Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μαύρε αδελφέ μου …

Το ποί­η­μα «Μαύ­ρε Αδελ­φέ μου» που έγρα­ψε ο Ναζίμ Χικ­μέτ για τον βαρύ­το­νο Πόλ Ρόμπσον, μελο­ποί­η­σε και τρα­γού­δη­σε ο Αδα­μά­ντιος Ανα­στα­σιά­δης, με την Αδα­μα­ντία Πιλισ­σά, στη μνή­μη του δολο­φο­νη­μέ­νου από αστυ­νο­μι­κούς Τζόρτζ Φλόιντ.

Ο Πολ Ρόμπ­σον (Paul Leroy Robeson) γεν­νή­θη­κε στις 9 Απρί­λη του 1898 στο Νιου Τζέρσι.
Γιος ενός πρώ­ην μαύ­ρου δού­λου, σπού­δα­σε νομι­κά στο Πανε­πι­στή­μιο Κολού­μπια της Νέας Υόρ­κης, δια­πρέ­πο­ντας ταυ­τό­χρο­να και ως παί­κτης στο αμε­ρι­κα­νι­κό ποδόσφαιρο.
Από τα πρώ­τα νεα­νι­κά του χρό­νια ανα­μεί­χθη­κε ενερ­γά στο κίνη­μα για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των μαύ­ρων.
Στη δεκα­ε­τία του ’30 επι­σκέ­φθη­κε τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση και έγι­νε φιλι­κά δεκτός από το λαό της.
Οπως δήλω­σε ο ίδιος τότε, για πρώ­τη φορά ένιω­σε εντε­λώς ελεύ­θε­ρος από το ρατσι­σμό.

Υπήρ­ξε μια πολυ­τά­λα­ντη προ­σω­πι­κό­τη­τα, με παγκό­σμια ακτι­νο­βο­λία.
Γνώ­ρι­ζε 10 γλώσ­σες (ακό­μα και την κινε­ζι­κή και τη σουα­χί­λι) και, με τον και­ρό, ανα­δεί­χτη­κε ένας διά­ση­μος ηθο­ποιός του θεά­τρου — ιδιαί­τε­ρα στο ρόλο του σαιξ­πη­ρι­κού Οθέλ­λου — και του κινη­μα­το­γρά­φου (10 ται­νί­ες), καθώς και λαϊ­κός και κλα­σι­κός τραγουδιστής.
Στις υπαί­θριες συναυ­λί­ες του, που δίνο­νταν στα πλαί­σια του προ­ο­δευ­τι­κού κινή­μα­τος, οι ακρο­α­τές του έφτα­ναν τους 40.000 και πλέον.
Σαν καλ­λι­τέ­χνης καθιε­ρώ­θη­κε πρώ­τα στο εξω­τε­ρι­κό (Λον­δί­νο) και κατό­πιν στην πατρί­δα του.
Το ίδιο έγι­νε αργό­τε­ρα και με την περι­λά­λη­τη μαύ­ρη χορεύ­τρια και ηθο­ποιό Τζο­σε­φίν Μπέι­κερ, όταν μετα­νά­στευ­σε στο Παρίσι.

Μετά το Δεύ­τε­ρο Παγκό­σμιο Πόλε­μο έπαι­ξε πρω­το­πο­ρια­κό ρόλο στην εκστρα­τεία κατά του λιν­τσα­ρί­σμα­τος των ομο­φύ­λων του.
Και όταν ο Πρό­ε­δρος Τρού­μαν αρνή­θη­κε να δρά­σει ανά­λο­γα, ο Ρόμπ­σον μαζί με τον επί­σης μαύ­ρο Ουί­λιαμ Πάτερ­σον, ανώ­τα­το στέ­λε­χος του ΚΚ ΗΠΑ, υπέ­βα­λαν στον ΟΗΕ υπό­μνη­μα με τον τίτλο “Καταγ­γέλ­λου­με τη γενοκτονία”.
Αντί­στοι­χη ήταν η αντί­θε­σή του τόσο στον ψυχρό πόλε­μο, όσο και στην πολι­τι­κή που οδη­γού­σε σε έναν Τρί­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο, και η ολο­έ­να ενερ­γό­τε­ρη συμ­με­το­χή του στις δρα­στη­ριό­τη­τες υπέρ της ειρή­νης και της φιλί­ας με την ΕΣΣΔ.

Στο Συνέ­δριο Πολι­τι­κών Δικαιω­μά­των, που έγι­νε τον Ιού­λιο 1949 στη Νέα Υόρ­κη, ο Ρόμπ­σον επα­να­βε­βαί­ω­σε τη δήλω­ση που είχε κάνει νωρί­τε­ρα στο Παρί­σι, ότι ο νέγρι­κος λαός δεν πρό­κει­ται να πάρει μέροςσε έναν ιμπε­ρια­λι­στι­κό πόλε­μο”.
Επει­τα από την ομι­λία του αυτή, οι 246 μαύ­ροι αντι­πρό­σω­ποι ενέ­κρι­ναν ομό­φω­να ψήφι­σμα, στο οποίο τόνι­ζαν ότι “ο Πολ Ρόμπ­σον πραγ­μα­τι­κά μιλά­ει για μας στην πάλη του για τα δικαιώ­μα­τα των νέγρων και στον αγώ­να του για την ειρήνη”.
Από τότε εντά­θη­κε ο κατα­τρεγ­μός ενα­ντί­ον του.
Στην υπαί­θρια συναυ­λία που έδω­σε στις 27 Αυγού­στου 1949 στην πόλη Πίκ­σκιλ της πολι­τεί­ας της Νέας Υόρ­κης, αφη­νια­σμέ­νοι τρα­μπού­κοι επι­τέ­θη­καν κατά των ακρο­α­τών και λιθο­βό­λη­σαν τον ίδιο, ο οποί­ος όμως παρέ­μει­νε ατρόμητος.

Το 1950, περί­ο­δο απο­κο­ρυ­φώ­μα­τος της μακαρ­θι­κής υστε­ρί­ας, οι αμε­ρι­κα­νι­κές αρχές του αφαί­ρε­σαν το δια­βα­τή­ριο. Ογδό­ντα προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες συναυ­λί­ες του ακυ­ρώ­θη­καν. Αίθου­σες δεν του παρα­χω­ρού­νταν πλέ­ον, με απο­τέ­λε­σμα το εισό­δη­μά του να πέσει από 104.000 το 1947 σε 2.000 δολά­ρια το 1950. Και το όνο­μά του γρά­φτη­κε στο “μαύ­ρο πίνακα”.
Το 1956 κλή­θη­κε από την Επι­τρο­πή Αντια­με­ρι­κα­νι­κών Ενερ­γειών της Βου­λής (HUAC).
Και όταν ρωτή­θη­κε αν είναι μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, απά­ντη­σε αγέ­ρω­χα στα μέλη της:
“Τι εννο­εί­τε λέγο­ντας Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα; Από ό,τι ξέρω εγώ, είναι ένα νόμι­μο κόμ­μα, όπως το Ρεπου­μπλι­κα­νι­κό Κόμ­μα και το Δημο­κρα­τι­κό Κόμμα.
Εννο­εί­τε ένα κόμ­μα ανθρώ­πων, που έχουν θυσια­στεί για το δικό μου λαό και για όλους τους Αμε­ρι­κα­νούς και τους εργά­τες, ώστε να ζουν με αξιο­πρέ­πεια; Εννο­εί­τε αυτό το κόμ­μα;
”.
Και τους κατα­κε­ραύ­νω­σε με την μπά­σα φωνή του: Εσείς είστε οι αντια­με­ρι­κα­νοί… Και πρέ­πει να δια­λυ­θεί­τε για πάντα!”.
Και όχι μόνο αυτό. Οταν ένα μέλος της HUAC τον ρώτη­σε για­τί, αφού ένιω­σε τόσο ελεύ­θε­ρος στη Ρωσία, δεν έμει­νε εκεί, του είπε ορθά — κοφτά: “Για­τί ο πατέ­ρας μου ήταν ένας σκλά­βος και ο λαός μου πέθα­νε για να χτί­σει αυτή τη χώρα, και εγώ θα μεί­νω εδώ για να έχω ένα μέρος, ακρι­βώς όπως και εσύ”.

Το μένος των διω­κτών του υπέ­ρο­χου αυτού καλ­λι­τέ­χνη, δια­νοη­τή και υπέρ­μα­χου της δικαιο­σύ­νης ήταν τόσο αχα­λί­νω­το, που, όπως δήλω­σε στην εφη­με­ρί­δα “Βίλατζ Βόις” (10/3/98) ο γιος του, Πολ Ρόμπ­σον Τζ., κάνο­ντας μια σύγκρι­ση ανά­με­σα στον εαυ­τό του και τον πατέ­ρα του: “Ο δικός μου φάκε­λος στο Εφ Μπι Αϊ (μυστι­κή ασφά­λεια) είναι μόνο 500 σελί­δες!”. Που σημαί­νει, βέβαια, ότι του πατέ­ρα του σίγου­ρα ήταν κάμπο­σες χιλιά­δες σελίδες…

Θα ήταν σοβα­ρή παρά­λει­ψη, αν δεν ανα­φέ­ρα­με και κάτι άλλο, που επί­σης δεί­χνει όλο το μεγα­λείο του.
Στα σκλη­ρά χρό­νια του ελλη­νι­κού εμφυ­λί­ου πολέ­μου και κατό­πιν, ο Πολ Ρόμπ­σον είχε επα­νει­λημ­μέ­να υψώ­σει τη φωνή του, ζητώ­ντας την απε­λευ­θέ­ρω­ση των φυλα­κι­σμέ­νων και εξό­ρι­στων αγωνιστών.
Κι ακό­μα, είχε πάρει μέρος και μίλη­σε σε μεγά­λη συγκέ­ντρω­σή μας στη Νέα Υόρ­κη, υπέρ της σωτη­ρί­ας του  Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του.
Σε όλη τη ζωή του (πέθα­νε 77 χρο­νών το 1976) τιμή­θη­κε επάξια.
Το 1952 του απο­νε­μή­θη­κε το βρα­βείο Στά­λιν για την ειρή­νη, αλλά το Στέιτ Ντι­πάρ­τμεντ απα­γό­ρευ­σε τη μετά­βα­σή του στη Μόσχα.
Έτσι, η τελε­τή της επί­δο­σής του έγι­νε το 1953 στη Νέα Υόρ­κη. Επί­σης, η σοβιε­τι­κή κυβέρ­νη­ση έδω­σε το όνο­μά του σε ένα βου­νό της χώρας της.
Ο μεγά­λος Χιλια­νός ποι­η­τής Πάμπλο Νερού­δα του αφιέ­ρω­σε για τα 75χρονά του το 1973, την “Ωδή στον Πολ Ρόμπ­σον”.

Με την ευκαι­ρία των 100 χρό­νων από τη γέν­νη­σή του, είχε οργα­νω­θεί, σε εθνι­κή κλί­μα­κα, καμπά­νια για την έκδο­ση γραμ­μα­τό­ση­μου, με την εικό­να του, και είχαν συγκε­ντρω­θεί 90.000 υπο­γρα­φές πολι­τών, ενώ χιλιά­δες άλλοι έστει­λαν επι­στο­λές με το ίδιο αίτη­μα. Ωστό­σο, η αρμό­δια Ταχυ­δρο­μι­κή Υπη­ρε­σία το αγνό­η­σε. Αντί­θε­τα, θυμί­ζο­ντας μια όχι και τόσο μακρι­νή σκο­τει­νή περί­ο­δο, ενέ­κρι­νε την έκδο­ση γραμ­μα­τό­ση­μου στη σει­ρά “Μεγά­λοι Αμε­ρι­κα­νοί” για τον πρώ­ην εκδό­τη του περιο­δι­κού “Τάιμ”, Χέν­ρι Λους, φρε­νια­σμέ­νο αντικομμουνιστή…

Η ανα­φο­ρά του Χιμέκτ στον Φερ­χάτ

Φοβο­ῦνται Ῥόμπσον
φοβο­ῦνται τὴν αὐγή, ν᾿ ἀκού­σου­νε φοβοῦνται
καὶ ν’ ἀγγί­σουν φοβο­ῦνται ν’ ἀγαπήσουν
φοβο­ῦνται ν’ ἀγα­πή­σου­νε σὰν τὸν Φερχὰτ

ανα­φέ­ρε­ται στο λαϊ­κό παρα­μύ­θι «Φερ­χάτ και Σιρίν» (Ferhat ile Şirin), το οποίο εξι­στο­ρεί­ται αιώ­νες στη Μέση Ανα­το­λή, στο Αζερ­μπαϊ­τζάν, στο Ιράν, στην Τουρ­κία και στα Βαλ­κά­νια, έχο­ντας υπο­στεί ορι­σμέ­νες τρο­πο­ποι­ή­σεις, ανά­λο­γα με τη χώρα και την περιοχή.

Αν και φαι­νο­με­νι­κά απο­τε­λεί μια ιστο­ρία αγά­πης, η αγά­πη του Φερ­χάτ, αντα­να­κλά τους κόπους που κατέ­βα­λε ο λαός σαν σύνο­λο προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σει το νερό και άλλα αγαθά.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο