Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωνσταντίν Γκέγκα: ΕΛΠΙΣ (Ποίημα)

Άπρα­γος , στου ήλιου το βασίλευμα

ο ζητιά­νος μας κοι­τά με ένα

παρά­πο­νο στα μάτια

και ανα­ζη­τεί.

Σφυ­ρί, πρό­κες να καρφώσει

για να φτιά­ξει ένα κρεβάτι

που ύστε­ρα το κορμί

του θα γιαίνει.

Δρε­πά­νι να θερί­σει το σιτάρι.

Ανα­ζη­τεί χέρια

που κάπο­τε πρόσφεραν

νερό και ψωμί.

Κόκ­κι­νο κρα­σί, που έρεε να απαλύνει

τον βούρ­κο.

Τώρα δυστυ­χι­σμέ­νος κοι­τά τον εαυ­τό του

σε ένα κομ­μά­τι γυαλί.

Όπου η άμοι­ρη κόρη χρησιμοποίησε

και άφη­σε τα εγκόσμια

για μια ουρά­νια σιωπή.

Σ’ ένα περ­πα­τη­μέ­νο σοκά­κι δακρύων

κου­λου­ρια­σμέ­νος κοιμάται.

Κάτω από τα σκε­πά­σμα­τα προ­σπα­θεί να ζεσταθεί

μα το μυα­λό ανα­πο­λεί ένα σπί­τι και ένα πιά­το φαΐ.

Όταν ξυπνά­ει το χέρι του απλώ­νει και περιμένει.

Όλοι των κοι­τούν μα δεν τον νοιάζει,

αυτός κοι­τά χάμω και προσμένει.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο