Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μιχαήλ Γκλίνκα 🎶 🎥

Ο Γκλίν­κα _Mikhail Glinka ‑Михаил Иванович Глинка (Ρωσία 20 Μαΐου_1 Ιου­νί­ου 1804, – Βερο­λί­νο 3_15 Φεβρουα­ρί­ου 1857) γεν­νή­θη­κε σ΄ένα χωριό του Σμο­λένσκ της τότε Ρωσι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και ανα­τρά­φη­κε από την υπερ­προ­στα­τευ­τι­κή για­γιά του με μονα­δι­κή μου­σι­κή στα νεα­νι­κά του χρό­νια, τους ήχους από τις καμπά­νες της εκκλη­σί­ας του χωριού και τα λαϊ­κά τρα­γού­δια από τους χωρι­κούς που γύρ­να­γαν στους δρό­μους. Λέγε­ται μάλι­στα ότι οι καμπά­νες των εκκλη­σιών ήσαν ξεκούρ­δι­στες … Επί­σης, τα τρα­γού­δια των χωρι­κών που άκου­γε, ήσαν γραμ­μέ­να σε αυτο­σχε­δια­στι­κή κάτω φωνή, με απο­τέ­λε­σμα να στρα­φεί νωρίς σε ακού­σμα­τα μακριά από την αρμο­νία της «παρα­δο­σια­κής», έντε­χνης Δυτι­κής μουσικής.

Μέχρι το 19ο αιώ­να, η μου­σι­κή κίνη­ση στη Ρωσία είναι επη­ρε­α­σμέ­νη από τη γαλ­λι­κή μου­σι­κή και από την ιτα­λι­κή όπε­ρα. Στη συνέ­χεια όμως η ανα­νέ­ω­ση της ρωσι­κής λογο­τε­χνί­ας με συγ­γρα­φείς όπως ο Τολ­στόι, ο Ντο­στο­γιέφ­σκι, ο Πού­σκιν κι άλλοι απ’ τη μια μεριά και το πατριω­τι­κό συναί­σθη­μα που ξεση­κώ­νει η εκστρα­τεία του Ναπο­λέ­ο­ντα από την άλλη, επι­δρούν πάνω στη ρωσι­κή μου­σι­κή και πρώ­τος που δέχε­ται την επί­δρα­ση είναι ο Μιχα­ήλ Γκλίν­κα: Ο θεί­ος του δια­θέ­τει ιδιω­τι­κή ορχή­στρα και ο ίδιος ο Γκλίν­κα έχει την ευκαι­ρία να ακού­ει συν­θέ­σεις Χάυ­δν, Μότσαρτ, Μπετόβεν.

Στα 13 του, εστά­λη στην πρω­τεύ­ου­σα, Αγία Πετρού­πο­λη, για σπου­δές στο Ανώ­τα­το Παι­δα­γω­γι­κό Ινστι­τού­το, μία σχο­λή για τα παι­διά της αρι­στο­κρα­τί­ας, όπου διδά­χθη­κε λατι­νι­κά, αγγλι­κά και περ­σι­κά, σπού­δα­σε μαθη­μα­τι­κά και ζωο­λο­γία, και άρχι­σε να διευ­ρύ­νει το μου­σι­κό του κόσμο. Τα μαθή­μα­τα αυτά ήσαν πολύ σπο­ρα­δι­κά, οπό­τε ο Γκλίν­κα μπο­ρεί να θεω­ρη­θεί αυτο­δί­δα­κτος, έχο­ντας μου­σι­κή καλ­λιέρ­γεια βασι­σμέ­νη, περισ­σό­τε­ρο στην προ­σω­πι­κή του εκτί­μη­ση και τις επα­φές του, παρά στις καθ’ αυτό σπου­δές του _εκεί συνά­ντη­σε τον Πού­σκιν, και έκτο­τε, παρέ­μει­ναν στε­νοί φίλοι μέχρι το θάνα­το του ποιητή.

Αρχί­ζει να συν­θέ­τει κυρί­ως μελαγ­χο­λι­κές ρομάν­τσες που ψυχα­γω­γού­σαν τους πλού­σιους ερα­σι­τέ­χνες του κύκλου του. Τα τρα­γού­δια του είναι από τις πιο ενδια­φέ­ρου­σες συν­θέ­σεις του, κατά την περί­ο­δο αυτή και τρα­γου­δού­σε και ο ίδιος ως ερα­σι­τέ­χνης τρα­γου­δι­στής. Ταξι­δεύ­ει στην Ιτα­λία, με τον τενό­ρο Νικο­λάι Ιβα­νόφ. Εκεί παρα­κο­λου­θεί μαθή­μα­τα στο ωδείο με τον Φραν­τσέ­σκο Μπα­ζί­λι, αν και δεν του αρέ­σει η αντί­στι­ξη, την οποία θεω­ρεί «κου­ρα­στι­κή και ανια­ρή». Ενώ πέρα­σε τρία χρό­νια στην Ιτα­λία, ακού­γο­ντας τους τρα­γου­δι­στές της επο­χής, γοη­τεύ­ο­ντας γυναί­κες με τη μου­σι­κή του και κάνο­ντας σημα­ντι­κές γνω­ρι­μί­ες, όπως με τους Ντο­νι­τσέ­τι, Μπε­λί­νι, Μέντελ­σον, Μπερ­λιόζ και τον εκδό­τη Ρικόρ­ντι, νοιώ­θει απο­καρ­διω­μέ­νος στην Ιταλία.

Αισθά­νε­ται ότι η απο­στο­λή του στην επί­γεια ζωή είναι να επι­στρέ­ψει στη Ρωσία, να συν­θέ­σει σε «ρωσι­κό ύφος» και να κάνει για τη ρωσι­κή μου­σι­κή, ό,τι ο Ντο­νι­τσέ­τι και ο Μπε­λί­νι είχαν κάνει για την ιτα­λι­κή μου­σι­κή. Το ταξί­δι της επι­στρο­φής του, τον φέρ­νει στη Βιέν­νη, όπου ακού­ει τη μου­σι­κή του Φραντς Λιστ. Πηγαί­νει στο Βερο­λί­νο, κάνο­ντας σύν­θε­ση και ενορ­χή­στρω­ση με τον δια­κε­κρι­μέ­νο καθη­γη­τή Ζίγ­κφριντ Ντεν, θεω­ρη­τι­κό και διευ­θυ­ντή του μου­σι­κού τμή­μα­τος της Βασι­λι­κής Βιβλιο­θή­κης. Το «Καπρί­τσιο πάνω σε Ρωσι­κά θέμα­τα» για ντου­έ­το πιά­νου και η ημι­τε­λής «Συμ­φω­νία σε δύο Ρωσι­κά θέμα­τα», είναι προ­ϊ­ό­ντα της περιό­δου αυτής. Ερω­τεύ­ε­ται μια όμορ­φη και ταλα­ντού­χα τρα­γου­δί­στρια, για την οποία συν­θέ­τει τις «Έξι Σπου­δές για Κοντράλ­το». Επι­στρέ­φει στην Αγία Πετρού­πο­λη, όπου κάνει έναν σύντο­μο και άδο­ξο γάμο με μια κοπέ­λα που ήταν μακρι­νοί συγ­γε­νείς, η οποία είναι αγε­νής και αδιά­φο­ρη για τη μου­σι­κή του.

Γρά­φει και παρου­σιά­ζει με από­λυ­τη επι­τυ­χία την όπε­ρα «Μια ζωή για τον Τσά­ρο», που σήμε­ρα παί­ζε­ται με τον τίτλο «Ιβάν Σου­σά­νιν» και θεω­ρεί­ται η αρχή της ρωσι­κής εθνι­κής μου­σι­κής, καθώς είναι ολο­φά­νε­ρη η χρή­ση λαϊ­κών μελω­διών. Το δώρο του Τσά­ρου γι’ αυτό το επι­τυ­χη­μέ­νο έργο είναι ένα δαχτυ­λί­δι που η αξία του εκτι­μά­ται στα 4.000 ρού­βλια και ο διο­ρι­σμός του ως Διευ­θυ­ντής της Αυτο­κρα­το­ρι­κής  χορω­δί­ας του Παρεκ­κλη­σί­ου. Αυτή την επο­χή, ο Γκλίν­κα δια­νύ­ει τα πιο ευτυ­χι­σμέ­να χρό­νια της σύντο­μης ζωής του και, μάλι­στα, συν­θέ­τει μερι­κά από τα ωραιό­τε­ρα τρα­γού­δια του. Ακο­λου­θεί μια δεύ­τε­ρη ακό­μη πιο αξιό­λο­γη όπε­ρα βασι­σμέ­νη σε ποί­η­μα του Πού­σκιν με τίτλο «Ρου­σλά­νος και Λου­ντμί­λα», το οποίο τυγ­χά­νει ψυχρής απο­δο­χής από το κοι­νό, αλλά με την πάρο­δο των χρό­νο κερ­δί­ζει τη δημο­τι­κό­τη­τα που του αρμό­ζει. Ταξι­δεύ­ει στο Παρί­σι και στην Ισπα­νία. Γνω­ρί­ζει τον Μπερ­λιόζ στον οποίο αρέ­σει η μου­σι­κή του Γκλίν­κα και ενορ­χη­στρώ­νει μερι­κά απο­σπά­σμα­τα από τις όπε­ρες του συν­θέ­τη, ενώ γρά­φει ένα άρθρο γεμά­το εκτί­μη­ση στο πρό­σω­πό του. Αυτός με τη σει­ρά του, θαυ­μά­ζει τη μου­σι­κή του Μπερ­λιόζ και συν­θέ­τει τις «Περι­γρα­φι­κές Φαντα­σί­ες» για ορχή­στρα, προς τιμήν του. Στην Ισπα­νία, συνα­ντιέ­ται με τον Ντον Πέδρο Φερ­νάν­δεθ, ο οποί­ος παρέ­μει­νε γραμ­μα­τέ­ας και συνερ­γά­της του, μέχρι τα τελευ­ταία εννέα χρό­νια της ζωής του. Η ισπα­νι­κή λαϊ­κή μου­σι­κή, οι γιορ­τές και οι χοροί επη­ρέ­α­σαν βαθιά τον Γκλίν­κα. Εκεί, συν­θέ­τει την «Χότα της Αρα­γο­νί­ας», ενώ, όταν επι­στρέ­φει στη Ρωσία, γρά­φει τη «Νύχτα στη Μαδρίτη».

Επι­σκε­πτό­με­νος τη Βαρ­σο­βία γρά­φει τη συμ­φω­νι­κή φαντα­σία «Καμα­ρίν­σκα­για» βασι­σμέ­νη πάνω σε δύο ρωσι­κά τρα­γού­δια. Σε αυτό το έργο, ο Γκλίν­κα εγκαι­νιά­ζει ένα νέο είδος συμ­φω­νι­κής μου­σι­κής και θέτει τα θεμέ­λια για την περαι­τέ­ρω ανά­πτυ­ξή του, δημιουρ­γώ­ντας ένα ασυ­νή­θι­στα τολ­μη­ρό συν­δυα­σμό δια­φο­ρε­τι­κών ρυθ­μών, χαρα­κτή­ρων και δια­θέ­σε­ων. Επι­στρέ­φει στην Αγία Πετρού­πο­λη όπου κάνει γνω­ρι­μί­ες, κυρί­ως με νέους ανθρώ­πους, παρα­δί­δει μαθή­μα­τα τρα­γου­διού για ρόλους όπε­ρας, αλλά και μου­σι­κής δωμα­τί­ου με τρα­γου­δι­στές. Υπό την άμε­ση επί­βλε­ψή του, ιδρύ­ε­ται ρωσι­κό σχο­λείο φωνη­τι­κής. Εκεί γρά­φει μαζί με τον Αλε­ξά­ντερ Σερόβ, το βιβλίο «Σημειώ­σεις ενοργάνωσης».

Αρχί­ζει να συν­θέ­τει την όπε­ρα «Τάρας Μπούλ­μπα», η οποία δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε ποτέ. Γρά­φει με μεγά­λη επι­μέ­λεια τα «Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά» του μέσα από τα οποία σκια­γρα­φεί­ται η προ­σω­πο­γρα­φία ενός νωθρού και υπο­χόν­δριου ανθρώ­που, αλλά καλό­καρ­δου χαρα­κτή­ρα. Τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του ταξι­δεύ­ει στο Βερο­λί­νο μελε­τά­ει τους παλαιούς ρωσι­κούς εκκλη­σια­στι­κούς ψαλ­μούς, τα ιτα­λι­κά χορω­δια­κά έργα του  Παλε­στρί­να και το έργο του Γιό­χαν Σεμπά­στιαν Μπαχ, θέλο­ντας να εντρυ­φή­σει στην εκκλη­σια­στι­κή μου­σι­κή, αλλά μια ξαφ­νι­κή ασθέ­νεια ‑πιθα­νό κρύ­ω­μα- δια­κό­πτει τις μελέ­τες αυτές. Ο Γκλίν­κα πεθαί­νει ξαφ­νι­κά στις 15 Φεβρουα­ρί­ου 1857 στο Βερο­λί­νο, και θάβε­ται στο Λου­θη­ρα­νι­κό νεκρο­τα­φείο. Η σωρός του μετε­φέ­ρε­ται στην Αγία Πετρού­πο­λη και επα­νε­ντα­φιά­στη­κε στο Κοι­μη­τή­ριο Tikhvin της Μονής Alexander Nevsky. Στο Βερο­λί­νο, υπάρ­χει ανα­μνη­στι­κή επι­τά­φια πλά­κα στο σημείο της αρχι­κής ταφής που, ανε­γέρ­θη­κε το 1947 από το στρα­τιω­τι­κό διοι­κη­τή του Σοβιε­τι­κού τομέα της πόλης.

Ήταν ο βασι­κός εμψυ­χω­τής της «Ομά­δας των Πέντε» (Μπα­λα­κί­ρεφ, Μπο­ρο­ντίν, Κούι, Μου­σόρ­γκ­σκι, Ρίμ­σκι-Κόρ­σα­κοφ), την οποία ονό­μα­ζαν και «παντο­δύ­να­μη γρο­θιά» (με πέντε δάκτυ­λα). Η ομά­δα αυτή υπε­ρα­σπι­ζό­ταν μια «εθνι­κή» μου­σι­κή άπο­ψη ένα­ντι των «δυτι­κό­τρο­πων» συν­θε­τών, που αντί να ακο­λου­θή­σουν τις απο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νες μου­σι­κές δομές της κλα­σι­κής και ρομα­ντι­κής παρά­δο­σης, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν κατά κόρον στα μελω­δι­κά, αρμο­νι­κά και ρυθ­μι­κά τους σχή­μα­τα, στοι­χεία των λαϊ­κών τρα­γου­διών και χορών της Ρωσί­ας. Παρά το γεγο­νός ότι η μου­σι­κή είναι, ακό­μη, περισ­σό­τε­ρο «ιτα­λι­κή» απ’ ό,τι «ρωσι­κή», ο Γκλίν­κα δεί­χνει εξαι­ρε­τι­κό χει­ρι­σμό των ρετσι­τα­τί­βι, των αφη­γη­μα­τι­κών, δηλα­δή, τμη­μά­των της όπε­ρας που συνέ­χουν την όλη δομή της, ενώ η ενορ­χή­στρω­ση είναι αρι­στο­τε­χνι­κή, προ­α­ναγ­γέλ­λο­ντας την ορχη­στρι­κή γρα­φή των μετέ­πει­τα Ρώσων συνθετών.

Στην Ισπα­νία, συνα­ντή­θη­κε με τον Don Pedro Fernandez, ο οποί­ος παρέ­μει­νε γραμ­μα­τέ­ας και συνερ­γά­της του, μέχρι τα τελευ­ταία εννέα χρό­νια της ζωής του. Η ισπα­νι­κή λαϊ­κή μου­σι­κή, οι γιορ­τές και οι χοροί επη­ρέ­α­σαν βαθιά τον Γκλίν­κα. Εκεί, το 1845, θα συν­θέ­σει την Χότα της Αρα­γο­νί­ας, ενώ, όταν επέ­στρε­ψε στη Ρωσία, έγρα­ψε τη Νύχτα στη Μαδρί­τη (1848). Το καλο­καί­ρι του 1847, ο συν­θέ­της πήρε το δρό­μο της επι­στρο­φής στο πατρο­γο­νι­κό Νοβο­σπα­σκό­γιε, σύντο­μα πήγε ξανά στην Αγία Πετρού­πο­λη, αλλά τελι­κά απο­φά­σι­σε να περά­σει τον επό­με­νο χει­μώ­να στο Σμο­λένσκ. Απο­γοη­τευ­μέ­νος από τις κοσμι­κές εκδη­λώ­σεις που τον «κατα­δί­ω­καν» (προ­σκλή­σεις σε χορούς και μου­σι­κές βρα­διές) απο­φά­σι­σε να εγκα­τα­λεί­ψει τη Ρωσία και να γίνει ένας ταξι­δευ­τής. Φθά­νο­ντας το 1848 στη Βαρ­σο­βία, έμει­νε στην πόλη και έγρα­ψε τη συμ­φω­νι­κή φαντα­σία «Kamarinskaya» βασι­σμέ­νη πάνω σε δύο ρωσι­κά τρα­γού­δια. Σε αυτό το έργο, ο Γκλίν­κα εγκαι­νί­α­σε ένα νέο είδος συμ­φω­νι­κής μου­σι­κής και έθε­σε τα θεμέ­λια για την περαι­τέ­ρω ανά­πτυ­ξή του, δημιουρ­γώ­ντας ένα ασυ­νή­θι­στα τολ­μη­ρό συν­δυα­σμό δια­φο­ρε­τι­κών ρυθ­μών, χαρα­κτή­ρων και δια­θέ­σε­ων. Ο Τσαϊ­κόφ­κι, παρό­λο που ήταν από τους ρώσους συν­θέ­τες που δεν επη­ρε­ά­στη­καν δρα­μα­τι­κά από τον Γκλίν­κα, δήλω­σε με περιε­κτι­κό­τα­το τρό­πο για το συγκε­κρι­μέ­νο έργο: «…η συμ­φω­νι­κή Σχο­λή της Ρωσί­ας, στο σύνο­λό της, βρί­σκε­ται μέσα στο έργο Kamarinskaya, όπως ολό­κλη­ρη η βελα­νι­διά ζει μέσα σε ένα βελανίδι…»

Το 1852, ο Γκλίν­κα έφυ­γε και πάλι ταξί­δι. Σχε­δί­α­ζε να πάει ξανά στην Ισπα­νία, αλλά τελι­κά, στα­μά­τη­σε στο Παρί­σι, όπου έζη­σε για λίγο περισ­σό­τε­ρο από δύο χρό­νια ήσυ­χα και, με συχνές επι­σκέ­ψεις στους βοτα­νι­κούς και ζωο­λο­γι­κούς κήπους. Ξεκί­νη­σε να συν­θέ­τει τη συμ­φω­νία «Taras Bulba», η οποία δεν ολο­κλη­ρώ­θη­κε ποτέ. Στο μετα­ξύ ξεσπά­ει ο Κρι­μαϊ­κός Πόλε­μος, στον οποίο η Γαλ­λία αντι­τί­θε­ται στη Ρωσία, γεγο­νός που τον οδη­γεί να επι­στρέ­ψει στην πατρί­δα του, ενώ στο ταξί­δι επι­στρο­φής του, μένει για δύο εβδο­μά­δες στο Βερο­λί­νο. Το Μάιο του 1854 ήρθε πίσω στη Ρωσία, πέρα­σε το καλο­καί­ρι στο Τσαρ­σκό­γε Σέλο και, κατό­πιν, επέ­στρε­ψε στην Αγία Πετρού­πο­λη. Τον ίδιο χρό­νο, άρχι­σε να γρά­φει τα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του («Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα», Записки, κυκλο­φό­ρη­σαν το 1870), μέσα από τα οποία σκια­γρα­φεί­ται η προ­σω­πο­γρα­φία ενός νωθρού, υπο­χον­δρια­κού αλλά καλό­καρ­δου χαρακτήρα.

Το 1856, ο Γκλίν­κα ξανα­τα­ξί­δε­ψε στο Βερο­λί­νο. Εκεί άρχι­σε να μελε­τά­ει τους παλαιούς ρωσι­κούς εκκλη­σια­στι­κούς ψαλ­μούς, τα ιτα­λι­κά χορω­δια­κά έργα του Παλε­στρί­να και το έργο του Γιό­χαν Σεμπά­στιαν Μπαχ, θέλο­ντας να εντρυ­φή­σει στην εκκλη­σια­στι­κή μου­σι­κή, αλλά μια ξαφ­νι­κή ασθέ­νεια ‑πιθα­νό κρύ­ω­μα- διέ­κο­ψε τις μελέ­τες αυτές. Ο Γκλίν­κα πέθα­νε ξαφ­νι­κά στις 15 Φεβρουα­ρί­ου 1857 στο Βερο­λί­νο, και τάφη­κε στο Λου­θη­ρα­νι­κό νεκρο­τα­φείο. Το Μάιο του ίδιου έτους, με προ­τρο­πή της νεό­τε­ρης αδελ­φής του, Λιου­ντμί­λα Ιβά­νοβ­να, η σορός του μετε­φέρ­θη στην Αγία Πετρού­πο­λη και επα­νε­ντα­φιά­στη­κε στο Κοι­μη­τή­ριο Tikhvin της Μονής Alexander Nevsky. Στο Βερο­λί­νο, υπάρ­χει ανα­μνη­στι­κή επι­τά­φια πλά­κα στο σημείο της αρχι­κής ταφής που, ανε­γέρ­θη­κε το 1947 από το στρα­τιω­τι­κό διοι­κη­τή του Σοβιε­τι­κού τομέα της πόλης.

Ο Γκλίν­κα έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ερα­σι­τε­χνι­κή μεγα­λο­φυ­ΐα. Το έργο του, μικρό σε όγκο, θεω­ρεί­ται το θεμέ­λιο όλης ουσια­στι­κά της μετα­γε­νέ­στε­ρης ρωσι­κής μουσικής_ τυπι­κή μορ­φή Ρώσου διανοουμένου

Το 1884, ο Μιτρο­φάν Μπε­λιά­γεφ ίδρυ­σε το «Βρα­βείο Γκλίν­κα», το οποίο απε­νε­μεί­το ετη­σί­ως. Κατά τα πρώ­τα χρό­νια, στους νικη­τές συμπε­ρι­λαμ­βά­νο­νταν οι Μπο­ρο­ντίν, Μίλι Μπα­λά­κι­ρεφ, Τσαϊ­κόφ­σκι, Κόρ­σα­κοφ, Κουί και Λιά­ντοφ που, όλοι τους –λιγό­τε­ρο ο Τσαϊ­κόφ­σκι- επη­ρε­ά­στη­καν βαθιά από το έργο του. Εκτός Ρωσί­ας, αρκε­τά από τα ορχη­στρι­κά έργα του Γκλίν­κα έχουν γίνει δημο­φι­λή σε συναυ­λί­ες και ηχογραφήσεις.

Τρία σοβιε­τι­κά ωδεία πήραν το όνο­μά του:

      • Το (κρα­τι­κό) Ωδείο Νίζ­νι Νόβγκοροντ
      • Το Ωδείο Νοβοσιμπίρσκ
      • Το Ωδείο Μαγκνιτογκόρσκ
  • Η Σοβιε­τι­κή αστρο­νό­μος Λιου­ντμί­λα Τσερ­νίχ, ονό­μα­σε προς τιμήν του ένα μικρό πλα­νή­τη, τον 2205 Glinka, που ανα­κα­λύ­φθη­κε το 1973.
  • Επί­σης, ένας κρα­τή­ρας του Ερμή πήρε το όνο­μα Γκλίνκα.

Πηγές:
Grove Music Online «Glinka»
Michael Kennedy _Oxford University Press Αθή­να: 1989
Εγκυ­κλο­παί­δεια Bompiani-Musica εκδ. Αλκυών, 1993

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο