Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οδηγίες προς ναυτιλόμενους φεγγαρολάμνοντες

(αν είστε βιαστικοί-ές
«ψεκά­στε-σκου­πί­στε-τελειώ­σα­τε»
μην ασχο­λη­θεί­τε καθόλου …)

Δεν υπάρχει άνθρωπος  που δεν έχει φωτογραφίσει το φεγγάρι — έστω και μία φορά…

Με δύο υπερ­παν­σέ­λη­νους θα καλω­σο­ρί­σου­με και θα απο­χαι­ρε­τί­σου­με το φετι­νό Αύγουστο

Supermoon

Δύο υπερ­φεγ­γά­ρια, δλδ δύο παν­σε­λή­νους θα έχει ο φετι­νός Αύγου­στος φαι­νό­με­νο που ανα­μέ­νε­ται ξανά, Ιανουά­ριο του 2037. Χτες ‑μετά τη δύση του ηλί­ου- νοτιο­α­να­το­λι­κά, δια­κρί­να­με στον νυχτε­ρι­νό ουρα­νό την ανα­το­λή του “φεγ­γα­ριού του οξύρ­ρυγ­χου” _ τη 2η από τις τέσ­σε­ρις συνο­λι­κά υπερ­παν­σε­λή­νους της χρο­νιάς _ Supermoon ένα συναρ­πα­στι­κό όρο για αυτό που οι αστρο­νό­μοι απο­κα­λούν “περι­γεια­κή παν­σέ­λη­νο”, δηλα­δή όταν η παν­σέ­λη­νος συμ­βαί­νει την ακρι­βή στιγ­μή που η Σελή­νη είναι πιο κοντά μας στην τρο­χιά της.

Στις 30-Αυγ (21:36 μμ.) θα σημειω­θεί η 2η  παν­σέ­λη­νος του μήνα – η μπλε σελή­νη. ‑μπλε φεγ­γά­ρι, όρος που χρη­σι­μο­ποιεί­ται όταν έχου­με δύο παν­σε­λή­νους σε έναν μήνα. Είναι γνω­στό ότι τον Αύγου­στο έχου­με τις μεγα­λύ­τε­ρες και λαμπε­ρό­τε­ρες παν­σε­λή­νους. Για­τί; _οφθαλμαπάτη!! Αυτό συμ­βαί­νει για­τί κατά τους καλο­και­ρι­νούς μήνες ο ήλιος βρί­σκε­ται στο υψη­λό­τε­ρο σημείο της ετή­σιας φαι­νό­με­νης τρο­χιάς του στον ουρα­νό, ενώ η σελή­νη σχε­τι­κά πιο κοντά στον ορί­ζο­ντα. Σε αυτή τη θέση η παν­σέ­λη­νος μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει αυτού του είδους την οπτι­κή απά­τη, όμως η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι ότι επα­νει­λημ­μέ­νες μετρή­σεις έχουν απο­δεί­ξει ότι πρό­κει­ται για μια ψευ­δαί­σθη­ση που έχει κατα­φέ­ρει να χτί­σει έναν ολό­κλη­ρο μύθο.

Ο οξύρ­ρυγ­χος απει­κο­νί­ζε­ται σε αρχαίο ελλη­νι­κό Τετρά­χαλ­κο (χάλ­κι­νο νόμι­σμα) Panticapaeum στη χερ­σό­νη­σο της Κρι­μαί­ας (Μαύ­ρη Θάλασ­σα) 310–304 π.Χ.

Φέτος, στο τέλος του Αυγού­στου, μετά το «φεγ­γά­ρι του οξύρ­ρυγ­χου», που έλα­βε το όνο­μά του από τους ιθα­γε­νείς κατοί­κους της Αμε­ρι­κής που την συγκε­κρι­μέ­νη μέρα ψάρευαν το συγκε­κρι­μέ­νο ψάρι, γνω­στό και ως μου­ρού­να, ακο­λου­θεί το λεγό­με­νο «μπλε φεγ­γά­ρι», το όνο­μα του οποί­ου έχει τρο­φο­δο­τή­σει άλλον ένα μύθο. Η αλή­θεια είναι πως για δύο χρό­νια μετά την έκρη­ξη του ηφαι­στεί­ου Κρα­κα­τόα στην Ινδο­νη­σία το 1883, άνθρω­ποι σε όλο τον κόσμο ανέ­φε­ραν ότι έβλε­παν παρά­ξε­να χρω­μα­τι­στά ηλιο­βα­σι­λέ­μα­τα και μια Σελή­νη που είχε μια μπλε χροιά και, έκτο­τε, δεν υπήρ­ξε άλλη παρό­μοια ανα­φο­ρά. Έτσι, ο όρος «μπλε φεγ­γά­ρι» άρχι­σε να σημαί­νει ότι κάτι είναι πάρα πολύ σπά­νιο, εξ ου και χρη­σι­μο­ποιεί­ται όταν έχου­με δύο παν­σε­λή­νους στον ίδιο μήνα.

Ειδι­κά από τότε που βγή­καν τα smart_phones χαμός σε ΜΚΔ –μερι­κοί μερι­κές βάζο­ντας και selfie με τη φάτσα τους… περι­μέ­νο­ντας και μετρώ­ντας likes.

Ευθύς εξαρ­χής να πω πως αν περι­μέ­νειςμια καλού­τσι­κη έστω, φωτο­γρα­φία με το κινη­τόκαλύ­τε­ρα άσ’ το (ακό­μα κι αν έχεις τα Ultra των χιλιά­δων ευρώ με ψηφια­κό ζουμ 80–100x).

Όπως και να χει ενώ βλέ­πεις το φεγ­γά­ρι πεντα­κά­θα­ρα –φάτσα κάρ­τα με τα μάτια σου, πατάς το κου­μπί και …τζί­φος απο­τέ­λε­σμα, βλέ­πο­ντας κάτι εντε­λώς απο­γοη­τευ­τι­κά θολό και με τόσο «κόκ­κο» ‑Film Grain και ανα­ρω­τιέ­σαι μα για­τί;

Film_Grain | κόκ­κος φιλμ

Ο υπο­φαι­νό­με­νος –ψώνιο της φωτο­γρα­φί­ας και του σκο­τει­νού θαλά­μου, από τότε που δεν υπήρ­χε καν η έγχρω­μη, την «πάτη­σε» πολ­λές φορές μέχρι να μάθει τα κόλ­πα –τόσο με φιλμ, όσο και με τις ψηφια­κές, που σήμε­ρα με κόστος το 1/5 ενός καλού κινη­τού κάνουν (σχε­δόν) τα πάντα.

Αν και ξεκί­νη­σα με μια βαρειά τσά­ντα που περιεί­χε αρχι­κά made in CCCP-USSR Lubitel… μετά τη (συλ­λε­κτι­κή σήμε­ρα) Зени́т (Zenit) 11, αργό­τε­ρα τη «δημο­σιο­γρα­φι­κή» Minolta «μαύ­ρο σώμα» …Cosina C3 (φ. 35–70) ‑Nikon F70 — Olympus OM 707 (φ. 35–70-200!) ‑Balda Juwella 6X9 — Bronica ETR SI 6X4.5 + Prisma AE-II, Canon EOS 5, Asahi Pentax K2DMD + 6X7 μέχρι και Mamiya RZ67, σήμε­ρα ‑45 χρό­νια μετά το παλεύω με μια Nikon DSLR D3500 AF‑P DX Ζουμ -(οπτι­κό) 18–55–90 VR Black και μια compact Black Sony DSCHX400VB ‑20.4 Megapixels και ‑οπτι­κό πάντα, Ζουμ 50x, με τη βοή­θεια και του φίλου Γερά­σι­μου (Γιαν­νά­του) στην Εμμ. Μπενάκη

Οπό­τε: Μια «κανο­νι­κή» μηχα­νή, κατά προ­τί­μη­ση DSLR με έναν ικα­νό φακό zoom (εστια­κή από­στα­ση). Ξέχνα τα ψηφια­κά zoom, για­τί αυτό που θέλεις είναι «γυα­λί», δηλα­δή οπτι­κό και μόνο! Αν είσαι τρεμουλιάρης‑α ένα υπο­τυ­πώ­δες ή επαγ­γελ­μα­τι­κό τρί­πο­δο είναι σχε­δόν απα­ραί­τη­το (εκτός και πάρεις «τη βοή­θεια» ‑όχι από «το κοι­νό» ‑κατά τις προ­σφι­λείς τηλε­ο­πτι­κές εκπο­μπές, αλλά … από βρά­χους, πεζού­λια ή τοί­χους). Υπό­ψη πως όσο πιο μεγά­λο το zoom, τόσο πιο δύσκο­λο είναι να κρα­τή­σεις τη μηχα­νή στα­θε­ρή με το χέρι ‑πρα­κτι­κά αδύνατον.

Καλό –αλλά όχι απα­ραί­τη­το, είναι να τσε­κά­ρεις το μέρος με μια βόλ­τα την προη­γού­με­νη νύχτα, για να δεις που θα στη­θείς, πώς θα πας. Αν θέλεις μόνο φεγ­γά­ρι χωρίς τοπίο ΟΚ!… πήγαι­νε οπου­δή­πο­τε. Σε κάθε περί­πτω­ση μακριά από σημεία υπερ­φω­τι­σμέ­να γύρω-γύρω.

Ξανα­θυ­μή­σου τις ρυθ­μί­σεις τα διά­φο­ρα modes της μηχα­νής σου, μια και μιλά­με για φωτο manual… μάθε πώς γυρ­νάς στα διά­φο­ρα προ­γράμ­μα­τα, πώς θα ρυθ­μί­σεις αντι­στάθ­μι­ση, κλεί­στρο, το ISO του αισθη­τή­ρα, το διάφραγμα

–κάνε και δοκι­μές τις προη­γού­με­νες μέρες και τέλος…

Πάτα το κου­μπί — όταν έρθει η ιερή εκεί­νη στιγ­μή… απλά βγά­λε φωτο­γρα­φί­ες –πολ­λές, όσες περισ­σό­τε­ρες μπο­ρείς, αν θες, δοκί­μα­σε να βάλεις το timer της μηχα­νής στο 1sec για να βγει φωτο­γρα­φία χωρίς να πατάς εσύ το κου­μπί, για­τί ακό­μη και σε τρί­πο­δο ή «βοη­θή­μα­τα», το χέρι σου μπο­ρεί να κου­νή­σει ανεπαίσθητα

Στο στρα­τό «τότε» με τα Μ1 λέγα­με «βολή κατά βολή» και «βολή κατά ριπάς»: χρη­σι­μο­ποι­ή­στε τη λει­τουρ­γία ριπής στην κάμε­ρα σα να φωτο­γρα­φί­ζε­τε κινού­με­νο θέμα ώστε να τρα­βή­ξε­τε πολ­λές φωτο­γρα­φί­ες υψη­λής ταχύ­τη­τας και να έχε­τε μια μεγά­λη γκάμα

  • Όπως είπα­με… τα κινη­τά δεν είναι για τέτοιες δου­λειές – αν και κάποια μοντέ­λα τελευ­ταί­ας εσο­δεί­ας το παλεύ­ουν. Η αλή­θεια, όμως, είναι πως τόσο οι μικρο­σκο­πι­κοί αισθη­τή­ρες όσο και οι μικροί φακοί δε μπο­ρούν να συλ­λέ­ξουν αρκε­τό φως για αυτή τη δου­λειά, ενώ και ο θόρυ­βος κάνει τις φωτο­γρα­φί­ες να μη βλέπονται.
  • Αν βέβαια έχεις τηλε­σκό­πιο, τότε έχεις πιά­σει το jackpot με έναν adaptor των 15€ βάζεις το κινη­τό σου μπρο­στά στον προ­σο­φθάλ­μιο φακό και ω! του θαύ­μα­τος! πας για βρα­βείο Πούλιτζερ

Έτοιμος‑η;

  • Η σελή­νη είναι πάντα εκεί και σε περι­μέ­νει να την απο­θα­να­τί­σεις, ολό­γιω­μη ή ξάπλα (με ορθό τον καπε­τά­νιο σε όλη της την ομορ­φιά και μεγα­λο­πρέ­πεια. Μην το σκέ­φτε­σαι άλλο! απλά κάν’ το!
  • Τέλος ‑επει­δή κάποια χρώ­μα­τα ‑ειδι­κά το πολύ μωβ, πιθα­νά “μας χαλά­νε”, η ίδια η μηχα­νή ‑αλλά (στοι­χειω­δώς) και το κινη­τό μπο­ρεί να τα διορ­θώ­σει, μέσα από το “κορε­σμός”

Ο γιος της σελήνης

Κάπο­τε, ήταν –λένε, μια μονα­χι­κή τσιγ­γά­να χωρίς αγά­πη και σύντροφο.

Κάθε νύχτα εκλι­πα­ρού­σε κλαί­γο­ντας το φεγ­γά­ρι, παρα­κα­λώ­ντας το πριν ανα­τεί­λει ο ήλιος να της στεί­λει μια αγά­πη «δική της» από τσιγ­γά­νι­κο αίμα.

Ο και­ρός, περ­νού­σε κι ήρθε η νύχτα, που η σελή­νη απο­φά­σι­σε να της χαρί­σει τη συντρο­φιά που ζήτα­γε, με σκλη­ρό όμως αντάλ­λαγ­μα: το ίδιο το παι­δί της, το πρώ­το που θα φερ­νε στο κόσμο. Όμως –συμ­βαί­νουν αυτά, από τον έρω­τά της με τον μελα­χρι­νό τσιγ­γά­νο ήρθε στον κόσμο ένα αγό­ρι με γκρί­ζα μάτια και δέρ­μα τόσο λευ­κό σαν το χιόνι.

Ο πατέ­ρας, παίρ­νο­ντας κατά­καρ­δα την (υπο­τι­θέ­με­νη;) γυναι­κεία απι­στία, της παίρ­νει τη ζωή με μαχαί­ρι. Ύστε­ρα εγκα­τα­λεί­πει το αγό­ρι ψηλά στο βου­νό για να πεθά­νει, μη μπο­ρώ­ντας να φαντα­στεί ότι έτσι, εκπλή­ρω­σε ένα «πεπρω­μέ­νο», κάνο­ντας τη σελή­νη μάνα.

Από τότε, τις νύχτες που το αγό­ρι γελά­ει, το φεγ­γά­ρι ολό­γιο­μο φωτί­ζει την πλά­ση… μετά γίνε­ται κού­νια, για να το κοι­μί­σει κι όταν κλαί­ει σβήνει.

Και το κόκκινο φεγγάρι μου μιλάει για σένα, το ρωτάω αν με περιμένεις, και εκείνο απαντά: “Αν θες να ξέρεις…Ccá nun ce sta nisciuna”…

Και το κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι μου μιλά­ει για σένα, το ρωτάω αν με περι­μέ­νεις κι εκεί­νο απαντά…Περπατάω έρη­μος και μόνος κι έρμος, μάτια κρυμ­μέ­να κάτω από το καπέ­λο, χέρια στις τσέ­πες, για­κάς ανασηκωμένος.Και το κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι μου μιλά­ει για σένα, το ρωτάω αν με περι­μέ­νεις, κι εκεί­νο απα­ντά: «Αν θες να ξέρεις, δεν υπάρ­χει καμιά εδώ»…

Και γω το όνο­μα φωνά­ζω για να ρθεις, όμως όλος ο κόσμος μιλώ­ντας για σένα, μου φωνά­ζει: «Είναι αργά πια τι θέλεις να μάθεις; δεν υπάρ­χει καμιά εδώ».Εγώ όμως λέω ότι με περι­μέ­νει, έξω στο μπαλ­κό­νι από­ψε στις τρεις η ώρα, και προ­σεύ­χε­ται στους αγί­ους να μπο­ρέ­σει να με δει.

Αλλά όχι …όχι δεν …Και το κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι μου διη­γεί­ται για σένα,
Κόκ­κι­νο φεγγάρι,
(σφύ­ριγ­μα του μου­σι­κού μοτίβου)

(κατά λέξη μετά­φρα­ση του στίχου)

Είχα χίλια και περισ­σό­τε­ρα ραντε­βού, τόσα πολ­λά και περισ­σό­τε­ρα τσι­γά­ρα άνα­ψα, πολ­λά φλι­τζά­νια καφέ που ήπια,
φίλη­σα χιλιά­δες πικρά χείλη.
(συνεκ­δο­χι­κά)

Χιλιά­δες συνα­ντή­σεις, τόσα και παρα­πά­νω τσι­γά­ρα άνα­ψα και φλι­τζά­νια καφέ ήπια, χιλιά­δες οι πίκρες … τίποτα.

(σφύ­ριγ­μα του μου­σι­κού μοτίβου)
Κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι, ποιος θα είναι ειλι­κρι­νής μαζί μου;
Κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι, την έχα­σα χτες βρά­δυ χωρίς να ειδωθούμε.
Σφυ­ρί­ζω στ΄αστέρια που αχνοφάνηκαν.

Hijo de la luna –Ο γιος της σελήνης & η Tammurriata Nera 

Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ |
και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω …

Κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι, θάλασ­σες τεκίλα
φύλ­λα πετα­μέ­να στη φωτιά
κόκ­κι­νο φεγ­γά­ρι, κόκ­κι­νο λιμάνι
κάτι μου ‘χεις κάνει

Είδα πολ­λούς που ζήσα­νε για πλάκα
είδα και άλλους που το πήραν σοβαρά
και τρα­βη­χτή­κα­νε και άσχη­μα τραβιούνται
και το πλη­ρώ­σα­νε στο τέλος ακριβά

Με τα μαύ­ρα ρού­χα, αμί­λη­τοι καπνί­ζουν, οι φίλοι
κι ονει­ρεύ­ο­νται να φύγουν μακριά
οι φίλοι που δε βρή­κα­νε τίπο­τα ν’ αγαπήσουν
που δεν πιστεύ­ουν τίπο­τα, κανέ­ναν, πουθενά

Υπάρ­χουν χίλιοι τρό­ποι για να τρελαθείς
υπάρ­χουν και άλλοι τόσοι για να λες υπομονή
όμως για μένα είναι αργά να τρελαθώ
και είναι ακό­μα πιο αργά να κάνω υπομονή

Θα μεί­νω εδώ και θα υπάρ­χω όπως μπορώ
και για το πεί­σμα σας γου­ρού­νια θα αντέχω
θα περι­μέ­νω άλλες μέρες

Χάρης & Πάνος Κατσι­μί­χας από τη «μονα­ξιά του σχοι­νο­βά­τη» (1992)

Πηγή \ Περισσότερα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο