Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Μαμαγκάκης, ένα μεγάλο κεφάλαιο, όχι μόνο για τη μουσική, αλλά και για τον ελληνικό πολιτισμό

Στις 24 Ιου­λί­ου, σε ηλι­κία 84 ετών πέθα­νε ο συν­θέ­της Νίκος Μαμα­γκά­κης, μια δυσα­να­πλή­ρω­τη απώ­λεια, όχι μόνο για τη μου­σι­κή, αλλά και για τον ελλη­νι­κό πολι­τι­σμό. Διό­τι ανή­κε σε μία γενιά δημιουρ­γών (μου­σι­κών, ποι­η­τών, συν­θε­τών, εικα­στι­κών κ.λπ.) η οποία, αφε­νός αφο­μοί­ω­σε με μονα­δι­κό τρό­πο τις δια­φο­ρε­τι­κές πολι­τι­σμι­κές επιρ­ρο­ές που άνθι­σαν στο φιλό­ξε­νο «περι­βό­λι» του ελλη­νι­κού λαϊ­κού πολι­τι­σμού, αφε­τέ­ρου αυτό συνέ­βη όντας «σφυ­ρη­λα­τη­μέ­νη» στο «καμί­νι» της αιμα­το­βαμ­μέ­νης πορεί­ας του ελλη­νι­κού λαού — από το Επος του ’40, την κατο­χή και την Εθνι­κή Αντί­στα­ση, την επο­ποι­ία του Δημο­κρα­τι­κού Στρα­τού Ελλά­δας και τους μετέ­πει­τα αγώ­νες — γεγο­νός που «σφρα­γί­ζει» αντι­κει­με­νι­κά το ιδε­ο­λο­γι­κό και συναι­σθη­μα­τι­κό «φόντο» αυτού του δημιουρ­γι­κού «ηφαι­στεί­ου».

Ο Ν. Μαμα­γκά­κης είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κός εκπρό­σω­πος αυτής της αντί­λη­ψης για τη μου­σι­κή και το γεγο­νός ότι ακρι­βώς ως μου­σι­κός αυτο­προσ­διο­ρι­ζό­ταν — όντας ήδη σπου­δαί­ος και διε­θνώς ανα­γνω­ρι­σμέ­νος συν­θέ­της — και ότι δεν έκα­νε δια­χω­ρι­σμούς σε «είδη» είναι ίσως το «κλει­δί» για όποιον θέλει να ερμη­νεύ­σει το πώς μπο­ρού­σε αυτό το ανή­συ­χο πνεύ­μα να «κολυ­μπά» με άνε­ση από τη μου­σι­κή παρά­δο­ση της πατρί­δας του της Κρή­της, έως την πρω­το­πο­ρια­κή ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή και από το ρεμπέ­τι­κο τρα­γού­δι και τη μου­σι­κή για τον κινη­μα­το­γρά­φο και την τηλε­ό­ρα­ση έως το συμ­φω­νι­κό έργο. Αυτή η απαλ­λαγ­μέ­νη από ακα­δη­μαϊ­σμό προ­σέγ­γι­ση της μου­σι­κής δημιουρ­γί­ας τον «έπλα­σε» ως συν­θέ­τη που μαθή­τευ­σε στη Γερ­μα­νία με δάσκα­λο τον Καρλ Ορφ, μελο­ποί­η­σε και «έντυ­σε» μου­σι­κά κεί­με­να και ποι­ή­μα­τα δημιουρ­γών όπως οι Ρίτσος, Σεφέ­ρης, Πρε­βε­λά­κης, Μπρεχτ, Καζαν­τζά­κης, Βάρ­να­λης, Καβά­φης, Χορ­τά­τσης, Εγγο­νό­που­λος, Αρι­στο­φά­νης, Παπα­δια­μά­ντης, Ομη­ρος, Ελύ­της και τον έκα­νε φίλο με τον Βαμ­βα­κά­ρη και τον Τσιτσάνη.

Γεν­νή­θη­κε στο Ρέθυ­μνο της Κρή­της, σε μια πόλη δηλα­δή που απο­τέ­λε­σε ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα «σταυ­ρο­δρό­μια» της λαϊ­κής και λόγιας παρά­δο­σης και κουλ­τού­ρας επί αιώνες.

Παρα­κο­λού­θη­σε μαθή­μα­τα στο Ελλη­νι­κό Ωδείο στην Αθή­να. Συνέ­χι­σε σπου­δά­ζο­ντας σύν­θε­ση με τον Καρλ Ορφ και τον Χ. Γκέ­ντα­μερ στο Μόνα­χο. Στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του ’50 ασχο­λεί­ται με την ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή, ενώ, από τα πρώ­τα του έργα στα τέλη εκεί­νης της δεκα­ε­τί­ας είναι η «Μου­σι­κή για τέσ­σε­ρις πρω­τα­γω­νι­στές» για 4 φωνές και 10 όργα­να πάνω σ’ ένα κεί­με­νο του Καζαν­τζά­κη. Ακο­λου­θούν οι «Κατα­σκευ­ές» για φλά­ου­το και κρου­στά (1960), «Συν­δυα­σμοί» (1961) για έναν εκτε­λε­στή κρου­στών και ορχή­στρα, «Γλωσ­σι­κά σύμ­βο­λα» (1961) για σοπρά­νο, μπά­σο και μεγά­λη ορχή­στρα, «Κασ­σάν­δρα» για σοπρά­νο και 6 όργα­να (1963).

Οι αρχι­κές του ανα­ζη­τή­σεις αφο­ρού­σαν στην ανα­νέ­ω­ση του ηχο­χρώ­μα­τος και τις δομι­κές και ρυθ­μι­κές σχέ­σεις που βασί­ζο­νται σε αριθ­μη­τι­κές ανα­λο­γί­ες, τόσο με βάση τα δυτι­κά πρό­τυ­πα όσο και με ανα­φο­ρές στη δημο­τι­κή μας μου­σι­κή και κυρί­ως της ιδιαί­τε­ρης πατρί­δας του. Συνέ­πεια αυτής της ανα­ζή­τη­σης ήταν η χρή­ση στα έργα του δια­φό­ρων δημο­τι­κών οργά­νων (κρη­τι­κή λύρα, σαντού­ρι, κ.ά.) ή αντί­θε­τα η χρή­ση και μόνο της ηχη­τι­κό­τη­τάς τους χωρίς αυτά καθ’ εαυ­τά τα όργανα.

Εγρα­ψε, επί­σης, τον «Κύκλο αριθ­μών»: Ο αριθ­μός 1 είναι ο «Μονό­λο­γος» για σόλο βιο­λον­τσέ­λο (1962) και ακο­λου­θούν: 2 — «Αντα­γω­νι­σμοί», ένας διά­λο­γος για βιο­λον­τσέ­λο και έναν εκτε­λε­στή κρου­στών που κινεί­ται, παί­ζο­ντας διά­φο­ρα κρου­στά πάνω στη σκη­νή, σε σχή­μα τόξου (1963), 3 — «Τριτ­τύς» για κιθά­ρα, 2 κοντρα­μπά­σα, σαντού­ρι και κρου­στά (1966), 4 — «Τετρα­κτύς» για κουαρ­τέ­το εγχόρ­δων (1963–66).

Το 1972 (παραγ­γε­λία των Ολυ­μπια­κών Αγώ­νων του Μονά­χου) γρά­φει τον «Κυκε­ώ­να». Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’70 έγρα­ψε τον κύκλο τρα­γου­διών «11 λαϊ­κά τρα­γού­δια του Γιάν­νη Ρίτσου», όπου περι­λαμ­βά­νο­νται τα: «Χρό­νια σε περί­με­να», «Ο τρύ­γος», «Χωρι­σμός», «Νυχτο­πε­ντο­ζά­λης», «Χει­μω­νιά­τι­κη βρα­διά», «Αϊντε και ντε», «Μαύ­ρη και Γαλά­ζια Νύχτα».
Αλλα έργα του είναι: «Πλού­τος» του Αρι­στο­φά­νη (1965), «Θέα­μα — Ακρό­α­μα» για φωνή, ηθο­ποιούς, όργα­να (1967), «Μπο­λι­βάρ» σε ποί­η­ση Εγγο­νό­που­λου (1967), «Σενά­ριο για δυο αυτο­σχέ­διους τεχνο­κρί­τες», για φωνή, όργα­να και μαγνη­το­ται­νί­ες (1968), «Αντι­νο­μί­ες» για σοπρά­νο, φλά­ου­το, 9 όργα­να και μικρή χορω­δία (1968), «Βάκ­χες», ηλε­κτρο­νι­κό μπα­λέ­το (1969), «Παρά­στα­ση» (1969) για φλά­ου­τα και πολυ­τά­λα­ντη σοπρά­νο και ηθο­ποιό, «Ασκη­ση», για βιο­λον­τσέ­λο σόλο (1969 — 70), «Ελε­γεία» (1969), «Περί­λη­ψη» (1970), «Ερω­φί­λη» του Χορ­τά­τση (1970), «Αναρ­χία», για κρου­στά και ορχή­στρα (1970), παραγ­γε­λία του Φεστι­βάλ Do-Naueschingen, «Πέν­θη­μα», στη μνή­μη του Γιάν­νη Χρή­στου για σόλο κιθά­ρα (1970 — 1971) «Αγω­νι­στές της λευ­τε­ριάς 1821» κύκλος τρα­γου­διών σε ποί­η­ση Σεφέ­ρη, Πρε­βε­λά­κη, Ιατρό­που­λου (1971), «Ολο­φυρ­μός» ηλε­κτρο­νι­κή μου­σι­κή (1973), «Σκλά­βοι πολιορ­κη­μέ­νοι» κύκλος τρα­γου­διών σε ποί­η­ση Κώστα Βάρ­να­λη (1973), «Ο κύκλος με την κιμω­λία», Μπρεχτ (1974), «Μαγω­δία» (1η γρα­φή: 1975, 2η γρα­φή: 1976), παραγ­γε­λία του Canada Cancel, «Ο Νέος Ερω­τό­κρι­τος» (Π. Πρε­βε­λά­κης 1972 & 1975/76), «Μου­σι­κή για πιά­νο και όργα­να» (προ­έ­κτα­ση του «Κυκε­ώ­να». 1976) «Λαϊ­κή λει­τουρ­γία», λαϊ­κή όπε­ρα (1976), «Μου­σι­κή για πιά­νο και μικρή ορχή­στρα» (1977), «Εγκώ­μιο στο Νίκο Σκαλ­κώ­τα», για σόλο κλα­ρι­νέ­το (1978), «Κέντρο διερ­χο­μέ­νων», κύκλος τρα­γου­διών σε ποί­η­ση Γιώρ­γου Ιωάν­νου (1982), «Οδύσ­σεια» του Νίκου Καζαν­τζά­κη (1982–1984), «Ερω­τό­κρι­τος και Αρε­τού­σα» (1985), πλή­ρης όπε­ρα, «Πνο­ές» (1990), «Οπε­ρα των σκιών» (1997), «Μικρό έπος για τον Ανδρέα Ρόδι­νο» (1999), «Τα ιερά τρα­γού­δια του έρω­τα» (2000), «Δρό­μοι της νύχτας» (2002), «Ερω­φί­λη» (2003), «Τα τρα­γού­δια της παλιάς πόλης» (2003) κ.α

Εγρα­ψε, επί­σης, μου­σι­κή για δεκά­δες ελλη­νι­κές ται­νί­ες («Η Αρχό­ντισ­σα και ο Αλή­της», «Η Νεράι­δα και το παλι­κά­ρι» κ.λπ.), ενώ στην Γερ­μα­νία έγρα­ψε μου­σι­κή για την ται­νία «Φέλιξ Κρό­υλ του Τόμας Μαν, και για την διε­θνώς επι­τυ­χη­μέ­νη σει­ρά του Εντ­γκαρ Ράις ΗΕΙΜΑΤ Ι,ΙΙ,ΙΙΙ (56 ώρες φιλμ), με πάνω από 20 ώρες μου­σι­κής (!) η οποία έκα­νε την πρε­μιέ­ρα της στην όπε­ρα του Μονά­χου το 1992.

Το 1962 πήρε το Β’ βρα­βείο του μου­σι­κού δια­γω­νι­σμού «Μάνος Χατζι­δά­κις» και το 1964 το βρα­βείο μου­σι­κής του Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρα­φι­κού Θεσ­σα­λο­νί­κης για τη μου­σι­κή του στην ται­νία «Μονεμ­βα­σιά» του Γιώρ­γου Σαρ­ρή, ενώ το 1968, απέ­σπα­σε το βρα­βείο των κρι­τι­κών του Φεστι­βάλ για τη μου­σι­κή του στην ται­νία «Παρέν­θε­ση» του Τ. Κανελλόπουλου.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο