Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οβελίας “λουκούμι” ή “καρκάτσι”; _απλά κόλπα!

Οβε­λί­ας _ο πατρο­πα­ρά­δο­τος, σύμ­φω­να με το λεξι­κό του Τρια­ντα­φυλ­λί­δη είναι “αρνί ψημέ­νο στη σούβλα_  πασχα­λι­νός” ~λόγ \ αρχ. ὀβε­λί­ας ‘ψωμί ψημέ­νο στη σού­βλα΄ από παρα­νό­η­ση της σημα­σί­ας του αρχαί­ου. ὀβε­λός _σούβλα για ψήσι­μο κρέ­α­τος” (δες και στο οβε­λί­σκος). Οι μεταλ­λι­κές σού­βλες (Οβε­λοί) για ένα διά­στη­μα απο­τε­λού­σαν νομι­σμα­τι­κή μονά­δα. Με την ανα­κά­λυ­ψη του νομί­σμα­τος η λέξη μετα­σχη­μα­τι­σμέ­νη σαν οβο­λός, σήμαι­νε την μικρό­τε­ρη νομι­σμα­τι­κή μονά­δα: Έξι οβο­λοί αντι­στοι­χού­σαν σε μια δραχ­μή, για­τί μέχρι τόσους μπο­ρού­σε να αδρά­ξει κάποιος στο χέρι του.

Γρά­φει ο \\ Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Σημα­σιο­λο­γι­κά, επει­δή το έθι­μο του ψησί­μα­τος είναι πανάρ­χαιο ανά τον κόσμο, βρί­σκου­με τις ρίζες του στην Ιλιά­δα (όπου ο Πάτρο­κλος ψήνει ταυ­τό­χρο­να χοι­ρι­νό, αρνί­σιο και κατσι­κί­σιο κρέ­ας περα­σμέ­νο σε σού­βλα, μπο­ρού­με να ανι­χνεύ­σου­με μαγει­ρι­κούς τρό­πους και τεχνι­κές που χρη­σι­μο­ποιού­νται ακό­μη και σήμε­ρα) στην Οδύσ­σεια του Ομή­ρου και επί­σης στο βιβλίο της Εξό­δου της Παλαιάς Δια­θή­κης: σύμ­φω­να με αυτό, η 10η και τελευ­ταία πλη­γή που επε­φύ­λα­ξε ο Θεός στους Αιγύ­πτιους, προ­κει­μέ­νου να πει­στεί ο Φαραώ να επι­τρέ­ψει την έξο­δο των Εβραί­ων, ήταν η θανά­τω­ση όλων των πρω­τό­το­κων γιων των Αιγυ­πτί­ων, αλλά και των πρω­τό­το­κων ζώων τους από “Άγγε­λο Κυρί­ου”. Προ­κει­μέ­νου οι εβραϊ­κές οικο­γέ­νειες να μην είχαν την ίδια τύχη, καθε­μία από αυτές θα έπρε­πε να θυσιά­σει ένα νεα­ρό αρνά­κι ή κατσι­κά­κι, για να ευλο­γη­θεί από τον Θεό όλο το κοπά­δι _μάλιστα το ζώο θα έπρε­πε να είναι αρσε­νι­κό και αρτι­με­λές και δεν έπρε­πε να σπά­σει κανέ­να κόκα­λο, ενώ με το αίμα του θα έβα­φαν τις πόρ­τες των σπι­τιών, ώστε να ανα­γνω­ρί­ζει ο Άγγε­λος τα εβραϊ­κά σπί­τια και να απο­φύ­γουν τη μοί­ρα των Αιγυ­πτί­ων. Κοκά­λι­νες παλαιο­λι­θι­κές σού­βλες κατα­σκευα­σμέ­νες από κόκ­κα­λο Μαμούθ έχουν βρε­θεί στο Mezhirich της Ουκρα­νί­ας και οι αρχαιο­λό­γοι υπο­θέ­τουν πως χρη­σι­μο­ποιού­νταν για το ψήσι­μο κρέ­α­τος, ενώ σού­βλες, δια­φό­ρων υλι­κών έχουν βρε­θεί στην Κρή­τη, ήδη από τη μινω­ι­κή επο­χή. Το πιο διά­ση­μο όμως εύρη­μα απο­τε­λεί μια μικρή πήλι­νη βάση απο­τε­λού­με­νη από δυο τμή­μα­τα, πάνω στην οποία στέ­κο­νταν μικρές σού­βλες, από το Ακρω­τή­ρι της Σαντο­ρί­νης (τους πήλι­νους αυτούς κρα­τευ­τές μπο­ρού­με σήμε­ρα να τους δού­με στο Εθνι­κό Αρχαιο­λο­γι­κό Μουσείο).

Λιανίσαν
και τα πέρασαν στις σούβλες

Ο άνθρω­πος από κάποια στιγ­μή και μετά άρχι­σε να ψήνει το κρέ­ας προ­τού _κυριολεκτικά, το κατα­βρο­χθί­σει. Αυτό θεω­ρεί­ται από τους σημε­ρι­νούς ανθρω­πο­λό­γους ως ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα βήμα­τα που έκα­νε και ξεχώ­ρι­σε από τα υπό­λοι­πα θηλα­στι­κά επά­νω στη Γη.
Αυτό θεω­ρεί­ται από τους σημε­ρι­νούς ανθρω­πο­λό­γους ως ένα από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα βήμα­τα που έκα­νε και ξεχώ­ρι­σε από τα υπό­λοι­πα θηλα­στι­κά επά­νω στη Γη. Υπάρ­χει η άπο­ψη ότι τα πρώ­τα κομ­μά­τια κρέ­ας τα έρι­χναν απλά επά­νω στη φωτιά και αυτά βέβαια έβγαι­ναν ξερο­ψη­μέ­να αλλά κατά­μαυ­ρα. Μερι­κά κομ­μά­τια όμως, που βρέ­θη­καν λίγο πιο μακριά, ίσως να υπέ­δει­ξαν με το πιο ήπιο ψήσι­μό τους έναν καλύ­τε­ρο τρό­πο μετα­χεί­ρι­σης του κρέ­α­τος. Όπως ανα­φέ­ρει ο Andrew Dalby στο βιβλίο του “Σει­ρή­νεια Δεί­πνα”, “οι μικρές και ευρέ­ως δια­σκορ­πι­σμέ­νες κοι­νό­τη­τες που ζού­σαν στην Ελλά­δα χιλιά­δες χρό­νια πΧ. άφη­σαν πίσω τους υπο­λείμ­μα­τα οστών ζώων ως από­δει­ξη του γεγο­νό­τος ότι (από τότε) έτρω­γαν κρέ­ας”.

Και αφού τα λιά­νισ᾽ εύμορ­φα, τα πέρα­σε στες σούβλες,
και ωστό­σο φωτιάν άνα­φτεν ο Πάτρο­κλος μεγάλην
και όταν εκά­η­κε η φωτιά και όλη εμα­ράνθ᾽ η φλόγα
αφού τ᾽ ανθρά­κια έστρω­σεν άνω στους ψήστες βάζει
τες σού­βλες και στα κρέ­α­τα το άγιο ρίχνει αλάτι.
Και αφού εψη­θή­καν τα ᾽συρεν επά­νω στες σανίδες
_Ι, 210–215 μετ. Ι. Πολυλάς

Αφού έγι­νε κτή­μα του ανθρώ­που ότι είναι καλύ­τε­ρα να ψήνε­ται το κρέ­ας, περ­νώ­ντας κομ­μά­τια σε ένα κλα­δί που θα περι­στρέ­φε­ται πάνω από τη φωτιά, δεν απαί­τη­σε χρό­νο για να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί. Η σού­βλα θεω­ρεί­ται ένας από τους αρχέ­γο­νους τρό­πους ψησί­μα­τος, κυριο­λε­κτι­κά ένα μπάρ­μπε­κιου της επο­χής (σσ. η λέξη «μπάρ­μπε­κιου» υπο­νο­εί το αργό ψήσι­μο κρέ­α­τος πάνω από αναμ­μέ­να κάρ­βου­να και προ­έρ­χε­ται από τη λέξη barbacoa, που σημαί­νει στη διά­λε­κτο των Δυτι­κών Ινδιών ακρι­βώς αυτό). Στην Οδύσ­σεια μάλι­στα (γ, στί­χοι 461–472) ανα­φέ­ρε­ται ότι “λια­νί­σαν τ’ άλλα και τα πέρα­σαν στις σού­βλες και τα ψήναν / τις ακρο­μύ­τι­κες στα χέρια τους ανα­βα­στώ­ντας σού­βλες”. Σήμε­ρα έχου­με φθά­σει να έχου­με στα χέρια μας και μαθη­μα­τι­κούς τύπους για την από­στα­ση του κρέ­α­τος από τη φωτιά!

Μια άλλη εκδο­χή υπο­στη­ρί­ζει πως η θυσία του αρνιού γινό­ταν στα πλαί­σια ποι­με­νι­κής γιορ­τής, ώστε ο θεός των ποι­μνί­ων, δηλα­δή της γονι­μό­τη­τας, να πάρει το μερί­διό του και να εξα­σφα­λι­στεί η γονι­μό­τη­τα του κοπα­διού. Το έθι­μο _μεταλλασσόμενο στο πέρα­σμα του χρό­νου και _σε ότι αφο­ρά στην Ελλά­δα, το ψήσι­μο του οβε­λία (του αρνιού στη σού­βλα) προ­έρ­χε­ται από την ηπει­ρω­τι­κή Ελλά­δα και τους βοσκούς της, που γιόρ­τα­ζαν το Πάσχα στην ύπαι­θρο (σε χει­μα­διά, οπό­τε δεν είχαν χτι­στούς φούρ­νους για να ψήσουν).
Η πόλη της Λαμί­ας πχ. είναι ακό­μη γεμά­τη με «οβε­λι­στή­ρια», ηλι­κί­ας 50–60-70 χρό­νων, ενώ ο όρος έχει γίνει viral και στο κλει­νόν άστυ, επί­σης η Θεσ­σα­λο­νί­κη έχει τη «δική της ιστορία»

Από την πλευ­ρά «επώ­νυ­μοι κι ανώ­νυ­μοι και γενι­κώς ”σεφ”» προ­τεί­νουν τα δικά τους, από σεφτα­λιές και κατσι­κά­κια με κρού­στα μυρω­δι­κών, μέχρι συντα­γές με κοτό­που­λο …είναι λένε στην κατη­γο­ρία που τρώ­νε όλοι και σίγου­ρά δεν πρέ­πει να λεί­πει από τις πασχα­λι­νές σου συντα­γές και το τρα­πέ­ζι σου!
Υπάρ­χει πάντα και το χοι­ρι­νό (μπού­τι συνή­θως που σε αρκε­τές περιο­χές της χώρας μας αντι­κα­θι­στά τον οβελία)

Ο παλιός είναι αλλιώς …
και ο νέος είν΄ωραίος

Το καρ­κά­τσι _εκτός από ένα ασή­μα­ντο χωριό Каркаци στην πρώ­ην Σοβιε­τι­κή Ένω­ση νυν “Δημο­κρα­τία του Ντα­γκε­στάν” = Χώρα των Βου­νών ομο­σπον­δια­κό υπο­κεί­με­νο της καπι­τα­λι­στι­κής Ρωσί­ας με πλη­θυ­σμό 70 άτο­μα, είναι το γενι­κά κατά­μαυ­ρο, ξερο­ψη­μέ­νο σαν κάρ­βου­νο.

Περί ορέ­ξε­ως κολυ­μπη­θρό­ξυ­λο λέει ο λαός μας, πάντως μαλα­κό και τρυ­φε­ρό πρέ­πει να είναι πάντα το ψητό κρέ­ας, ει δυνα­τόν να λιώ­νει στο στό­μα: θα μου πεις _προβατίνα να λιώ­νει στο στό­μα δε γίνεται …
Γίνε­ται λέμε, αλλά ας πάρου­με τα πράγ­μα­τα με τη σει­ρά, εμπει­ρία έχου­με πολ­λή _ ο παλιός είναι αλλιώς …, θα σεβα­στού­με και τις όποιες προ­τά­σεις _ ο νέος είν΄ωραίος, πάμε λοιπόν:

  • Απορ­ρί­πτου­με μετά βδε­λυγ­μί­ας ειδι­κές παρεμ­βά­σεις, που κάποιοι όψι­μοι ονο­μά­ζουν “κόλ­πα ζόρι­κα που κάνουν στις Ινδί­ες”! με τρικ του είδους …τρία “μαγι­κά” συστα­τι­κά κάνουν όλη τη δου­λειά και το κρέ­ας έξτρα τρυ­φε­ρό ζάχα­ρη, ακτι­νί­διο και τριαντάφυλλο!!
  • Ό,τι πιο σκλη­ρό ή φτη­νό στο κρέ­ας, μπο­ρεί να είναι παράλ­λη­λα εξαι­ρε­τι­κά νόστι­μο, αν κανείς το ψήσει σωστά. Τα ταπει­νά κομ­μά­τια κάνουν τα πιο νόστι­μα φαγη­τά στα χέρια των άξιων για­γιά­δων και παπ­πού­δων μας, ενώ τα φιλέ­τα _που δεν τα περι­φρο­νού­με είναι κυρί­ως για όσους δεν ξέρουν να μαγει­ρέ­ψουν ή να φάνε.
  • Το τέλειο ψήσι­μο επι­τυγ­χά­νε­ται σε μια ολό­κλη­ρη περιο­χή γύρω από τη φωτιά, σε από­στα­ση που μπο­ρεί να υπο­λο­γι­στεί με ακρίβεια
  • Το αργό παρα­τε­τα­μέ­νο ψήσι­μο είναι η κλα­σι­κή μέθο­δος για να σπά­σουν οι πρω­τε­ΐ­νες του κολ­λα­γό­νου, να μετα­τρα­πούν σε ζελα­τί­νη και να «χυλώ­σουν» την όποια παραλ­λα­γή, επι­τρέ­πο­ντας στο κρέ­ας να μαλα­κώ­σει και να νοστι­μί­σει, μένο­ντας παράλ­λη­λα ζουμερό.
  • Στη σού­βλα (ή στο φούρ­νο) ελά­χι­στα καρυ­κεύ­μα­τα (αλα­το­πί­πε­ρο, σκόρ­δο, ρίγα­νη, λίγη μου­στάρ­δα), μια και το ίδιο το κρέ­ας είναι τόσο νόστι­μο στη φυσι­κή του γεύ­ση που δεν χρειά­ζε­ται γευ­στι­κά φρου-φρου και υπερ­βο­λι­κά πρό­σθε­τα (κάποιος προ­τεί­νει μέχρι και την αμε­ρι­κά­νι­κη πατέ­ντα της μαρμελάδας).
  • Λάδω­μα κατά το ψήσι­μο με ρέγου­λα, με πινέ­λο ή την παρα­δο­σια­κή λεμο­νό­κου­πα, αλλά ποτέ λεμό­νι _ειδικά στην αρχή του ψησί­μα­τος για­τί σφίγ­γει το κρέ­ας (παρα­δο­σια­κά όμως το αρνί ή κατσί­κι κρα­τά­ει ένα ανά­με­σα στο δόντια του) Σήμε­ρα έχου­με φθά­σει να έχου­με στα χέρια μας και μαθη­μα­τι­κούς τύπους για την από­στα­ση του κρέ­α­τος από τη φωτιά!
  • Ένα θερ­μό­με­τρο _καρφάκι δε μας χαλά­ει: 68 οC σημαί­νει “σχε­δόν έτοι­μο” 75οC …βάλ­το στο τραπέζι!

Το “γλυκό σημείο”

Οι Αγγλο­σά­ξο­νες χρη­σι­μο­ποιούν έναν ειδι­κό όρο, το sweet spot, για να δώσουν έμφα­ση στο ότι μια εστία θερ­μό­τη­τας, όπως είναι τα αναμ­μέ­να κάρ­βου­να, δημιουρ­γεί λίγο έξω από αυτήν ολό­κλη­ρη περιο­χή όπου είναι το ιδα­νι­κό σημείο για να ψήσεις. Με τη βοή­θεια πάντα των υπέ­ρυ­θρων ακτί­νων, ο Nathan Myhrvold, στο πεντά­το­μο έργο του «Modernist Cuisine», υπο­λο­γί­ζει ότι η από­στα­ση του “γλυ­κού σημεί­ου” από τη φωτιά θα είναι ίση με το 18,5% !! του πλά­τους (ή της δια­μέ­τρου, αν είναι κυκλι­κή) της σχά­ρας. Αυτό κατ’ επέ­κτα­ση ισχύ­ει και για τη σού­βλα. Και βέβαια όσο μεγα­λύ­τε­ρη είναι η επι­φά­νεια που κατα­λαμ­βά­νει η φωτιά τόσο μεγα­λύ­τε­ρη και η επι­φά­νεια που θα αντι­στοι­χεί στο «γλυ­κό σημείο».

Εδώ είναι χρή­σι­μο να ανα­φέ­ρου­με και κάποιες σχε­τι­κές παρατηρήσεις:

  • Μικρές σχε­τι­κά ανυ­ψώ­σεις από τη φωτιά δεν αλλά­ζουν αισθη­τά την έντα­ση του ψησί­μα­τος (όταν ψήνου­με στο “λάκ­κο”).
  • Αν χρη­σι­μο­ποιού­με ψηστα­ριά παί­ζει ρόλο αν τα τοι­χώ­μα­τα είναι αρκε­τά στιλ­πνά (ή πυρό­του­βλο), για­τί τότε η ακτι­νο­βο­λία αντα­να­κλά­ται παντού και ένα μέρος της λού­ζει και το ψητό.
  • Υπάρ­χει η δυνα­τό­τη­τα να τυλί­γου­με (με αλου­μι­νό­χαρ­το) το σου­βλι­στό αρνί ολό­κλη­ρο ή σε κάποια σημεία του μόνο _προς το τέλος της δια­δι­κα­σί­ας. Αυτό δεν γίνε­ται για να αυξη­θεί η θερ­μο­κρα­σία ψησί­μα­τος, αλλά αντί­θε­τα ανα­κλώ­ντας ένα μέρος της ακτι­νο­βο­λί­ας έχου­με μεί­ω­ση της θερ­μο­κρα­σί­ας ψησί­μα­τος (για να μην καούν ή στε­γνώ­σουν ευαί­σθη­τα ή ξερο­ψη­μέ­να σημεία)
  • Πάντως το ψήσι­μο ενός μικρού σε μέγε­θος σφα­γί­ου, όπως είναι το αρνί _ακόμα και η προ­βα­τί­να, πολύ περισ­σό­τε­ρο το κατσί­κι, έχει το πλε­ο­νέ­κτη­μα ότι δεν υπάρ­χουν σε αυτό κομ­μά­τια με δια­φο­ρε­τι­κές απαι­τή­σεις (όπως πχ., σε ένα μοσχά­ρι –που συνη­θί­ζε­ται στις βόρειες χώρες).

Για τη (χημι­κή) αντί­δρα­ση Maillard (Λουί-Καμίλ Μαϊ­γιάρ _που κλεί­νει τα 110 χρό­νια της) θα μιλή­σου­με κάποια άλλη στιγ­μή, να πού­με μόνο πως το σωστά ψημέ­νο κρέ­ας, ακό­μη και το ψωμί, οι τηγα­νί­τες, μπι­σκό­τα και αρτο­σκευά­σμα­τα, ψημέ­να ζαχα­ρω­τά και πολ­λά άλλα τρό­φι­μα ο καβουρ­δι­σμέ­νος καφές κλπ οφεί­λουν όχι μόνο το χάρ­μα ουρα­νί­σκου αλλά τη δελε­α­στι­κή μυρω­διά τους σε μια σει­ρά αντι­δρά­σε­ων που ανα­φέρ­θη­κε για πρώ­τη φορά από τον Γάλ­λο χημι­κό Louis-Camille Maillard.
Είναι η “μαγι­κήαντί­δρα­ση μετα­ξύ αμι­νο­ξέ­ων και ανα­γω­γι­κών σακ­χά­ρων που ροδί­ζει και νοστι­μί­ζει το φαγη­τό, που την περιέ­γρα­ψε για πρώ­τη φορά το 1912 ενώ εργα­ζό­ταν σε θέμα­τα βιο­λο­γι­κής σύν­θε­σης των πρωτεϊνών.

Τα είπα­με σχε­δόν όλα …

  • Ετοι­μα­ζό­μα­στε να ξυπνή­σου­με χαρά­μα­τα αν θέλου­με να φάμε μεση­μέ­ρι υπο­λο­γί­ζο­ντας πως 
    • Σε λάκ­κο θα χρεια­στεί παρα­πά­νω χρό­νο από ψηστα­ριά ή μπάρμπεκιου
  • Έχου­με παραγ­γεί­λει 2–3 πριν το αρνί για να προ­λά­βει να “στε­γνώ­σει” και το βάζου­με στο ψυγείο 
    • Αν ο χασά­πης μας είναι γνω­στός _όπως ο δικός μου ο Κώστας, του λέμε να μας το κρα­τή­σει στο δικό του.
  • Παίρ­νου­με το χρό­νο μας: προ­σω­πι­κά σε λιγό­τε­ρο από ένα μισά­ω­ρο σπα­τσά­ρω –αλλά μην το πάρε­τε μετρη­τοίς, αν θέλε­τε να κοι­μη­θεί­τε και λίγο _ 
    • Μπο­ρεί­τε να κάνε­τε και το πρωί τη δια­δι­κα­σία, ενώ ετοι­μά­ζε­ται η θράκα
  • Βάζου­με το αρνί πάνω στον πάγκο της κου­ζί­νας _αν έχου­με αυλή τα πράγ­μα­τα είναι πιο απλά σε λαδό­κολ­λα και 
    • Συγκε­ντρώ­νου­με τα υλι­κά μας για δέσι­μο του αρνιού: σύρ­μα γαλ­βα­νι­ζέ, πέν­σα κλπ. _κάποιοι χρη­σι­μο­ποιούν τις “δαγκά­νες” “διχά­λες” εμείς όχι.
  • Αφαι­ρού­με τα νεφρά (αν δεν τα κάνου­με κάτι τα πετά­με) αν ψηθούν όλη η γεύ­ση του αρνιού στυφαίνει.
  • Όπως είπα­με ούτε βότα­να ούτε φρου_φρου κι αρώ­μα­τα (αλα­το­πί­πε­ρο _και εσω­τε­ρι­κά, σκόρ­δο _καρφωμένο σε μπού­τια και “χερά­κια”, ρίγα­νη, λίγη μου­στάρ­δα), μια και το ίδιο το κρέ­ας είναι τόσο νόστι­μο στη φυσι­κή του γεύση.
  • Το αρνί στη σού­βλα δεν είναι γαλο­πού­λα άρα δε γίνε­ται γεμι­στό.
  • Περ­νά­με την σού­βλα από πίσω, δια­μπε­ρώς μέχρι να περά­σει το λαι­μό και να βγει από το στό­μα _του βάζου­με να “δαγκώ­σει” την παρα­δο­σια­κή λεμονόκουπα.
  • Σταυ­ρώ­νου­με” (περ­νώ­ντας μέσα από τον τένο­ντα) και δένου­με σφι­χτά τα πόδια με διπλό σύρ­μα και στη συνέχεια…
  • “Ράβου­με” τη σπά­λα και τη σπον­δυ­λι­κή στή­λη στη σού­βλα σε 4–5 σημεία, μέχρι… 
    • Πλή­ρη ισορ­ρο­πία \ ζύγι­σμα: κρα­τώ­ντας τη σού­βλα με τη μύτη στο έδα­φος στις 30ο δεν πρέ­πει να γυρί­ζει, σε οποια­δή­πο­τε θέση και αν το περιστρέψουμε.
  • Πρέ­πει να είμα­στε σίγου­ροι πως κατά το ψήσι­μο δε θα “γυρί­σει” (κρε­μά­σει) το αρνί στη σού­βλα (δηλ να στα­μα­τή­σει να περι­στρέ­φε­ται, ενώ η σού­βλα γυρί­ζει) οπό­τε θα δια­λύ­σει και θα είναι κατα­στρο­φή χωρίς γιατρειά.
  • Δένου­με σφίγ­γο­ντας τον λαι­μό με 2–3 (διπλά) σύρ­μα­τα και καπάκι
  • Τα “χερά­κια
  • Στε­ρε­ώ­νου­με τη μπό­λια _απαραίτητη για τη σωστή υγρα­σία ψησί­μα­τος (αν έχει ξεκολ­λή­σει βάζου­με οδο­ντο­γλυ­φί­δες, ψεκά­ζο­ντας νερό) –τέλος
  • Ράβου­με την κοι­λιά με σύρ­μα ή σπά­γκο (δεν πρέ­πει να μας ανοί­ξει, για­τί θα στε­γνώ­σει κατά το ψήσιμο)
  • Χρη­σι­μο­ποιεί­τε μηχα­νι­σμό περι­στρο­φής 2 ταχυ­τή­των …αν θέλε­τε 100% παρά­δο­ση _ψήσιμο γυρί­ζο­ντας με το χέρι βρεί­τε συμ­μά­χους και … 
    • Καλή όρε­ξη

Θράκα και … ιεροτελεστία

Ανε­ξάρ­τη­τα πρώ­της “καύ­σι­μης ύλης” _ έτοι­μο κάρ­βου­νο, κλη­μα­τό­βερ­γες –ότι καλύ­τε­ρο, ξεροί θάμνοι ‑σχί­νο και πουρ­νά­ρι, ξερό­κλα­δα από δέντρα κλπ. και το πού θα ψήσου­με (στο έδα­φος –“λάκ­κος”, στην μεταλ­λι­κή ψηστα­ριά, στο μπάρ­μπε­κιου ή όπου), πρέ­πει να ετοι­μα­στεί η θράκα,

  • Βάζου­με ξερά προ­σα­νάμ­μα­τα σε στοί­βα “ινδιά­νι­κου” κώνου, με ένα-δυο φύλ­λα εφη­με­ρί­δας –καλύ­τε­ρα λαδω­μέ­νες από κάτω και ανάβουμε.
  • Απο­φεύ­γο­ντας απο­λύ­τως τα τρι­σά­θλια παρα­φι­νέ­λαια κλπ. πετρε­λαιοει­δή “βοη­θή­μα­τα”, …
  • Στρώ­νου­με σε επα­φή τα κλα­διά, τα κάρ­βου­να ή μείγ­μα αμφό­τε­ρων και …ανα­μο­νή,
  • Έχο­ντας κοντά μας _ “για το φόνο των Ιου­δαί­ων”, νερό
  • Προ­σέ­χο­ντας –επει­δή φου­ντώ­νουν και η φλό­γα μπο­ρεί να γίνει ανε­ξέ­λεγ­κτη, ειδι­κά αν έχου­με δια­λέ­ξει σκιά (πχ.) πεύκων, 
    • βάζο­ντας –στη δια­πα­σών ή όχι (ανα­λό­γως περιο­χής και γει­τό­νων) τον “Χαρα­λά­μπη” το ”παπά­κι πάει στην ποτα­μιά”, την ”λου­λου­δια­σμέ­νη ιτιά” κλπ.
  • Συμπλη­ρώ­νου­με περι­με­τρι­κά κάμπο­σα κλα­διά ή κάρ­βου­να και συνε­χί­ζου­με, την τροφοδοσία.
  • Δυνα­τή φλό­γα, πυρώ­σουν τα πρώ­τα, προ­σθέ­του­με και άλλα.
  • Στα­δια­κά η φλό­γα θα αρχί­σει να “πέφτει”, σημά­δι ότι η φωτιά –όπως λέμε “χωνεύ­ει”, όλα πλέ­ον δεί­χνουν πυρω­μέ­να και χωρίς φλό­γα, το χέρι μας δεν μπο­ρεί να πλη­σιά­ζει πιο κοντά από 35–40εκ.
  • Απλώ­νου­με με φτυα­ρά­κι, ή –καλύ­τε­ρα με σιδε­ρέ­νιο φαρά­σι, στρώ­νου­με με την τσι­μπί­δα μας (μασιά), φρο­ντί­ζο­ντας να βρί­σκο­νται βασι­κά περι­με­τρι­κά στην νοη­τή προ­βο­λή του αρνιού και όχι από κάτω
  • Τα γάντια για να μην καού­με, βοη­θά­νε –ειδή­μο­νες και μη
  • Ξεκι­νά­με το ψήσι­μο έχο­ντας τη σού­βλα ψηλά 45–50εκ και γυρ­νώ­ντας γρή­γο­ρα με το χέρι (το μηχα­νά­κι περι­στρο­φής σε αυτή τη φάση είναι άχρη­στο –δεν “προ­λα­βαί­νει”) για 15–20λ να μη μας “αρπά­ξει”
  • Ελέγ­χου­με κάθε τόσο τη φωτά με ένα σπρέι νερού και …
  • Όταν θα εμφα­νι­στεί αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νη η παρέα μας –κάποιοι (δυστυ­χώς) με άθλια φρα­πε­διά στο χέρι, προ­σπα­θού­με να κάνου­με “κλί­μα” και ό,τι προκύψει
  • Το πιο πιθα­νό γύρω στις 10.00πμ όλα έχουν ομα­λο­ποι­η­θεί και …
  • Η ζωή συνε­χί­ζε­ται με σημαί­ες και ταμπούρλα

Καλό ΠΑΣΧΑ _  θα επανέλθουμε!!

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο