Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο «δικός» μας Μάνος

«Το μεγα­λείο δεν κλη­ρο­νο­μεί­ται» γρά­φει ο Στέ­λιοςΜπο­ρεί να ακού­γε­ται «τ’ ακορ­ντε­όν» στις αμε­ρι­κά­νι­κες βάσεις; Το «Έχω ένα καφε­νέ» στα λιμά­νια που ξεπού­λη­σαν; Ο «Στρα­τιώ­της» στα αμε­ρι­κα­νο­να­τοϊ­κά γυμνά­σια; Το «Πάγω­σε η τσι­μι­νιέ­ρα» στις φάμπρι­κες της πεί­νας και του τρό­μου; Ο «Πέτρος, ο Γιό­χαν κι ο Φράνς…» καθώς βομ­βαρ­δί­ζο­νται άμα­χοι και γυναι­κό­παι­δα;

Απα­ντά­με: ΟΧΙ! (αλλά δυστυ­χώς «συμ­βαί­νει»). Για­τί το αστι­κό κατε­στη­μέ­νο είναι ικα­νό για όλα και το Τσι­πρέι­κο η 2η φορά «αρι­στε­ρά» (sic!)  για ακό­μη περισ­σό­τε­ρα.

Έτυ­χε, μάλ­λον είχα­με την τύχη, να γνω­ρί­σου­με το Λοΐ­ζο από τα πρώ­τα του βήμα­τα το 1961–62, όταν έκα­νε «δημό­σια εμφά­νι­ση» (μια μάζω­ξη ήταν, αλλά για μας και για κεί­να τα χρό­νια, μεγά­λο πολι­τι­στι­κό γεγο­νός) στην «Αλό­μα» στο Χολαρ­γό, τότε που ήταν στα σκα­ριά ο «Δρό­μος» του ‑στί­χοι / από­δο­ση στα Ελλη­νι­κά από τον Νίκο Γκά­τσο, (ΣΣ. |> εννο­ού­με «Το τρα­γού­δι του δρό­μου» το 45άρι με το Γιώρ­γο Μού­τσιο, σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση — πριν ο Μάνος παντρευ­τεί τη Μάρω ‑που “έφυ­γεκι αυτή από κοντά μας, πριν 12 χρό­νια και φυσι­κά πριν τη Μυρ­σί­νη. Αργό­τε­ρα το 1969, επί χού­ντας, έγι­νε στον ίδιο χώρο μια «κανο­νι­κή» πια συναυ­λία του Μάνου, που για λόγους «ανω­τέ­ρας βίας» δεν μπο­ρέ­σα­με να παρακολουθήσουμε).

Σε πεύ­κο ανέ­βη­κα μεγά­λο / να δω πού πήγε τ’ όνει­ρό μου / μα εγώ δεν είδα τίπο­τα άλλο / από τον κουρ­νια­χτό του δρόμου.

Σαν πας στη στρά­τα στρά­τα / τον πόλε­μο παρά­τα / για­τί ο και­ρός ανοί­γει / κι αρχί­ζει το κυνήγι.

Στου κάστρου την παλιά τη βρύ­ση / σκο­τώ­σαν ένα περι­στέ­ρι / πες μου ποιο μάτι θα δακρύ­σει / και ποιο θα το ζεστά­νει χέρι.

Φύγε απ’ το δρό­μο περι­στέ­ρι / για­τί θα βγω κι εγώ κυνή­γι / κι αν αστο­χή­σει μου το χέρι / θα ‘‘ν’ η ζωή σου τόσο λίγη.

Πρό­κει­ται για το περί­φη­μο δημο­τι­κό-λαϊ­κό «Anda Jaleo» (ΣΣ. |> Περ­πα­τώ­νταςπερι­δια­βά­ζο­ντας… του Federico García Lorca με την περί­φη­μη bailaora Argentinita, που ηχο­γρα­φή­θη­κε το 1931 και έγι­νε θρυ­λι­κό εμβα­τή­ριο στον ισπα­νι­κό εμφύ­λιο, … ο Lorca δεν το πρό­λα­βε σαν τέτοιο, για­τί ‑όπως είναι γνω­στό, δολο­φο­νή­θη­κε από τους φασί­στες, στην αρχή του πολέ­μου) ‑λεπτο­μέ­ρειες για τους στί­χους εδώ

|> Ακού­στε το «Τρα­γού­δι του Δρό­μου» όπως ηχο­γρα­φή­θη­κε, στις αρχές του 1962 σε δυο εκτε­λέ­σεις 45άρια (Philips & Fidelity).

Η δημιουργία του έχει ριζώσει στις καρδιές όλων

Το Μάνο τον θυμό­μα­στε και τον τρα­γου­δά­με κάθε στιγ­μή, στην καθη­με­ρι­νό­τη­τά μας, στις μαζώ­ξεις, στις εξό­δους, στα «πηγα­δά­κια» στις συναυ­λί­ες, στις δια­δη­λώ­σεις, στην ταβέρ­να, ακό­μα και στις «μαύ­ρες» μας, περισ­σό­τε­ρο όμως κάθε χρό­νο την ίδια μέρα: η 17 Σεπτέμ­βρη συμπί­πτει με τις φεστι­βα­λι­κές εκδη­λώ­σεις της ΚΝΕ ‑ήταν τέτοια και το 1982, όταν ξεκι­νού­σε στην Αθή­να το Φεστι­βάλ ΚΝΕ — «ΟΔΗΓΗΤΗ», που η πικρή είδη­ση του αιφ­νί­διου και πρό­ω­ρου θανά­του του σκόρ­πι­σε απέ­ρα­ντη θλί­ψη στους συντρό­φους, στο λαό που τον αγά­πη­σε και τον τρα­γού­δη­σε, αφή­νο­ντας δυσα­να­πλή­ρω­το κενό στην ελλη­νι­κή μαχό­με­νη μου­σι­κή δημιουργία.

«Πώς να πω τις εντυ­πώ­σεις μου σε λίγες γραμ­μές για αυτό το φαι­νό­με­νο που λέγε­ται Φεστι­βάλ της ΚΝΕ; Πώς να μιλή­σω για τον άθλο των νέων που το οργά­νω­σαν κατά τρό­πο αξιο­ζή­λευ­το; Τους σφίγ­γω το χέρι και τους ευχα­ρι­στώ», έλε­γε στον Ριζο­σπά­στη το 1976 ο Μάνος Λοΐζος.

Πορεύτηκε στο πλάι του ΚΚΕ

Αγω­νι­στής με τα όλα του, ο Μ. Λοΐ­ζος, με έργο και κοι­νω­νι­κή προ­σφο­ρά, για μια δίκαιη κοι­νω­νία ανή­κε στους ‑σε υπερ­θε­τι­κό βαθ­μό, στρα­τευ­μέ­νους καλ­λι­τέ­χνες, κάτι που, όπως έλε­γε ο ίδιος, ενσαρ­κω­νό­ταν στη «διαρ­κή εξυ­πη­ρέ­τη­ση της κοι­νω­νι­κής συνεί­δη­σης»…«Πρέ­πει να υπάρ­χει στρα­τευ­μέ­νη τέχνη, για­τί μέσα στο δρό­μο αυτής της σχο­λής μπο­ρούν να βγουν αρι­στουρ­γη­μα­τι­κά έργα. Αλλά το πιο σπου­δαίο είναι ότι η στρα­τευ­μέ­νη τέχνη είναι ένας ελά­χι­στος φόρος τιμής στις χιλιά­δες των φτω­χών παι­διών που πει­νά­νε, αγω­νί­ζο­νται και σκο­τώ­νο­νται καθη­με­ρι­νά». Και το απέ­δει­ξε μέσα από πολ­λούς κύκλους τρα­γου­διών του, αφυ­πνί­ζο­ντας το κοι­νό και, παράλ­λη­λα, προ­σφέ­ρο­ντας γνή­σια αισθη­τι­κή απόλαυση.

Ο Μάνος έκα­νε πολ­λούς να ζηλεύ­ουν, για­τί -αν και αντι­κει­με­νι­κά πρω­τα­γω­νι­στής δεν είχε το μικρό­βιο της χωρίς λόγο κόντρας, της τεχνη­τής (αυτο)προβολής, της πάνω από το μέτρο δημο­σιό­τη­τας. Τι να τα κάνει τα περισ­σά παι­νέ­μα­τα; Ξεχώ­ρι­σε νωρίς σαν αυθε­ντι­κή, δια­λε­χτή μονά­δα, ένα δια­μά­ντι σε περί­ο­δο μου­σι­κών ογκό­λι­θων, ανά­με­σα στις συμπλη­γά­δες των δισκο­γρα­φι­κών μονο­πω­λί­ων, σ’ ένα χώρο πλη­θω­ρι­κής προ­σφο­ράς και σημα­ντι­κής μου­σι­κής παρά­δο­σης, όπου ακό­μη και το πολύ καλό έμοια­ζε συχνά  μέτριο. Η στά­ση ζωής δεν ήταν εγκε­φα­λι­κή — συναι­σθη­μα­τι­κή, αλλά είχε να κάνει με το ότι από νέος γνώ­ρι­σε τη στέ­ρη­ση, την καχυ­πο­ψία και τους εκβια­σμούς που ασκεί ο καπι­τα­λι­σμός στους καλ­λι­τέ­χνες και πρό­λα­βε για τα καλά ‑χωρίς ποτέ να υπο­κύ­ψει, το «αγκά­λια­σμα» ‑σε βαθ­μό ασφυ­ξί­ας- της νιό­φερ­της κατα­να­λω­τι­κής κοι­νω­νί­ας στους φτα­σμέ­νους και εκμε­ταλ­λεύ­σι­μους από οικο­νο­μι­κή άπο­ψη δημιουργούς.

Ένας αντι­προ­σω­πευ­τι­κός δια­νο­ού­με­νος, που πάσχι­σε και κατά­φε­ρε, περισ­σό­τε­ρο απ’ όλα με το έργο του, να μεί­νει μ’ αυτούς με τους οποί­ους ξεκί­νη­σε, με τους πολ­λούς. Η πολι­τι­κή πλευ­ράη ιδε­ο­λο­γία του Μάνου Λοΐ­ζου, που εξά­γε­ται αβί­α­στα από το έργο του, την καθη­με­ρι­νή του δρα­στη­ριό­τη­τα και από τις μαρ­τυ­ρί­ες όλων όσοι τον ήξε­ραν, επι­διώ­κε­ται να υπο­βαθ­μι­στεί εδώ και αρκε­τά χρό­νια. Και κυρί­ως η ξεκά­θα­ρη στά­ση συμπό­ρευ­σης με το Κόμ­μα της εργα­τι­κής τάξης:

Το μετά θάνα­το αφιέ­ρω­μα |> Μάνος Λοΐ­ζος: Ρομα­ντι­κός και επα­να­στά­της (ΣΣ |> του tvxs.gr είναι, όχι του 902) ξεκι­νά­ει ως εξής «Μου­σι­κός, συν­θέ­της, στι­χουρ­γός, τρα­γου­δι­στής, μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Ελλά­δας. Σαν σήμε­ρα, το 1982, έφυ­γε από τη ζωή ο Μάνος. Μέλος του ΚΚΕ, αγω­νί­στη­κε για τα δικαιώ­μα­τα της εργα­τι­κής τάξης. Τα τρα­γού­δια του λιτά και έντε­χνα, συν­δέ­θη­καν άμε­σα με τις λαϊ­κές μάζες. Πολι­τι­κά στρα­τευ­μέ­νος καλ­λι­τέ­χνης στα χρό­νια της Χού­ντας και της μετα­πο­λί­τευ­σης…» (κλπ)

Θα ήταν λάθος, λοι­πόν, απέ­να­ντι στην ιστο­ρι­κή αλή­θεια να μη βρί­σκου­με, από την πλευ­ρά μας, τρό­πους να κρα­τά­με φωτει­νή, να μην υπο­γραμ­μί­ζου­με αυτή ειδι­κά την πλευ­ρά του Λοΐζου.

Μια φωτο­γρα­φία σου ήρθε και σε μένα / Μια φωτο­γρα­φία σου απ’ τα ξένα
Απ’ αυτές που κρα­τάν οι φοι­τη­τές / Απ’ αυτές που ξεσκί­ζει ο χαφιές

Απ’ αυτές που κρε­μάν οι φοιτητές/ Στην καρ­δία τους … / Τσε Γκεβάρα
Κλεί­σε το παρά­θυ­ρο / Σφά­λι­σε τις πόρ­τες / Τρέ­μω για τον άνθρω­πο / Με τις μπότες…

Ο Μάνος δεν είχε καμία ψευ­δαί­σθη­ση για το ρόλο του ιμπε­ρια­λι­σμού. Την ξεκά­θα­ρη θέση του την εκφρά­ζει στη συνέ­ντευ­ξή του, στην εφη­με­ρί­δα «Δημο­κρα­τι­κή Αλλα­γή» (27/12/1966), με αφορ­μή την παρου­σί­α­ση των συγκε­κρι­μέ­νων τρα­γου­διών: «Τα γρα­νά­ζια του ιμπε­ρια­λι­σμού, με την εξου­θε­νω­τι­κή εκμε­τάλ­λευ­ση εκα­τομ­μυ­ρί­ων ανθρώ­πων, βρί­σκο­νται σε τρο­μα­κτι­κή υπερ­λει­τουρ­γία στις δυτι­κές χώρες. Τα απο­τε­λέ­σμα­τα είναι σε όλους γνω­στά: Ο πόλε­μος του Βιετ­νάμ, το φυλε­τι­κό, το Κυπρια­κό, η ανα­βί­ω­ση του φασι­σμού σε πολ­λές χώρες, ο κίν­δυ­νος της δικτα­το­ρί­ας στον τόπο μας. (ΣΣ|> Ναι! ακό­μη κι αυτό, λίγο πριν η «Αυγή» ετοι­μά­σει το πρω­το­σέ­λι­δο των προ­γό­νων του σημε­ρι­νού Συρι­ζα με τίτλο «Για­τί δεν θα γίνει πρα­ξι­κό­πη­μα»…) ‑και συνε­χί­ζει ο Λοΐ­ζος: Το τερά­στιο τέρας που άλλο­τε λέγε­ται φασι­σμός, άλλο­τε μιλι­τα­ρι­σμός και άλλο­τε δημο­κρα­τία δυτι­κού τύπου ‑που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά προ­σω­πεία του ιμπε­ρια­λι­σμού- στέ­κε­ται από πάνω μας απει­λη­τι­κό. Και η αντί­δρα­σή μας είναι να τα ξεσκε­πά­σου­με και να φωνά­ξου­με μ’ όλη μας τη δύνα­μη ενά­ντιά τους — μια και η ζωή μας είναι άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νη μαζί τους. Είμα­στε πια συνει­δη­τοί, “γνω­ρί­ζου­με”»(!)

Αυτός είναι ο δικός μας Μάνος: ένας ΑΝΘΡΩΠΟΣ παντός καιρού.

Πορεύ­ε­ται και θα πορεύ­ε­ται αθό­ρυ­βος και σεμνός στο πλάι μας, σύν­θε­τος & δύσκο­λος, απαι­τη­τι­κός αλλά ταυ­τό­χρο­να απλός, καθά­ριος σε όλα ‑στα προ­τε­ρή­μα­τα και στα ελατ­τώ­μα­τα, με το χαμό­γε­λο του μελω­δού της ψυχής μας, του καλ­λι­τέ­χνη, που, στο σύντο­μο διά­βα του από τη ζωή, πρό­σφε­ρε μια μεγά­λη σε ποιό­τη­τα κοι­νω­νι­κή δημιουρ­γία: που έχει απ’ όλα, ευαι­σθη­σία, ποιό­τη­τα, φρε­σκά­δα, αίσθη­ση ελευ­θε­ρί­ας, αλή­θεια, ομορ­φιά και επα­να­στα­τι­κή προ­ο­πτι­κή ‑παλ­λό­με­νη, ζωντα­νή, που πρω­το­εί­δε το φως μέσα στη δεκα­ε­τία του ’60, των Λαμπρά­κη­δων, των συνε­χών δια­δη­λώ­σε­ων για το 114, των δυνα­μι­κών φοι­τη­τι­κών, κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών αγώ­νων και που έπε­φτε σα δρο­σιά στους διψα­σμέ­νους για ομορ­φιά, αξιο­πρέ­πεια, δικαιο­σύ­νη. Ένα έργο που μας προ­σκα­λεί και μας ξανα­προ­σκα­λεί να αφου­γκρα­στού­με τους χτύ­πους της καρ­διάς του, που είναι οι χτύ­ποι της δικής μας καρδιάς.

Του δημιουρ­γού, που όπως έχει πει ο Μίκης Θεο­δω­ρά­κης, ήταν «μια πλα­γιά πολύ­χρω­μα λου­λού­δια που έλα­μπαν, καθώς τα χτυ­πού­σε ο ήλιος. Και θα λάμπουν για πάντα και πιο πολύ, όσο θα υπάρ­χει και θα λάμπει στον κόσμο αυτός ο μονα­δι­κός ήλιος: Η καρ­διά του ανθρώ­που».

ΥΓ.-Υπό­μνη­ση

Όχι μόνο για τη Μυρ­σί­νη, που μας καλεί να την ψηφί­σου­με «όχι σαν επαγ­γελ­μα­τία πολι­τι­κό» («ούτε θέλω να γίνω» ‑λέει), αλλά για να «συνε­χί­σει να είναι η Μυρ­σί­νη που ποστά­ρει φωτο­γρα­φί­ες στο facebook» τονί­ζο­ντας ότι «Με την υπο­ψη­φιό­τη­τα, μου δίνε­ται η ευκαι­ρία να απο­δεί­ξω στον εαυ­τό μου ότι το όνει­ρο μπο­ρεί να είναι πιο κοντά από ό,τι έχεις φαντα­στεί» (;;) κλπ (όπου κάποιος σχο­λί­α­σε «Τι να σου πω κορί­τσι μου, τόση «αθω­ό­τη­τα» πια; Θα σου πρό­τει­να με αγά­πη να το ξανα­σκε­φτείς. Ξέρεις πως εκεί πωλού­νται πάσης φύσε­ως υλι­κά …»)

(αντι­γρά­φο­ντας εν μέρει το Στέλιο)

Κι όμως, θα ‘πρε­πε κανείς ν’ ανα­ρω­τιέ­ται: «Σε τού­τη την πατρί­δα τι γυρεύω, με μισθο­φό­ρους και πραι­τω­ρια­νούς, τη δόξα σου γονα­τι­στός να ζητια­νεύω». Έτσι πέφτουν πολ­λές φορές οι άνθρω­ποι. Λες και ποτέ δεν έμα­θαν από πού ξεκί­νη­σαν, από­φυ­γαν να κοι­τά­ξουν πίσω, έχα­σαν τους πατρο­γο­νι­κούς τάφους κι είναι αυτοί που τώρα συλούν. «Τόσα τρια­ντά­φυλ­λα τα ‘καψε το χιό­νι, αχ αυτή η άνοι­ξη με ματώ­νει…» Θέλει δύνα­μη να σηκώ­σεις το βάρος. Μπόι να το ατε­νί­σεις. Σθέ­νος να το μετρή­σεις. Καρ­διά να το δια­φυ­λά­ξεις. Το μεγα­λείο δεν κλη­ρο­νο­μεί­ται. Ας κρα­τή­σει, λοι­πόν, τα «δικαιώ­μα­τα» (τα εισα­γω­γι­κά δικά μας) και το δικαί­ω­μα στο διά­βα του ο καθείς, αλλά το έργο τους είναι δικό μας. Δεν το χαρί­ζου­με, το διεκ­δι­κού­με! «Από­ψε που δικά­ζουν τον Πλου­μπί­δη. Λύκοι αγκα­λιά με τα σκυ­λιά, λύκοι αγκα­λιά με τα σκυ­λιά» (Μάνος Ελευ­θε­ρί­ου / Θάνος Μικρού­τσι­κος 1977)

Ο Νίκος Πλου­μπί­δης -για όποιους έχουν «ασθε­νή μνή­μη» υπήρ­ξε το ηρω­ι­κό στέ­λε­χος του Κόμ­μα­τος, που πριν 65 χρό­νια στις 14- Αυγ-1954 εκτε­λέ­στη­κε τρα­γου­δώ­ντας τη «Διε­θνή» και «ζητω­κραυ­γά­ζων υπέρ του ΚΚΕ, αντι­με­τώ­πι­σε με από­λυ­τον ψυχραι­μί­αν τας σφαί­ρας του απο­σπά­σμα­τος» και «δεν εδέ­χθη ούτε να κοι­νω­νή­ση, ούτε να του δέσουν τους οφθαλ­μούς του». «Τιμή μου εγώ, πάνω από όλα, έχω την τιμή του Κόμ­μα­τος».

Επι­μέ­λεια  Ομά­δα ¡H.lV.S!

Επι­κοι­νω­νία – [ FaceBook |>1<|-|>2<| ] – Blog

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο