Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //
Ένας ήλιος αρρωστημένος, κάλπικος, που για να κρύψει την ενοχή του μπαινοβγαίνει ανάμεσα στα σύννεφα, σκυθρωπός, μολυσμένος, ασθενικός. Μία μαυροντυμένη Άνοιξη με μαραμένους άνθους. Στην ατμόσφαιρα διαχέεται μία θλίψη, μια αγωνία, ένα άγχος! Άγριες μολόχες φυτρώνουν πάνω σε τάφους.
Ένα τεράστιο μαύρο γεράκι με νύχια γαμψά, βρωμερό και θανατηφόρο, γυρεύει να καταβροχθίσει την ακμάζουσα νεολαία και όχι μόνο, αλλά και τα περήφανα γηρατειά που χάνοντας στο τελευταίο ηλιοβασίλεμα.
Μαυροντυμένη η φύση, μαυρισμένες οι καρδιές προμηνύουν θάνατο.
Η νεολαία μάχεται, αντιδρά στο πείσμα μιας αστυνομοκρατούσας κοινωνίας και τα πράγματα χειροτερεύουν. Τα Λόκνταουν είναι μία παταγώδη αποτυχία, περιορίζει την ελευθερία και σκοτώνει τς ψυχές.
Κάποιοι — οι από πάνω προσπαθούν να δώσουν δύναμη και κουράγιο, λέγοντας μεγάλα, ψεύτικα λόγια. Σε δύο εβδομάδες όλα τελειώνουν και μπαίνουμε-εν τέλει- στην κανονικότητα. Κάπου στην άκρη του τούνελ φαίνεται ένα φως. Λέγεται εμβόλιο-σημάδι διχόνοιας και εχθρότητας και διαφορών.
Πέρασαν πέντε-έξι-επτά εβδομάδες και δεν φαίνεται στην άκρη του ορίζοντα το τέλος της υποσχόμενης πανδημίας.
Μαυροντυμένη άνοιξη. Μαυροντυμένα τα κρέπια της εκκλησίας. Η μυρωδιά του λιβανιού, αντί του τριαντάφυλλου, είναι διάχυτη παντού. Ο επιτάφιος κάλπικα στολισμένος, δεν λέει την αλήθεια, ευτυχισμένες μέρες πια δεν υπάρχουν!
Φόβος, τρόμος και αγωνία, φρίκη και εφιάλτης, ο διπλανός που μπορεί αν είναι ένα θανάσιμος εχθρός. Ο ήλιος γλυκοχαράζει την αυγή, υποσχόμενος λύση με μία σειρά από εμβόλια. Οι τάφοι όμως πληθαίνουν, εκπνέουν καταστροφή και απελπισία. Όλοι ελπίζουν και όλα είναι αφημένα στο… ΑΜΗΝ!
Ακολουθήστε το Ατέχνως στο Google News, στο Facebook και στο Twitter