Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΜΙΣΤΕΡ ΤΕΫΛΟΡ, Αουγκούστο Μοντερόσο (Γουατεμάλα, 1921–2003)

Επι­μέ­λεια Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

Εισαγωγή

Ο «Μίστερ Τέϋ­λορ» είναι ίσως το πιο γνω­στό διή­γη­μα του συγ­γρα­φέα. Είναι η ιστο­ρία ενός Αμε­ρι­κα­νού του­ρί­στα που τυχαία ανα­κα­λύ­πτει την οικο­νο­μι­κή και του­ρι­στι­κή αξία των «σμι­κρυ­μέ­νων κεφα­λιών» που παρά­γει μια γηγε­νής φυλή σε μια λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή χώρα. Μια ιστο­ρία που μας κάνει να γελά­σου­με, αλλά σίγου­ρα και να προ­βλη­μα­τι­στού­με με το ηθι­κό και πολι­τι­κό δίδαγ­μά του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το διή­γη­μα είναι μια παρα­βο­λή του οικο­νο­μι­κού και πολι­τι­στι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού ενός ισχυ­ρού έθνους το οποίο κυριαρ­χεί πάνω σ’ ένα άλλο έθνος εξαρ­τη­μέ­νο. Η εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και η εμπο­ρι­κή αρπα­κτι­κό­τη­τα του γκρί­γκο, η ανα­πό­φευ­κτη υπο­βάθ­μι­ση των ινδιά­νι­κων παρα­δό­σε­ων προς όφε­λος της μαζι­κής κατα­νά­λω­σης, η υπο­τα­γή των τοπι­κών αρχό­ντων, η φαντα­σιό­πλη­κτη ελπί­δα να θέλεις να βγεις από τη φτώ­χεια παρά­γο­ντας «νεω­τε­ρι­σμούς» για το ξένο εμπό­ριο για να στα­χυο­λο­γή­σου­με μερι­κά από τα μηνύ­μα­τα στα οποία είναι τόσο πλού­σιο το διή­γη­μα «Μίστερ Τέϋ­λορ». Το συμ­βό­λαιο για να πωλη­θούν στις ΗΠΑ τα συμπιε­σμέ­να κεφά­λια παρα­χω­ρεί­ται απο­κλει­στι­κά για «ενε­νή­ντα εννιά χρό­νια» και θυμί­ζει την παρα­χώ­ρη­ση του κανα­λιού του Πανα­μά, ενώ η μνεία «ενός ανα­ψυ­κτι­κού πολύ κρύ­ου» ανα­φέ­ρε­ται ολο­φά­νε­ρα στην παντα­χού παρού­σα Κόκα-κόλα» κλπ. Η εμπο­ρι­κή αυτή περι­πέ­τεια καλύ­πτει γρή­γο­ρα όλη την προ­μη­θεύ­τρια χώρα και δημιουρ­γεί μια κρί­ση στην μητρό­πο­λη τελειώ­νο­ντας τρα­γι­κά για τον Μίστερ Τέϋ­λορ. Η ζήτη­ση κεφα­λιών είναι τόσο μεγά­λη που σχε­δόν δεν μένει κανέ­νας ζωντανός.
Ποιος είναι ο συγγραφέας

Ο Αου­γκού­στο Μοντε­ρό­σο, στην Ελλά­δα γνω­στός για το αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό διή­γη­μά του «Ο δει­νό­σαυ­ρος», γεν­νή­θη­κε στην πρω­τεύ­ου­σα της Ονδού­ρας από μητέ­ρα Ονδου­ρέ­ζα και πατέ­ρα Γουα­τε­μα­λέ­ζο. Στα δεκα­πέ­ντε του χρό­νια η οικο­γέ­νειά του μετα­κό­μι­σε στη Γουα­τε­μά­λα. Ανα­γκά­στη­κε να φύγει στο Μεξι­κό λόγω των πολι­τι­κών του δρα­στη­ριο­τή­των ενά­ντια στη δικτα­το­ρία του Χόρ­χε Ουμπί­κο. Μόνο κατά τη διάρ­κεια των δημο­κρα­τι­κών κυβερ­νή­σε­ων των Αρέ­βα­λο και Άρμπενς επέ­στρε­ψε στη χώρα του ανα­λαμ­βά­νο­ντας διπλω­μα­τι­κές θέσεις στο Μεξι­κό και τη Βολι­βία. Όταν ανα­τρά­πη­κε ο Χακό­μπο Άρμπενς το 1954 από πρα­ξι­κό­πη­μα της ΣΙΑ για χάρη των συμ­φε­ρό­ντων της εται­ρί­ας μπα­νά­νας United Fruit Company (το λεγό­με­νο «πρα­ξι­κό­πη­μα της μπα­νά­νας»), παραι­τή­θη­κε από το αξί­ω­μά του, αυτο­ε­ξο­ρί­στη­κε στη Χιλή για 2 χρό­νια και επέ­στρε­ψε στο Μεξι­κό, όπου παρέ­μει­νε ορι­στι­κά και δημιούρ­γη­σε σχε­δόν όλο το έργο του. Το «Μίστερ Τέϋ­λορ» γρά­φτη­κε στη Βολι­βία το 1954, σημα­δια­κή χρο­νιά δηλα­δή. Η διή­γη­ση παρου­σιά­ζε­ται σαν ένα πραγ­μα­τι­κό ανέκ­δο­το το οποίο κάποιος αφη­γεί­ται μπρο­στά σ’ ένα ακρο­α­τή­ριο από φίλους που ανταλ­λάσ­σουν ιστο­ρί­ες διασκεδαστικές.

ΜΙΣΤΕΡ ΤΕΥΛΟΡ

Μετά­φρα­ση: Αγγε­λι­κή Αλεξοπούλου*
Επι­μέ­λεια: Άννε­κε Ιωαννάτου

Λιγό­τε­ρο σπά­νια, αν και χωρίς αμφι­βο­λία παρα­δειγ­μα­τι­κή, είπε τότε ο άλλος, είναι η ιστο­ρία του Μίστερ Πέρ­συ Τέϋ­λορ, κυνη­γού κεφα­λών στην ζού­γκλα του Αμα­ζο­νί­ου. Είναι γνω­στό ότι το 1937 έφυ­γε από τη Βοστώ­νη της Μασα­χου­σέ­της, όπου είχε καλ­λιερ­γή­σει την ψυχή του μέχρι να φτά­σει στο σημείο να μην έχει ούτε δεκά­ρα. Το 1944 εμφα­νί­ζε­ται για πρώ­τη φορά στη Νότια Αμε­ρι­κή, στην περιο­χή του Αμα­ζο­νί­ου συμ­βιώ­νο­ντας με τους ιθα­γε­νείς μιας φυλής της οποί­ας το όνο­μα δεν χρειά­ζε­ται να θυμάμαι.

Για τους μαύ­ρους κύκλους γύρω από τα μάτια και την ασθε­νι­κή του εμφά­νι­ση γρή­γο­ρα έγι­νε γνω­στός σαν ο «φτω­χός γκρίν­γκο» και τα παι­διά του σχο­λεί­ου τον έδει­χναν με το δάχτυ­λο και του έρι­χναν πέτρες όταν πέρ­να­γε με τα αστρα­φτε­ρά γένια του κάτω από τον τρο­πι­κό ήλιο. Όμως αυτό δεν έθλι­βε τον Μίστερ Τέϋ­λορ, για­τί είχε δια­βά­σει στον πρώ­το τόμο των Απά­ντων του Ουί­λιαμ Τζ. Νάϊτ πως, εάν δεν υπάρ­χει φθό­νος προς τους πλού­σιους η φτώ­χεια δεν ατι­μά­ζει τον άνθρωπο.

Σε λίγες βδο­μά­δες οι ντό­πιοι τον συνή­θι­σαν, όπως συνή­θι­σαν και τα εκκε­ντρι­κά ρού­χα του. Επι­πλέ­ον, καθώς είχε γαλά­ζια μάτια και μια ελα­φριά ξενι­κή προ­φο­ρά, ο Πρό­ε­δρος και ο Υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών του φέρο­νταν με μονα­δι­κό σεβα­σμό φοβού­με­νοι μήπως προ­κα­λέ­σουν διε­θνείς επι­πλο­κές. Τόσο φτω­χός και μίζε­ρος ήταν, που κάποια μέρα μπή­κε στην ζού­γκλα να βρει χόρ­τα για να τρα­φεί. Είχε περ­πα­τή­σει κάποια μέτρα χωρίς να τολ­μά­ει να γυρί­σει να κοι­τά­ξει πίσω του, όταν από καθα­ρή τύχη είδε πίσω από την χλόη δύο μάτια ιθα­γε­νών που, σίγου­ρα, τον παρα­τη­ρού­σαν. Μια μεγά­λη ανα­τρι­χί­λα διέ­τρε­ξε την ευαί­σθη­τη πλά­τη του Μίστερ Τέϋ­λορ. Όμως, ο Μίστερ Τέϋ­λορ ατρό­μη­τος αντι­με­τώ­πι­σε τον κίν­δυ­νο και συνέ­χι­σε τον δρό­μο του σφυ­ρί­ζο­ντας σαν να μην είχε δει τίποτα.

Με ένα πήδη­μα (που μόνο γατί­σιο μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί) ο ντό­πιος στά­θη­κε απέ­να­ντί του και φώναξε:

-“Buy head? Money, money”.

Παρ’ όλο που τα αγγλι­κά αυτά δεν μπο­ρού­σαν να ήταν χει­ρό­τε­ρα, ο Μίστερ Τέϋ­λορ, κάπως απρο­ε­τοί­μα­στος, κατά­λα­βε ότι ο ιθα­γε­νής ήθε­λε να του που­λή­σει ένα ανθρώ­πι­νο κεφά­λι, περί­ερ­γα συμπιε­σμέ­νο, που το κρα­τού­σε στα χέρια του. Δεν χρειά­ζε­ται να πού­με ότι ο Μίστερ Τέϋ­λορ δεν ήταν σε θέση να το αγο­ρά­σει. Όμως, καθώς προ­σποι­ή­θη­κε ότι δεν κατα­λά­βαι­νε, ο Ινδιά­νος ένοιω­σε τρο­με­ρά ταπει­νω­μέ­νος, για­τί δεν μιλού­σε καλά τα αγγλι­κά και του το χάρι­σε ζητώ­ντας συγγνώμη.

Μεγά­λη υπήρ­ξε η χαρά με την οποία γύρι­σε ο Μίστερ Τέϋ­λορ στην καλύ­βα του. Αυτή τη νύχτα ξαπλω­μέ­νος ανά­σκε­λα πάνω στο φτω­χι­κό χαλί από φοι­νι­κιές που το είχε για κρε­βά­τι, δια­κο­πτό­με­νος μόνο από το βου­η­τό των ξαναμ­μέ­νων μυγών που στρι­φο­γύ­ρι­ζαν κάνο­ντας πρό­στυ­χα έρω­τα, ο Μίστερ Τέϋ­λορ παρα­τή­ρη­σε με από­λαυ­ση για ένα λεπτό το περί­ερ­γο από­κτη­μά του. Την μεγα­λύ­τε­ρη αισθη­τι­κή από­λαυ­ση την έβγα­ζε μετρώ­ντας μία-μία τις τρί­χες της γενειά­δας και του μου­στα­κιού και βλέ­πο­ντας το ζευ­γά­ρι των ειρω­νι­κών ματιών που φαί­νο­νταν να του χαμο­γε­λούν ευχα­ρι­στώ­ντας τον για εκεί­νο το σεβα­σμό που του έδειξε.

Ο Μίστερ Τέύ­λορ ως άνθρω­πος ευρεί­ας κουλ­τού­ρας, είχε τη συνή­θεια να παρα­δί­δε­ται στην παρα­τή­ρη­ση, όμως αυτή τη φορά ένοιω­σε πλή­ξη με τους φιλο­σο­φι­κούς στο­χα­σμούς του και απο­φά­σι­σε να χαρί­σει το κεφά­λι σ’ ένα θείο του, τον Μίστερ Ρόλ­στον, κάτοι­κο της Νέας Υόρ­κης, ο οποί­ος από την πιο τρυ­φε­ρή παι­δι­κή ηλι­κία είχε παρου­σιά­σει μια έντο­νη κλί­ση προς τις πολι­τι­στι­κές εκδη­λώ­σεις των Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κών λαών. Λίγες μέρες μετά ο θεί­ος του Μίστερ Τέϋ­λορ του ζήτη­σε, αφού προη­γου­μέ­νως τον ρώτη­σε για την κατά­στα­ση της υγεί­ας του, να του κάνει την χάρη να του φέρει πέντε ακό­μα κεφά­λια. Ο Μίστερ Τέϋ­λορ συμ­φώ­νη­σε με ευχα­ρί­στη­ση με το καπρί­τσιο του Μίστερ Ρόλ­στον και – δεν είναι γνω­στό με ποιό τρό­πο – ταχυ­δρό­μη­σε αμέ­σως την απά­ντη­σή του ότι με «μεγά­λη ευχα­ρί­στη­ση θα ικα­νο­ποιού­σε τις επι­θυ­μί­ες του». Πολύ ευγνώ­μων ο Μ. Ρόλ­στον του ζήτη­σε άλλα δέκα. Ο Μίστερ Τέϋ­λορ ένοιω­σε «πολύ κολα­κευ­μέ­νος που μπό­ρε­σε να τον εξυ­πη­ρε­τή­σει». Όμως, μόλις πέρα­σε ένας μήνας εκεί­νος του ζήτη­σε την απο­στο­λή είκο­σι κεφα­λών. Ο Μίστερ Τέϋ­λορ, άνθρω­πος ωμός και με γένια, αλλά με φινε­τσά­τη καλ­λι­τε­χνι­κή αισθη­τι­κό­τη­τα, προ­αι­σθάν­θη­κε ότι ο αδερ­φός της μητέ­ρας του έκα­νε εμπό­ριο με αυτά.

Ωραία, αν θέλε­τε να το ξέρε­τε, έτσι ήταν. Με όλη την ειλι­κρί­νεια, ο κύριος Ρόλ­στον του έδω­σε να το κατα­λά­βει σε μια επι­στο­λή γεμά­τη έμπνευ­ση που οι δυνα­μι­κά εμπο­ρι­κοί όροι της έκα­ναν τις χορ­δές του ευαί­σθη­του πνεύ­μα­τος του Μίστερ Τέύ­λορ να τρέ­μουν όσο ποτέ.

Αμέ­σως έφτια­ξαν μια εται­ρία στην οποία ο Μίστερ Τέϋ­λορ δεσμευό­ταν να βρί­σκει και να στέλ­νει σε βιο­μη­χα­νι­κή κλί­μα­κα συμπιε­σμέ­να ανθρώ­πι­να κεφά­λια, ενώ ο Μ. Ρόλ­στον θα τα που­λού­σε όσο ακρι­βό­τε­ρα μπο­ρού­σε στην χώρα του. Τις πρώ­τες μέρες είχε κάποιες ενο­χλη­τι­κές δυσκο­λί­ες με κάποιους τύπους του τόπου. Όμως, ο Μίστερ Τέϋ­λορ που στην Βοστώ­νη είχε κερ­δί­σει τους καλύ­τε­ρους επαί­νους με ένα δοκί­μιο πάνω στο Γιό­σεφ Χέν­ρι Σίλι­μαν, απο­δεί­χθη­κε πολι­τι­κός και πήρε από τις αρχές όχι μόνο την ανα­γκαία άδεια για να εξά­γει, αλλά επι­πλέ­ον μια απο­κλει­στι­κή παρα­χώ­ρη­ση για ενε­νή­ντα εννέα χρό­νια. Λίγη μόνο προ­σπά­θεια του κόστι­σε να πεί­σει το Πολε­μι­κό Συμ­βού­λιο των Μάγων Νομο­θε­τών πως αυτό το πατριω­τι­κό βήμα θα πλού­τι­ζε σε σύντο­μο διά­στη­μα την κοι­νό­τη­τα και πως μετά θα είχαν όλοι οι διψα­σμέ­νοι καθη­γη­τές τη δυνα­τό­τη­τα (κάθε φορά που θα έκα­ναν ένα διά­λειμ­μα στην συλ­λο­γή κεφα­λιών) να πίνουν ένα ανα­ψυ­κτι­κό παγω­μέ­νο του οποί­ου ο ίδιος θα πρό­σφε­ρε τη μαγι­κή φόρ­μα του.

Όταν τα μέλη του Σώμα­τος μετά από μια μικρή, αλλά λαμπρή πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια κατά­λα­βαν τα τόσα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα, ένιω­σαν να βρά­ζει η αγά­πη τους για την πατρί­δα και σε τρεις μέρες κοι­νο­ποί­η­σαν μια δια­τα­γή απαι­τώ­ντας από το λαό να επι­σπεύ­σει την παρα­γω­γή σμι­κρυ­μέ­νων κεφαλιών.

Ύστε­ρα από κάποιους μήνες στην πατρί­δα του Μίστερ Τέϋ­λορ τα κεφά­λια απέ­κτη­σαν τέτοια ζήτη­ση που δεν την ξεχνά­με. Στην αρχή ήταν προ­νό­μιο των πιο εύπο­ρων οικο­γε­νειών, όμως η Δημο­κρα­τία είναι Δημο­κρα­τία και κανείς δεν μπο­ρεί να το αρνη­θεί και σε λίγες βδο­μά­δες μπό­ρε­σαν να τα απο­κτή­σουν μέχρι και οι δάσκα­λοι του σχο­λεί­ου. Ένα σπί­τι χωρίς το ανά­λο­γο κεφά­λι εθε­ω­ρεί­το σπί­τι απο­τυ­χη­μέ­νο. Γρή­γο­ρα ήρθαν οι συλ­λέ­κτες και μαζί με κεί­νους και οι αντι­φά­σεις. Το να είχες 17 κεφά­λια έφτα­σε να θεω­ρεί­ται κακό­γου­στο, ενώ ήταν καλό να έχεις 11.

Τόσο πολύ δια­δό­θη­καν που οι πραγ­μα­τι­κά εκλε­πτυ­σμέ­νοι έχα­σαν το ενδια­φέ­ρον τους και πια μόνο κατ’ εξαί­ρε­ση απο­κτού­σαν κανέ­να κεφά­λι, εάν παρου­σί­α­ζε κάποια ιδιαι­τε­ρό­τη­τα που το ξεχώ­ρι­ζε από ένα κοι­νό κεφά­λι. Ένα πολύ σπά­νιο κεφά­λι, με μου­στά­κια σε στυλ Πρου­σί­ας που άνη­κε σ’ έναν στρα­τη­γό εν ζωή αρκε­τά παρα­ση­μο­φο­ρη­μέ­νο, παρα­χω­ρή­θη­κε στο Ινστι­τού­το Ντάν­φελ­λερ, το οποίο από την πλευ­ρά του δώρι­σε τρει­σή­μι­σι εκα­τομ­μύ­ρια δολά­ρια για να προ­ω­θή­σει την διά­δο­ση αυτής της τόσο συναρ­πα­στι­κής πολι­τι­στι­κής εκδή­λω­σης των Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κών λαών.

Εν τω μετα­ξύ η φυλή είχε προ­ο­δεύ­σει σε τέτοιο βαθ­μό που είχε πια ένα μικρό δρό­μο γύρω από το νομο­θε­τι­κό μέγα­ρο. Σ’ αυτό τον χαρού­με­νο δρό­μο βολ­τά­ρι­ζαν τις Κυρια­κές και την Ημέ­ρα της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας τα μέλη του Κογκρέ­σου ψιλο­βη­χώ­ντας, επι­δεί­χνο­ντας τα φτε­ρά τους, πολύ σοβα­ροί γελώ­ντας, στα ποδή­λα­τα που τους είχε χαρί­σει η Εταιρία.

Ωστό­σο, δεν είναι όλοι οι και­ροί καλοί. Σε μια στιγ­μή που το περί­με­ναν λιγό­τε­ρο, παρου­σιά­στη­κε η πρώ­τη έλλει­ψη κεφα­λιών. Τότε άρχι­σε το πιο «χαρού­με­νο» μέρος της γιορτής.

Οι θάνα­τοι από μόνοι τους ήταν ήδη ανε­παρ­κείς. Ο Υπουρ­γός Δημό­σιας Υγεί­ας ήταν ειλι­κρι­νής και ένα βρά­δυ νεφε­λώ­δες με το φως σβη­σμέ­νο, που δεν μπο­ρού­σε να κοι­μη­θεί, εξο­μο­λο­γή­θη­κε στην γυναί­κα του, εφό­σον της είχε χαϊ­δέ­ψει για λίγο το στή­θος, πως θεω­ρού­σε τον εαυ­τό του ανί­κα­νο να ανε­βά­σει τη θνη­σι­μό­τη­τα σ’ ένα επί­πε­δο επι­θυ­μη­τό για τα συμ­φέ­ρο­ντα της Εται­ρί­ας. Η γυναί­κα του απά­ντη­σε να μην ανη­συ­χεί και θα κοί­τα­ζε με ποιόν τρό­πο θα πήγαι­ναν όλα καλά και ότι θάταν καλύ­τε­ρο να κοι­μη­θούν. Για να διορ­θω­θεί αυτή η διοι­κη­τι­κή ανε­πάρ­κεια ήταν απα­ραί­τη­το να ληφθούν μέτρα ηρω­ι­κά και τότε καθιε­ρώ­θη­κε η ποι­νή του θανά­του με αυστη­ρή μορ­φή. Οι νομι­κοί συμ­βου­λεύ­τη­καν οι μεν τους δε και ανέ­βα­σαν στην κατη­γο­ρία του εγκλή­μα­τος ακό­μη και την πιο ασή­μα­ντη παρά­λει­ψη επί ποι­νής αγχό­νης ή του­φε­κι­σμού, ανά­λο­γα με τη σοβα­ρό­τη­τα της παρά­λει­ψης. Ακό­μα και τα πιο απλά λάθη περ­νού­σαν για έγκλημα.

Ένα παρά­δειγ­μα: εάν σε μια κοι­νή συνο­μι­λία κάποιος από απλή απρο­σε­ξία έλε­γε «κάνει πολ­λή ζέστη» και ύστε­ρα μπο­ρού­σε να απο­δει­χθεί με το θερ­μό­με­τρο στο χέρι πως στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα η ζέστη δεν ήταν τόσο μεγά­λη, του έβα­ζαν ένα μικρό τίμη­μα και εν συνέ­χεια τον εκτε­λού­σαν, έδι­ναν το κεφά­λι στην Εται­ρία και, πρέ­πει να το πού­με αυτό, τον κορ­μό και τα άκρα τα έδι­ναν στους πονε­μέ­νους συγ­γε­νείς. Η νομο­θε­σία επί των ασθε­νειών είχε άμε­ση αντα­νά­κλα­ση και σχο­λιά­στη­κε πολύ από το Διπλω­μα­τι­κό Σώμα και τα Υπουρ­γεία Εξω­τε­ρι­κών φίλων δυνά­με­ων. Σύμ­φω­να με αυτή την αξιο­μνη­μό­νευ­τη νομο­θε­σία παρα­χω­ρού­νταν 24 ώρες στους βαριά ασθε­νείς για να τακτο­ποι­ή­σουν τις υπο­θέ­σεις τους και έπει­τα να πεθά­νουν. Όμως, εάν σ’ αυτό το χρο­νι­κό διά­στη­μα είχαν την τύχη να κολ­λή­σουν την αρρώ­στια στην οικο­γέ­νειά τους, τους παρα­χω­ρού­νταν τόσες φορές ενός μηνός ανα­βο­λή όσους συγ­γε­νείς είχαν μολύ­νει. Τα θύμα­τα των ελα­φρών ασθε­νειών και οι απλώς αδιά­θε­τοι άξι­ζαν την περι­φρό­νη­ση της πατρί­δας και οποιοσ­δή­πο­τε μπο­ρού­σε στο δρό­μο να τους φτύ­σει στο πρόσωπο.

Για πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία ανα­γνω­ρί­στη­κε η αξία των για­τρών (πολ­λοί ήταν υπο­ψή­φιοι για το βρα­βείο Νόμπελ) που δεν γιά­τρευαν κανέ­να. Το να πεθά­νεις μετα­τρά­πη­κε σε παρά­δειγ­μα του πλέ­ον ανώ­τε­ρου πατριω­τι­σμού, όχι μόνο σε εθνι­κό επί­πε­δο, αλλά και στο πιο δοξα­σμέ­νο επί­πε­δο, το ηπειρωτικό.

Με την ώθη­ση που πέτυ­χαν άλλες επι­κου­ρι­κές βιο­μη­χα­νί­ες ( πρώ­τα αυτή των φέρε­τρων π.χ. που άνθι­ζε με την τεχνι­κή βοή­θεια της Εται­ρί­ας) η χώρα μπή­κε, όπως λέγε­ται, σε μια περί­ο­δο μεγά­λης οικο­νο­μι­κής ακμής. Αυτή η ώθη­ση απο­δεί­χθη­κε με ένα και­νούρ­γιο ανθι­σμέ­νο δρό­μο όπου περ­πα­τού­σαν οι κυρί­ες των βου­λευ­τών τυλιγ­μέ­νες στη μελαγ­χο­λία των χρυ­σω­μέ­νων απο­γευ­μά­των του φθι­νό­πω­ρου, τα γλυ­κά κεφα­λά­κια των οποί­ων έλε­γαν πως ναι, πως ναι όλα ήταν καλά, όταν κάποιος δημο­σιο­γρά­φος εξυ­πη­ρε­τι­κός τις χαι­ρε­τού­σε από την άλλη πλευ­ρά χαμο­γε­λώ­ντας και σηκώ­νο­ντας το σομπρέ­ρο του. Επι­πλέ­ον θα υπεν­θυ­μί­σω πως ένας απ’ αυτούς τους δημο­σιο­γρά­φους ο οποί­ος σε κάποια περί­στα­ση εξέ­πεμ­ψε ένα υγρό φτάρ­νι­σμα που δεν μπό­ρε­σε να δικαιο­λο­γή­σει, κατη­γο­ρή­θη­κε σαν εξτρε­μι­στής και οδη­γή­θη­κε στον τοί­χο της εκτέ­λε­σης. Μόνο μετά από το ανι­διο­τε­λές τέλος του οι ακα­δη­μαϊ­κοί ανα­γνώ­ρι­σαν πως αυτός ο δημο­σιο­γρά­φος ήταν από τα πιο μεγά­λα κεφά­λια της χώρας. Όμως, από τη στιγ­μή που συμπιέ­στη­κε δεν φαι­νό­ταν καν η διαφορά.

Και ο Μίστερ Τέϋ­λορ; Αυτό τον χρό­νο είχε διο­ρι­στεί μονα­δι­κός σύμ­βου­λος του Συνταγ­μα­τι­κού Προ­έ­δρου. Τώρα, και σαν παρά­δειγ­μα αυτού που μπο­ρεί να κατα­φέ­ρει η ατο­μι­κή προ­σπά­θεια, είχε απο­κτή­σει τερά­στια περιου­σία. Αυτό δεν του δημιουρ­γού­σε τύψεις, για­τί είχε δια­βά­σει στον τελευ­ταίο τόμο των Απά­ντων του Ουί­λιαμ Τζ. Νάϊτ πώς το να είσαι εκα­τομ­μυ­ριού­χος δεν είναι ατι­μία, αρκεί να μην περι­φρο­νείς τους φτωχούς.

Πιστεύω ότι μ’ αυτήν θα είναι η δεύ­τε­ρη φορά που λέω πως δεν είναι όλοι οι και­ροί καλοί. Δεδο­μέ­νης της ευε­ξί­ας του εμπο­ρί­ου έφτα­σε η στιγ­μή που από το γει­το­νι­κό χώρο είχαν μεί­νει μόνο οι αρχές, οι σύζυ­γοί τους και οι δημο­σιο­γρά­φοι και οι σύζυ­γοί τους. Χωρίς μεγά­λη προ­σπά­θεια ο εγκέ­φα­λος του Μίστερ Τέϋ­λορ σκέ­φτη­κε ότι το μονα­δι­κό φάρ­μα­κο ήταν ν’ αρχί­σουν τον πόλε­μο με τις γει­το­νι­κές φυλές. Για­τί όχι; Η πρό­ο­δος, βλέπετε.

Με τη βοή­θεια κάποιων μικρών κανο­νιών η πρώ­τη φυλή απο­κε­φα­λί­στη­κε μόλις μέσα σε τρεις μήνες. Ο Μίστερ Τέϋ­λορ από­λαυ­σε τη δόξα της επέ­κτα­σης της εξου­σί­ας του.

Μετά ήρθε η σει­ρά της δεύ­τε­ρης φυλής, της τρί­της, της τέταρ­της, της πέμ­πτης. Η πρό­ο­δος επε­κτά­θη­κε με τέτοια ταχύ­τη­τα που έφθα­σε η ώρα που παρά τις προ­σπά­θειες των τεχνι­κών δεν στά­θη­κε δυνα­τόν να βρουν γει­το­νι­κές φυλές για να τους κηρύ­ξουν τον πόλε­μο. Ήταν η αρχή του τέλους.

Οι μικροί δρό­μοι άρχι­σαν να αραιώ­νουν. Μόνο κάπου-κάπου φαί­νο­νταν να περ­νά­ει απ’ αυτούς καμιά κυρία ή κανείς δαφ­νο­στε­φα­νω­μέ­νος ποι­η­τής με το βιβλίο του κάτω από το μπρά­τσο. Τα ζιζά­νια εκ νέου τους σκέ­πα­σε κάνο­ντας το ντε­λι­κά­το πέρα­σμα των κυριών και δύσκο­λο και αγκα­θώ­δες. Με τα κεφά­λια άρχι­ζαν να σπα­νί­ζουν και τα ποδή­λα­τα και σχε­δόν εξα­φα­νί­στη­καν από παντού οι χαρού­με­νοι και αισιό­δο­ξοι χαιρετισμοί.

Ο κατα­σκευα­στής φέρε­τρων ήταν πιο θλιμ­μέ­νος και σκυ­θρω­πός από ποτέ και όλοι ένοιω­θαν σαν να είχαν στα­μα­τή­σει να θυμού­νται ένα ευχά­ρι­στο όνει­ρο, ένα όνει­ρο φαντα­στι­κό στο οποίο εσύ βρί­σκεις ένα πορ­το­φό­λι γεμά­το από χρυ­σά νομί­σμα­τα και το βάζεις κάτω από το μαξι­λά­ρι και συνε­χί­ζεις να κοι­μά­σαι και την άλλη μέρα πολύ νωρίς με το ξύπνη­μα το ψάχνεις και βρί­σκε­σαι με το άδειο πορτοφόλι.

Παρό­λα αυτά το εμπό­ριο δια­τη­ρού­νταν με κόπο, αλλά πια ήταν δύσκο­λο να κοι­μη­θεί κανείς από φόβο να βρε­θεί εξα­γό­με­νος νωρίς το πρωί. Στην πατρί­δα του Μίστερ Τέϋ­λορ, φυσι­κά, η ζήτη­ση ήταν κάθε φορά μεγα­λύ­τε­ρη. Καθη­με­ρι­νά εμφα­νί­ζο­νταν νέες εφευ­ρέ­σεις, όμως κατά βάθος κανείς δεν πίστευε σ’ αυτές και όλοι ζητού­σαν τα ισπα­νο­α­με­ρι­κά­νι­κα κεφαλάκια.

Ήρθε η τελευ­ταία κρί­ση. Ο Μίστερ Ρόλ­στον ζητού­σε και ζητού­σε απελ­πι­σμέ­νος περισ­σό­τε­ρα κεφά­λια. Παρ’ όλο που οι μετο­χές της Εται­ρί­ας είχαν υπο­στεί μια από­το­μη πτώ­ση, ο Μίστερ Ρόλ­στον πίστευε ότι ο ανι­ψιός του θα έκα­νε κάτι που θα τον έβγα­ζε από εκεί­νη την κατά­στα­ση. Οι απο­στο­λές, άλλο­τε καθη­με­ρι­νές, λιγό­στε­ψαν σε μία ανά μήνα πλέ­ον με οτι­δή­πο­τε, με κεφά­λια παι­διών, κυριών, βου­λευ­τών. Ξαφ­νι­κά στα­μά­τη­σαν εξ ολοκλήρου.

Μια Παρα­σκευή ψυχρή και γκρί­ζα ο Μίστερ Ρόλ­στον γυρί­ζο­ντας από το Χρη­μα­τι­στή­ριο και μπα­φια­σμέ­νος ακό­μα από τις κραυ­γές και το αξιο­θρή­νη­το θέα­μα του πανι­κού των συνα­δέρ­φων του, απο­φά­σι­σε να πηδή­ξει από το παρά­θυ­ρο (αντί να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει το πιστό­λι, ο θόρυ­βος του οποί­ου θα τον είχε γεμί­σει τρό­μο), όταν ανοί­γο­ντας ένα ταχυ­δρο­μι­κό πακέ­το βρή­κε το κεφά­λι του Μίστερ Τέϋ­λορ που του χαμο­γε­λού­σε από μακριά, από το άγριο Αμα­ζό­νιο, μ’ ένα ψεύ­τι­κο παι­δι­κό χαμό­γε­λο που έμοια­ζε να του λέει: «Συγ­γνώ­μη, συγ­γνώ­μη, δεν θα το ξανακάνω».

*H Αγγε­λι­κή Αλε­ξο­πού­λου είναι φιλόλογος.

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο