Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαρία Κανελλάκη: Φοντάνα ντι Ομόνοια

Οδός Μητρο­πό­λε­ως, βρά­δυ Σαβ­βά­του. Με σκυμ­μέ­νο κεφά­λι περι­φε­ρό­ταν άσκο­πα στους άδειους δρό­μους, σα δαρ­μέ­νο σκυ­λί που οι ιδιο­κτή­τες του το πέτα­ξαν στο δρό­μο,. Ήταν εμφα­νές πως δεν είχε συγκε­κρι­μέ­νο προ­ο­ρι­σμό, απλά τρι­γύ­ρι­ζε στα στε­νά, κλω­τσώ­ντας θυμω­μέ­να ό,τι βρι­σκό­ταν στο διά­βα του και σκου­πί­ζο­ντας κάθε λίγο τα μάτια με τις παλά­μες του. Κι ύστε­ρα έχω­νε τα υγρά του χέρια στις τσέ­πες, καμπού­ρια­ζε τους ώμους και χαμή­λω­νε το κεφά­λι στον ανα­ση­κω­μέ­νο για­κά του μπου­φάν του, σαν υπο­βρύ­χιο που βυθί­ζε­ται ολο­έ­να στον πυθ­μέ­να μιας θάλασσας.

Με το σαγό­νι να έχει προ­σα­ρά­ξει στο στέρ­νο του, σίγου­ρα δεν θα έβλε­πε πού πήγαι­νε κι αν δεν του κόρ­να­ρε έγκαι­ρα και επί­μο­να ο οδη­γός ενός διερ­χό­με­νου αυτο­κι­νή­του (πού στο καλό βρέ­θη­κε τέτοια ώρα στην ερη­μω­μέ­νη λεω­φό­ρο; ) θα κατέ­λη­γε στο κρεβ­βά­τι, ή στο ψυγείο του εφη­με­ρεύ­ο­ντος νοσοκομείου.

Ούτε που τον ένοια­ξε για τη ζωή του που μπή­κε σε κίν­δυ­νο, πιο πολύ στε­να­χω­ρή­θη­κε για την τρο­μά­ρα που πήρε ο οδη­γός. Βγή­κε αλλό­φρων ο άνθρω­πος απ’ το κοκα­λω­μέ­νο αυτο­κί­νη­το κι έπε­σε πάνω του για να δει αν είναι καλά. Του πρό­σφε­ρε κι ένα μπου­κα­λά­κι νερό και τον ρώτα­γε με αλη­θι­νό ενδια­φέ­ρον -όπως φανέ­ρω­νε η συμπε­ρι­φο­ρά του- αν χτύ­πη­σε που­θε­νά κι αν θέλει να τον πάει κάπου με το αυτο­κί­νη­το. Στο φως που έπε­φτε πάνω τους απ’ τους αναμ­μέ­νους  προ­βο­λείς, διέ­κρι­νε τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά ενός νέου σχε­τι­κά άντρα ‑ίσως να ήταν και συνο­μή­λι­κοι, όπως σκέ­φτη­κε εκεί­νη τη στιγ­μή- που διέ­θε­τε ευγέ­νεια και ευαι­σθη­σία. Του έκα­νε ιδιαί­τε­ρη εντύ­πω­ση πως δεν δίστα­σε στιγ­μή να τον αγγί­ξει, να τον ανα­ση­κώ­σει προ­σε­χτι­κά απ’ τα μπρά­τσα και να τον στη­ρί­ξει πάνω του, για να σιγο­περ­πα­τή­σουν ως το μαρ­μά­ρι­νο πεζού­λι του πεζο­δρο­μί­ου. Τέτοιες επο­χές και να σ’ αγγί­ζει αυθόρ­μη­τα ένας άγνω­στος στο δρό­μο, ήταν από σπά­νιο, έως και απί­θα­νο να συμ­βεί. Κι ήταν αυτό ακρι­βώς που τον έκα­νε να συνέλ­θει και να ανα­κτή­σει το χαμέ­νο του κουράγιο.

Πριν λίγη ώρα είχε παρα­λά­βει ‑και επί­ση­μα- τη «λύση σύμ­βα­σης εργα­σί­ας» απ’ το μαγα­ζί που, επί επτά συνα­πτά χρό­νια, δού­λευε σαν σερ­βι­τό­ρος. “Ανα­δου­λειές και ανα­γκα­στι­κή μεί­ω­ση προ­σω­πι­κού”, του είπε συγκα­τα­βα­τι­κά ο ιδιο­κτή­της, απο­φεύ­γο­ντας να τον δει στα μάτια, ή έστω να γλυ­κά­νει την πικρή στιγ­μή μ’ ένα φιλι­κό χτύ­πη­μα στην πλά­τη. Αντι­θέ­τως, με μια χει­ρουρ­γι­κή μάσκα να κρύ­βει τις εκφρά­σεις του, άφη­σε τα χαρ­τιά πάνω στο πάσο και του υπέ­δει­ξε με το βλέμ­μα να υπο­γρά­ψει και να πάρει ένα αντί­γρα­φο, μαζί με μια αόρι­στη υπό­σχε­ση πως θα τον ειδο­ποι­ή­σει μόλις η αγο­ρά ανα­κάμ­ψει. Έφυ­γε ντρο­πια­σμέ­νος απ’ το μαγα­ζί. «Ούτε ένα άγγιγ­μα, ρε γαμώ­το!… Από μακριά, λες και είμαι κανέ­νας χτι­κιά­ρης». Αυτό που πόνε­σε αφό­ρη­τα, περισ­σό­τε­ρο κι απ’ την απει­λή της ανερ­γί­ας, ήταν η εξ απο­στά­σε­ως ψυχρή αναγ­γε­λία της από­λυ­σής του.

***

«Σίγου­ρα είσαι καλά; Θέλεις να περ­πα­τή­σου­με λίγο, για να δεις αν ζαλί­ζε­σαι; Όχι, δεν σ’ αφή­νω μόνο σου, αν δεν βεβαιω­θώ πως είσαι εντά­ξει. Πώς σε λένε; Εμέ­να Χρή­στο. Δεν έχω καμιά βια­στι­κή δου­λειά, μην ανη­συ­χείς για μένα. Εσύ να ᾽σαι καλά. Περί­με­νε εδώ ένα λεπτό ν’ αφή­σω το αμά­ξι στο πάρ­κινγκ κι έφτα­σα… Πήρα μια τρο­μά­ρα όμως, ρε φίλε!»

Με δει­λά βήμα­τα περ­πά­τη­σαν χερα­γκα­λιά ως την Ομό­νοια και χάζε­ψαν για λίγο το μεγα­λο­πρε­πές σιντρι­βά­νι με τους πολύ­χρω­μους πίδα­κες που εκτο­ξεύ­ο­νταν απ’ τα σπλά­χνα του. Ήταν η μόνη έγχρω­μη πινε­λιά στο ερε­βώ­δες σκη­νι­κό μιας κου­ρα­σμέ­νης πόλης, με σκο­τει­νά κτή­ρια, βρώ­μι­κους δρό­μους και μελαγ­χο­λι­κούς ανθρώ­πους. Μια ακρι­βο­πλη­ρω­μέ­νη παρα­φω­νία στο κου­φά­ρι μιας πόλης που αργοσβήνει.

Κόντρα  στο οργιώ­δες τεχνι­κο­λόρ της πλα­τεί­ας, ένιω­θε να βυθί­ζε­ται ολο­έ­να στα σκο­τά­δια του πανι­κού και της ανα­σφά­λειας. Κι ήταν μονά­χα αυτή η στιγ­μιαία ανα­λα­μπή που ένιω­σε στα στι­βα­ρά μπρά­τσα του άγνω­στου άντρα, που του έδω­σε ξαφ­νι­κά την αίσθη­ση πως δεν κιν­δυ­νεύ­ει. Πως κάποιος του πέτα­ξε ένα σωσί­βιο απ’ το που­θε­νά, εκεί ακρι­βώς που όλα έδει­χναν ορι­στι­κά και μάταια. Ο Χρή­στος απο­δεί­χτη­κε το κατάρ­τι που βρέ­θη­κε κατα­με­σής του άδειου πελά­γους για να ξεκου­ρά­σει τη μονα­ξιά του, να σηκώ­σει ξανά τα κου­ρε­λια­σμέ­να του πανιά και να συνε­χί­σει τη ρότα του στο ομι­χλώ­δες τοπίο της ζωής του.

− Δεν το κάνα­νε του­λά­χι­στον Φοντά­να ντι Ομό­νοια, να ρίχνα­με τώρα ένα κέρ­μα και να κάνα­με μια ευχή, του ψιθύ­ρι­σε ο Χρή­στος, σε μια ύστα­τη προ­σπά­θεια να του εκμαιεύ­σει ένα χαμό­γε­λο. Δεν στα­μά­τη­σε στιγ­μή να τον κρα­τά­ει αγκα­ζέ μπρο­στά στο σιντρι­βά­νι, σαν να βαστού­σε έναν ηλι­κιω­μέ­νο συγ­γε­νή που τον πήγαι­νε βόλ­τα στο διά­δρο­μο ενός νοσοκομείου.

− Και σαν τι θα ευχό­σουν, ρε Χρή­στο, αν ήταν μπρο­στά μας τώρα η Φοντά­να ντι Ομό­νοια; τον ρώτη­σε με έκδη­λη απορία.

− Το ίδιο με χτες, προ­χτές, και σίγου­ρα με τις επό­με­νες μέρες που θα μου ξημε­ρώ­σουν, του απά­ντη­σε ο Χρή­στος, κλεί­νο­ντάς του πονη­ρά το μάτι.

− Δηλα­δή;

− Θα σου πω. Απ’ τον και­ρό της καρα­ντί­νας, μου ξέμει­ναν μεγά­λα απο­θέ­μα­τα αξό­δευ­της αγκα­λιάς. Μου έλει­ψε το μοί­ρα­σμα, ρε παι­δί μου, πώς να στο εξηγήσω;

− Κάπου πάει το μυα­λό μου… για λέγε…

− Φεύ­γο­ντας απ’ το σπί­τι από­ψε, ευχό­μουν να πέσω σ’ έναν άνθρω­πο που θα το χρεια­ζό­ταν. Δεν υπάρ­χει μεγα­λύ­τε­ρο βάσα­νο απ’ το να έχεις σπά­νια ομά­δα και να μην υπάρ­χει συμ­βα­τός ασθε­νής να του δώσεις αίμα, κάπως έτσι ένιωθα…

Κι έπε­σες στην κυριο­λε­ξία πάνω μου! Τη στιγ­μή ακρι­βώς που ευχό­μουν κι εγώ, να βρε­θώ στις ρόδες ενός αυτοκινήτου. 

Τι λες, ρε άνθρω­πε; Απο­ξε­νω­μέ­νος κι εσύ;

Απο­λυ­μέ­νος, ρε Χρη­στά­ρα. Μόλις είχα παρα­λά­βει το χαρ­τί της από­λυ­σής μου. Να, εδώ το έχω. Ζεστό είναι ακόμα…

Kερνάω μπύ­ρες. Είσαι; 

Mα… για μπύ­ρες είμα­στε τώρα; Εγώ, δεν…

− Άντε, πάμε μια βόλ­τα ως τα Εξάρ­χεια. Είναι ένα μαγα­ζί που ξέρω τον ιδιο­κτή­τη του. Μου έχει μεγά­λη υπο­χρέ­ω­ση και… πού ξέρεις; Με την τύχη που έχου­με από­ψε, μπο­ρεί και να ζητά­ει κανέ­να γκαρ­σό­νι. Τι λες;

− Ότι κυνη­γάς μονό­κε­ρους. Αυτό λέω, ρε Χρήστο!

− Έτσι ακρι­βώς το λένε το μαγα­ζί: “Μονό­κε­ρος”!!! Φύγαμε;

Μαρία Κανελ­λά­κη – Ιού­νιος 2020

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο