Άπραγος , στου ήλιου το βασίλευμα
ο ζητιάνος μας κοιτά με ένα
παράπονο στα μάτια
και αναζητεί.
Σφυρί, πρόκες να καρφώσει
για να φτιάξει ένα κρεβάτι
που ύστερα το κορμί
του θα γιαίνει.
Δρεπάνι να θερίσει το σιτάρι.
Αναζητεί χέρια
που κάποτε πρόσφεραν
νερό και ψωμί.
Κόκκινο κρασί, που έρεε να απαλύνει
τον βούρκο.
Τώρα δυστυχισμένος κοιτά τον εαυτό του
σε ένα κομμάτι γυαλί.
Όπου η άμοιρη κόρη χρησιμοποίησε
και άφησε τα εγκόσμια
για μια ουράνια σιωπή.
Σ’ ένα περπατημένο σοκάκι δακρύων
κουλουριασμένος κοιμάται.
Κάτω από τα σκεπάσματα προσπαθεί να ζεσταθεί
μα το μυαλό αναπολεί ένα σπίτι και ένα πιάτο φαΐ.
Όταν ξυπνάει το χέρι του απλώνει και περιμένει.
Όλοι των κοιτούν μα δεν τον νοιάζει,
αυτός κοιτά χάμω και προσμένει.