπνία. Με ρου­φά­ει στην άβυσ­σό της, μου δια­λύ­ει τον εγκέ­φα­λο μέσα στο κρα­νίο μου. Με βιαιό­τη­τα σπρώ­χνει και χώνει τις αρρω­στη­μέ­νες σκέ­ψεις. Όπο­τε αγω­νί­ζο­μαι να τις ιάνω, αρχί­ζουν και κάνουν κύκλους στο άδειο μου κεφά­λι, με τους σκόρ­πιους εγκε­φά­λους. Ατέρ­μο­νοι κύκλοι, χωρίς τελειω­μό. Κι εγώ να μένω εκεί, στο κρε­βά­τι, με κλει­στή τη πόρ­τα, με τον Πόνο να φλερ­τά­ρει μαζί μου. Για μια τελευ­ταία φορά δια­τά­ζω στον εαυ­τό μου να διώ­ξει την Αϋπνία. Βία για τη Βία. Εκεί­νη με νικά όμως, και λογι­κό μού φαί­νε­ται, αφού σταλ­μέ­νη από σένα είναι.

Κι έτσι μου γνώ­ρι­σες την Εξό­ντω­ση. Στο βαθύ το σκό­τος παίρ­νω τα πόδια μου και βαδί­ζω στο τίπο­τα. Βήμα προς βήμα, όλο και πλη­σιά­ζω στο κενό, με την Αϋπνία ακό­μη στον ώμο μου. Ο ήλιος ανα­τέλ­λει και τον σιχαί­νο­μαι. Σημά­νει την αρχή της μέρας, την απαί­τη­ση της εκπλή­ρω­σης των καθη­κό­ντων. Τα μάτια μου κόκ­κι­να, το πρό­σω­πό μου κάτω­χρο, η καρ­διά μου μαύ­ρη, το σώμα μου αδύ­να­μο, τα πόδια μου βαριά, σαν από χρυ­σό, κι όλα τού­τα πρέ­πει να δου­λέ­ψουν. Οδη­γού­μαι στην δου­λειά και αρχί­ζω να γρά­φω, να εξε­τά­ζω, να μιλάω. Κάνε εκεί­νο, πάρε αυτό, όχι, άσε εκεί­νο, ναι, ωραί­ος. Λέξεις ηχούν από μακριά, βου­βά, σαν να είμαι κλει­σμέ­νος σε γυά­λα. Άνθρω­ποι φαντά­ζουν φαντά­σμα­τα και τα γράμ­μα­τα μια σει­ρά από άγνω­στα σύμ­βο­λα. Ουρ­λιά­ζω και κλαίω, μήπως και δια­λυ­θεί η κρού­στα χάους από πάνω μου.

Μετά μου γνώ­ρι­σες την Φτώ­χεια. Έχα­σα τη δου­λειά μου, έχα­σα το σπί­τι μου. Τρι­γυρ­νού­σα και περι­πλα­νιό­μουν, ζητιά­νευα, έκλε­βα. Σιχαι­νό­μουν τον εαυ­τό μου. Μα πώς δεν πέθαι­να; Ήθε­λα να πεθά­νω! Βρέ­θη­κα στον γκρε­μό, με τα κοφτε­ρά τα βρά­χια από κάτω. Κου­ρε­λια­σμέ­να ρού­χα, βρό­μι­κη όψη, ο ίδιος ο ζωντα­νός νεκρός. Ένα βήμα ήθε­λα, και θα καρ­φω­νό­μουν στα ξυρά­φια. Κού­νη­σα το πόδι μου, έτοι­μος για την ηρε­μία. Το αίμα μου, τα σπλά­χνα μου χυμέ­να, το τίπο­τα, ήταν για μένα η σωτη­ρία μου. Ο δρα­πέ­της της ζωής θα ήμουν. Οι μυς μου σφιγ­μέ­νοι, πει­να­σμέ­νοι για το άλμα προς τα κάτω. Και να που δε μπο­ρού­σα. Η πεθα­μέ­νη μου ζωή εξα­κο­λου­θού­σε να υπάρ­χει εξ αιτί­ας σου. Σε σκε­φτό­μουν πριν πεθά­νω. Αυτό το χαμό­γε­λο, τού­τα τα μάτια, τον τρό­πο που κοι­μό­σουν πλάι μου. Πάλι έκλαι­γα, έκλαι­γα επει­δή δε μπο­ρού­σα να σε αφήσω.

Τέλος μού γνώ­ρι­σες την Μανία. Βάδι­ζα στις πόλεις, κοι­μό­μουν στα παγκά­κια, έτρω­γα στα συσ­σί­τια, έχε­ζα στις αλά­νες, και όλοι με βλέ­πα­νε και τρέ­χα­νε. “Ανά­θε­μα!” φωνά­ζα­νε και απο­μα­κρύ­νο­νταν. Έβλε­πα τον τρό­μο στα πρό­σω­πά τους, την αηδία, την απέ­χθεια. Ήμουν ο κινού­με­νος θάνα­τος και όλοι θεω­ρού­σαν πως, σαν να τους ακου­μπού­σα, θα τους έπαιρ­νε ο Χάρος. Ή, χει­ρό­τε­ρα, θα κατέ­λη­γαν σαν εμέ­να. Κάπο­τε, μια νύχτα ήταν, άρχι­σα να τρέ­χω. Άκου­σα την καρ­διά μου να χτυ­πά­ει μετά από και­ρό. Ήξε­ραν τα πόδια πού με πήγαι­ναν, ήξε­ρε και η συνεί­δη­σή μου. Φτά­νω και χτυ­πώ την πόρ­τα σου. Ανοί­γεις και σε βλέ­πω. Πόσο αιφ­νι­διά­στη­κα! Εσύ φορού­σες ένα που­κά­μι­σο πολύ μεγά­λο για το μικρό σου σώμα και τίπο­τε άλλο. Έμοια­σαν τότε ξεκά­θα­ρα όλα. Σου όρμι­σα. Ήθε­λα τη ζωή μου πίσω.

Έπε­σες κάτω και χάρη­κα. Σε κλο­τσού­σα με τη Μανία να βρά­ζει στα σπλά­χνα μου. Άδρα­ξα το μαχαί­ρι από τον πάγκο και σε απο­τε­λεί­ω­σα σε δευ­τε­ρό­λε­πτα. Άρχι­σα να νιώ­θω τα πάντα, το κύμα της Ύπαρ­ξης με κατα­βρό­χθι­σε, όσα δεν με άγγι­ζαν τόσο και­ρό, τώρα ήταν εδώ. Ούρ­λια­ξα, έκλα­ψα, γέλα­σα, και με κάρ­φω­σα με το μαχαί­ρι. Πλέ­ον είχα καρδιά.

_____________________________________________________________________________________________

kokkolatosΚωνσταντίνος Κοκκολάτος. Πρωτοετής φοιτητής στο τμήμα πολιτικών επιστημών ΑΠΘ.  Ήμουν μαθητής στο 1ο ΓΕΛ Καλαμαριάς (Φροντιστήριον Τραπεζούντας). Επίσης ήμουν και Αντιπρόεδρος του Σχολείου. Σε ηλικία 15 ετών κατέκτησα την τρίτη θέση σε πανελλήνιο διαγωνισμό δημιουργικής γραφής των εκδόσεων Πατάκη. Ήμουν ένας από τους διοργανωτές και συμμετέχοντες του 1ου Μαθητικού Καλλιτεχνικού Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε στο θεατράκι Χιλής, την φετινή Άνοιξη. Έχω ολοκληρώσει ένα μυθιστόρημα, μια νουβέλα και αρκετά διηγήματα. Γεννήθηκα στην Αθήνα το 2001, έζησα στην Λέσβο και σήμερα ζω στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο