Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λουλούδες & άντρες

Γρά­φει ο \\ Σπύ­ρος Τζόκας

Ο καπι­τα­λι­σμός απο­συν­δέ­ει το ατο­μι­κό από το κοι­νω­νι­κό και το προ­σω­πι­κό από το συλ­λο­γι­κό και έτσι  δημιουρ­γεί έναν νέο ανθρω­πό­τυ­πο, βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά του οποί­ου είναι η αδια­φο­ρία και η ανευ­θυ­νό­τη­τα. Η επι­δει­κτι­κή αδια­φο­ρία και ο προ­κλη­τι­κός «ωχα­δερ­φι­σμός» γίνο­νται έτσι στά­ση ζωής που μας καθο­ρί­ζει, καθο­ρί­ζο­ντας όμως και την τύχη των επό­με­νων γενεών.

Και αυτό το ζω καθη­με­ρι­νά μέχρι και σήμε­ρα στο κύκνειο άσμα της  διδα­σκα­λι­κής μου πορεί­ας. Με το απο­τύ­πω­μα λοι­πόν της κιμω­λί­ας στο χέρι μου θα μου επι­τρέ­ψε­τε να αγα­να­κτώ με αυτόν τον ανθρω­πό­τυ­πο που σήμε­ρα προ­βάλ­λε­ται σχε­δόν ως πρό­τυ­πο και, δυστυ­χώς, γίνε­ται απο­δε­κτός από ένα σημα­ντι­κό μέρος ης κοι­νω­νί­ας μας. Ο άνδρας «παλαιάς κοπής» λένε, έτσι με χαρι­τω­με­νιά. Το έχου­με ξανα­κού­σει αυτό σε υπό­θε­ση σεξουα­λι­κής παρε­νό­χλη­σης. Το ακού­με πάλι σε τρα­μπου­κι­σμό. Λου­λού­δες και άνδρες λοι­πόν που δηλη­τη­ριά­ζουν τη νέα γενιά.

Άρα λοι­πόν  ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» πλα­κώ­νει στο ξύλο και τα παι­διά του και τη γυναί­κα του, ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» σκο­τώ­νει με κλω­τσιές τον άμοι­ρο  Ζακ, ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» προ­σκυ­νά­ει τον αφέ­ντη του και σκο­τώ­νει τον μετα­νά­στη, ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» πνί­γει στη θάλασ­σα τον άτυ­χο Αντώ­νη, ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού»  σκο­τώ­νει τον Μιχά­λη,  ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» κάνει μπού­λιγκ στον συμ­μα­θη­τή του, ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» σκυ­λο­πνί­γει τον μετα­νά­στη ή τον συλ­λαμ­βά­νει,  ο άνδρας που δεν είναι «λου­λού» ξυλο­κο­πά μέχρι θανά­του  τη γυναί­κα του και δεν υπάρ­χει τέλος.

Δεν χρειά­ζε­ται να απο­ρού­με, να σταυ­ρο­κο­πιό­μα­στε,  να συγκλο­νι­ζό­μα­στε. Όχι να είμα­στε ψύχραι­μοι και να τους ψηφί­ζου­με. Να μεί­νου­με εκεί  στο σαλό­νι μας, στον κανα­πέ μας και την  τηλε­ό­ρα­ση μας, να μεί­νου­με στο χρυ­σό κλου­βί μας με την ψευ­δαί­σθη­ση των χιλιά­δων κυρ Παντε­λή­δων ότι αυτό δεν συμ­βαί­νει σε μας, συμ­βαί­νει σε εκεί­νους. Εξάλ­λου το γνω­ρί­ζου­με ότι  αν συνη­θί­σου­με το τέρας τότε σημαί­νει ότι του μοιάζουμε.
Ή δεν το ξέρου­με  ότι το αυγό του δηλη­τη­ριώ­δους φιδιού, αν το αφή­σεις θα σε δαγκώ­σει και σένα;  Και τότε είναι που θα… δια­σκε­δά­σου­με μέχρι θανάτου!

Άλλους πραγ­μα­τι­κούς άνδρες, όμως,  γνώ­ρι­σα στις γει­το­νιές που μεγά­λω­σα. Μπε­σα­λή­δες που ανα­γνώ­ρι­ζαν τα λάθη τους. Δεν δικαιο­λο­γού­νταν σαν μαθη­τού­δια ότι «μας ξέφυ­γε η μάνι­κα». Άλλους μάγκες,  αυτούς  που  η φτώ­χεια είχε ανα­γκά­σει να ριχτούν από τα νιά­τα τους στην περι­πέ­τεια της επι­βί­ω­σης, αγνο­ώ­ντας την περι­πέ­τεια της ζωής.  Όμορ­φοι άνθρω­ποι. Και κιμπά­ρη­δες. Πολ­λούς  από αυτούς  τους νόμι­ζα σαν ανθρώ­πους από σίδε­ρο.  Τους θυμά­μαι να γυρί­ζουν από τις εξο­ρί­ες και τις φυλα­κές. Ποτέ δεν λύγι­σαν.  Ήθε­λαν μια δίκαιη κοι­νω­νία, με τους ανθρώ­πους να είναι ευτυ­χι­σμέ­νοι. Τους μάντρω­σαν παλι­κα­ρά­κια και κοπέ­λες στα στρα­τό­πε­δα και γύρι­σαν άντρες και γυναί­κες στην ωρι­μό­τη­τά τους.    Ποτέ, όμως, δεν κατα­δέ­χτη­καν να κατρα­κυ­λή­σουν στον βούρ­κο. Ποτέ δεν μίλη­σαν με απρέ­πεια και δεν φέρ­θη­καν με αμε­τρο­έ­πεια ούτε απέ­να­ντι στους αντι­πά­λους. Ήταν πάντα ευπρε­πείς και σοβα­ροί. Ναι αυτοί ήταν οι πραγ­μα­τι­κοί άνδρες.

ΣΠΥΡΟΣ ΤΖΟΚΑΣ
Πανε­πι­στη­μια­κός, συγγραφέας

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο