Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με μεγάλη η συμμετοχή η παρουσίαση στην Αλεξάνδρεια του βιβλίου του Αλέκου Χατζηκώστα «29 στιγμές»

Στο κατά­με­στο «Καφε­νέ­ον» στην Αλε­ξάν­δρεια πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το πρωί της Κυρια­κής 11/12 η (δεύ­τε­ρη) παρου­σί­α­ση του νέου βιβλί­ου του Ημα­θιώ­τη συγ­γρα­φέα «29 στιγ­μές» (Εκδό­σεις «Ατε­χνως»).

Μετα­ξύ των παρευ­ρι­σκό­με­νων ο πρό­ε­δρος της Τ.Κ Κλει­δί­ου Χαρά­λα­μπος Τσο­λά­κης, ο πρώ­ην βου­λευ­τής του ΣΥΡΙΖΑ Χρή­στος Αντω­νί­ου, εκπρό­σω­ποι της Κ.Ο του ΚΚΕ, οι συγ­γρα­φείς της περιο­χής Γιάν­νης Μοσχό­που­λος και Μαρία Παπαϊ­ω­αν­νί­δου, πολ­λοί εκπαι­δευ­τι­κοί κ.α

Για το βιβλίο μίλη­σαν η Ευαγ­γε­λία Πολυ­μέ­νου φιλό­λο­γος, μέλος του Δ.Σ του Συν­δέ­σμου Φιλο­λό­γων νομού Ημα­θί­ας και ο συγγραφέας.

Από την πλευ­ρά του ο συγ­γρα­φέ­ας στά­θη­κε στη μορ­φή και το περιε­χό­με­νο του βιβλί­ου του, στις πηγές έμπνευ­σης, στη σημα­σία της μνή­μης σήμε­ρα, αλλά και σε γενι­κό­τε­ρα ζητή­μα­τα όπως της στά­σης των λογο­τε­χνών απέ­να­ντι στην κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά έκα­νε στο εξώ­φυλ­λο του βιβλίο τονί­ζο­ντας: «Με ρωτούν σχε­τι­κά με το συμ­βο­λι­σμό του εξώ­φυλ­λου (θαυ­μά­σια δημιουρ­γία της Ημα­θιώ­τι­σας ζωγρά­φου Εύας Αμνιώ­τη) του νέου μου βιβλίου

- Είναι η παι­δι­κό­τη­τα που χωρίς εξι­δα­νί­κευ­ση πρέ­πει να κρα­τά­με μέσα μας…

- Είναι η ανά­γκη να παλεύ­ου­με στη ζωή μας με τα όπλα που διαθέτουμε…

- Είναι η πίστη του Δαυίδ ότι μπο­ρεί να νική­σει τον Γολιάθ…

- Και κυρί­ως είναι αυτό που έλε­γε ο Δον Κιχώ­της: «Για ν’ αλλά­ξεις τον κόσμο δεν είναι τρέ­λα, ούτε ουτο­πία, είναι Δικαιοσύνη»

Ακο­λού­θη­σε πολύ­ω­ρη συζή­τη­ση με το κοινό

Ολό­κλη­ρη η ομι­λία της Ευαγ­γε­λί­ας Πολυμένου

Το βιβλίο του πολυ­γρα­φό­τα­του και ρέκτη της συγ­γρα­φι­κής πένας Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα , «29 στιγ­μές», είναι ένα βιβλίο διη­γη­μά­των, το 4ο στη σει­ρά της μικρής λογο­τε­χνι­κής φόρ­μας στην οποία ασκεί­ται ο συγ­γρα­φέ­ας και το 10ο στο σύνο­λο των συγ­γρα­φι­κών του πονημάτων.

«29 στιγ­μές», «29 στιγ­μιό­τυ­πα μνή­μης», «29 πετρο­βο­λή­μα­τα της ζώσας μνή­μης». Και τα χαρα­κτη­ρί­ζω με αυτόν τον τρό­πο παίρ­νο­ντας αφορ­μή από το ιδιαί­τε­ρο εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου. Πρό­κει­ται για έναν πίνα­κα της Βεροιώ­τισ­σας ζωγρά­φου Εύας Αμνιώ­τη που παρου­σιά­ζει μια σκλη­ρή σκη­νή της παι­δι­κής ηλι­κί­ας: το πετρο­βό­λη­μα με σφε­ντό­να από δύο πιτσιρίκια

Με τον ίδιο τρό­πο και οι ιστο­ρί­ες του βιβλί­ου ανα­δύ­ο­νται από τις παι­δι­κές και εφη­βι­κές- φοι­τη­τι­κές μνή­μες , γίνο­νται πέτρες βαριές και ασή­κω­τες στο ώρι­μο παρόν του συγ­γρα­φέα- αφη­γη­τή και ζητούν ενερ­γη­τι­κή στά­ση ζωής και ακμαίο πολι­τι­κό φρό­νη­μα, ενσυ­νεί­δη­το ανθρω­πι­σμό αλλά και ερω­τι­κή συντροφικότητα.

Κατά συνέ­πεια, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας στην πρώ­τη από τις τέσ­σε­ρις θεμα­τι­κές ενό­τη­τες της συλ­λο­γής με τον τίτλο «Μνή­μες», επα­νέρ­χε­ται στο γνώ­ρι­μο και αγα­πη­μέ­νο του θέμα: στη μνή­μη που αντι­στέ­κε­ται, στη γλώσ­σα που επι­μέ­νει. Όπως ο ίδιος ανα­φέ­ρει σε παλαιό­τε­ρη παρου­σί­α­ση: « Αυτό το οποίο μας δίνει την έννοια του εαυ­τού και της χρο­νι­κής συνέ­χειας της ίδιας της ύπαρ­ξης είναι η δυνα­τό­τη­τα που έχου­με να ανα­κα­λού­με ποιοι είμα­στε, τι κάνα­με στο παρελ­θόν αλλά και τι σχε­διά­ζου­με στο μέλ­λον. Εάν δεν μπο­ρού­με να θυμό­μα­στε πλη­ρο­φο­ρί­ες γύρω από τον εαυ­τό μας και τις πρά­ξεις μας, τότε θα χάνα­με ένα σημα­ντι­κό κομ­μά­τι της προ­σω­πι­κό­τη­τάς μας». Κι εγώ θα πρό­σθε­τα πως η λογο­τε­χνία του δια­σώ­ζει τη μνή­μη και τη λει­τουρ­γεί ως μέσο για να μάθου­με για τις ζωές και τα πάθη των προ­πα­τό­ρων μας, να μάθου­με ποιοι είμα­στε, αφού μάθου­με ποιοι υπήρ­ξα­με. Εντέ­λει, η λογο­τε­χνι­κή μνή­μη συμ­βά­λει στο να δια­τη­ρή­σου­με την ταυ­τό­τη­τα και την αυτο­συ­νεί­δη­σή μας. Για το λόγο αυτό, ο συγ­γρα­φέ­ας ως στοι­χείο αφη­γη­μα­τι­κής τεχνι­κής επι­λέ­γει η αφή­γη­ση να γίνε­ται, κυρί­ως, σε τρί­το πρό­σω­πο με έναν παντο­γνώ­στη αφη­γη­τή και μηδε­νι­κή απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νη εστί­α­ση. Αυτή η τεχνι­κή, έστω και προ­σχη­μα­τι­κά, διευ­κο­λύ­νει τον συγ­γρα­φέα να απο­φύ­γει την αυτο­βιο­γρα­φία και να χει­ρι­στεί το υλι­κό του απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρα, ίσως για­τί μαζί με τα πραγ­μα­τι­κά –βιο­γρα­φι­κά στοι­χεία εμπλέ­κο­νται και φαντα­στι­κά, κάνο­ντας τη μεί­ξη πολύ πιο ανθε­κτι­κή και γοητευτική.

Στην πρώ­τη θεμα­τι­κή ενό­τη­τα, που κατά την προ­σω­πι­κή μου γνώ­μη εμπε­ριέ­χει και τα πιο ενδια­φέ­ρο­ντα αφη­γή­μα­τα από λογο­τε­χνι­κή άπο­ψη, οι πέντε ιστο­ρί­ες στή­νο­νται με μαστο­ριά, η ζεστή σάρ­κα των προ­σώ­πων απο­γειώ­νει την αφή­γη­ση και γίνε­ται η ζώσα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τόσο που βυθί­ζε­σαι μέσα της. «Ο πλά­τα­νος του 15Αύγουστου» είναι το πρώ­το διή­γη­μα όπου μέσω της ανα­δρο­μι­κής αφή­γη­σης ανα­σύ­ρο­νται οι παι­δι­κές μνή­μες από το γενέ­θλιο τόπο και τις χαρού­με­νες οικο­γε­νεια­κές εξορ­μή­σεις ανή­με­ρα της Πανα­γί­ας στην Πανα­γία Σου­με­λά και στη Ζωο­δό­χο Πηγή.

Τόποι με συναι­σθη­μα­τι­κή αξία για τον αφη­γη­τή , καθώς όλο το σόι με το φορ­τη­γό του πατέ­ρα κατέ­φθα­νε, περ­νώ­ντας το «μαρ­τύ­ριο της Καστα­νιάς», στις κατά­φυ­τες βου­νο­πλα­γιές του Βερ­μί­ου, για να αφε­θεί μετά το τέλος της θρη­σκευ­τι­κής λει­τουρ­γί­ας στις γήι­νες απο­λαύ­σεις του φαγη­τού, του κρα­σιού, του παι­χνι­διού της γιορ­τι­νής μέρας. Η επι­στρο­φή του σε ώρι­μη πλέ­ον ηλι­κία στους ίδιους τόπους, κατα­γρά­φει απώ­λειες όχι μόνον από­ντων προ­σώ­πων, αλλά και τοπί­ων που έχουν κατα­στρα­φεί στο όνο­μα της «Πρά­σι­νης Ανά­πτυ­ξης» από τους σιδε­ρέ­νιους όγκους των ανε­μο­γεν­νη­τριών που δεσπό­ζουν στο αγα­πη­μέ­νο του βου­νό. Η υπό­σχε­ση για δρά­ση και αγώ­να από κοι­νού με όσους παλεύ­ουν για τη σωτη­ρία του βου­νού συν­δέ­ει τον ανα­γνώ­στη με τον ενερ­γό πολι­τι­κό ακτι­βι­σμό του συγγραφέα.

Στο δεύ­τε­ρο διή­γη­μα, η μνή­μη γεφυ­ρώ­νει όχι μόνο γεω­γρα­φι­κές, αλλά, κυρί­ως, χρο­νι­κές απο­στά­σεις. Κατο­χι­κά χρό­νια του ΄44, το χαμό­γε­λο αχνο­φαί­νε­ται στα χεί­λη των πρω­τα­γω­νι­στών του Αντι­στα­σια­κού Αγώ­να και η Μάνα, μικρό κορι­τσά­κι τότε, σώζε­ται από βέβαιο θάνα­το με την έγκαι­ρη επέμ­βα­ση του πατέ­ρα. Αυτό που έχουν αφή­σει πάνω στο τρα­πέ­ζι του πατρι­κού σπι­τιού οι Αντάρ­τες δεν είναι η πολυ­πό­θη­τη γερ­μα­νι­κή σοκο­λά­τα, που ορέ­γε­ται το παι­δί, αλλά Εγγλέ­ζι­κες χει­ρο­βομ­βί­δες «μιλς» που αφή­νουν πίσω κατά την άτα­κτη υπο­χώ­ρη­σή τους τα γερ­μα­νι­κά στρα­τεύ­μα­τα κατο­χής. Ένα περι­στα­τι­κό που είχε σημα­δέ­ψει την παι­δι­κή ανά­μνη­ση της μητέ­ρας, πέρα­σε από μάνα σε γιό και φτά­νει σε εμάς ως δευ­τε­ρο­α­φη­γη­μέ­νη ανά­μνη­ση διεκ­δι­κώ­ντας το δικό της ζωτι­κό χώρο στο παρόν όπου οι παλιές ιστο­ρί­ες ζωντα­νεύ­ουν, δρουν, ανα­πνέ­ουν. Την ιστο­ρία την ξεχώ­ρι­σα, για­τί έχω ακού­σει κι εγώ μία αντί­στοι­χη από τον πατέ­ρα μου που, παι­δά­κι στην Κατο­χή, δε δίστα­σε να πλη­σιά­σει τους πάνο­πλους Γερ­μα­νούς στρα­τιώ­τες που είχαν στρα­το­πε­δεύ­σει στο χωριό του και να τους ζητή­σει να δοκι­μά­σει την ακρι­βο­θώ­ρη­τη λιχουδιά.

Η παρέ­λα­ση των ηρώ­ων πρω­τα­γω­νι­στών του Α. Χατζη­κώ­στα συνε­χί­ζε­ται στα αφη­γή­μα­τα μνή­μης επι­διώ­κο­ντας να αφή­σουν κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό απο­τύ­πω­μα στην επο­χή τους. Είναι χαρα­κτή­ρες συνη­θι­σμέ­νοι και καθη­με­ρι­νοί που συγκι­νούν με την απλό­τη­τα και την αυθε­ντι­κό­τη­τά τους. Αγω­νιούν, βασα­νί­ζο­νται, ονει­ρεύ­ο­νται και ελπί­ζουν ότι τα ίχνη των παθών τους θα περά­σουν στην επό­με­νη γενιά, από πατέ­ρα σε γιο, από μάνα σε παι­δί και θα γίνουν οδό­ση­μα για την πορεία των απο­γό­νων τους. Με τη λογο­τε­χνία του, ο συγ­γρα­φέ­ας δια­σώ­ζει τα πάθη των ηρών του, την πάλη τους για αλλα­γή και το δρό­μο που ανοί­γουν για να τον προ­χω­ρή­σουν οι επί­γο­νοί τους. ‘Έτσι, οι έμπει­ρες συμ­βου­λές του πατέ­ρα στην πολι­τι­κή και η λαϊ­κή του θυμο­σο­φία θα συνο­δεύ­ουν το βίω­μα του συγ­γρα­φέα αφη­γη­τή σε όλη την ενή­λι­κη ζωή του. Παρα­θέ­τω τον εύστο­χο σχο­λια­σμό της φιλο­λό­γου Ελέ­νης Καρα­γιάν­νη για τη φιγού­ρα του πατέ­ρα και της μάνας από την προη­γού­με­νη παρου­σί­α­ση του έργου: «Ο πατέ­ρας ο αντι­στα­σια­κός, ο πατέ­ρας ο περή­φα­νος, ο πατέ­ρας ο λεβέ­ντης, ο πατέ­ρας ο αγω­νι­στής που σκιρ­τά η ψυχή του από πόθο για μία κοι­νω­νία γεμά­τη επα­να­στά­τες σαν τον Σπάρ­τα­κο, υψώ­νε­ται σε σύμ­βο­λο πολι­τι­κής φρό­νη­σης και πρό­τυ­πο ήθους και αγω­νι­στι­κό­τη­τας. Συμπλη­ρώ­νε­ται από τη φιγού­ρα της μάνας που θαρ­ρα­λέα και απο­φα­σι­στι­κά στα­μα­τά την κούρ­σα του Καρα­μαν­λή για να απαι­τή­σει ένα στέ­ρεο κερα­μί­δι πάνω από το κεφά­λι της, έστω και εκτός σχε­δί­ου πόλε­ως. Αλή­θεια, πόσο επί­και­ρο, ανα­ρω­τιέ­μαι, φαντά­ζει το αίτη­μά της στο παρόν του ανα­γνώ­στη που πόρ­τες σπι­τιών εντός σχε­δί­ου πόλε­ως τσα­κί­ζο­νται από τους κρα­τι­κούς λει­τουρ­γούς και ανή­μπο­ροι ηλι­κιω­μέ­νοι πετιού­νται άστε­γοι στον δρόμο».

Η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα των διη­γη­μά­των είναι αφιε­ρω­μέ­νη στις μνή­μες του Έρω­τα. Είναι οι μεγά­λοι έρω­τες των μαθη­τι­κών –φοι­τη­τι­κών χρό­νων του συγ­γρα­φέα-αφη­γη­τή που κυριαρ­χούν στις ανα­μνή­σεις του και κινού­νται στο επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο μοτί­βο: κεραυ­νο­βό­λος έρω­τας της νιό­της-χωρι­σμός-προ­σπά­θεια του ήρωα στο παρόν να βρει τα ίχνη της παλιάς αγαπημένης‑η συνά­ντη­ση-δια­δι­κτυα­κή επι­κοι­νω­νία. Ιστο­ρί­ες αγά­πης για μια εξι­δα­νι­κευ­μέ­νη γυναί­κα που ξεχω­ρί­ζει για τα φυσιο­γνω­μι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά της (γαλα­νο­μά­τα, λυγε­ρή φιγού­ρα, ψηλή με σγου­ρό μαλ­λί) αλλά και για την ευφυία, ευρυ­μά­θεια και τη δυνα­μι­κό­τη­τά της στους φοι­τη­τι­κούς αγώ­νες. Έρω­τες ανο­μο­λό­γη­τοι και ανεκ­πλή­ρω­τοι εξαι­τί­ας μιας παρε­ξή­γη­σης, συνή­θως, που τους οδη­γεί στη σιω­πή και την απόσταση.

Ξεχω­ρί­ζω το ερω­τι­κό διή­γη­μα «Του Αγί­ου Βαλε­ντί­νου» όπου η παρερ­μη­νεία μιας φωτο­γρα­φί­ας, από τον αφη­γη­τή, που του στέλ­νει η αγα­πη­μέ­νη του, καθο­λι­κή στο θρή­σκευ­μα, να προ­σεύ­χε­ται στον Καθο­λι­κό ναό της Μετα­στά­σε­ως στη Μυτι­λή­νη, γίνε­ται η αφορ­μή του χωρι­σμού τους. Ένα χρό­νο μετά, τη μέρα Αγ. Βαλε­ντί­νου, ένα ρεπορ­τάζ στην τηλε­ό­ρα­ση για τα οστά του Αγί­ου που βρί­σκο­νται κάτω από την Αγία Τρά­πε­ζα του Ναού της Μετα­στά­σε­ως νοη­μα­το­δο­τεί με το σωστό τρό­πο τη φωτο­γρα­φία της αγα­πη­μέ­νης του και του απο­κα­λύ­πτει το λάθος το οποίο, ευτυ­χώς, συγ­χω­ρεί­ται και φέρ­νει αίσιο τέλος με το σμί­ξι­μο του ζευγαριού.

Στην Τρί­τη αφη­γη­μα­τι­κή ενό­τη­τα: «Η ζωή θέλει αγώ­να», δια­γρά­φο­νται ξεκά­θα­ρα οι πολι­τι­κές πεποι­θή­σεις του συγ­γρα­φέα. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα-αντα­πο­κρί­σεις από το μέτω­πο της εργα­τι­κής πάλης που προ­σι­διά­ζουν περισ­σό­τε­ρο στην ιδιό­τη­τα του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα ως δημο­σιο­γρά­φου και πολι­τι­κού σχο­λια­στή. Οι κεντρι­κοί ήρω­ες έχουν το ίδιο προ­φίλ (μικρο­α­στι­κή κατα­γω­γή, εργα­σία και οικο­γε­νεια­κή κατά­στα­ση) και η προ­σω­πι­κό­τη­τά τους είναι δια­πο­τι­σμέ­νη από την πολιτική/κομματική τους έντα­ξη. Φυσι­κό για μια επο­χή όπου τα πάντα ήταν πολι­τι­κή, όσο κι αν σήμε­ρα αυτό μοιά­ζει παρά­δο­ξο. Τα γεγο­νό­τα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται στα μετα­πο­λι­τευ­τι­κά χρό­νια με επί­δι­κο τη δια­μά­χη δογ­μα­τι­κών και ανα­θε­ω­ρη­τι­κών στο χώρο της παρα­δο­σια­κής Αρι­στε­ράς. Είναι η χρο­νιά του 1991, με τους μεγα­λύ­τε­ρους κλυ­δω­νι­σμούς στην ιστο­ρία του Κομου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος μέσα κι έξω από την Ελλά­δα και τη συντα­ρα­κτι­κή ανα­τρο­πή του Σοβιε­τι­κού καθε­στώ­τος. Με αφορ­μή τις μεγά­λες ανα­τρο­πές, ο συγ­γρα­φέ­ας γρά­φει το εκτε­νέ­στε­ρο διή­γη­μα της συλ­λο­γής του με τίτλο «Ο …¨οπορ­του­νι­στής¨» για τις πολι­τι­κές ανα­κα­τα­τά­ξεις που δίχα­σαν συντρό­φους, έφε­ραν πολι­τι­κή σύγ­χυ­ση και τους οδή­γη­σαν σε αντί­πα­λα στρα­τό­πε­δα. Το διή­γη­μα απο­τε­λεί τη δια­δρο­μή όλων όσοι αυτο­μό­λη­σαν στον προ­ο­δευ­τι­κό χώρο της Αρι­στε­ράς και δια­ψεύ­στη­καν, καθώς δεν βρή­καν την Αλλα­γή που αυτή ευαγ­γε­λί­στη­κε. Οι αγκυ­λώ­σεις και παθο­γέ­νειες του αρι­στε­ρού οπορ­του­νι­σμού φέρ­νουν τον ήρωα πίσω στο σίγου­ρο και ασφα­λές για τους εργα­τι­κούς αγώ­νες του προ­πύρ­γιο του παρα­δο­σια­κού αρι­στε­ρού χώρου. Όπως λέει και ο πατέ­ρας: «Αν δεν μπο­ρείς να αλλά­ξεις το σύστη­μα, του­λά­χι­στον φρό­ντι­σε να μη σε αλλά­ξει αυτό!»

Η συλ­λο­γή «29 στιγ­μές» ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τα διη­γή­μα­τα της «Μικρής φόρ­μας» τα οποία θεμα­τι­κά προ­κύ­πτουν από ετε­ρό­κλη­τα στιγ­μιό­τυ­πα μνή­μης με κοι­νό άξο­να την αγά­πη. Πρό­κει­ται για διη­γή­μα­τα-χαι­κού που προ­σπα­θούν να συλ­λά­βουν με τη μικρή τους έκτα­ση την «ενό­τη­τα της εντύ­πω­σης» και να περι­γρά­ψουν τον ιδιαί­τε­ρο ψυχι­σμό του μικρό­κο­σμου των ερω­τευ­μέ­νων. Η αλή­θεια είναι πως ο μινι­μα­λι­στι­κός πει­ρα­μα­τι­σμός του Χ¨Κώστα χρειά­ζε­ται δου­λειά ακό­μη, ώστε το μικρής φόρ­μας διή­γη­μά του να γίνει ένα πεζό ποί­η­μα, όπου η γλώσ­σα δένει το συναί­σθη­μα και η ακα­ριαία εντύ­πω­ση με τους εκφρα­στι­κούς τρόπους.

Κλεί­νο­ντας, επα­νέρ­χο­μαι στο κεντρι­κό θέμα του βιβλί­ου που είναι η μνή­μη, παρα­θέ­το­ντας τα λόγια του αγα­πη­μέ­νου συγ­γρα­φέα Μαρ­κές: «Η ζωή είναι, τελι­κά, μνή­μη. Η ζωή δεν είναι αυτή που έζη­σε κανείς, αλλά αυτή που θυμά­ται και όπως τη θυμά­ται για να τη διη­γη­θεί. Τελι­κά, αξί­ζει να ζεις για να θυμάσαι!»

29 στιγ­μές, του Αλέ­κου Χατζηκώστα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο