Επιμέλεια Άννεκε Ιωαννάτου //
Εισαγωγή
Ο «Μίστερ Τέϋλορ» είναι ίσως το πιο γνωστό διήγημα του συγγραφέα. Είναι η ιστορία ενός Αμερικανού τουρίστα που τυχαία ανακαλύπτει την οικονομική και τουριστική αξία των «σμικρυμένων κεφαλιών» που παράγει μια γηγενής φυλή σε μια λατινοαμερικανική χώρα. Μια ιστορία που μας κάνει να γελάσουμε, αλλά σίγουρα και να προβληματιστούμε με το ηθικό και πολιτικό δίδαγμά του. Στην πραγματικότητα το διήγημα είναι μια παραβολή του οικονομικού και πολιτιστικού ιμπεριαλισμού ενός ισχυρού έθνους το οποίο κυριαρχεί πάνω σ’ ένα άλλο έθνος εξαρτημένο. Η εφευρετικότητα και η εμπορική αρπακτικότητα του γκρίγκο, η αναπόφευκτη υποβάθμιση των ινδιάνικων παραδόσεων προς όφελος της μαζικής κατανάλωσης, η υποταγή των τοπικών αρχόντων, η φαντασιόπληκτη ελπίδα να θέλεις να βγεις από τη φτώχεια παράγοντας «νεωτερισμούς» για το ξένο εμπόριο για να σταχυολογήσουμε μερικά από τα μηνύματα στα οποία είναι τόσο πλούσιο το διήγημα «Μίστερ Τέϋλορ». Το συμβόλαιο για να πωληθούν στις ΗΠΑ τα συμπιεσμένα κεφάλια παραχωρείται αποκλειστικά για «ενενήντα εννιά χρόνια» και θυμίζει την παραχώρηση του καναλιού του Παναμά, ενώ η μνεία «ενός αναψυκτικού πολύ κρύου» αναφέρεται ολοφάνερα στην πανταχού παρούσα Κόκα-κόλα» κλπ. Η εμπορική αυτή περιπέτεια καλύπτει γρήγορα όλη την προμηθεύτρια χώρα και δημιουργεί μια κρίση στην μητρόπολη τελειώνοντας τραγικά για τον Μίστερ Τέϋλορ. Η ζήτηση κεφαλιών είναι τόσο μεγάλη που σχεδόν δεν μένει κανένας ζωντανός.
Ποιος είναι ο συγγραφέας
Ο Αουγκούστο Μοντερόσο, στην Ελλάδα γνωστός για το αριστουργηματικό διήγημά του «Ο δεινόσαυρος», γεννήθηκε στην πρωτεύουσα της Ονδούρας από μητέρα Ονδουρέζα και πατέρα Γουατεμαλέζο. Στα δεκαπέντε του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στη Γουατεμάλα. Αναγκάστηκε να φύγει στο Μεξικό λόγω των πολιτικών του δραστηριοτήτων ενάντια στη δικτατορία του Χόρχε Ουμπίκο. Μόνο κατά τη διάρκεια των δημοκρατικών κυβερνήσεων των Αρέβαλο και Άρμπενς επέστρεψε στη χώρα του αναλαμβάνοντας διπλωματικές θέσεις στο Μεξικό και τη Βολιβία. Όταν ανατράπηκε ο Χακόμπο Άρμπενς το 1954 από πραξικόπημα της ΣΙΑ για χάρη των συμφερόντων της εταιρίας μπανάνας United Fruit Company (το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπανάνας»), παραιτήθηκε από το αξίωμά του, αυτοεξορίστηκε στη Χιλή για 2 χρόνια και επέστρεψε στο Μεξικό, όπου παρέμεινε οριστικά και δημιούργησε σχεδόν όλο το έργο του. Το «Μίστερ Τέϋλορ» γράφτηκε στη Βολιβία το 1954, σημαδιακή χρονιά δηλαδή. Η διήγηση παρουσιάζεται σαν ένα πραγματικό ανέκδοτο το οποίο κάποιος αφηγείται μπροστά σ’ ένα ακροατήριο από φίλους που ανταλλάσσουν ιστορίες διασκεδαστικές.
ΜΙΣΤΕΡ ΤΕΥΛΟΡ
Μετάφραση: Αγγελική Αλεξοπούλου*
Επιμέλεια: Άννεκε ΙωαννάτουΛιγότερο σπάνια, αν και χωρίς αμφιβολία παραδειγματική, είπε τότε ο άλλος, είναι η ιστορία του Μίστερ Πέρσυ Τέϋλορ, κυνηγού κεφαλών στην ζούγκλα του Αμαζονίου. Είναι γνωστό ότι το 1937 έφυγε από τη Βοστώνη της Μασαχουσέτης, όπου είχε καλλιεργήσει την ψυχή του μέχρι να φτάσει στο σημείο να μην έχει ούτε δεκάρα. Το 1944 εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Νότια Αμερική, στην περιοχή του Αμαζονίου συμβιώνοντας με τους ιθαγενείς μιας φυλής της οποίας το όνομα δεν χρειάζεται να θυμάμαι.
Για τους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και την ασθενική του εμφάνιση γρήγορα έγινε γνωστός σαν ο «φτωχός γκρίνγκο» και τα παιδιά του σχολείου τον έδειχναν με το δάχτυλο και του έριχναν πέτρες όταν πέρναγε με τα αστραφτερά γένια του κάτω από τον τροπικό ήλιο. Όμως αυτό δεν έθλιβε τον Μίστερ Τέϋλορ, γιατί είχε διαβάσει στον πρώτο τόμο των Απάντων του Ουίλιαμ Τζ. Νάϊτ πως, εάν δεν υπάρχει φθόνος προς τους πλούσιους η φτώχεια δεν ατιμάζει τον άνθρωπο.
Σε λίγες βδομάδες οι ντόπιοι τον συνήθισαν, όπως συνήθισαν και τα εκκεντρικά ρούχα του. Επιπλέον, καθώς είχε γαλάζια μάτια και μια ελαφριά ξενική προφορά, ο Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών του φέρονταν με μοναδικό σεβασμό φοβούμενοι μήπως προκαλέσουν διεθνείς επιπλοκές. Τόσο φτωχός και μίζερος ήταν, που κάποια μέρα μπήκε στην ζούγκλα να βρει χόρτα για να τραφεί. Είχε περπατήσει κάποια μέτρα χωρίς να τολμάει να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του, όταν από καθαρή τύχη είδε πίσω από την χλόη δύο μάτια ιθαγενών που, σίγουρα, τον παρατηρούσαν. Μια μεγάλη ανατριχίλα διέτρεξε την ευαίσθητη πλάτη του Μίστερ Τέϋλορ. Όμως, ο Μίστερ Τέϋλορ ατρόμητος αντιμετώπισε τον κίνδυνο και συνέχισε τον δρόμο του σφυρίζοντας σαν να μην είχε δει τίποτα.
Με ένα πήδημα (που μόνο γατίσιο μπορούσε να χαρακτηριστεί) ο ντόπιος στάθηκε απέναντί του και φώναξε:
-“Buy head? Money, money”.
Παρ’ όλο που τα αγγλικά αυτά δεν μπορούσαν να ήταν χειρότερα, ο Μίστερ Τέϋλορ, κάπως απροετοίμαστος, κατάλαβε ότι ο ιθαγενής ήθελε να του πουλήσει ένα ανθρώπινο κεφάλι, περίεργα συμπιεσμένο, που το κρατούσε στα χέρια του. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι ο Μίστερ Τέϋλορ δεν ήταν σε θέση να το αγοράσει. Όμως, καθώς προσποιήθηκε ότι δεν καταλάβαινε, ο Ινδιάνος ένοιωσε τρομερά ταπεινωμένος, γιατί δεν μιλούσε καλά τα αγγλικά και του το χάρισε ζητώντας συγγνώμη.
Μεγάλη υπήρξε η χαρά με την οποία γύρισε ο Μίστερ Τέϋλορ στην καλύβα του. Αυτή τη νύχτα ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο φτωχικό χαλί από φοινικιές που το είχε για κρεβάτι, διακοπτόμενος μόνο από το βουητό των ξαναμμένων μυγών που στριφογύριζαν κάνοντας πρόστυχα έρωτα, ο Μίστερ Τέϋλορ παρατήρησε με απόλαυση για ένα λεπτό το περίεργο απόκτημά του. Την μεγαλύτερη αισθητική απόλαυση την έβγαζε μετρώντας μία-μία τις τρίχες της γενειάδας και του μουστακιού και βλέποντας το ζευγάρι των ειρωνικών ματιών που φαίνονταν να του χαμογελούν ευχαριστώντας τον για εκείνο το σεβασμό που του έδειξε.
Ο Μίστερ Τέύλορ ως άνθρωπος ευρείας κουλτούρας, είχε τη συνήθεια να παραδίδεται στην παρατήρηση, όμως αυτή τη φορά ένοιωσε πλήξη με τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του και αποφάσισε να χαρίσει το κεφάλι σ’ ένα θείο του, τον Μίστερ Ρόλστον, κάτοικο της Νέας Υόρκης, ο οποίος από την πιο τρυφερή παιδική ηλικία είχε παρουσιάσει μια έντονη κλίση προς τις πολιτιστικές εκδηλώσεις των Ισπανοαμερικανικών λαών. Λίγες μέρες μετά ο θείος του Μίστερ Τέϋλορ του ζήτησε, αφού προηγουμένως τον ρώτησε για την κατάσταση της υγείας του, να του κάνει την χάρη να του φέρει πέντε ακόμα κεφάλια. Ο Μίστερ Τέϋλορ συμφώνησε με ευχαρίστηση με το καπρίτσιο του Μίστερ Ρόλστον και – δεν είναι γνωστό με ποιό τρόπο – ταχυδρόμησε αμέσως την απάντησή του ότι με «μεγάλη ευχαρίστηση θα ικανοποιούσε τις επιθυμίες του». Πολύ ευγνώμων ο Μ. Ρόλστον του ζήτησε άλλα δέκα. Ο Μίστερ Τέϋλορ ένοιωσε «πολύ κολακευμένος που μπόρεσε να τον εξυπηρετήσει». Όμως, μόλις πέρασε ένας μήνας εκείνος του ζήτησε την αποστολή είκοσι κεφαλών. Ο Μίστερ Τέϋλορ, άνθρωπος ωμός και με γένια, αλλά με φινετσάτη καλλιτεχνική αισθητικότητα, προαισθάνθηκε ότι ο αδερφός της μητέρας του έκανε εμπόριο με αυτά.
Ωραία, αν θέλετε να το ξέρετε, έτσι ήταν. Με όλη την ειλικρίνεια, ο κύριος Ρόλστον του έδωσε να το καταλάβει σε μια επιστολή γεμάτη έμπνευση που οι δυναμικά εμπορικοί όροι της έκαναν τις χορδές του ευαίσθητου πνεύματος του Μίστερ Τέύλορ να τρέμουν όσο ποτέ.
Αμέσως έφτιαξαν μια εταιρία στην οποία ο Μίστερ Τέϋλορ δεσμευόταν να βρίσκει και να στέλνει σε βιομηχανική κλίμακα συμπιεσμένα ανθρώπινα κεφάλια, ενώ ο Μ. Ρόλστον θα τα πουλούσε όσο ακριβότερα μπορούσε στην χώρα του. Τις πρώτες μέρες είχε κάποιες ενοχλητικές δυσκολίες με κάποιους τύπους του τόπου. Όμως, ο Μίστερ Τέϋλορ που στην Βοστώνη είχε κερδίσει τους καλύτερους επαίνους με ένα δοκίμιο πάνω στο Γιόσεφ Χένρι Σίλιμαν, αποδείχθηκε πολιτικός και πήρε από τις αρχές όχι μόνο την αναγκαία άδεια για να εξάγει, αλλά επιπλέον μια αποκλειστική παραχώρηση για ενενήντα εννέα χρόνια. Λίγη μόνο προσπάθεια του κόστισε να πείσει το Πολεμικό Συμβούλιο των Μάγων Νομοθετών πως αυτό το πατριωτικό βήμα θα πλούτιζε σε σύντομο διάστημα την κοινότητα και πως μετά θα είχαν όλοι οι διψασμένοι καθηγητές τη δυνατότητα (κάθε φορά που θα έκαναν ένα διάλειμμα στην συλλογή κεφαλιών) να πίνουν ένα αναψυκτικό παγωμένο του οποίου ο ίδιος θα πρόσφερε τη μαγική φόρμα του.
Όταν τα μέλη του Σώματος μετά από μια μικρή, αλλά λαμπρή πνευματική προσπάθεια κατάλαβαν τα τόσα πλεονεκτήματα, ένιωσαν να βράζει η αγάπη τους για την πατρίδα και σε τρεις μέρες κοινοποίησαν μια διαταγή απαιτώντας από το λαό να επισπεύσει την παραγωγή σμικρυμένων κεφαλιών.
Ύστερα από κάποιους μήνες στην πατρίδα του Μίστερ Τέϋλορ τα κεφάλια απέκτησαν τέτοια ζήτηση που δεν την ξεχνάμε. Στην αρχή ήταν προνόμιο των πιο εύπορων οικογενειών, όμως η Δημοκρατία είναι Δημοκρατία και κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί και σε λίγες βδομάδες μπόρεσαν να τα αποκτήσουν μέχρι και οι δάσκαλοι του σχολείου. Ένα σπίτι χωρίς το ανάλογο κεφάλι εθεωρείτο σπίτι αποτυχημένο. Γρήγορα ήρθαν οι συλλέκτες και μαζί με κείνους και οι αντιφάσεις. Το να είχες 17 κεφάλια έφτασε να θεωρείται κακόγουστο, ενώ ήταν καλό να έχεις 11.
Τόσο πολύ διαδόθηκαν που οι πραγματικά εκλεπτυσμένοι έχασαν το ενδιαφέρον τους και πια μόνο κατ’ εξαίρεση αποκτούσαν κανένα κεφάλι, εάν παρουσίαζε κάποια ιδιαιτερότητα που το ξεχώριζε από ένα κοινό κεφάλι. Ένα πολύ σπάνιο κεφάλι, με μουστάκια σε στυλ Προυσίας που άνηκε σ’ έναν στρατηγό εν ζωή αρκετά παρασημοφορημένο, παραχωρήθηκε στο Ινστιτούτο Ντάνφελλερ, το οποίο από την πλευρά του δώρισε τρεισήμισι εκατομμύρια δολάρια για να προωθήσει την διάδοση αυτής της τόσο συναρπαστικής πολιτιστικής εκδήλωσης των Ισπανοαμερικανικών λαών.
Εν τω μεταξύ η φυλή είχε προοδεύσει σε τέτοιο βαθμό που είχε πια ένα μικρό δρόμο γύρω από το νομοθετικό μέγαρο. Σ’ αυτό τον χαρούμενο δρόμο βολτάριζαν τις Κυριακές και την Ημέρα της Ανεξαρτησίας τα μέλη του Κογκρέσου ψιλοβηχώντας, επιδείχνοντας τα φτερά τους, πολύ σοβαροί γελώντας, στα ποδήλατα που τους είχε χαρίσει η Εταιρία.
Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι καιροί καλοί. Σε μια στιγμή που το περίμεναν λιγότερο, παρουσιάστηκε η πρώτη έλλειψη κεφαλιών. Τότε άρχισε το πιο «χαρούμενο» μέρος της γιορτής.
Οι θάνατοι από μόνοι τους ήταν ήδη ανεπαρκείς. Ο Υπουργός Δημόσιας Υγείας ήταν ειλικρινής και ένα βράδυ νεφελώδες με το φως σβησμένο, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί, εξομολογήθηκε στην γυναίκα του, εφόσον της είχε χαϊδέψει για λίγο το στήθος, πως θεωρούσε τον εαυτό του ανίκανο να ανεβάσει τη θνησιμότητα σ’ ένα επίπεδο επιθυμητό για τα συμφέροντα της Εταιρίας. Η γυναίκα του απάντησε να μην ανησυχεί και θα κοίταζε με ποιόν τρόπο θα πήγαιναν όλα καλά και ότι θάταν καλύτερο να κοιμηθούν. Για να διορθωθεί αυτή η διοικητική ανεπάρκεια ήταν απαραίτητο να ληφθούν μέτρα ηρωικά και τότε καθιερώθηκε η ποινή του θανάτου με αυστηρή μορφή. Οι νομικοί συμβουλεύτηκαν οι μεν τους δε και ανέβασαν στην κατηγορία του εγκλήματος ακόμη και την πιο ασήμαντη παράλειψη επί ποινής αγχόνης ή τουφεκισμού, ανάλογα με τη σοβαρότητα της παράλειψης. Ακόμα και τα πιο απλά λάθη περνούσαν για έγκλημα.
Ένα παράδειγμα: εάν σε μια κοινή συνομιλία κάποιος από απλή απροσεξία έλεγε «κάνει πολλή ζέστη» και ύστερα μπορούσε να αποδειχθεί με το θερμόμετρο στο χέρι πως στην πραγματικότητα η ζέστη δεν ήταν τόσο μεγάλη, του έβαζαν ένα μικρό τίμημα και εν συνέχεια τον εκτελούσαν, έδιναν το κεφάλι στην Εταιρία και, πρέπει να το πούμε αυτό, τον κορμό και τα άκρα τα έδιναν στους πονεμένους συγγενείς. Η νομοθεσία επί των ασθενειών είχε άμεση αντανάκλαση και σχολιάστηκε πολύ από το Διπλωματικό Σώμα και τα Υπουργεία Εξωτερικών φίλων δυνάμεων. Σύμφωνα με αυτή την αξιομνημόνευτη νομοθεσία παραχωρούνταν 24 ώρες στους βαριά ασθενείς για να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους και έπειτα να πεθάνουν. Όμως, εάν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα είχαν την τύχη να κολλήσουν την αρρώστια στην οικογένειά τους, τους παραχωρούνταν τόσες φορές ενός μηνός αναβολή όσους συγγενείς είχαν μολύνει. Τα θύματα των ελαφρών ασθενειών και οι απλώς αδιάθετοι άξιζαν την περιφρόνηση της πατρίδας και οποιοσδήποτε μπορούσε στο δρόμο να τους φτύσει στο πρόσωπο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία αναγνωρίστηκε η αξία των γιατρών (πολλοί ήταν υποψήφιοι για το βραβείο Νόμπελ) που δεν γιάτρευαν κανένα. Το να πεθάνεις μετατράπηκε σε παράδειγμα του πλέον ανώτερου πατριωτισμού, όχι μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και στο πιο δοξασμένο επίπεδο, το ηπειρωτικό.
Με την ώθηση που πέτυχαν άλλες επικουρικές βιομηχανίες ( πρώτα αυτή των φέρετρων π.χ. που άνθιζε με την τεχνική βοήθεια της Εταιρίας) η χώρα μπήκε, όπως λέγεται, σε μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ακμής. Αυτή η ώθηση αποδείχθηκε με ένα καινούργιο ανθισμένο δρόμο όπου περπατούσαν οι κυρίες των βουλευτών τυλιγμένες στη μελαγχολία των χρυσωμένων απογευμάτων του φθινόπωρου, τα γλυκά κεφαλάκια των οποίων έλεγαν πως ναι, πως ναι όλα ήταν καλά, όταν κάποιος δημοσιογράφος εξυπηρετικός τις χαιρετούσε από την άλλη πλευρά χαμογελώντας και σηκώνοντας το σομπρέρο του. Επιπλέον θα υπενθυμίσω πως ένας απ’ αυτούς τους δημοσιογράφους ο οποίος σε κάποια περίσταση εξέπεμψε ένα υγρό φτάρνισμα που δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει, κατηγορήθηκε σαν εξτρεμιστής και οδηγήθηκε στον τοίχο της εκτέλεσης. Μόνο μετά από το ανιδιοτελές τέλος του οι ακαδημαϊκοί αναγνώρισαν πως αυτός ο δημοσιογράφος ήταν από τα πιο μεγάλα κεφάλια της χώρας. Όμως, από τη στιγμή που συμπιέστηκε δεν φαινόταν καν η διαφορά.
Και ο Μίστερ Τέϋλορ; Αυτό τον χρόνο είχε διοριστεί μοναδικός σύμβουλος του Συνταγματικού Προέδρου. Τώρα, και σαν παράδειγμα αυτού που μπορεί να καταφέρει η ατομική προσπάθεια, είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία. Αυτό δεν του δημιουργούσε τύψεις, γιατί είχε διαβάσει στον τελευταίο τόμο των Απάντων του Ουίλιαμ Τζ. Νάϊτ πώς το να είσαι εκατομμυριούχος δεν είναι ατιμία, αρκεί να μην περιφρονείς τους φτωχούς.
Πιστεύω ότι μ’ αυτήν θα είναι η δεύτερη φορά που λέω πως δεν είναι όλοι οι καιροί καλοί. Δεδομένης της ευεξίας του εμπορίου έφτασε η στιγμή που από το γειτονικό χώρο είχαν μείνει μόνο οι αρχές, οι σύζυγοί τους και οι δημοσιογράφοι και οι σύζυγοί τους. Χωρίς μεγάλη προσπάθεια ο εγκέφαλος του Μίστερ Τέϋλορ σκέφτηκε ότι το μοναδικό φάρμακο ήταν ν’ αρχίσουν τον πόλεμο με τις γειτονικές φυλές. Γιατί όχι; Η πρόοδος, βλέπετε.
Με τη βοήθεια κάποιων μικρών κανονιών η πρώτη φυλή αποκεφαλίστηκε μόλις μέσα σε τρεις μήνες. Ο Μίστερ Τέϋλορ απόλαυσε τη δόξα της επέκτασης της εξουσίας του.
Μετά ήρθε η σειρά της δεύτερης φυλής, της τρίτης, της τέταρτης, της πέμπτης. Η πρόοδος επεκτάθηκε με τέτοια ταχύτητα που έφθασε η ώρα που παρά τις προσπάθειες των τεχνικών δεν στάθηκε δυνατόν να βρουν γειτονικές φυλές για να τους κηρύξουν τον πόλεμο. Ήταν η αρχή του τέλους.
Οι μικροί δρόμοι άρχισαν να αραιώνουν. Μόνο κάπου-κάπου φαίνονταν να περνάει απ’ αυτούς καμιά κυρία ή κανείς δαφνοστεφανωμένος ποιητής με το βιβλίο του κάτω από το μπράτσο. Τα ζιζάνια εκ νέου τους σκέπασε κάνοντας το ντελικάτο πέρασμα των κυριών και δύσκολο και αγκαθώδες. Με τα κεφάλια άρχιζαν να σπανίζουν και τα ποδήλατα και σχεδόν εξαφανίστηκαν από παντού οι χαρούμενοι και αισιόδοξοι χαιρετισμοί.
Ο κατασκευαστής φέρετρων ήταν πιο θλιμμένος και σκυθρωπός από ποτέ και όλοι ένοιωθαν σαν να είχαν σταματήσει να θυμούνται ένα ευχάριστο όνειρο, ένα όνειρο φανταστικό στο οποίο εσύ βρίσκεις ένα πορτοφόλι γεμάτο από χρυσά νομίσματα και το βάζεις κάτω από το μαξιλάρι και συνεχίζεις να κοιμάσαι και την άλλη μέρα πολύ νωρίς με το ξύπνημα το ψάχνεις και βρίσκεσαι με το άδειο πορτοφόλι.
Παρόλα αυτά το εμπόριο διατηρούνταν με κόπο, αλλά πια ήταν δύσκολο να κοιμηθεί κανείς από φόβο να βρεθεί εξαγόμενος νωρίς το πρωί. Στην πατρίδα του Μίστερ Τέϋλορ, φυσικά, η ζήτηση ήταν κάθε φορά μεγαλύτερη. Καθημερινά εμφανίζονταν νέες εφευρέσεις, όμως κατά βάθος κανείς δεν πίστευε σ’ αυτές και όλοι ζητούσαν τα ισπανοαμερικάνικα κεφαλάκια.
Ήρθε η τελευταία κρίση. Ο Μίστερ Ρόλστον ζητούσε και ζητούσε απελπισμένος περισσότερα κεφάλια. Παρ’ όλο που οι μετοχές της Εταιρίας είχαν υποστεί μια απότομη πτώση, ο Μίστερ Ρόλστον πίστευε ότι ο ανιψιός του θα έκανε κάτι που θα τον έβγαζε από εκείνη την κατάσταση. Οι αποστολές, άλλοτε καθημερινές, λιγόστεψαν σε μία ανά μήνα πλέον με οτιδήποτε, με κεφάλια παιδιών, κυριών, βουλευτών. Ξαφνικά σταμάτησαν εξ ολοκλήρου.
Μια Παρασκευή ψυχρή και γκρίζα ο Μίστερ Ρόλστον γυρίζοντας από το Χρηματιστήριο και μπαφιασμένος ακόμα από τις κραυγές και το αξιοθρήνητο θέαμα του πανικού των συναδέρφων του, αποφάσισε να πηδήξει από το παράθυρο (αντί να χρησιμοποιήσει το πιστόλι, ο θόρυβος του οποίου θα τον είχε γεμίσει τρόμο), όταν ανοίγοντας ένα ταχυδρομικό πακέτο βρήκε το κεφάλι του Μίστερ Τέϋλορ που του χαμογελούσε από μακριά, από το άγριο Αμαζόνιο, μ’ ένα ψεύτικο παιδικό χαμόγελο που έμοιαζε να του λέει: «Συγγνώμη, συγγνώμη, δεν θα το ξανακάνω».
*H Αγγελική Αλεξοπούλου είναι φιλόλογος.
_______________________________________________________________________________________________________
Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.