Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης //
Υπάρχουν κι αυτοί. Ναι, υπάρχουν. Ξέρουν να γράφουν και να εκφράζονται σωστά, σε στρωτά ελληνικά, είναι και οι ίδιοι ποιητές, λογοτέχνες, κριτικοί της λογοτεχνίας. Αποστολή τους; Η υπεράσπιση της ποίησης! Και είναι μια δουλειά αυτό, μια δημιουργική ασχολία που δεν τους κουράζει, αντίθετα τους ευχαριστεί καθώς, όπως πιστεύουν, βοηθούν την ποίηση να ξεκαθαρίσει από όλα όσα τη βαραίνουν. Δηλαδή από τους ποιητές, το μοντερνισμό, την κοινωνική-καλλιτεχνική και πολιτική αμφισβήτηση. Σαν άλλοι Μπάτμαν και Ζορό εφορμούν με το αμείλικτο ξίφος της κριτικής ενάντια σε ότι διαστρεβλώνει και παρεμποδίζει την υγιή και συγκρατημένη, μέσα σε αυστηρά τεχνοκριτικά όρια, τη σπουδαιότερη των τεχνών. Και κατά βάθος δεν θα είχαν άδικο, σε κάποια σημεία τουλάχιστον, εάν αυτή τους η ενασχόληση δεν καταντούσε κουραστική, εάν δεν είχε αντιδραστική βάση.
Ας είμαστε ειλικρινείς, λοιπόν. Πολλά τα άσχημα της ποίησης, που έγινε πια βιομηχανία κι εμπόρευμα και από βιομηχανία έγινε μόδα αλλά με ένα αγοραστικό κοινό περιορισμένο καθώς άλλες καλλιτεχνικές/αισθητικές/ενημερωτικές βιομηχανίες κυριαρχούν πλέον στην αγορά, οι σημαντικότερες από αυτές είναι ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Βλέπετε η εικόνα, που χίλιες των χιλιάδων λέξεις μας προσφέρει στο λεπτό, αντικατέστησε την ποίηση στην παραγωγή συλλογικής, και όχι πάντα σωστής κι επιθυμητής, μνήμης και στην καλλιέργεια ηθικής που αντί σηκώνει παντιέρα απέναντι στα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας σε παρακμή διασκεδάζει να τα βλέπει στην οθόνη του κινητού της πληρώνοντας συνδρομή. Και είναι ορθή η κριτική που γίνεται για το πως η ποίηση θα καταφέρει να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες και με ποιόν τρόπο θα προσεγγίσει νέο κοινό. Σίγουρα, κι όπως πολύ σωστά, επισημαίνουν οι φορείς αυτής της κριτικής στάσης η ποίηση δεν είναι μία (αποκλειστικά, έστω) ατομική/προσωπική τέχνη, μια ιδιωτική ενασχόληση αλλά μια τέχνη που πρέπει να βγαίνει προς τα έξω στον δημόσιο χώρο και χρόνο. Και αν δεν καταφέρνει να συνεπαίρνει τα μεγάλα πλήθη, τότε μόνο χρήσιμη δεν είναι. Αν μπορούμε να πούμε ότι η ποίηση χρειάζεται να είναι χρήσιμη και πότε από χρήσιμη γίνεται χρηστική…
Όλο αυτό όμως δεν έχει να κάνει με τους τρόπους θεραπείας που προτείνονται και οι οποίοι το μόνο που κάνουν είναι να πιστεύουν, με ιεροεξεταστική πυγμή και βεβαιότητα, πως για όλα τα άσχημα της ποίησης ευθύνεται ο μοντερνισμός, οι πειραματισμοί στην μορφή και στην γλώσσα, η αμφισβήτηση κάθε κατεστημένης λογικής σχετικά με τον τρόπο που αναπτύσσεται η συγκεκριμένη τέχνη. Το πισωγύρισμα σε λογικές ελιτισμού δήθεν γιατί είναι αναγκαίο να ξαναγίνει η ποίηση μια τέχνη ταπεινή, τερπνή, ακριβής και απαιτητική, που είναι έτσι κι αλλιώς, δεν προσφέρει τίποτα και σε κανέναν. Φυσικά, η λατρεία της τεχνικής, δηλαδή της παραδοσιακής φόρμας, κι η ανάδειξη της ως υπέρτατου αγαθού ενάντια στους ποιητικούς νεωτερισμούς, αποτελεί επίσης πρόβλημα. Ας μην ξεχνάμε: οι πειραματισμοί και η ανανέωση στην ποίηση ξεκίνησαν από την σύγκρουση με την καθιερωμένη θεολογία του ομοιοκατάληκτου στίχου πρώτα με τα θέματα που ασχολήθηκαν οι ποιητές και μετά με τη μορφή, έχοντας άριστη γνώση όμως των προηγούμενων μεθόδων. Η άρνηση μιας τέτοιας πραγματικότητας, οι λόγοι που διαλεκτικά οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη, δυστυχώς για τους κατά συμφέρον αυτόκλητους υπερασπιστές της ποίησης, συνιστά μια αντιδραστική λογική. Σίγουρα είναι με τη σειρά της μια πολιτική πράξη, απόλυτα συνειδητή.
Κατά βάθος μιλάμε για δύο είδη ποίησης, για το είδος της ποίησης που ανεξάρτητα μορφής υπηρετεί την αστική, φιλελεύθερη ιδεολογία που φοβάται την ριζοσπαστικοποίηση στις ιδέες, καθώς λίγο-πολύ η μορφή πλέον είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται κατά το δοκούν για να εκφράσει τη μία θέση/έκφραση κατά πως της αρέσει και για μια ποίηση που ενώ αναπόφευκτα ζει και αναπτύσσεται μέσα σε καπιταλιστικό περιβάλλον, με συνέπεια να δυσκολεύεται να ορθώσει αντιεμπορικό λόγο καθώς εξαρτάται για την διάδοση της από το εκδοτικό σύστημα, αλλά που παράλληλα προσπαθεί να σπάσει αυτά τα στεγανά με ποιητικές βραδιές, συλλογικές εκδόσεις και καμία φορά με συμμετοχή σε ευρύτερες πολιτικές δράσεις. Στην χώρα μας, η γενιά της καπιταλιστικής κρίσης, εκπροσωπεί την, όχι χωρίς αντιφάσεις κι αμφισημίες, δεύτερη κατηγορία, που κόντρα σε κάθε λογική από τις παραπάνω, διεκδικεί και κερδίζει, όχι εύκολα και γρήγορα, την παρουσία της στον δημόσιο χώρο και χρόνο. Την πρώτη κατηγορία την εκπροσωπούν οι αυτόκλητοι υπερασπιστές μιας ποίησης, που ενώ ξεκινά από κάποιες σωστές βάσεις στην κριτική της στη συνέχεια τυφλώνεται, αν δεν ήταν ήδη τυφλή, αγνοώντας τα επιτεύγματα της δεύτερης κατηγορίας κι αναπαράγοντας ιδέες που υποτίθεται ήθελε να εξαλείψει, δηλαδή τον ελιτισμό και τον συντεχνιασμό που καλλιεργούν διάφοροι ποιητές αν όχι άμεσα ή έμμεσα ενταγμένοι στο σύστημα της αγοράς αλλά σίγουρα ιδεολογικά δίπλα του.
Αν υπήρχε αυτός ο διαχωρισμός πιστεύω πως μάλλον θα ήταν περισσότερο σωστή κι ορθή στις εκτιμήσεις της η αυτόκλητη υπεράσπιση της ποίησης, χωρίς τις ιδεολογικές παρωπίδες του λιμπεραλισμού και των φιλελεύθερων ιδεών. Αλλά βέβαια δεν υπάρχει κι εδώ είμαστε εμείς για να τον υπενθυμίζουμε. Ναι, οι… αυτόκλητοι υπερασπιστές της αυτοδιάθεσης της ποίησης και των ποιητών από την προοδευτική πλευρά. Αντίφαση; Αντίφαση, βέβαια! Και ειρωνεία παράλληλα. Αλλά μέσα από τις αντιφάσεις της προχωράνε η ζωή και η τέχνη. Όχι;
_______________________________________________________________________________________________________
Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e‑books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.