Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μίλτος Σαχτούρης

Ο Μίλ­τος Σαχτού­ρης, γιος του δικα­στι­κού και νομι­κού συμ­βού­λου του κρά­τους, δισέγ­γο­νος του Υδραί­ου ναυάρ­χου, καπε­τά­νιου στον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να του 1821, Γιώρ­γη Σαχτού­ρη , γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να το 1919 και πέθα­νε στις 29/3/2005.

Ο Μίλ­τος Σαχτού­ρης , το 1937, εισή­χθη στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, αλλά το 1940 τα εγκα­τέ­λει­ψε, και λόγω του πολέ­μου, και για να αφο­σιω­θεί στην ποί­η­ση. Στα χρό­νια της φασι­στι­κής κατο­χής, εντά­χθη­κε στο ΕΑΜ Λογοτεχνών.

Η πρώ­τη του επα­φή με την ποί­η­ση ήταν την Άνοι­ξη του 1941, όταν πρω­το­έ­γρα­ψε ποί­η­ση. Το 1943 γνω­ρί­στη­κε με τον Οδυσ­σέα Ελύ­τη και τον Νίκο Εγγο­νό­που­λου, με τον οποίο συν­δέ­θη­κε με στε­νή φιλία. Ως ποι­η­τής στον χώρο των γραμ­μά­των εμφα­νί­στη­κε, ύστε­ρα από παρό­τρυν­ση του Ελύ­τη, το 1944 στο περιο­δι­κό Τα Νέα Γράμ­μα­τα. Τον επό­με­νο χρό­νο κυκλο­φό­ρη­σε η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Η Λησμο­νη­μέ­νη». Για την συλ­λο­γή αυτή ο Σαχτού­ρης ανέ­φε­ρε πολ­λά χρό­νια αργό­τε­ρα: «το βιβλίο είναι αφιε­ρω­μέ­νο σε αυτή τη γυναί­κα, η οποία επα­νέρ­χε­ται και σε άλλα ποι­ή­μα­τά μου αργό­τε­ρα μέχρι τα Εκτοπλάσματα».

Παράλ­λη­λα με την ποί­η­ση μετέ­φρα­σε Μπρεχτ. Ποι­ή­μα­τά του μελο­ποί­η­σαν οι Χατζι­δά­κις, Σπα­νός κ.ά.

Ο Σαχτού­ρης εντάσ­σε­ται στους μεγά­λους ποι­η­τές της πρώ­της μετα­πο­λε­μι­κής γενιάς. Ανή­κει σε εκεί­νους από αυτή τη γενιά, που με πολ­λά τραύ­μα­τα και διώ­ξεις «αντα­μεί­φθη­καν» για τα ορά­μα­τα και τον ΕΑΜι­κό απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώνα.

Τα ποι­ή­μα­τά του είναι εμπνευ­σμέ­να από την περί­ο­δο της κατο­χής και της μετα­πο­λε­μι­κής εποχής

Σύμ­φω­να με τον κρι­τι­κό λογο­τε­χνί­ας Βαγ­γέ­λη Χατζη­βα­σι­λεί­ου, «η απόρ­ρι­ψη της δια­κο­σμη­τι­κής χρή­σης της ποι­η­τι­κής γλώσ­σας και η μέγι­στη δυνα­τή συμπύ­κνω­ση ως πάγια μέθο­δος παρα­γω­γής ύφους συνο­δεύ­ουν τον Μίλ­το Σαχτού­ρη στις περισ­σό­τε­ρες συλ­λο­γές του. Τα πράγ­μα­τα και οι χρή­σεις τους περι­γρά­φο­νται με σχε­τι­κή πιστό­τη­τα, η ποι­η­τι­κή δρά­ση προ­ω­θεί­ται δια­μέ­σου της ταχεί­ας δια­δο­χής των εικό­νων — επει­σο­δί­ων, ενώ το περι­γρα­φι­κό μέρος της αφή­γη­σης διά­τα­ξη του χώρου, λεπτο­μέ­ρειες για τα σημεία που τον ορί­ζουν μειώ­νε­ται στο ελά­χι­στο δυνα­τόν (…) Ο Σαχτού­ρης μας καλεί να ψαύ­σου­με τα τραύ­μα­τα και τις πλη­γές του και να ανα­λο­γι­στού­με το μέλ­λον του. Μας απα­γο­ρεύ­ει, ωστό­σο, πιστεύ­ο­ντας ότι το ζήτη­μα δεν εμπί­πτει στην αρμο­διό­τη­τά του, να σκε­φτού­με τρό­πους θερα­πεί­ας ή να εξη­γή­σου­με, άχα­ρα και εκβια­στι­κά, τα δει­νά του. Η υπό­δει­ξη των συμ­πτω­μά­των αρκεί — τα υπό­λοι­πα είναι φιλο­λο­γία. Εκεί­νο που προ­έ­χει είναι η εικό­να. Η υπε­ρο­χή της είναι αδιαμ­φι­σβή­τη­τη με την έννοια όχι μόνον μιας δομι­κής μονά­δας, αλλά και ενός προ­τε­τα­μέ­νου, ανε­ξάρ­τη­του φορέα νοή­μα­τος, που έλκει ευθέ­ως την κατα­γω­γή του από την εξπρε­σιο­νι­στι­κή θεω­ρία και πράξη».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο