Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Κώστα Βάρναλη: Άνοιξη

Αυγή πρω­τα­νοι­ξιά­τι­κη στην άπλα της θαλάσσης,
ανά­κου­στα δια­νέ­μα­τα στη φυλ­λω­σιά της λεύκας.
Σε φυλ­λο­κάρ­δια εφη­βι­κά της προσ­δο­κί­ας λαχτάρα.
Ακρά­τα­γα τα ψυχω­μέ­να κι άψυχ’ αναμένουν
ξανά το μέγα κάλε­σμα για τον αιώ­νιον κύκλο.
Μα δε βολεί να κινη­θού­νε, σάμπως καρφωμένα,
τ’ αψή­λου οι γλά­ροι και το φως, του μάκρου τα καΐκια
και στη στε­ριάν οι μέλισ­σες, ο αέρας, τα παιδάκια
και πίσου από τα μέτω­πα, χαμη­λω­μέ­να, η σκέψη,
για­τί τα πλά­κω­σε η σκλα­βιά και τα ’σκια­ξε η φοβέρα.
Μα στα κατά­βα­θα βουλ­κά­νος βόγκει και φρουμάζει
κι αλιά στον Αίτιο, που κρα­τά­ει την Πλά­ση καρφωμένη.

II

Δεν ακου­μπάς, μαγιά­τι­κε ουρα­νέ, στη γη σου κάτω!
Μόλις, γαλά­ζια θάλασ­σα, την αμμου­διά σου αγγίζεις.
Πίσου απ’ τ’ αγέ­ρι­να βου­νά οι αγέ­ρη­δες σταθήκαν.
Στου γλά­ρου τα σπα­θό­φτε­ρα κρε­μά­στη­κεν η σφαίρα

και πάει τ’ αψή­λου φεύ­γο­ντας στην απεραντοσύνη.
Στη χώρ’ αυτή­νε θα ’πρε­πε θεοί να κατοικούνε
και τον ανθό της Αρε­τής να θρέφ’ η ουρά­νια δρόσο…
Ραγιά­δες τηνε κατοι­κούν και ξένοι την πατάνε,
μονα­δι­κό της φύτρ’ ο φλό­μος, που ξερ­νά­ει φαρμάκι.
10
Πού ’σαι καρ­διά, πού ’σαι σπα­θί και πού ’σαι, Βελουχιώτη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο