Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κων. Κούνεβα: Προχωρώ κι εγώ μαζί σας, γιατί οι ζωές μας μετράνε!

Στη μεγά­λη προ­ε­κλο­γι­κή συγκέ­ντρω­ση του ΚΚΕ χαι­ρέ­τι­σε η Κων­στα­ντί­να Κού­νε­βα, υπο­ψή­φια βου­λευ­τής στην Α’ Αθήνας.

Η ομι­λία της έχει ως εξής:

«Γεια σας!

Είμαι η Κων­στα­ντί­να Κού­νε­βα. Ίσως την ιστο­ρία μου την ξέρετε.

Ίσως ακού­σα­τε για εμέ­να για πρώ­τη φορά κάπου εκεί στα Χρι­στού­γεν­να του 2008, όταν δέχθη­κα επί­θε­ση με βιτριό­λι, επι­στρέ­φο­ντας από τη δου­λειά στο σπί­τι. Η αιτία; Ότι πάλευα ανυ­πο­χώ­ρη­τα για τα δικαιώ­μα­τα όλων των συνα­δέλ­φων μου, όλων των εργα­ζο­μέ­νων στην καθα­ριό­τη­τα. Ότι ανέ­πτυσ­σα συν­δι­κα­λι­στι­κή δράση.

Αλλά ας πάρου­με τα πράγ­μα­τα από την αρχή. Γεν­νή­θη­κα και μεγά­λω­σα στη Σιλί­στρα της Βουλ­γα­ρί­ας. Έζη­σα ευτυ­χι­σμέ­να τα χρό­νια μου στη σοσια­λι­στι­κή πατρί­δα. Εκεί όλοι είχα­με κατο­χυ­ρω­μέ­να δικαιώ­μα­τα. Ήμα­σταν ασφα­λείς. Πήγα στο σχο­λείο της περιο­χής μου που πρό­σφε­ρε γνώ­σεις και καλή παι­δεία. Στο δικό μου σχο­λείο, εκεί­νη την επο­χή ‑όπως και σε άλλα φυσι­κά- είχα­με κλει­στό γήπε­δο μπά­σκετ και κλει­στή πισίνα.

Όλα αυτά, βέβαια, πριν την ανα­τρο­πή του συστή­μα­τος. Τώρα πια δεν υπάρ­χουν. Και μοιά­ζει στ’ αλή­θεια τρα­γι­κό ότι οι νέοι σήμε­ρα ‑σήμε­ρα στην επο­χή των τεχνο­λο­γι­κών θαυ­μά­των- δεν μπο­ρούν καν να φαντα­στούν κάτι τέτοιο. Δεν μπο­ρούν να φαντα­στούν ότι μπο­ρεί να υπάρ­χει ένα κρά­τος που θα έχει προ­τε­ραιό­τη­τα τις ανά­γκες του λαού και όχι τα κέρ­δη των λίγων.

Μετα­νά­στευ­σα στην Ελλά­δα, αφού ολο­κλή­ρω­σα τις σπου­δές μου ως ιστο­ρι­κός και αφού έγι­να μητέ­ρα. Ήρθα εδώ για λόγους υγεί­ας του παι­διού μου, καθώς το σύστη­μα Υγεί­ας στη Βουλ­γα­ρία μετά την ανα­τρο­πή του σοσια­λι­σμού είχε καταρρεύσει.

Εργά­στη­κα ως καθα­ρί­στρια. Βαριά, σκλη­ρή δου­λειά. Μα, δεν με πεί­ρα­ζε. Δού­λευα και αγω­νι­ζό­μου­να. Βλέ­πε­τε, μεγα­λώ­νο­ντας στον σοσια­λι­σμό, είχα μάθει από το σχο­λείο ακό­μα ότι πρέ­πει να ξέρω τα δικαιώ­μα­τά μου. Γι’ αυτό και από την πρώ­τη μου στιγ­μή στην Ελλά­δα και στη δου­λειά οργα­νώ­θη­κα στα συν­δι­κά­τα και πάλευα για τα εργα­σια­κά και κοι­νω­νι­κά δικαιώματα.

Οι συνά­δελ­φοί μου με αγκά­λια­σαν από την αρχή. Μαζί ανα­πτύ­ξα­με πλού­σια δρα­στη­ριό­τη­τα. Μου έδει­ξαν εμπι­στο­σύ­νη. Με επέ­λε­ξαν για να τους εκπρο­σω­πή­σω ως γραμ­μα­τέ­ας του σωματείου.

Κάπου εκεί, το βρά­δυ στις 22 προς 23 Δεκέμ­βρη δέχτη­κα την επί­θε­ση. Όμως, παρά τον Γολ­γο­θά, έδω­σα τη μάχη της απο­κα­τά­στα­σης, κατά­φε­ρα να στα­θώ στα πόδια μου και να συνε­χί­σω τον αγώ­να! Βρέ­θη­κα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ως ευρω­βου­λευ­τής του, με την πρώ­τη ευκαι­ρία, σε συνερ­γα­σία με τα αρμό­δια υπουρ­γεία προ­ώ­θη­σα πρό­τα­ση για τη ρύθ­μι­ση, ανα­γνώ­ρι­ση και πιστο­ποί­η­ση του κλά­δου των καθα­ρι­στριών. Δυστυ­χώς αυτήν την πρό­τα­ση, παρό­λο που ήταν ολο­κλη­ρω­μέ­νη, η κυβέρ­νη­ση του ΣΥΡΙΖΑ την απέρ­ρι­ψε, δεν επέ­τρε­ψε ποτέ να έρθει στη Βου­λή για ψήφι­ση. Το ίδιο ακρι­βώς έγι­νε για τα δικαιώ­μα­τα των οικια­κών βοη­θών και των ανα­πή­ρων. Δεν είχαν στις προ­τε­ραιό­τη­τες τους εργα­ζό­με­νους και φτω­χούς ανθρώπους .

Με απο­κα­λού­σαν σύμ­βο­λο, αλλά δεν πίστε­ψαν, δεν τίμη­σαν και δεν σεβά­στη­καν τον αγώ­να μου!

Και κάπως έτσι, άνοι­ξε ο δρό­μος για να συμπο­ρευ­τώ με αυτούς που έχουν προ­τε­ραιό­τη­τα τις ζωές και τα δικαιώ­μα­τα των εργαζομένων.

Και κάπως έτσι, συνα­ντη­θή­κα­με τα χρό­νια μετά το Ευρω­κοι­νο­βού­λιο. Συνε­χί­ζω τον αγώ­να μαζί με το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Ελλά­δας, για­τί οι ζωές μας μετρά­νε. Καλώ όλους τους καθα­ρι­στές, όλους τους ανθρώ­πους της δου­λειάς, τους συν­δι­κα­λι­στές, με ζεστή καρ­διά και με το ψηφο­δέλ­τιο του ΚΚΕ στο χέρι να στεί­λουν μήνυ­μα την Κυρια­κή στις κάλπες.

Προ­χω­ρά­με μαζί.

Για να δυνα­μώ­σου­με τον αγώ­να ενά­ντια σε μία πραγ­μα­τι­κή γενο­κτο­νία από εργα­τι­κά ατυ­χή­μα­τα, ενά­ντια στα εγκλή­μα­τα με τους πρό­σφυ­γες και μετα­νά­στες, ενά­ντια στη βία κατά των γυναι­κών, ενά­ντια στην αδι­κία των πλει­στη­ρια­σμών, ενά­ντια στη φτώ­χεια και την εξα­θλί­ω­ση. Προ­χω­ρά­με μαζί. Για να μάθου­με στα παι­διά μας τη ρητο­ρι­κή της ειρή­νης και της φιλί­ας των λαών, ενά­ντια στον ρατσι­σμό και τον πόλεμο.

Είμαι η Κων­στα­ντί­να Κού­νε­βα. Νιώ­θω απέ­να­ντί μου ζεστά, ειλι­κρι­νή βλέμ­μα­τα. Σας κοι­τώ κι εγώ στα μάτια και προχωράμε».

Βλα­ντί­μιρ Μαγια­κόφ­σκι: «Ωδή στην Επανάσταση»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο