Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Μαύρη επέτειος για τον ελληνικό λαό η σημερινή μέρα καθώς συμπληρώνονται 70 χρόνια από τότε που η Βουλή επικύρωσε την ένταξη της χώρας στην ιμπεριαλιστική συμμαχία του βορειοατλαντικού συμφώνου, το ΝΑΤΟ. Η πρόσφατη, ραγδαία όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην Ουκρανία και ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου κάνει ακόμη πιο τραγική την σημερινή επέτειο.
Η πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα του ΝΑΤΟ τον Φλεβάρη του 1952 μετέτρεψε την χώρα σε ορμητήριο των αμερικανών και ευρωπαίων ιμπεριαλιστών για την υλοποίηση των τυχοδιωκτικών τους σχεδίων, τόσο ενάντια στην Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες σοσιαλιστικές χώρες, όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Οδήγησε τον λαό μας σε επικίνδυνες περιπέτειες με οδυνηρά αποτελέσματα (βλέπε εισβολή στην Κύπρο το 1974) τα οποία συνεχίζουν, επτά δεκαετίες μετά, να ταλανίζουν την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε συνειδητή στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης και των κομμάτων της. Για να ερμηνευτεί η επιλογή αυτή πρέπει να εξεταστεί μέσα στο ιστορικό πλαίσιο των τότε συνθηκών και να ληφθούν υπ’ όψη τα εξής:
α) Η ύπαρξη σε διεθνές επίπεδο δύο αντίπαλων κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών (καπιταλισμός-σοσιαλισμός),
β) Η καταλυτική συμβολή των βρετανών και αμερικανών (μετά το 1947) ιμπεριαλιστών στην ήττα του ηρωϊκού Δημοκρατικού Στρατού κατά τον τριετή ταξικό Εμφύλιο Πόλεμο,
γ) Η επιδίωξη της ελληνικής αστικής τάξης να κατοχυρώσει και να αναβαθμίσει το ρόλο της στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, μέσα από την ενεργό συμμετοχή της στα πολεμικά ευρωατλαντικά σχέδια.
Για την ελληνική αστική τάξη, η ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την ενίσχυση και κατοχύρωση της εξουσίας της, καθώς και μέσο διασφάλισης απέναντι σε οποιαδήποτε ενδεχόμενη προσπάθεια ανατροπής της. Η κυβέρνηση Πλαστήρα-Βενιζέλου και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που πρωτοστάτησαν για την ένταξη της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία, διατυμπάνοζαν πως με την ενσωμάτωσή της στο ΝΑΤΟ η χώρα αποκτούσε μια «ακατανίκητη ασπίδα προστασίας» και πως η «μεγάλη ατλαντική συμμαχία» θα κατοχύρωνε – δήθεν – την εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία της πατρίδας.
Στην αγόρευσή του στη Βουλή, στις 18 Φλεβάρη 1952, ο Πλαστήρας δήλωνε: «Δεν μπορεί κανείς να μην παραδεχθεί ότι όταν η Ελλάς συμμετέχει εις το Ατλαντικόν Σύμφωνον μετά των μεγάλων δυνάμεων, αι οποίαι κατοικούνται από ελευθέρους δημοκρατικούς λαούς, αισθάνεται αυτή ασφαλεστέραν… Αι άλλαι θεωρίαι περί ειρηνεύσεων και ουδετερότητος… δεν έχουν καμμίαν σχέσιν με το γεγονός αυτό». Στην πραγματικότητα, «ασφαλέστερον» αισθάνονταν το αστικό πολιτικό σύστημα του οποίου ηγούνταν ο πρωθυπουργός Πλαστήρας.
«Αντί για την ειρήνευση, την ανοικοδόμηση και την καλοπέραση που ο μοναρχοφασισμός του έταξε, ο λαός πνίγεται στη δυστυχία και την εξαθλίωση. Τα παιδιά του σφάζονται στην Κορέα. Η οικονομική κατάσταση είναι κυριολεκτικά καταστροφική. Το δέσιμο της Ελλάδας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο και το σχέδιο “Αστραπή” κάνουν ορατή την άμεση απειλή για γενίκευση της σφαγής».
-Από την απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1951).
Επίσημα Κείμενα, τόμος 7ος, σ.192, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995.
Επί της ουσίας, όμως, αποδείχθηκε περίτρανα πως το ΝΑΤΟ αποτέλεσε ασπίδα προστασίας των συμφερόντων της εγχώριας αστικής τάξης, του ελληνικού κεφαλαίου απέναντι στον «εχθρό λαό», κατοχυρώνοντας τη βαθύτερη εμπλοκή της αστικής τάξης στα ληστρικά ιμπεριαλιστικά σχέδια των αμερικανών και ευρωπαίων συμμάχων της.
Ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ η Ελλάδα, όπως και η γειτονική Τουρκία, έγινε πολεμικό ορμητήριο για λογαριασμό της ευρωατλαντικής συμμαχίας στα νότια σύνορα του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Στο πλαίσιο αυτό συμφωνήθηκε το 1953 από την κυβέρνηση Αλ. Παπάγου η εγκατάσταση στη χώρα στρατιωτικών βάσεων των ΗΠΑ που χρησιμοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως για την προώθηση και εκπλήρωση μιας σειράς ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Πρόκειται για σχεδιασμούς που μέχρι το 1991 είχαν στο στόχαστυρο τους λαούς των σοσιαλιστικών χωρών και αργότερα, μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη, πήραν τη μορφή εγκληματικών στρατιωτικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια (Γιουγκοσλαβία), τη Μέση Ανατολή (Πόλεμος του Κόλπου, Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, κλπ) και την Βόρεια Αφρική (Λιβύη).
Κάνοντας μια αναδρομή στα 70 χρόνια της πορείας της – αλυσοδεμένης στα Νατοικά δεσμά – Ελλάδας, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ένταξη της χώρας στην βορειοατλαντική ιμπεριαλιστική συμμαχία όχι μόνο δεν ωφέλησε το λαό (όπως ανερυθρίαστα και προκλητικά ισχυρίζονται μέχρι σήμερα αστοί πολιτικοί και δημοσιολόγοι), αλλά αντιθέτως υπήρξε πηγή μεγάλων δεινών.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Τα Σεπτεμβριανά του 1955 τα οποία ο τότε ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Φόστερ Ντάλλες είχε χαρακτηρίσει ως «έκρηξη λαϊκής οργής»; Την ανοχή στο καθεστώς της Χούντας; Την τουρκική εισβολή και κατοχή στην Κύπρο το 1974; Το «γκριζάρισμα» του Αιγαίου; Την κρίση των Ιμίων το 1996; Την μετατροπή της Ελλάδας σε ορμητήριο στρατιωτικών εγκλημάτων ενάντια σε άλλους λαούς (Βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας το 1999, Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, κλπ);
Η αστική τάξη, μέσω του πολιτικού της προσωπικού και των καλοπληρωμένων γραφίδων της, διατυμπανίζουν ότι τάχα η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ οδήγησε στην υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Πρόκειται για ψέμα ολκής. Όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο αλλά, αντίθετα, η ένταξη στο ΝΑΤΟ έμπλεξε βαθύτερα το λαό μας στο κουβάρι των ανταγωνισμών για το μοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Η Ελλάδα ήταν και δυστυχώς παραμένει ένα αβύθιστο αεροπλανοφόρο του ΝΑΤΟ, με ξένες στρατιωτικές βάσεις από την Κρήτη μέχρι τον Έβρο. Είναι η ίδια χώρα της οποίας ο λαός πληρώνει ετησίως περίπου 4 δισ. ευρώ (2.6% του ΑΕΠ) για δαπάνες που υπηρετούν τα Νατοικά σχέδια.
Βαρύτατες ευθύνες για τους τεράστιους κινδύνους στους οποίους ενέπλεξαν και εμπλέκουν, για λογαριασμό της εγχώριας αστικής τάξης, τον ελληνικό λαό φέρουν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να ξεχάσει το ρόλο των προηγούμενων κυβερνήσεων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, καθώς και του ΣΥΡΙΖΑ που, στο διάστημα που κυβέρνησε, ανέλαβε ρόλο σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή. Κανείς δεν θα ξεχάσει ποιοί μετέτρεψαν την Ελλάδα σε «ευέλικτο μεντεσέ» για τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει ποιοί έδωσαν στο ΝΑΤΟ τα «κλειδιά» του Αιγαίου, δημιουργώντας «γκρίζες ζώνες» και ρίχνοντας νερό στο μύλο της τουρκικής επιθετικότητας. Κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει το δράμα του λαού της Γιουγκοσλαβίας που σφαγιάστηκε από τους εγκληματίες φονιάδες της αμερικανονατοικής συμμορίας με τις «ευλογίες» της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Και, ασφαλώς, κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει τον ρόλο της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ που με την πολιτική της μετατρέπει περιοχές της Ελλάδας (Αλεξανδρούπολη, Σούδα, κλπ) σε εν δυνάμει στόχους, σε περίπτωση γενικευμένης πολεμικής εμπλοκής.
Εβδομήντα χρόνια ΝΑΤΟ, λοιπόν, η ίδια ιστορία. Χούντες, πολέμοι, τρομοκρατία. Γι’ αυτό και σήμερα, σε μια περίοδο που τα σύννεφα ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο, η εντατικοποίηση του αγώνα για την οριστική αποδέσμευση της χώρας από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, στο πλαίσιο της πάλης για την εργατική-λαϊκή εξουσία, είναι περισσότερο επίκαιρη και αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε.
«Τσε Γκεβάρα, πρεσβευτής της Επανάστασης», του Νίκου Μόττα