Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ: Οι ιδεολογικές μεταμορφώσεις του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν» (Μέρος 1ο)

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Μ. Καρα­γά­τσης, αστός και κοσμο­πο­λί­της, γεν­νή­θη­κε το 1908 στην Αθή­να. Ήταν ο νεό­τε­ρος βλα­στός του Γεώρ­γιου Ροδό­που­λου και της Ανθής Μου­λού­λη. Μάλι­στα με μεγά­λη δια­φο­ρά ηλι­κί­ας από τ’ άλλα αδέλ­φια του. Τα παι­δι­κά του χρό­νια τα πέρα­σε σε διά­φο­ρες επαρ­χια­κές πόλεις , όπου ο πατέ­ρας του ήταν διευ­θυ­ντής τρά­πε­ζας. Τέλειω­σε το δημο­τι­κό στη Λάρι­σα και το Γυμνά­σιο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Το 1924 γρά­φτη­κε στη Νομι­κή Σχο­λή του πανε­πι­στη­μί­ου του Γκρε­νόμπλ και το 1925 επέ­στρε­ψε και φοί­τη­σε στο πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Από το 1931 έως το 1939 δού­λε­ψε ως νομι­κός σύμ­βου­λος ασφα­λι­στι­κής εταιρίας.

Το Μ(ίτια;) Καρα­γά­τσης είναι ψευ­δώ­νυ­μο (Δημή­τρης Ροδό­που­λους το πραγ­μα­τι­κό), το οποίο ο ίδιος νομι­μο­ποί­η­σε, ως επώ­νυ­μό του, με νομαρ­χια­κή από­φα­ση το 1957. Το ψευ­δώ­νυ­μο Καρα­γά­τσης το πήρε από το δάσος «Αρι­μπου­τζάκ» που γει­τό­νευε με την Αβε­ρώ­φειο Γεωρ­γι­κή Σχο­λή στη Λάρι­σα. Ήταν δίπλα στον Πηνειό και τα περισ­σό­τε­ρα δέντρα του ήταν καρα­γά­τσια (φτε­λιές). Εκεί περ­νού­σε τα καλο­καί­ρια του. Το αρχι­κό Μ. (ο ίδιος υπο­γρά­φει πάντα ως Μ. και ποτέ δε δήλω­σε πού ανα­φέ­ρε­ται) ερμη­νεύ­ε­ται ως Μίτια (ρώσι­κη εκδο­χή του ονό­μα­τος Δημή­τρης). Απο­δί­δε­ται στην αγά­πη του Καρα­γά­τση για τον Ντοστογιέφσκι.

Η Γεωρ­γι­κή Σχο­λή, ο διευ­θυ­ντής και οι καθη­γη­τές της έδω­σαν το υλι­κό για το πρώ­το του έργο. Σε ηλι­κία μόλις 25 χρό­νων έγρα­ψε τον «Συνταγ­μα­τάρ­χη Λιάπ­κιν» (1933). Φιλο­ξε­νού­με­νος ταχτι­κά και για και­ρό στη σχο­λή μελέ­τη­σε από κοντά και τον Λιάπ­κιν και τους άλλους ήρω­ές του. Το κλί­μα της Σχο­λής και οι καθη­γη­τές επέ­δρα­σαν και στην πολι­τι­κή του σκέ­ψη του νεα­ρού Καραγάτση.

Ήρω­ες του έργου Ρώσοι εμι­γκρέ­δες. Αξιω­μα­τι­κοί και πρί­γκι­πες, οι οποί­οι μετά την επι­κρά­τη­ση της επα­νά­στα­σης του 1917 στη Ρωσία έρχο­νται στην Ελλά­δα και προ­σπα­θούν να προ­σαρ­μο­στούν στις και­νού­ριες συν­θή­κες ζωής. Κεντρι­κό πρό­σω­πο ο Ντα­βίντ Μπο­ρί­σιτς Λιάπ­κιν, πρώ­ην συνταγ­μα­τάρ­χης του τσα­ρι­κού στρα­τού, επι­στά­της του σταθ­μού επι­βη­τό­ρων στη Γεωρ­γι­κή Σχο­λή Λάρισα.

Η μετάλλαξη

Ο «Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν» παρου­σιά­ζει ενδια­φέ­ρον για την επο­χή , που ανα­φέ­ρε­ται και την εξά­πλω­ση των κομ­μου­νι­στι­κών ιδε­ών σε μια μεγα­λού­πο­λη της χώρας μας δεκα­πέ­ντε χρό­νια μετά την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση (από τη Σχο­λή ξεπή­δη­σε η καλύ­τε­ρη αντι­στα­σια­κή ομά­δα την περί­ο­δο της γερ­μα­νι­κής Κατο­χής στη χώρα μας). Έχει ενδια­φέ­ρον ‚όμως, και για την ιδε­ο­λο­γι­κή μετα­στρο­φή του ίδιου του συγγραφέα.

Ο Μ. Καρα­γά­τσης και ο Στρά­της Μυρι­βή­λης («Ζωή εν τάφω» ) είναι οι μονα­δι­κοί μάλ­λον στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία ‚οι οποί­οι σε μετα­γε­νέ­στε­ρες εκδό­σεις του ίδιου έργου της αλλά­ζουν τον ιδε­ο­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του.

Ο Λιάπ­κιν παίρ­νει την ορι­στι­κή του μορ­φή το 1955 (από αυτή την έκδο­ση και μετά το βιβλίο εκδί­δε­ται από την «Εστία»). Είχαν μεσο­λα­βή­σει οι εκδό­σεις το 1939 ( «Πυρ­σός»), 1944 («Καρα­βί­ας»).

Στην πρώ­τη του έκδο­ση ο Καρα­γά­τσης με συμπά­θεια τοπο­θε­τεί­ται απέ­να­ντι στη νεα­ρή Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Στις επό­με­νες εκδό­σεις στα­δια­κά αφαι­ρού­νται τα φιλο­μπολ­σε­βί­κι­κα χωρία ώσπου στην έκδο­ση του 1955 το έργο γίνε­ται αντι­σο­βιε­τι­κό, εχθρι­κό προς την Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση[1]. Τις πρώ­τες αλλα­γές τις εντο­πί­σα­με στην έκδο­ση του 1939 (3η έκδο­ση – περί­ο­δος δικτα­το­ρί­ας Μετα­ξά) και συνε­χί­στη­καν στην τέταρ­τη έκδο­ση το 1944.

Δεν είναι καθό­λου αδιά­φο­ρο ότι ο πρω­τα­γω­νι­στής του έργου, πραγ­μα­τι­κό πρό­σω­πο, στην Κατο­χή υπήρ­ξε ένας σαδι­στής – βασα­νι­στής, συνερ­γά­της των Γερμανών.

Η Γεωρ­γι­κή Σχο­λή στη Λάρι­σα σε μια επο­χή , κατά την οποία και τα κανο­νι­κά σχο­λεία δεν λει­τουρ­γού­σαν κανο­νι­κά (λόγω και του προ­σφυ­γι­κού κύμα­τος), έπαι­ζε σημα­ντι­κό ρόλο στη ζωή της πόλης και στη δια­κί­νη­ση ιδε­ών εκεί[2]. Ήταν μια σχο­λή με πανε­πι­στη­μια­κό σχε­δόν κύρος. Συνέ­βα­λε σε αυτό ο διευ­θυ­ντής της Φιλο­ποί­μην Τζου­λιά­δης (γαμπρός του Καρα­γά­τση), προ­ερ­χό­με­νος από τον ελλη­νι­σμό της Κρι­μαί­ας και σπου­δαγ­μέ­νος στη δυτι­κή Ευρώπη.

Ο Φ. Τζου­λιά­δης, περι­γρά­φε­ται ως άνθρω­πος με σοσια­λι­στι­κές αρχές, καλ­λιερ­γη­μέ­νος, «με ευρύ­τα­τη, πολύ­μορ­φη μόρ­φω­ση. Τον συγκι­νού­σαν η λογο­τε­χνία, ελλη­νι­κή και ξένη, η φιλο­σο­φία και η κοι­νω­νιο­λο­γία. Η μελέ­τη του ήταν το μεγά­λο του πάθος.

Μετά τον γάμο του με την κόρη του τότε βου­λευ­τή και επι­τε­λούς του κόμ­μα­τος των Φιλε­λευ­θέ­ρων Γεωρ­γί­ου Ροδο­πού­λου, δημιούρ­γη­σε ένα φιλο­λο­γι­κό σαλό­νι , όπου καλού­σε πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους της Λάρι­σας και περ­νού­σαν ευχά­ρι­στα τις ώρες των συζη­τώ­ντας και ανταλ­λάσ­σο­ντας γνώ­μες πάνω σε θέμα­τα που τους ενδιέφεραν.

Δεν έκα­νε δια­κρί­σεις με πολι­τι­κά κρι­τή­ρια. Έτσι , ανά­με­σα στους καλε­σμέ­νους του ήταν ο Δημ. Χατζη­γιάν­νης, που τότε ήταν γ.γ. του Αγρο­τι­κού Κόμ­μα­τος, ο για­τρός Νίκος Φλώ­ρος, ρομα­ντι­κός σοσια­λι­στής, ο Κώστας Τσι­γά­ρας, στρα­τιω­τι­κός κτη­νί­α­τρος με ευρύ­τε­ρη εγκυ­κλο­παι­δι­κή και μου­σι­κή μόρ­φω­ση, ο εξαί­ρε­τος κατο­πι­νά ηθο­ποιός Γιώρ­γος Παπάς, που εργα­ζό­ταν στη δια­χεί­ρι­ση της Σχο­λής, ο οφθαλ­μί­α­τρος Κώστας Ισμυ­ρί­δης, ο κτη­νί­α­τρος Βεϊ­νό­γλου και καθη­γη­τές της Σχο­λής. Αλλά εκτός απ’ τις φιλο­λο­γι­κές γίνο­νταν και κοσμι­κές συγκε­ντρώ­σεις που ποι­κίλ­λο­νταν και από καμιά ποκί­τσα. Σ’ αυτές καλού­νταν ο Βασί­λης Αρσε­νί­δης, ο Κώστας Οικο­νο­μί­δης, οι εξά­δελ­φοι Παντα­ζή­δες Μουλούληδες.

Όλος αυτός ο κόσμος δημιουρ­γού­σε μια πολύ ενδια­φέ­ρου­σα γοη­τευ­τι­κή ατμό­σφαι­ρα στη Γεωρ­γι­κή Σχο­λή. Αυτή και η παρου­σία του Ντα­βί­ντοφ έδω­σαν την έμπνευ­ση στον Καρα­γά­τση να γρά­ψει τον ‘’Συνταγ­μα­τάρ­χη Λιάπκιν’’.

Γύρω απ’ τον κεντρι­κό του ήρωα κινεί και όλον αυτόν τον κόσμο που δημιουρ­γεί την ατμό­σφαι­ρα της Σχο­λής, που ο συγ­γρα­φέ­ας την έζη­σε για­τί πολύ και­ρό τον περ­νού­σε κοντά στην κ. διευ­θυ­ντού, που ήταν αδελ­φή του (…) Όλους αυτούς ο Καρα­γά­τσης τους παρου­σιά­ζει στον ‘’Λιάπ­κιν’’ αλλά­ζο­ντας τα επώ­νυ­μά τους, κατά τρό­πο που για τους Λαρι­σι­νούς δεν ήταν δύσκο­λο να τους ανα­γνω­ρί­σουν. Έτσι τον για­τρό Ισμυ­ρί­δη τον γρά­φει Στα­μπου­λί­δη, τον συνά­δελ­φό του Φλώ­ρο, Χλω­ρό, τον κτη­νί­α­τρο Τσι­νό­γλου, Αγά­δο­γλου, τους συμ­βο­λαιο­γρά­φους Μου­λού­λη­δες, σαν δικη­γό­ρους Αλε­ξιά­δη­δες. Και τον Ντα­βί­ντωφ τον βαφτί­ζει Λιάπ­κιν»[3].

Οι καθη­γη­τές της σχο­λής παρου­σιά­ζο­νται από τον Καρα­γά­τση να είναι ευνοϊ­κά προ­σκεί­με­νοι στην Οχτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Ο διευ­θυ­ντής της σχο­λής, στην πρώ­τη έκδο­ση , τοπο­θε­τεί­ται κοντά στο σοσια­λι­σμό, με μια συμπε­ρι­φο­ρά εξαί­ρε­τη και προς τον εμι­γκρέ Λιάπ­κιν και προς τους κομ­μου­νι­στές καθη­γη­τές στη σχο­λή. Όταν ο Λιάπ­κιν άρρω­στος κιν­δυ­νεύ­ει στα χέρια ενός κομπο­γιαν­νί­τη, του συστή­νει ένα για­τρό επι­στή­μο­να[4]. Μένει έκπλη­κτος όταν ο συνταγ­μα­τάρ­χης αρνεί­ται να τον δεχτεί για­τί είναι κομμουνιστής!

Όταν αρρώ­στη­σε, αρνή­θη­κε να τον δει ο και­νού­ριος γιατρός.

– Φέρ­τε μου τον Εβαγ­γε­λί­δη, είπε, πλη­ρώ­νω από τη τσέ­πη μου.

Ο Διε­φθυ­ντής, που πήγε να τον επι­σκε­φτεί στη κάμα­ρά του, τον ρώτη­σε για την περί­ερ­γη απο­στρο­φή του.

– Για­τί δεν θέλε­τε τον Χλω­ρό; Τον ρώτησε

– Μα είναι κομμουνιστής!

– Και τι σας εμπο­δί­ζει αφτό; Αλοί­μο­νο αν προ­τού έρθου­με σε κοι­νω­νι­κή επα­φή μ’ ένα πρό­σω­πο, ζητού­σα­με τα πολι­τι­κά του φρο­νή­μα­τα. Δίπλα από τις ιδε­ο­λο­γι­κές ομά­δες θα γινό­σα­ντε και βιο­τι­κές φατρί­ες. Αν ακο­λου­θή­σου­με το παρά­δειγ­μά σας, κανείς καλός αγρο­τι­κός, π.χ. θα δεχό­ταν να ψωνί­σει μισή οκά τυρί από ένα μπα­κά­λη Λαϊκό.

– Δεν είναι το ίδιο. Όχι, δεν είναι το ίδιο, μουρ­μού­ρι­σε ο Λιάπ­κν σκυ­θρω­πός Οι κου­μου­νι­στές είναι τέρα­τα… Τους είδα εγώ από κοντά. Είναι τέρα­τα… τέρατα…

– Μη ζητά­τε αγγέ­λους μέσα σε μια κοι­νω­νι­κή επα­νά­στα­ση. Κι οι κου­μου­νι­στές έχουν την ιδέα, ότι οι αστοί είναι τέρα­τα. Ξεχά­στε λίγο τη Ρωσία και το αιμα­το­κύ­λι­σμά της. Ο για­τρός Χλω­ρός είναι άρι­στος επι­στή­μο­νας, εξαί­ρε­τος άνθρω­πος, κι οι κοι­νω­νι­κές του ιδέ­ες δεν παί­ζουν κανέ­ναν ρόλο στις σχέ­σεις του με τους ανθρώ­πους ίσου πολι­τι­σμού με το δικό του…

– Είναι κουμ­μου­νι­στής, επέ­με­νε ο Λιάπ­κιν, με το μίσος, που μόνο σε καρ­διές φατρια­στών μπο­ρεί να φωλιάσει.

– Μα είναι θεω­ρη­τι­κός κουμ­μου­νι­στης! Είπε ο Διεφθυντής.

– Ω! αφτοί είναι οι χει­ρό­τε­ροι! Είναι ποτι­σμέ­νοι με το δόγ­μα. Τους είδα εγώ στη δου­λειά. Σφά­ζαν! Σφά­ζαν! Οι εργά­τες, οι μου­ζί­κοι, ο επα­να­στα­τη­μέ­νος όχλος ήταν κοπά­δι αρνιών μπρος σ’ αφτούς τους θεω­ρη­τι­κούς μπό­γη­δες! Όχι κύριε Διε­φθυ­ντά. Μην επι­μέ­νε­τε να με δει ο Χλωρός!

Κι ο Διε­φθυ­ντής δεν επέ­μει­νε. Άλω­στε δεν ενδια­φε­ρό­ταν για το ζήτη­μα συγκε­κρι­μέ­να[5]

Μήνυ­ση

Ο τρό­πος που ο Μ. Καρα­γά­τσης παρου­σί­α­σε τον Λιάπ­κιν προ­κά­λε­σε την οργή του Μπο­ρίς Ντα­βί­ντοφ «και επει­δή αγνο­εί ποιος πραγ­μα­τι­κά είναι ο συγ­γρα­φέ­ας πάει στον δικη­γό­ρο Γιώρ­γο Χύμο και του ανα­θέ­τει να τον μηνύ­σει για συκο­φα­ντία, δυσφή­μη­ση και εξύ­βρι­ση… Πέφτει όμως από τα σύν­νε­φα όταν ακού­ει ότι ο Καρα­γά­τσης είναι ο αδελ­φός της κ. Διευθυντού.

– Ο Δημη­τρά­κης; ρωτά­ει με έκπληξη.
– Ναι, αυτός, του απα­ντά­ει ο Χύμος.
Έφυ­γε θλιμ­μέ­νος και απα­ρη­γό­ρη­τος, απο­φα­σι­σμέ­νος να μην ξανα­γυ­ρί­σει στη Σχολή.
Όμως η ευγνω­μο­σύ­νη προς το ζεύ­γος Τζου­λιά­δη τον έκα­νε να αλλά­ξει γνώ­μη»[6].

Βέβαια, ο ίδιος ο Καρα­γά­τσης στα γρα­πτά του, πολύ αργό­τε­ρα, όταν ήταν ήδη γνω­στή η κατο­χι­κή δρά­ση του ήρωά του, ισχυ­ρι­ζό­ταν ότι ο Λιάπ­κιν δεν ήταν ο Ντα­βί­ντοφ (στα προ­λε­γό­με­να του διη­γή­μα­τος «Μπου­χούν­στα» που περι­λαμ­βά­νε­ται στη συλ­λο­γή «Το μεγά­λο συνα­ξά­ρι». Δεν ανα­φέ­ρει όμως και εδώ τον Ντα­βί­ντοφ με το πραγ­μα­τι­κό του όνο­μα αλλά ως Βασί­λι Φόμιτς Σολο­μό­νοφ): «Ο ‘’Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν’’ – ο ήρω­ας του ομώ­νυ­μου ρομάν­τζου μου – είναι πρό­σω­πο φαντα­στι­κό. Μια δια­βο­λι­κή ‚όμως , συγκυ­ρία περι­στα­τι­κών, έκα­νε τους Λαρι­σι­νούς να πιστέ­ψουν στην ιδέα για το μυθι­στο­ρη­μα­τι­κό Λιάπ­κιν, μου την έδω­σε κάποιος Ρώσος ‘’άσπρος’’ ονό­μα­τι Βασί­λι Φόμιτς Σολο­μό­νοφ. Η αλή­θεια είναι πως οι περι­πέ­τειες του πραγ­μα­τι­κού Σολο­μό­νοφ στη Λάρι­σα, έμοια­ζαν τρο­μα­κτι­κά με τα παθή­μα­τα του φαντα­στι­κού Λιάπκιν (…)».

 

_________________________

[1] Η πρώ­τη επι­σή­μαν­ση αυτής της ιδε­ο­λο­γι­κής μετα­μόρ­φω­σης του Μ. Καρα­γά­τση, έγι­νε σε επι­φυλ­λί­δα του «Ριζο­σπά­στη» «Ο Λιάπ­κιν του Καρα­γά­τση», με την υπο­γρα­φή Σ. (2/8/1978). Με το αρχι­κό αυτό έγρα­φε κρι­τι­κά σημειώ­μα­τα εκεί­νη την περί­ο­δο στην εφη­με­ρί­δα του ΚΚΕ ο Μ.Μ. Παπαιωάννου
[2] Στη Σχο­λή υπήρ­χε πυρή­νας κομμουνιστών
[3] Κώστα Περ­ραι­βού «Το περι­βάλ­λον του Λιάπ­κιν». Περιο­δι­κό «Σπαρ­μός», τεύ­χος 18–19
[4] Ο για­τρός Χλώ­ρος του έργου είναι ο Νίκος Φλώ­ρος, πατέ­ρας του Γιάν­νη Φλώ­ρου, ιδρυ­τι­κού μέλους του ΠΑΣΟΚ, υπουρ­γού Υγεί­ας και αργό­τε­ρα νομάρ­χη Λάρισας.
[5] «Ο Συνταγ­μα­τάρ­χης Λιάπ­κιν» σελ. 75–76, εκδό­σεις Δημη­τρά­κου. 1933. Το αντί­στοι­χο στην τελι­κή μορ­φή το έργου διαφέρει.
[6] Κώστα Περ­ραι­βού «Το περι­βάλ­λον του Λιάπ­κιν». Περιο­δι­κό «Σπαρ­μός», τεύ­χος 18–19

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο