Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι δαίμονες του Μάριου Χάκκα

Γρά­φει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Νωρίς έφυ­γε από τη ζωή, μόλις στα 41 του χρό­νια, ο Μάριος Χάκ­κας. Στις 5 Ιου­λί­ου 1972. Μία ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή [‘Όμορ­φο Καλο­καί­ρι’ (1965)], τρεις συλ­λο­γές διη­γη­μά­των [‘Ο τυφε­κιο­φό­ρος του εχθρού’ (1966), ‘Ο μπι­ντές και άλλες ιστο­ρί­ες’ (1970), ‘Το κοι­νό­βιο’ (1972)] και τρία θεα­τρι­κά μονό­πρα­κτα [‘Ενο­χή’, ‘Ανα­ζή­τη­ση’, ‘Κλει­διά’ (1971)] απο­τε­λούν όλο και όλο το έργο του.

Οι φλύ­α­ροι και οι επηρ­μέ­νοι θα έλε­γαν ότι το έργο του είναι λίγο και ας μην έχουν δια­βά­σει ούτε μια αρά­δα του ίσως. Αλλά αυτό αρκεί για να είναι ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους Νεο­έλ­λη­νες συγ­γρα­φείς. Δυστυ­χώς, λίγοι τον γνω­ρί­ζουν και από αυτούς ακό­μα λιγό­τε­ροι τον μνη­μο­νεύ­ουν. Από την άλλη το ανό­η­το ελλη­νι­κό Facebook και οι χρή­στες του δεν κάνουν καμία ανα­φο­ρά. Προ­φα­νώς και δεν θα έκα­ναν… Αν και οι χρή­στες του είναι οι ίδιοι που φωτο­γρα­φί­ζο­νται με ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του Ρίτσου και φόντο το μικρο­α­στι­κό σαλό­νι τους ή που ανε­βά­ζουν πει­ραγ­μέ­νους στί­χους του Λει­βα­δί­τη σε εικο­νί­τσες με ροζ λου­λου­δά­κια και άλλες αηδί­ες. Ίσως και να είναι καλύ­τε­ρα έτσι πάντως…

Ο Μάριος Χάκ­κας έζη­σε και πέθα­νε πικρα­μέ­νος. Στο ‘Κοι­νό­βιο’, που απο­τε­λεί το τελευ­ταίο έργο του, αυτή η πίκρα εκφρά­ζε­ται πιο έντο­να από κάθε άλλη φορά. Ανα­μνή­σεις, αισθή­σεις και εμπει­ρί­ες, απο­λο­γι­σμοί και απο­γοη­τεύ­σεις, πολι­τι­κές ανα­φο­ρές, η Και­σα­ρια­νή και η Κατο­χή περ­νούν μέσα από αυτό το ολι­γο­σέ­λι­δο βιβλίο. Και όλα αυτά τα στιγ­μα­τί­ζει ανε­ξί­τη­λα η εμπει­ρία της αρρώ­στιας, είχε καρ­κί­νο, και του επι­κεί­με­νου θανά­του που οδη­γούν τον συγ­γρα­φέα να τα μετα­φέ­ρει στο τελευ­ταίο του γρα­πτό. Ανα­ζη­τώ­ντας νόη­μα στη ζωή ο συγ­γρα­φέ­ας κατέ­λη­ξε να ηττη­θεί στη μάχη με τους προ­σω­πι­κούς και λογο­τε­χνι­κούς του δαί­μο­νες, που ήταν, είναι και θα είναι κοι­νω­νι­κοί και δημό­σιοι δαί­μο­νες. Οι δικοί μας δαίμονες…

Αυτό το βιβλίο ξανα­δια­βά­ζω σήμερα.

Δείγ­μα γραφής 

«Να το έχουν υπό­ψη τους όσοι θα οικο­δο­μή­σουν στο μέλ­λον κοι­νό­βια, έστω και στο φεγ­γά­ρι, τους αρχη­γούς απ’ το ποδά­ρι σαβουρ­ντι­στούς μες στον κρα­τή­ρα. Εκεί, ας μαζέ­ψουν στά­χτη, πέτρες χώμα κι ας χτί­σουν ένα νέο κόμ­μα. Εμείς πια απο­κλεί­ε­ται, του­λά­χι­στον με τη θέλη­σή μας, για να μη λέμε και μεγά­λα λόγια. Αν μας στρι­μώ­ξου­νε θα πάμε, τι να κάνου­με; Δε θα σκε­φτό­μα­στε όμως ούτε Μαρα­θώ­να, ούτε Γορ­γο­πό­τα­μο. Μόνο τη γέρι­κη πλα­γιά με το δαφ­νώ­να, το χέρι μας βαλ­μέ­νο ανά­με­σα στα σκέ­λια της γυναί­κας, πώς θα την κοπα­νή­σου­με επι­στρέ­φο­ντας στο σπί­τι με τα φερ φορ­ζέ που θέλουν ένα πέρα­σμα λευ­κή λαδο­μπο­γιά, να, κάτι τέτοια θα σκε­φτό­μα­στε. Για τις «σταυ­ρο­φο­ρί­ες» μην ελπί­ζουν, σε τέτοια κόλ­πα πια δεν ξανα­μπαί­νου­με. Πόσο φυρά­ναν οι ιδέ­ες, πόσο λιγό­στε­ψαν οι αφε­λείς σ’ αυτό τον κόσμο και οι ήρωες.

Κι αν στο κάτω κάτω χρειά­ζε­ται και κάποια κυβέρ­νη­ση, βάλ­τε επι­κε­φα­λής μια μητέ­ρα στο υπουρ­γείο Γεν­νή­σε­ων, ένα εικο­σά­ρη στο υπουρ­γείο του Έρω­τα, κι ένα γερο­ντά­κι στο υπουρ­γείο θανά­του. Κι αυτή ας είναι όλη και όλη η κυβέρ­νη­ση. Οι άλλοι, κάτι με χαρ­το­φυ­λά­κια, κι άλλοι χωρίς, ξεσπούν στην καμπού­ρα μας όλα τα κόμπλεξ τους, κι από πάνω πρέ­πει να τους θεω­ρού­με σωτή­ρες. Αμ δε. Δεν μας σώζει κανέ­νας, κι αυτό το ξέρει ο υπουρ­γός του θανά­του που βλέ­πει κάθε μέρα εκθέ­σεις σωρό, πόσοι και πόσοι ξοφλού, κανέ­νας δε σώζε­ται. Γι’ αυτό και δεν επαί­ρε­ται. Κάνει μια τυπι­κή δου­λειά, μετρά­ει τους νεκρούς, συνει­δη­το­ποιεί τη μοί­ρα του και δεν έχει όρε­ξη για μεγα­λύ­τε­ρη εξουσία.»

~

«Το παι­δί των είκο­σι χρο­νών συνε­χί­ζει την επι­θε­ώ­ρη­σή του, αυτή τη φορά στα πάρ­κα: «Εδώ», λέει, «να μπει ένα διπλό κρε­βά­τι με θέα λιμνού­λα. Εκεί ν’ αξιο­ποι­η­θεί το γρα­σί­δι» Γύρω του υπάλ­λη­λοι που κρα­τούν σημειώ­σεις, όλοι νέοι που ξέρουν καλά τι θα πει να έχεις ένα κορί­τσι στην αγκα­λιά σου.

Κι όλα θα είναι καλά κι όμορ­φα, του­λά­χι­στον για τους νέους. Για τους μεγά­λους κανέ­να σύστη­μα και καμιά κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος δεν μπο­ρεί να κάνει τίπο­τα. Αυτοί θα αντι­με­τω­πί­ζουν το μέγα εξου­σια­στή, τον υπουρ­γό του Θανά­του. Εγώ ήδη τον βλέ­πω κατά­μα­τα, νιώ­θω πολ­λές φορές να μου χαμο­γε­λά­ει, κι έτσι σιγά-σιγά εξοι­κειώ­νο­μαι να μην ελπίζω.» 

Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης: «Όλα είναι όπλα»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο