Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκου Γεωργαντώνη “Η γιαγιά του Χριστού της γειτονιάς”

Το ποί­η­μα του Νίκου Γεωρ­γα­ντώ­νη “Η για­γιά του Χρι­στού της γει­το­νιάς”  αφο­ρά την αδιέ­ξο­δη βιο­πο­ρι­στι­κή κατά­στα­ση της νέας γενιάς στη χώρα μας, τα τρα­γι­κά διλήμ­μα­τα που αντι­με­τω­πί­ζει, καθώς και την σχέ­ση των γηραιό­τε­ρων με τους νεότερους.

  Η ΓΙΑΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ

Η για­γιά συγκινήθηκε.

«Γυρ­νού­σα σπί­τι και είδα μια κοπε­λιά, έξω, να καθαρίζει.
Μια όμορ­φη κοπέ­λα, με ωραία μαλ­λιά, μεγά­λα μάτια…
Της μίλη­σα, έπια­σα κου­βέ­ντα. Μου είπε ότι είναι
χημι­κός και έχει μάστερ. Βρή­κε αυτή τη δου­λειά, για­τί δεν
έχει πού αλλού να δουλέψει.
Ακούς, αγό­ρι μου!
Χημι­κός με μάστερ… Να καθα­ρί­ζει τους δρόμους!
Έφυγα!
Τρελάθηκα!
Ανέ­βη­κα στο σπίτι!
Έκλαι­γα!… Έκλαιγα!…
Σκε­φτό­μουν εσένα…
Όλα τα παιδιά…
Αγό­ρι μου, τι θα απογίνετε;…
Θε μου, τι θ’ απογίνετε;…
Εμείς δυσκο­λευ­τή­κα­με, αλλά… τα πράγ­μα­τα πήγαιναν
σιγά-σιγά καλύ­τε­ρα, υπήρ­χε πρό­ο­δος, ζού­σα­με πιο καλά.
Εσείς τι θα κάνε­τε;… Πώς θα ζήσετε;
Αγό­ρι μου, μήπως να φύγετε…
Έξω… Άνθρω­πος και εσύ με ικα­νό­τη­τες είσαι.
Να φύγεις, παι­δί μου…
Αγω­νιώ μη χαθείς…
Φοβά­μαι, αγό­ρι μου…
Τόσα παι­διά έχου­νε φύγει… και προοδεύουνε…
Σκέ­ψου το.
Τώρα, έχεις γυναί­κα και παιδί…
Έχεις ευθύ­νη. Άντρας είσαι.
Κάνε την καρ­διά σου πέτρα!»

«Για­γιά, αν φύγω πότε θα σε ξαναδώ;»

«Δεν πει­ρά­ζει, αγό­ρι μου… Αρκεί να είσαι εσύ καλά!
Ας μη με ξανα­δείς! Τι έγι­νε;… Αρκεί να ξέρω ότι θα είσαι
εσύ καλά με την οικο­γέ­νειά σου!»

«Και τι θα κάνω έξω, γιαγιά;…
Εδώ ποιος θα μείνει;…
Κάτι θα βρω…
Μην ανησυχείς…
Όλο και κάτι θα βρεθεί…»

«Αχ, παι­δί μου!… Εμέ­να τα μάτια μου θα κλεί­σου­νε σε λίγο…
Γέρα­σα πια, μεγά­λω­σα, κοντά ενε­νή­ντα χρο­νών! Ξέρεις τι είναι
να φεύ­γεις και να ξέρεις ότι τα εγγό­νια σου θα περά­σουν πιο δύσκολα
από σένα;» (δάκρυ­σε) «Τι να πω… εγώ θέλω μόνο να είστε
ευτυ­χι­σμέ­νοι!… να έχε­τε ένα σπί­τι!… να μπο­ρέ­σε­τε να μεγαλώσετε
τα παι­διά σας…» (ξερο­κα­τά­πιε)

Σκού­πι­σε τα δάκρυά της.
Δεν μπο­ρού­σε να μιλή­σει άλλο…
Ο εγγο­νός της την πλη­σί­α­σε, έκα­τσε δίπλα της, την αγκάλιασε,
της χάι­δε­ψε στορ­γι­κά τα μαλλιά…
«Μη στε­νο­χω­ριέ­σαι, για­γιά μου…» της είπε τρυφερά.
«Όλα θα πάνε καλά!»

Και ακου­μπώ­ντας το πηγού­νι του πάνω στο κυρ­τό άσπρο κεφά­λι της γιαγιάς,
ένιω­σε με τα χέρια του το αδύ­να­μο κορ­μί της,
τις δυνά­μεις της που την εγκαταλείπουν…
Βούρκωσε.
Δάκρυα έτρε­ξαν στα μάγου­λά του.
Ήξερε.
Ότι είχε πάρει τον πιο δύσκο­λο δρόμο…
Δεν το ’λεγε όμως.
Σαν τον Χρι­στό, ένιω­σε συμπόνια,
και δεν απο­κά­λυ­ψε το μέλ­λον του σ’ έναν άνθρω­πο που φεύγει…
Η για­γιά ένιω­σε σιγουριά.
Γέμι­σε εμπιστοσύνη.
Αλίμονο.
Δάκρυα εκεί­νου έτρε­χαν στα μάγου­λά του.
Δάκρυα που προ­σπα­θού­σε να ελέγξει.
Να μην φτά­σουν στ’ άσπρα της μαλλιά.
Και καταλάβει…
Να μην φτά­σουν στο ανά­γλυ­φο μέτω­πό της
Και γυρι­σει και τον δει!
Κρυφά…
Για­τί αύριο ο αγέρας
θα φυσά­ει περισσότερο…
στις ανοι­χτές πληγές
στο πλη­γω­μέ­νο μέτω­πό του…
Κι αυτό, Θεέ μου! δεν έπρε­πε καθό­λου να το ξέρει…
Καθόλου.

«Όλα θα πάνε καλά!»

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο