Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Καρούζος, ποιητής αντιστασιακός του συστήματος

Οχι μόνο με λέξεις, αλλά και με έννοιες και με ιδέ­ες… και με τη ζωή του την ίδια, περι­πλα­νή­θη­κε στο αυτο­σχέ­διο όρα­μά του για τον κόσμο, για τον άνθρω­πο, για τη ζωή. Ο Νίκος Καρού­ζος , εκφρα­στής της απλό­τη­τας και της άκρας λιτό­τη­τας στην προ­σω­πι­κή του ζωή, συστη­μα­τι­κά απο­φεύ­γο­ντας την «υπο­τα­γή» στις «μικρο­α­νά­γκες βολής», αφού η σχέ­ση του με την ύλη περιο­ρι­ζό­ταν στα εντε­λώς απα­ραί­τη­τα για τη δια­βί­ω­ση, κατά­φε­ρε να παρα­μεί­νει αλώ­βη­τος, σαν πραγ­μα­τι­κός «αντι­στα­σια­κός» του συστή­μα­τος μέχρι τα στερ­νά της ύπαρ­ξής του.

Φτω­χός σαν ποι­η­τής, πλού­σιος σαν ψυχή, περή­φα­νος σαν τη γενιά του, δε λύγι­σε μπρο­στά στο οικο­νο­μι­κό πρό­βλη­μα που αντι­με­τώ­πι­ζε και όταν η πολι­τεία τον έκρι­νε ως ποι­η­τή β΄ κατη­γο­ρί­ας δίνο­ντάς του σύντα­ξη 55.000, κατά 5.000 μικρό­τε­ρη από την α΄ κατη­γο­ρία, ο αξιο­πρε­πής ποι­η­τής δεν τη δέχτη­κε. Το είχε άλλω­στε προ­βλέ­ψει από τα νεα­νι­κά του ποι­ή­μα­τα. «Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρα­σμα». Και πέρα­σε από αυτό τον κόσμο μετα­ποιώ­ντας την οδύ­νη σε ασυμ­βί­βα­στη ποι­η­τι­κή φωνή.

Συνυπάρχουμε συνοδυνόμενοι

Γέν­νη­μα, θρέμ­μα της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και της θυελ­λώ­δους μετα­πο­λε­μι­κής επο­χής, άφη­σε πίσω του ένα μεγά­λο και­νο­τό­μο ποι­η­τι­κό έργο και μια σεμνή αγω­νι­στι­κή συνει­σφο­ρά στην υπό­θε­ση της κοι­νω­νι­κής προόδου.

«Είχα πάντα — είχε πει ο ίδιος, στο “Δια­βά­ζω”- την κοι­νω­νι­κή διά­στα­ση. Πώς θα μπο­ρού­σε να γινό­τα­νε κι αλλιώς; Είμα­στε κοι­νω­νία, είμα­στε ιστο­ρία. Συνυ­πάρ­χου­με, συνοδυνόμενοι».

Αλλά και η ποί­η­σή του εκφρά­ζει αυτή την κοι­νω­νι­κό­τη­τα: «Κι αν χιο­νί­ζει στο πνεύμα/ Κι αν κρυώ­νουν οι μεγά­λες ιδέες/ Ο κόσμος πρέ­πει να προ­χω­ρή­σει»… και ταυ­τό­χρο­να «συν­θη­μα­το­γρα­φού­σε» με μια αυθε­ντι­κή δυνα­μι­κή: «Οταν παι­δέ­ψεις τώρα δα μια πεταλούδα/ δεν το βλέπεις/ αλλά αργό­τε­ρα κάπου/ θα πονέ­σει ο πολιτισμός».

Επάγγελμα: η ψυχή μου

Δεκα­τέσ­σε­ρα χρό­νια από τη μέρα που ο θάνα­τος (28/9/1990), «βασι­λέ­ας των πραγ­μά­των» τον «ταξι­δεύ­ει στον ουρα­νό», εκεί­νος επι­μέ­νει να «γυρί­ζει μόνος», με ελά­χι­στους να τον θυμού­νται πολύ περισ­σό­τε­ρο να τον τιμούν. Τα «όνει­ρά» του δεν τον «έσω­σαν» και δεν είναι σίγου­ρο αν με την αγά­πη «σήκω­σε την απελ­πι­σία του». Είχε δίκιο «σα να μην υπήρ­ξα­με ποτέ κι όμως πονέ­σα­με απ’ τα βάθη». Κι όμως, ήπιε και «της μονα­ξιάς το ηδύ­πο­το», διά­βη­κε «αγιά­τρευ­τος μέσ’ στ’ όνει­ρό του», και σίγου­ρα «δε θα μπο­ρού­σε δίχως θάνα­το»… Αλλά μέσα από τη σιω­πή που επι­βάλ­λει ο θάνα­τος και περισ­σό­τε­ρο η λησμο­νιά που συνο­δεύ­ει το τέλος ενός ανθρώ­που, εκεί­νος «κατέ­γρα­ψε» την «εκδί­κη­ση» στη λησμο­νιά και την αδια­φο­ρία, συστη­νό­με­νος: «Επάγ­γελ­μα: η ψυχή μου»…

Οπως έλε­γε ο Νικη­φό­ρος Βρετ­τά­κος «κατά βάθος η ποί­η­ση, είναι μι’ ανθρώ­πι­νη καρ­διά φορ­τω­μέ­νη όλο τον κόσμο».

Αυτό ήταν και η ποί­η­ση του Νίκου Καρού­ζου , «μια καρ­διά φορ­τω­μέ­νη» τον πόνο και τα όνει­ρα όλο του κόσμου. Στην περι­πλά­νη­σή της τού­τη η καρ­διά δεν ακί­στη­κε με τις λέξεις, με ιδέ­ες και έγνοια, με πλή­ρη επί­γνω­ση του θρυμ­μα­τι­σμού των ορα­μά­των, ανα­ζή­τη­σε την ουσία της ύπαρ­ξης, δια­κη­ρύσ­σο­ντας ταυ­τό­χρο­να την πίστη του ότι «η Ιστο­ρία φυσικά/ δε μας περιμένει/ στη στά­ση του τρό­λεϊ»… και εκτο­ξεύ­ο­ντας έτσι βέλη στη στά­ση αδρά­νειας, παθη­τι­κό­τη­τας και βολέματος.

Το οπλο­στά­σιο του Καρού­ζου , δεν υπέ­κυ­ψε στην ευκο­λία. Η πεί­να και η δίψα του για ελευ­θε­ρία ενδυ­νά­μω­νε τις αλή­θειες για τη ζωή και την ποί­η­ση. Η διά­πυ­ρη ύλη του πάθους, της οργής, της υπαρ­ξια­κής έκρη­ξης μετα­βο­λί­ζε­ται σε μια «συνο­μι­λία», που απο­κτά νόη­μα με τον βαθύ ήχο με τον οποίο υπε­ρα­σπί­ζε­ται αυτή τη «συνο­μι­λία».

«Ενθύμια φρίκης»

Μπο­ρεί ο ίδιος να έλε­γε «Ποτέ στ’ αλή­θεια δεν το μαθα/ τι είναι τα ποιήματα/ Είναι πληγώματα/ είν’ ομοιώματα/ φενάκη/ φρεναπάτη;/… Πολ­λοί τα βαλ­σα­μώ­νουν ως μηνύματα./ Εγώ τα λέω ενθύ­μια φρί­κης», όμως «συνο­μι­λώ­ντας» μέσα από την ποί­η­σή του ανα­γνω­ρί­ζεις τον ποι­η­τή που μοχθεί να μετα­δώ­σει νοή­μα­τα, που πασχί­ζει, με τη «λεκτι­κή αθα­να­σία», «για μάτω­μα πιο πέρα κι απ’ το αίμα».

Βαθιά πάσχων ως πολί­της ο Νίκος Καρού­ζος , με μονα­χή οπλο­φο­ρία το «στή­θος» του, πάλε­ψε την «ακαμ­ψία», μίση­σε «την ορα­τή μυθο­λο­γία τους παπάδες/ τη λεκτι­κή τους αθανασία/ τους χλο­ε­ρούς τόπους ψαλ­τι­κής αναψύξεως/ τρο­μα­κτι­κά ψέματα/… ήρθε πολ­λές φορές αντι­μέ­τω­πος με το «θάνα­το» στην ποί­η­σή του, με την «εκθαμ­βω­τι­κή ασυ­νέ­πεια της ύλης», είκα­ζε «πως ο θάνα­τος θα έρθει όπως ο ύπνος,/ ο σκο­τει­νός θάλα­μος όπου τρα­βά η ζωή, φωτο­γρα­φί­ες απ’ το υπο­συ­νεί­δη­το», για να δώσει την τελευ­ταία του μάχη «με το θάνα­το μέσα μου πλέ­ον ορατό/ — σχε­δόν αδια­νό­η­το -/ μερά­κι που το ‘χω να υπάρ­ξω ακόμη!/ Φτε­ρου­γι­σμέ­νος είμαι σήμε­ρα στα ύψη/ στην πιο βλα­κώ­δη αστρο­γει­το­νιά μου πέρα./ Η τόση θεω­ρη­τι­κή ωμό­τη­τα σε πανι­κού δροσούλα/ γιο­μά­τη σωμα­τι­κά γεγονότα./ Η ύλη δε με θέλει. Κι αφου­γκρά­ζο­μαι μόνος/ ουσια­στι­κή τίγρη./ Πού πας με τόση ομορφιά;/ Στο βάθος θάνα­τος». (30/3/1989).

«Αιωρούμαι μονάχος»

Ο Νίκος Καρού­ζος γεν­νή­θη­κε στο Ναύ­πλιο τον Ιού­λη του 1925, από πατέ­ρα δάσκα­λο και κόρη παπά. Αρχι­σε σπου­δές νομι­κών και πολι­τι­κών επι­στη­μών στο Πανε­πι­στή­μιο της Αθή­νας χωρίς να τις ολο­κλη­ρώ­σει. Ο πατέ­ρας του ενταγ­μέ­νος στο ΕΑΜ, πήρε μέρος στην Εθνι­κή Αντί­στα­ση και αργό­τε­ρα υπέ­στη όλα τα δει­νά της περιό­δου. Ο ίδιος ΕΠΟ­Νί­της τον και­ρό του αγώ­να, γνώ­ρι­σε από νωρίς τις εξο­ρί­ες (Ικα­ρία, Μακρό­νη­σο). Πρώ­τη παρου­σία του στη λογο­τε­χνία το 1949, όταν δημο­σί­ευ­σε ένα ποί­η­μα στο περιο­δι­κό «Ο Αιώ­νας μας». Ο ίδιος σε συνέ­ντευ­ξή του στο «Ρ» είχε πει ότι τα πρώ­τα του ποι­ή­μα­τα τα είχε στεί­λει στο περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά», το 1945. Η πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή ήταν «Η επι­στρο­φή του Χρι­στού» (1954) και ακο­λού­θη­σαν «Νέες δοκι­μές», «Είκο­σι ποι­ή­μα­τα», «Διά­λο­γοι», «Η Ελα­φος των άστρων», «Πεν­θή­μα­τα», «Από­γο­νος της νύχτας», «Αντι­σει­σμι­κός τάφος», «Ερυ­θρο­γρά­φος» κ.ά.

Για το έργο του «Νεο­λι­θι­κή νυχτω­δία στην Κρον­στάν­δη», τιμή­θη­κε με το Κρα­τι­κό Βρα­βείο το 1989. Επί­σης το 1963 τιμή­θη­κε με το Β΄ Κρα­τι­κό Βρα­βείο των Δώδε­κα, ενώ το 1972 μοι­ρά­στη­κε με τον Μίλ­το Σαχτού­ρη και τον Τάκη Βαρ­βι­τσιώ­τη, το Εθνι­κό Βρα­βείο ποίησης.

Βέβαια όπως για τους περισ­σό­τε­ρους ποι­η­τές, ήταν περι­πε­τειώ­δης ο τρό­πος έκδο­σης των βιβλί­ων του Νίκου Καρού­ζου . Για πολ­λά χρό­νια, μέχρι τη δεκα­ε­τία του ’70, τύπω­νε με έξο­δα δικά του τα βιβλία του. Στη συνέ­χεια, συνέ­βα­λαν η Εγνα­τία, το Πολύ­πλα­νο, το Υψι­λον, ο Εξά­ντας, ο Ακμων (μία σημα­ντι­κή ανθο­λο­γία, στα 1981), η Γορ­γώ, η Εστία, ο Καστα­νιώ­της, ο Μίμνερ­μος, και η Από­πει­ρα. Στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1980, οι εκδό­σεις Ερα­τώ, προ­χώ­ρη­σαν στην έκδο­ση των Απά­ντων του ποι­η­τή, σε τόμους ανά­λο­γα με τη δημιουρ­γι­κή του περί­ο­δο. Εκδό­θη­καν η Πρώ­τη Επο­χή και η Δεύ­τε­ρη Επο­χή. Μετά το θάνα­το του Νίκου Καρού­ζου , το έργο του εκδί­δε­ται συγκε­ντρω­μέ­νο σε τόμους από τις εκδό­σεις Ικα­ρος. Εχουν κυκλο­φο­ρή­σει τα Ποι­ή­μα­τα A΄ και τα Ποι­ή­μα­τα B΄.

Ο,τι και να γρά­ψεις για τον Νίκο Καρού­ζο , δύσκο­λο να κατα­κτή­σεις με λέξεις τη φυσιο­γνω­μία του ποι­η­τή που μπή­κε με σώμα και πνεύ­μα στις αγω­νί­ες και τις ελπί­δες των και­ρών, τη φυσιο­γνω­μία του Νίκου Καρού­ζου που με την ποί­η­σή του — όπως έγρα­ψε και ο Μ. Μου­ντές, «ενί­σχυ­σε την αμυ­ντι­κή λει­τουρ­γία των ψυχών μας απέ­να­ντι στα καται­γι­στι­κά συμ­πτώ­μα­τα της καθη­με­ρι­νής κατα­κρή­μνι­σης ονεί­ρων και αξιών».

Το σίγου­ρο είναι πως ο Νίκος Καρού­ζος υπάρ­χει μαζί μας, για­τί εκεί­θε, πέρα από την ολό­φω­τη σιω­πή της αιω­νιό­τη­τας, μας θυμί­ζει ότι «σε μια κραυ­γή της νύχτας όλοι συνυ­πάρ­χου­με κι ανα­σαί­νου­με τρόμο».

Ριζο­σπά­στης / Σοφία Αδαμίδου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο