Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κωστής Μουδάτσος: Ήταν κάποτε… την εποχή της Αλλαγής

Η μέρα ήταν ηλιό­λου­στη και ο και­ρός μύρι­ζε άνοι­ξη. Ο κόσμος γεμά­τος όνει­ρα τρα­γου­δού­σε στους δρό­μους. Όλοι περί­με­ναν τις εκλο­γές το Φθι­νό­πω­ρο που θα χάρι­ζαν την  και­νούρ­για άνοι­ξη. Το σύν­θη­μα της αλλα­γής χάρι­ζε χαμό­γε­λα και ελπί­δες. Οι σοσια­λι­στές ετοι­μα­ζό­ταν για το πανη­γύ­ρι και οι αρι­στε­ροί δια­δή­λω­ναν με σύν­θη­μα, αλλα­γή δεν γίνε­ται χωρίς το Κου­ΚουΕ. Εκεί­νοι της άλλης αρι­στε­ράς μιλού­σαν για την αξία του ανα­νε­ω­τι­κού λόγου που τόσο έχει ανά­γκη η αλλα­γή. Πολυ­πό­θη­τη η αλλα­γή! Συγκε­ντρώ­σεις, φωνές, τρα­γού­δια, σημαί­ες και φλά­μπου­ρα, συν­θή­μα­τα και μου­σι­κές η προ­ο­δευ­τι­κή παρά­τα­ξη ενώ στη συντη­ρη­τι­κή είχε πέσει αλλό­κο­τη μελαγ­χο­λία. Μου­τρω­μέ­νοι, γκρι­νιά­ρη­δες και φοβι­σμέ­νοι περί­με­ναν χωρίς ελπί­δα και με περίσ­σιο άγχος τις εκλο­γές. Μέσα σε όλα αυτά ο τρο­βα­δού­ρος της πλα­τεί­ας Εξαρ­χεί­ων τρα­γου­δού­σε για τις φλα­μπου­ρο­κου­βα­λή­στρες και ότι «μόνο ένας σει­σμός μας σώζει, φοβε­ρός κατα­κλυ­σμός, μαϊ­ντα­νός να γίνουν όλα, να σωθεί ο πολι­τι­σμός». Ο λαός ήταν ερω­τευ­μέ­νος με την αλλα­γή. Παλιές πλη­γές ανά­με­ναν θερα­πεία και το μέλ­λον γέμι­ζε τα όνει­ρα και τους λόγους στα μπαλ­κό­νια με τα πολι­τι­κά αηδό­νια. Η τρέ­λα της αλλα­γής είχε μπει παντού!

Μέσα σε τού­το τον και­ρό οι παρέ­ες μας οργί­α­ζαν. Ατί­θα­σα νιά­τα και η χάρη μας βοη­θού­σε και τους Αγί­ους. Βέβαια σαν φοι­τη­τές ή υπο­ψή­φιοι αλλά και εργα­ζό­με­νοι είχα­με  τα δικά μας θέμα­τα. Της καθη­με­ρι­νό­τη­τας και της επι­βί­ω­σης. Άλλω­στε είναι γνω­στό ότι στην ανέ­με­λη ζωή της νιό­της τα χρή­μα­τα τελεί­ω­ναν πριν τελειώ­σει ο μήνας. Σε λίγες μέρες μειω­νό­ταν και τα απο­θέ­μα­τα που ερχό­ταν με δέμα­τα από το χωριό. Βέβαια υπήρ­χε η αλλη­λεγ­γύη μετα­ξύ μας που ήταν σαν σωσί­βιο σε ναυά­γιο στη φουρ­του­νια­σμέ­νη θάλασ­σα. Σαν καλές παρέ­ες, σαν είχε ο ένας είχαν και οι άλλοι.

Είχα ενοι­κιά­σει ένα σπι­τά­κι πάνω στη ταρά­τσα μιας πολυ­κα­τοι­κί­ας στην Αχαρ­νών. Με τα πόδια ανε­βο­κα­τέ­βαι­να στο κέντρο με όλη μου την άνε­ση. Το προ­τι­μού­σα για­τί βαριό­μουν να περι­μέ­νω στις στά­σεις της εκνευ­ρι­στι­κής ανα­μο­νής. Το πιο όμορ­φο από όλα ήταν ότι από τη ταρά­τσα έβλε­πα στο θέα­τρο όπου ο Μάνος Κατρά­κης ετοί­μα­ζε τη παρά­στα­ση «Ταμπού». Το σπι­τά­κι είχε γίνει στέ­κι των φίλων και των  συμ­φοι­τη­τών. Άλλω­στε μαθη­μέ­νος από το χωριό δεν κλεί­δω­να το σπί­τι ποτέ. Όποιος ήθε­λε γύρι­ζε το πόμο­λο και είχε ελεύ­θε­ρη πρό­σβα­ση. Η περι­φραγ­μέ­νη με κάγκε­λα ταρά­τσα πρό­σφε­ρε μεγά­λο χώρο για τα γλέ­ντια και τα πάρ­τι μας. Σπου­δαίο πλε­ο­νέ­κτη­μα. Πολ­λά τα τυχε­ρά και για μένα και για τους άλλους! Στις αρχές του επό­με­νου μήνα θα ερχό­ταν και ο Δαμια­νός από τη Θεσ­σα­λο­νί­κη κι ετοι­μά­ζα­με πυρε­τω­δώς το γλέ­ντι της υπο­δο­χής. Μετά θα τον ακο­λου­θού­σα για να γνω­ρί­σω τα περί­φη­μα στέ­κια της Σαλο­νί­κης. Μόλις είχε κι εκεί­νος ξεμπερ­δέ­ψει από τα τρα­βήγ­μα­τα που είχε και χρεια­ζό­ταν να το γλε­ντή­σο­με. Σε κάποια πορεία για την ισό­τη­τα και τα δικαιώ­μα­τα των γυναι­κών είχε συλ­λη­φθεί από τα χωρο­φυ­λα­κά­κια. Εκεί­νο που έλε­γε και ξανά­λε­γε με ηδο­νή ήταν πως σαν τον μπου­ζού­ρια­σαν έβλε­πε οργι­σμέ­νες γυναί­κες στα μπαλ­κό­νια των πολυ­κα­τοι­κιών που πετού­σαν γλά­στρες και νερά στους ματα­τζή­δες. Η αλλα­γή έθρε­φε την ελπί­δα ότι τα όνει­ρα θα λάβουν εκδίκηση.

Εκεί­νο τον και­ρό της πολυ­πό­θη­της αλλα­γής είχα­με και καλές περιό­δους αλλά και δύσκο­λες. Ως συνή­θως προς τα τέλη του μήνα ερχό­ταν η κρί­ση στις τσέ­πες μας. Έλα­χε τέτοια συγκυ­ρία που όλη η παρέα είχε μεί­νει «ταπί και ψύχραι­μη». Τα απο­θέ­μα­τα λιγό­στευαν και οι πρώ­τες μέρες του επό­με­νου μήνα φαι­νό­ταν μακρι­νές. Σαν ζορί­ζε­ται κάποιος οι μέρες δεν περ­νού­νε εύκο­λα για να φτά­σει η ποθη­τή μέρα της «λύτρω­σης». Ανα­βάλ­λα­με συνε­χώς εξό­δους και γιορτές.

Κάθε πρωί ο Νικό­λας, νέος οικο­δό­μος, κατέ­βαι­νε με τα πόδια στην Ομό­νοια, στο καφε­νείο, για εξεύ­ρε­ση μερο­κά­μα­του. Γερο­δε­μέ­νος και ανή­συ­χος έψα­χνε για δου­λειά αλλά ακό­μη δεν είχε βρει. Γυρ­νού­σε το κολα­τσό τσα­τι­σμέ­νος αλλά απο­φα­σι­σμέ­νος.  Θεούς κι Αγί­ους γύρι­ζε άνω κάτω για να βρει μερο­κά­μα­το και να μάθει καλά τη δου­λειά. Είχε τα σχέ­δια του και τις βασι­κές γνώ­σεις. Στη δου­λειά του ήταν λεπτο­λό­γος και δυνα­τός δου­λευ­τής. Σαν ήθε­λε να ανοί­ξει κάποια μεσό­πορ­τα έδι­νε μια μπου­νια και τις περισ­σό­τε­ρες φορές έβλε­πε το σφιγ­μέ­νο χέρι να περ­νά­ει δια­μπε­ρές από την άλλη. Η τρύ­πα ήταν άσκη­μο θέα­μα και για αυτό κολού­σε τσο­λιά­δες ώστε να καλυ­φτεί. Κάποια άλλη φορά μετά από ένα ξέφρε­νο γλέ­ντι γυρ­νού­σα­με μέσα στη νύχτα και τρα­γου­δού­σα­με. Θέλα­με να πάμε στα αδέρ­φια Κ να κάνο­με καντά­δα και να συνε­χί­σο­με την οινο­πο­σία. Όπως τρα­γου­δού­σα­με “Η Φάμπρι­κα δε στα­μα­τά, δου­λεύ­ει νύχτα μέρα…”, μας συνέ­λα­βαν οι μπά­τσοι για δια­τά­ρα­ξη κοι­νής ησυ­χί­ας. Μας οδή­γη­σαν στο αστυ­νο­μι­κό τμή­μα για εξα­κρί­βω­ση στοι­χεί­ων. Εκεί μαζεύ­τη­καν μια δεκα­ριά αστυ­νο­μι­κοί με ρόπα­λα και μας φρου­ρού­σαν. Κάποιος μπου­ντα­λάς έβγα­λε το γκλομπ και κινή­θη­κε προς το μέρος μας, βρί­ζο­ντας απει­λη­τι­κά. Ο Νικό­λας πήρε θέση μάχης και του σφύ­ρι­ξε, “τη φάτσα σου την έχω κόψει καλά- καλά. Εδώ είσα­στε πολ­λοί και μπο­ρεί να τα κατα­φέ­ρε­τε να μας χτυ­πή­σε­τε, αλλά μόλις σε δω έξω στο δρό­μο θα σε μακε­λέ­ψω!” Ο μπου­ντα­λάς κοντο­στά­θη­κε, έβα­λε το γκλομπ στη θήκη του και γύρι­σε στο κύκλο με τους άλλους αστυ­νο­μι­κούς ενώ ο διοι­κη­τής κοί­τα­ζε απορημένος.

Ψέλισ­σε με απα­λή φωνή, “εσείς παι­διά δεν είστε κλέ­φτες, τρα­γου­δού­σα­τε… δεν είναι και κάτι σοβα­ρό. Μόλις στεί­λουν τα στοι­χεία σας απο το Λασί­θι θα σας αφή­σο­με στη ευκή της Πανα­γί­ας”. Μας οδή­γη­σε ο ίδιος στο υπό­γειο με τα κελ­λιά, χωρίς να μας κλεί­σουν μέσα. Ο τρί­τος της παρέ­ας κάθη­σε σκε­φτι­κός και φοβι­σμέ­νος. Σε λίγες μέρες παρου­σια­ζό­ταν στο στρα­τό και σκε­φτό­ταν τις επι­πτώ­σεις. Εγώ με το Νικό­λα βρή­κα­με ένα μπα­ού­λο και το χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με σαν κανα­πέ κι αρχί­σα­με το τρα­γού­δι με βρο­ντε­ρή φωνή, “Πότε θα κάμει Ξαστε­ριά”. Ένας νεα­ρός μπά­τσος μας κοι­τού­σε απο­ρη­μέ­νος μα δεν έβγα­λε αχνιά. Ερχό­ταν και η αλλα­γή και τους έπια­νε τρέ­μου­λο. Και δόστου εμείς τρα­γού­δι! Δεν είχε περά­σει ένα μισά­ω­ρο και έφε­ραν τρις τύπους, που συνέ­λα­βαν να κλε­βουν υλι­κά και εργα­λεία, από κάποια οικο­δο­μή. Ένας μπά­τσος τους σημα­δευε με το αυτό­μα­το, ο άλλος με το μπι­στό­λι και μια δεκα­ριά τους βαρού­σαν ανε­λέ­η­τα με τα γκλο­μπς. Τους έρι­ξαν κάτω και τους τσά­κι­ζαν στις κλω­τσιές. Εμείς βλέ­πα­με αηδια­σμέ­νοι και στε­κό­μα­στε στο διά­δρο­μο. Δεν μπή­κα­με στα κελ­λιά. Ο ένας από τους τρις άρχι­σε να φωνά­ζει. “Εμέ­να ο θεί­ος μου είναι υπουρ­γός, ο Γ. και θα σας καταγ­γεί­λω…” Μόλις τον άκου­σαν να ουρ­λιά­ζει στα­μά­τη­σαν το ανε­λέ­η­το ξύλο. Ο διοι­κη­τής ήρθε αμέ­σως και μας πήρε στο γρα­φείο του, “Εσείς παι­διά τρα­γου­δού­σα­τε, δεν είστε κλέ­φτες! Αυτοί είναι κλέ­φτες, στην οικο­δο­μή τους έπια­σαν. Πηγαί­νε­τε στο καλό… Γειά σας, γειά σας. Συγνώ­μη για τη ταλαι­πω­ρία και τη συμπε­ρι­φο­ρά εκεί­νου του αστυ­φύ­λα­κα… Μην το πει­ρά­ξε­τε… Νίκο, βλέ­πω ότι είστε ντό­μπροι ανθρώ­ποι κι αυτός φου­κα­ράς είναι και λιγό­μυα­λος…” Εμείς συνε­χί­σα­με τη καντά­δα και τους αδερ­φούς τους ξυπνή­σα­με με το τρα­γού­δι μας. Την άλλη μέρα το πρωί ο ανη­ψιός του υπουρ­γού τρι­γυρ­νού­σε στην Ομό­νοια και σε ερώ­τη­ση του Νικό­λα που τον συνά­ντη­σε, απά­ντη­σε, “εμέ­να με άφη­σαν, τους άλλους δυο τους έχουν μέσα! Αυτοί θα τη πλη­ρώ­σουν!” Έτσι είναι, αν έχεις μπάρ­μπα στη Κορώ­νη διά­βαι­νε… Το μέσο και το ρου­σφέ­τι ζει και βασιλεύει!

Πολ­λές ιστο­ρί­ες αλλά ας ξανα­γυ­ρί­σο­με στα ζόρια μας.  Βρί­σκα­με κάτι να ξεγε­λά­σο­με τη πεί­να μας κι ο νους σαν πολυ­ερ­γα­λάς έψα­χνε να βρει σε πιο φιλι­κό σπί­τι θα μας πρό­σφε­ραν φαγη­τό και κρα­σί. Ήμα­σταν και πλε­ο­νέ­κτες. Ξεκι­νού­σα­με ταχτι­κά για τον Ευαγ­γε­λι­σμό. Με τα πόδια βέβαια. Δια­σχί­ζα­με το κέντρο της Αθή­νας, το Σύνταγ­μα και ανε­βαί­να­με. Μια ώρα περ­πά­τη­μα και φτά­να­με στο σπί­τι της Π. Χωρια­νή μας που έμε­νε με τον αδερ­φό της. Καλά παι­διά και πάντα πρό­σχα­ροι. Μας φιλο­ξε­νού­σαν με ανοι­χτές καρ­διές. Εμείς δεν θέλα­με ποτέ καφέ. Λέγα­με ότι μαυ­ρί­ζει τα έντε­ρα. Προ­τι­μού­σα­με ρακές που πάντα τις συνό­δευε μεζε­κλί­κι και που όσο περ­νού­σε η ώρα εμπλου­τι­ζό­ταν διαρ­κώς. Επει­δή η Π μας γνώ­ρι­ζε από παι­διά μικρά, μόλις κατα­λά­βαι­νε ότι ήμα­σταν πει­να­σμέ­νοι έφερ­νε φαγη­τό και κρα­σί. Μεγά­λη καρ­διά! Σαν τρώ­γα­με και πίνα­με φεύ­γα­με ευχα­ρι­στη­μέ­νοι. Ανε­βαί­να­με το Λυκα­βητ­τό μες τη τρε­λή χαρά. Μετά κατη­φο­ρί­ζα­με στου Γκύ­ζη. Εκεί έμε­νε ένας κοντο­χω­ρια­νός , ο Φ. Μόλις μας έβλε­πε έβα­ζε το μπου­κά­λι τη ρακή στη μέση στο τρα­πέ­ζι και αρά­δια­ζε ποτη­ρά­κια γύρω του. Ακο­λου­θού­σαν ατέρ­μο­νες συζη­τή­σεις για την αλλα­γή, τους σοσια­λι­στές, τους κομ­μου­νι­στές και με τα ανα­γκαία τσου­γκρί­σμα­τα. Ακο­λου­θού­σαν τα τρα­γού­δια που έμπλε­καν με τις κου­βέ­ντες για τους κατα­ρα­μέ­νους ποι­η­τές. Οι ιδε­ο­λο­γι­κές ανα­ζη­τή­σεις και η συσ­σώ­ρευ­ση ιδε­ών και από­ψε­ων πολ­λές φορές έφτα­νε στο κατα­κό­ρυ­φο.  Η κου­βέ­ντα απλω­νό­ταν παντού και η ευθυ­μία έφερ­νε όρε­ξη, ανέκ­δο­τα και υπο­θέ­σεις. Με τα πόδια γυρ­νού­σα­με στην Αχαρ­νών τρα­γου­δώ­ντας και πει­ρά­ζο­ντας. Στους δρό­μους όμορ­φος κόσμος. Όμορ­φες κοπέ­λες και πανη­γύ­ρι. Βέβαια εμείς τα βλέ­πα­με ακό­μη πιο όμορ­φα στη τρε­λή χαρά μας. Επο­χές με έρω­τες, ονει­ρο­πο­λή­μα­τα και ελπί­δες. Η θέλη­ση μας δύνα­μη κι η δύνα­μη μας βράχος!

Σαν επι­δη­μία είχε πέσει η έλλει­ψη χρη­μά­των. Ο Γιώρ­γης κι ο Μιχά­λης ανα­ζη­τού­σαν κι εκεί­νοι λύσεις. Τα απο­γεύ­μα­τα είχα­με τον αγώ­να της αλλα­γής. Εξορ­μή­σεις, φυλ­λά­δια ομι­λί­ες στις πλα­τεί­ες και στα σπί­τια. Τα βρά­δια οι παρέ­ες έγρα­φαν τις δικές τους ιστο­ρί­ες. Κρα­σί, μου­σι­κή, λίγο τα ντέρ­τια μας και το κέφι  έμπλε­κε με την αγω­νία της επό­με­νης μέρας. Σκέ­ψεις και από­ψεις μας βασα­νί­ζα­νε. Με δυο λόγια ανα­βάλ­λα­με τη λύση για την επό­με­νη μέρα και συνε­χί­ζα­με τις συζη­τή­σεις. Με μου­σι­κή! Πάντα με μου­σι­κή! Έτσι περ­νού­σαν οι μέρες και οι και­ροί. Το διά­βα­σμα ήταν αγα­πη­μέ­νη ασχο­λία. Καλή παρέα!

Μια από τις μέρες εκεί­νου του και­ρού, που δεν είχα­με ακό­μη βρει λύσεις, πήγα το μεση­μέ­ρι στο φρο­ντι­στή­ριο. Άκε­φος και σκε­φτι­κός. Ο Νικό­λας δεν είχε φανεί από το σπί­τι. Η αίσθη­ση της πεί­νας δεν αφή­νει το μυα­λό να σκε­φτεί. Όπως λένε νηστι­κό αρκού­δι δεν χορεύ­ει. Στο διάλ­λει­μα μια συμ­μα­θή­τρια, η Μ κέρα­σε καφέ και τσι­γά­ρο. Στη πρό­τα­ση της να πάμε για καφέ στη πλα­τεία βρή­κα μια εύκο­λη δικαιο­λο­γία για να το απο­φύ­γω. Ξεκί­νη­σα με τα πόδια για το σπί­τι. Ένα τέταρ­το της ώρας  μου αρκού­σε. Κοι­τού­σα τα στρυ­μωγ­μέ­να αυτο­κί­νη­τα ακί­νη­τα και τους νευ­ρια­σμέ­νους οδη­γούς και χαμο­γε­λού­σα. Κορ­να­ρί­σμα­τα και βρι­σιές δημιουρ­γού­σαν αλλό­κο­τη ατμό­σφαι­ρα. Κοί­τα­ζα όμως και στο πεζο­δρό­μιο. Τις προ­άλ­λες είχα βρει ένα πενη­ντά­ρι­κο που μου φάνη­κε σαν χαμέ­νος θησαυ­ρός. Λίγο πριν τη πολυ­κα­τοι­κία, στην Αγί­ου Μελε­τί­ου, ήταν μια ταβέρ­να, τα ΣΚΟΥΡΒΟΥΛΑ. Οι μυρω­διές έφτα­ναν στη μύτη μου γαρ­γα­λι­στι­κές. Οι παρέ­ες έτρω­γαν, έπι­ναν, φωνα­σκού­σαν και οι σερ­βι­τό­ροι έτρε­χαν με τους γεμά­τους δίσκους. Τρις μου­σι­κοί,  κιθά­ρα, βιο­λί κι ακορ­ντε­όν έπαι­ζαν εύθυ­μα τρα­γού­δια κι εγώ στο τζά­μι κοι­τού­σα… Γέλα­σα με τη κοπε­λί­τσα. Οι μου­σι­κοί της τρα­γου­δού­σαν στο τρα­πέ­ζι «εις τον αφρό της θάλασ­σας η αγά­πη μου κοι­μά­ται, παρα­κα­λώ σας κύμα­τα…» Τότε η αγριο­φω­νά­ρα του συνο­δού της ακου­γό­ταν φάλ­τσα και παρά­φω­νη, «στο πάτο να την πάτε!» Βρε τον άχρη­στο σκέ­φτη­κα. Μα για­τί τα όμορ­φα κορί­τσια να τα κυκλο­φο­ρούν τέτοιοι τύποι, αγε­νέ­στα­τοι και ψευ­το­κα­πε­τά­νιοι; Εκεί­νος ηδο­νι­ζό­ταν να κοι­τά­ει σαρ­δο­νια­κά τη κοπέ­λα κι εκεί­νη έστρε­φε το βλέμ­μα στο δάπε­δο. Οι μου­σι­κοί προ­σπα­θού­σαν να σκε­πά­σουν την παρα­φω­νία ανε­βά­ζο­ντας το τόνο της φωνής τους, «να μην μου τη ξυπνά­τε!», μα εκεί­νος επέ­με­νε επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τη φρά­ση του. Άγαρ­μπο χιού­μορ με βαρ­βα­ρι­κό στυλ! Έμει­να λίγο στο τζά­μι και τους παρα­τη­ρού­σα. Κοι­τού­σα την αμί­λη­τη κοπέ­λα με προ­σο­χή. Την έκο­βα για να θυμά­μαι τη φυσιο­γνω­μία της. Ίσως κάπου να την ξανα­έ­βλε­πα… Προ­φα­νώς τα άγαρ­μπα χωρα­τά και τα βρο­ντε­ρά γέλια την εκνεύ­ρι­σαν. Σηκώ­θη­κε έβα­λε τη τσά­ντα της στον ώμο και πήγε μέχρι την έξο­δο. Βγή­κε έξω και έψα­χνε πώς να φύγει. Στα­μά­τη­σα ένα ταξί και της άνοι­ξα τη πόρ­τα. Σαν βγή­κε έξω να την ψάξει ο αρει­μά­νιος τύπος δεν βρή­κε ούτε τη σκό­νη της.

Χαμο­γε­λώ­ντας βάδι­ζα προς την πολυ­κα­τοι­κία. Κοί­τα­ξα το μίνι μάρ­κετ σκε­φτι­κός. Ανέ­βη­κα βια­στι­κός τα σκα­λιά και γύρι­σα το κλει­δί στη πόρ­τα της εισό­δου. Τρά­βη­ξα προς το ασαν­σέρ κι έφτα­σα στο τέταρ­το όρο­φο. Περ­πά­τη­σα τα σκα­λιά για τη ταρά­τσα. Η πόρ­τα ήταν μισά­νοι­χτη. Στα­μά­τη­σα και κοί­τα­ξα τον ουρα­νό χαμο­γε­λώ­ντας με το κορί­τσι. Έφερ­να τη σκη­νή στο μυα­λό μου και προ­σπα­θού­σα να κατα­λά­βω τι της έλε­γε και εκεί­νη δεν μιλού­σε μα ούτε τον κοι­τού­σε. Κάπνι­ζε με βαθιές ρου­φη­ξιές και φυσού­σε εκνευ­ρι­σμέ­νη το καπνό. Εκεί­νος χει­ρο­νο­μού­σε μιλώ­ντας μα εκεί­νη το χαβά της. Αδιά­φο­ρη και τσα­τι­σμέ­νη. Χμ… χρή­σι­μη παρα­τή­ρη­ση να νοιώ­θεις την αδιά­φο­ρη γυναί­κα! Πολύ χρή­σι­μη! Στρά­φη­κα στον ουρα­νό. Αστρο­φεγ­γιά και η πόλη φωτο­πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη. Το βλέμ­μα μου περι­πλα­νή­θη­κε στην Ακρό­πο­λη.  Έφε­ρα στο νου μου τους αρχαί­ους έλλη­νες. Σε τού­το το μέρος οι πενή­ντα με εξή­ντα χιλιά­δες ελεύ­θε­ροι αθη­ναί­οι ανέ­δει­ξαν τα κορυ­φαία μυα­λά της ανθρω­πό­τη­τας. Σαν ελεύ­θε­ροι πολί­τες δεν σκο­τω­νό­ταν στη δου­λειά κι έτσι είχαν χρό­νο για συζη­τή­σεις, σκέ­ψεις, μελέ­τη και συμ­με­το­χή στα κοι­νά. Η Τέχνη και οι επι­στή­μες προ­ό­δευ­σαν! Η γνώ­ση τους έμει­νε παρα­κα­τα­θή­κη στους αιώ­νες. Ο ελεύ­θε­ρος χρό­νος είναι δικαί­ω­μα στη ζωή! Αν σκλα­βώ­σο­με τις μηχα­νές και τους υπο­λο­γι­στές τότε θα έχο­με ελεύ­θε­ρο χρό­νο να ζού­με δημιουρ­γι­κά και όμορ­φα! Να που φτά­νει και η τεχνη­τή νοη­μο­σύ­νη. Θα την βάλουν στην υπη­ρε­σία του ανθρώ­που ή θα μας στεί­λουν άνερ­γους και κατα­φρο­νε­μέ­νους; Γέλα­σα σαν θυμή­θη­κα το Πλού­το του Αρι­στο­φά­νη. Να ‘χαμε ένα τέτοιο θεό να μας κάνει όλους πλού­σιους! Να έχο­με χρή­μα­τα, να ζού­με, να δια­βά­ζο­με, να έχο­με χαρές και γλέ­ντια! Μα το Πλού­το τον έχουν οι πλού­σιοι και τον αρμέ­γουν μονα­χοί οι μονα­χο­φά­η­δες! Όλος ο κόσμος  ξέρει πως οι δου­λευ­τά­δες δεν έχουν τύχη. Μόνο οι πονη­ροί και οι δωσί­λο­γοι πλου­ταί­νουν κάθε μέρα. Στρα­βός θεός κι ο Πλούτος!

Προ­χώ­ρη­σα κι έφτα­σα στην πόρ­τα της μικρής γκαρ­σο­νιέ­ρας. Ήταν ανοι­χτή αλλά τα φώτα σβη­στά. Πέρα­σα το κατώ­φλι με την αίσθη­ση ότι κάποιο η κάποιους θα βρω να κοι­μού­νται στο δωμά­τιο. Ίσως κάποιο φιλι­κό ζευ­γα­ρά­κι που έψα­χνε κρυ­φή ερω­τι­κή γωνιά. Συνη­θι­σμέ­να αυτά για το μικρό σπι­τά­κι. Μπή­κα κι άνα­ψα τα φώτα. Ψυχή δεν υπήρ­χε. Άφη­σα τα βιβλία στο τρα­πέ­ζι που χρη­σι­μο­ποιού­σα για γρα­φείο. Κοί­τα­ξα αφη­ρη­μέ­να το σιδε­ρέ­νιο κρε­βά­τι και τη μικρή βιβλιο­θή­κη στη γωνία. Γέλα­σα με το κομο­δί­νο. Είχα ντύ­σει ένα τελά­ρο και πάνω είχα ένα μικρό πορ­τα­τίφ κι ένα κασε­τό­φω­νο με πέντε πλή­κτρα. Στο τοί­χο είχα ένα μεγα­φω­νά­κι αυτο­κι­νή­του που ήταν συν­δε­μέ­νο με το κασε­τό­φω­νο. Στους τοί­χους είχα αφί­σες με το παι­δί να βάζει το γαρύ­φαλ­λο στο του­φέ­κι από την επα­νά­στα­ση των γαρυ­φάλ­λων της Πορ­το­γα­λί­ας και τους απερ­γούς από το γνω­στό φιλμ 1900 του Μπερ­το­λού­τσι. Ο Τσε Γκε­βά­ρα δέσπο­ζε στον άλλο τοί­χο και πιο δίπλα ο Ένγκελς. Σκέ­φτη­κα να κάνω ένα δρο­σε­ρό μπά­νιο και μετά να χτυ­πή­σω λίγο αλά­τι με λάδι και ψωμί. Έρι­ξα μια ματιά στο κρε­βά­τι και χαμο­γέ­λα­σα. Ντου­χιού­ντι­ζα ότι η Ν είναι τσι­μπη­μέ­νη μαζί μου και αν της ζητή­σω οικο­νο­μι­κή συν­δρο­μή για λίγες μέρες σίγου­ρα θα βοη­θού­σε, όμως μετά θα απο­χτού­σε θάρ­ρος που με προ­βλη­μά­τι­ζε. Εγώ τη θεω­ρού­σα φίλη και πολύ καλή φίλη. Εγώ ήθε­λα τη Β αλλά η Ν είχε εξο­μο­λο­γη­θεί τον έρω­τα της σε αυτή κι έτσι εκεί­νη σιω­πού­σε και κοκ­κι­νί­ζε σαν της μιλού­σα και της πρό­τει­να να βγού­με τα δυο μας. Της έλε­γα ότι είναι όμορ­φη, έξυ­πνη, ντύ­νε­ται κομ­ψά και γινό­ταν σαν παπα­ρού­να. Στε­κό­ταν και δεν έβγα­ζε άχνα. Πλη­σί­α­σα το κασε­τό­φω­νο, πάτη­σα το πλή­κτρο και το μεγα­φω­νά­κι άρχι­σε να παί­ζει. «Μία φού­ντω­ση μια φλό­γα, έχω μέσα στη καρ­διά…» Συλ­λο­γι­σμέ­νος μουρ­μού­ρι­ζα το τρα­γού­δι. Δεν μπο­ρού­σα να είμαι και εντε­λώς αμί­λη­τος. Τις προ­άλ­λες, σε μια νυχτε­ρι­νή μας έξο­δο με τη Β, της έδω­σα το μπου­φάν  για να μην κρυώ­νει. Την αγκά­λια­σα και τη φίλη­σα κι έμει­νε ακί­νη­τη σαν άγαλ­μα. Με φιλού­σε όμως κι ας έμε­νε ακί­νη­τη κι αμί­λη­τη. Σαν τη πήγα σπί­τι της, μου το έδω­σε πίσω και ένοιω­θα το άρω­μα της. Πεί­σμω­να και κατέ­στρω­να τα σχέ­δια μου.

Μέσα σε αυτές τις έγνοιες και τις σπα­ζο­κε­φα­λιές το βλέμ­μα μου έπε­σε στο τρα­πέ­ζι. Ένα χαρ­τί τρά­βη­ξε την προ­σο­χή μου. Μια άσπρη κόλ­λα πατη­μέ­νη με μια ζωγρα­φι­σμέ­νη πετρού­λα. Τη πήρα στα χέρια και χαμογέλασα.

«Φίλε, σήμε­ρα βρή­κα μερο­κά­μα­το και πήρα πεντα­κό­σιες δραχ­μές. Σου αφή­νω δυο κατο­στά­ρι­κα και ένα μπολ με ρεβί­θια για φαγη­τό. Κρά­τη­σα λίγα περισ­σό­τε­ρα και δεν τα μοί­ρα­σα στη μέση για να αγο­ρά­σω τα υλι­κά για φαγη­τό. Νικόλας»

Κοί­τα δεξά, κοί­τα­ξα ζερ­βά μα δεν έβλε­πα ούτε το μπολ, μα ούτε και τα κατο­στά­ρι­κα. Έψα­ξα το δωμά­τιο αλλά δεν είδα κάτι. Κοί­τα­ξα την ανοι­χτή πόρ­τα σκε­φτό­με­νος. Δεν έχω αντίρ­ρη­ση να την αφή­νω ανοι­χτή αλλά τώρα το μετά­νοιω­να λιγά­κι. Βγή­κα από τη μπαλ­κο­νό­πορ­τα στη ταρά­τσα και επέ­στρε­ψα από τη πόρ­τα. Διέ­σχι­σα το μικρό διά­δρο­μο και μπή­κα στη κου­ζι­νί­τσα. Ένας νερο­χύ­της, δίπλα ένα πετρο­γκάζ με ντου­λα­πά­κι κι ένα σιδε­ρέ­νιο τρα­πε­ζά­κι. Από μικρός είχα τη συνή­θεια να πλύ­νω το πιά­το μόλις έτρω­γα. Κοί­τα­ξα στο νερο­χύ­τη. Κάτι διέ­κρι­να που μου προ­ξέ­νη­σε εντύ­πω­ση. Πλη­σί­α­σα και είδα ένα άδειο άσπρο μπολ. Δίπλα στο καπά­κι είδα ένα σημεί­ω­μα και δυο κατο­στά­ρι­κα καρ­φι­τσω­μέ­να σε αυτό.  Πήρα το σημεί­ω­μα στα χέρια μου και διάβασα.

«Φίλε, πει­νού­σα­με και φάγα­με τα ρεβί­θια. Σου αφή­σα­με όμως τα δυο κατο­στά­ρι­κα για να τη βολέ­ψεις κι εσύ. Αδερ­φοί Καρύ­δη!» Έβα­λα τα γέλια. Φαντά­στη­κα τους δυο φίλους να τρώ­νε και να στρώ­νουν το σχέδιο.

Έκα­να μπά­νιο και χαλά­ρω­σα. Σκε­φτό­μουν ότι αύριο θα μπο­ρού­σα να καλέ­σω για καφέ την κοπέ­λα. Για την ώρα βγή­κα να ψωνί­σω κάτι για φαγητό…

(Από τους φίλους του διη­γή­μα­τος, ο Νικό­λας Βιδά­κης, ο Γιώρ­γης Καρύ­δης και ο Δαμια­νός Χαλ­κια­δά­κης είναι υπο­ψή­φιοι στις εκλο­γές Α και Β βαθ­μού Τοπι­κής Αυτο­διοί­κη­σης. Υπο­ψή­φιος είναι και ο Παύ­λος Μου­δά­τσος, κι αυτός πολύ καλός φίλος.  Άλλω­στε όλοι μαζί έχο­με μεγα­λώ­σει από τα νηπια­κά μας χρό­νια. Τους ευχό­μα­στε καλή επι­τυ­χία και να συνε­χί­σο­με να έχο­με καλές παρέες!)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο