Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ναζίμ Χικμέτ: Μονάκριβή μου

Μονά­κρι­βή μου εσύ στον κόσμο
μου λες στο τελευ­ταίο σου γράμμα:
«πάει να σπά­σει το κεφά­λι μου, σβή­νει η καρ­διά μου,
Αν σε κρε­μά­σουν, αν σε χάσω θα πεθάνω».

Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,
Η ανά­μνη­σή μου σαν μαύ­ρος καπνός
θα δια­λυ­θεί στον άνεμο.
Θα ζήσεις, αδελ­φή με τα κόκ­κι­να μαλ­λιά της καρ­διάς μου
Οι πεθα­μέ­νοι δεν απα­σχο­λούν πιό­τε­ρο από ’να χρόνο
τους ανθρώ­πους του εικο­στού αιώνα.

Ο θάνα­τος
Ενας νεκρός που τρα­μπα­λί­ζε­ται στην άκρη του σκοινιού
σε τού­τον ῾δω το θάνα­το δεν αντέ­χει η καρ­διά μου.
Μα να ῾σαι σίγου­ρη, πολυα­γα­πη­μέ­νη μου,
αν το μαύ­ρο και μαλ­λια­ρό χέρι ενός φου­κα­ρά ατσίγγανου
περά­σει στο λαι­μό μου τη θηλιά
άδι­κα θα κοι­τά­νε μες στα γαλά­ζια μάτια του Ναζίμ να δουν το φόβο.
Στο σούρ­πω­μα του στερ­νού μου πρωινού
θα δω τους φίλους μου και σένα.
Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα
παρά μόνο την πίκρα ενός ατέ­λειω­του τραγουδιού.

Γυναί­κα μου
Μέλισ­σά μου με τη χρυ­σή καρδιά
Μέλισ­σά μου με τα μάτια πιο γλυ­κά απ’ το μέλι
Τί κάθη­σα και σου ‘γρα­ψα πως ζήτη­σαν το θάνα­τό μου.

Η δίκη μόλις άρχισε
Δεν κόβουν δα και στα καλά καθού­με­να έτσι το κεφάλι
όπως ένα γογγύλι.
Έλα, έλα, μη μου σκας
Αυτά είναι μακρι­νά ενδεχόμενα.
Αν έχεις τίπο­τα λεφτά
Αγό­ρα­σέ μου ένα μάλ­λι­νο σώβρακο
Μου μένει ακό­μα κεί­νη η ισχιαλ­γία στο πόδι

Και μην ξεχνάς πως η γυναί­κα ενός φυλακισμένου
Δεν πρέ­πει να ’χει μαύ­ρες έγνοιες.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο