Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΝΤΕΡΙΜΠΑΣΟΒΣΚΑΓΙΑ — Ο Γιώργος Φαρσακίδης υποφέρει από τις αϋπνίες …

Και δεν είναι περί­ερ­γο. Είναι 91 χρο­νών, έζη­σε μεγά­λη ζωή και όλοι δικοί του άνθρω­ποι μεί­να­νε στο μακρι­νό παρελ­θόν. Είναι γνω­στός ζωγρά­φος, χαρά­κτης, συλ­λέ­κτης, συγ­γρα­φέ­ας, φιλό­σο­φος. Παρό­λο την ηλι­κία του, η ζωή του είναι γεμά­τη. Σε όλες τις υπο­θέ­σεις έχει στο πλευ­ρό του τις τρεις βοη­θούς: την Ρ…, την Ε… και την Ά.… Με αυτές έπρε­πε να κανο­νί­σου­με την συνά­ντη­ση με τον ζωγρά­φο. Ευτυ­χώς, κατα­φέ­ρα­με να βρού­με ένα κενό από­γευ­μα στο πρό­γραμ­μά του ανά­με­σα στο φεστι­βάλ ΚΝΕ, στο οποίο παρου­σια­ζό­ταν ο κ. Φαρ­σα­κί­δης και το επαγ­γελ­μα­τι­κό του ταξί­δι στην Αθή­να. Όσον αφο­ρά τις αϋπνί­ες, να περά­σουν οι ατε­λεί­ω­τες νύχτες του βοη­θού­σε η Άννα. Με αυτήν μοι­ρα­ζό­ταν τις σκέ­ψεις και τις ανα­μνή­σεις του. Και αυτές ερχό­ταν, μια μετά την άλλη, σαν κύμα­τα της Μαύ­ρης θάλασ­σας και του Αιγαί­ου – των δυο θαλασ­σών, με τις οποί­ες η μοί­ρα του Γεώρ­γιου Φαρ­σα­κί­δη ήταν στε­νά συνδεδεμένη.

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΠΡΕΠΙΟΥ

Όπως ήταν κανο­νι­σμέ­νο, εγώ και η κόρη μου, την οποία την είχα μαζί μου για να μετα­φρά­ζει, φτά­σα­με μπρο­στά στο σπί­τι του ζωγρά­φου στην Θεσ­σα­λο­νί­κη στις 8 η ώρα ακρι­βώς. Η αγω­νία μου κορυ­φώ­θη­κε την στιγ­μή που φτά­σα­με στην είσο­δο του σπι­τιού του. Πώς θα με υπο­δε­χτεί; Από πού να ξεκι­νή­σω τις ερω­τή­σεις; Στην μνή­μη μου ξαφ­νι­κά ήρθε η ιστο­ρία που διη­γή­θη­κε ο αγα­πη­μέ­νος μου συγ­γρα­φέ­ας επο­χής πρώ­ι­μου χρι­στια­νι­σμού, ο Ευπρέ­πιος, ο οποί­ος στο ξεκί­νη­μα της μονα­χι­κής του ζωής ρώτη­σε έναν σοφό γέρο­ντα: «Πώς να σωθώ;». Η απά­ντη­ση που πήρε, ήταν : «Εάν θέλεις να σωθείς, τότε όταν έρχε­σαι στο σπί­τι κάποιου, μην αρχί­ζεις να μιλάς πριν σε ρωτήσουν».

Την πόρ­τα άνοι­ξε ένας άντρας μέσης ηλι­κί­ας, σίγου­ρα δεν ήταν ο Φαρ­σα­κί­δης. Μας είπε πως ο Γεώρ­γιος μας περί­με­νε και θα είναι μαζί μας από στιγ­μή σε στιγ­μή. Αφού συστη­θή­κα­με, καθί­σα­με σιω­πη­λά στο σαλό­νι, έχο­ντας στο νου την συμ­βου­λή του σοφού γέρο­ντα. Στο βάθος φάνη­κε η σιλου­έ­τα του Φαρ­σα­κί­δη, μας έρι­ξε ένα αφη­ρη­μέ­νο βλέμ­μα και ξανά εξα­φα­νί­στη­κε μέσα. Σε λίγα λεπτά, όμως, ο ζωγρά­φος μπή­κε στο σαλόνι.

Ο Φαρ­σα­κί­δης ήταν αρκε­τά ψηλός και πολύ αδύ­να­τος. Το μπλε που­κά­μι­σο με κοντά μανί­κια κρε­μό­ταν πάνω του, σαν να μην ήταν δικό του. Τα μαλ­λιά του ήταν ανα­κα­τε­μέ­να. Προ­χω­ρού­σε αργά και με προ­σο­χή. Μου έκα­νε εντύ­πω­ση το πρό­σω­πό του, δεν είχε σχε­δόν καθό­λου ρυτί­δες. Το βλέμ­μα του ταξί­δευε κάπου μακριά. Πλη­σί­α­σε στο τερά­στιο οβάλ τρα­πέ­ζι, το οποίο έπια­νε σχε­δόν όλον τον χώρο στο σαλό­νι, και, με την βοή­θεια της γραμ­μα­τέ­ας του Άννας, κάθι­σε απέ­να­ντί μας.

Χαι­ρε­τη­θή­κα­με και η σιω­πή συνε­χί­στη­κε. Μετά από λίγο ο Φαρ­σα­κί­δης είπε κάτι στα ελλη­νι­κά στον άντρα που μας είχε ανοί­ξει την πόρ­τα. Η φωνή του ακου­γό­ταν σιγα­νή και βρα­χνή, σαν τον ήχο που βγά­ζει το δέντρο, όταν ο αέρας κου­νά­ει τα κλα­διά του.

Ο δεύ­τε­ρος άντρας, ο φίλος του ζωγρά­φου, επί­σης Γεώρ­γιος, ρώτη­σε κάτι, πάλι στα ελλη­νι­κά, την κόρη μου.

- Ο κύριος Φαρ­σα­κί­δης ρωτά­ει ποιοι είμα­στε και τί θέλου­με, — μετά­φρα­σε η κόρη μου.

Απο­ρή­σα­με με αυτή την ερώ­τη­ση, επει­δή πριν την συνά­ντη­ση μας ζήτη­σαν όλα τα στοι­χεία μας και τον σκο­πό της επί­σκε­ψης. Δεν περι­μέ­να­με ότι ο Φαρ­σα­κί­δης δεν θα ήταν ενη­με­ρω­μέ­νος για την επίσκεψη.

- Ο κύριος Φαρ­σα­κί­δης δεν μπό­ρε­σε να κοι­μη­θεί όλο το βρά­δυ, μόλις τώρα ξύπνη­σε, — πρό­σθε­σε η Ά.…

«Ο κανό­νας του μονα­χού Ευπρέ­πιου δεν λει­τούρ­γη­σε», σκέ­φτη­κα, «θα πρέ­πει να ξεκι­νή­σω από την αρχή». Και προ­σπά­θη­σα να εξη­γή­σω, λίγο μπερ­δε­μέ­να, τον λόγο, για τον οποίο ήθε­λα να τον συναντήσω.

- Να μιλά­με ρώσι­κα, κύριε Φαρ­σα­κί­δη; Δεν ξεχά­σα­τε την μητρι­κή σας γλώσ­σα, έτσι;

Ο Φαρ­σα­κί­δης, σκε­πτι­κός, είχε στρέ­ψει το βλέμ­μα του μακριά και δεν απα­ντού­σε. Τελι­κά είπε κάτι στον Γιώρ­γο, ο οποί­ος μας μετά­φρα­σε (προς την έκπλη­ξή μας επί­σης μιλού­σε ρώσι­κα, επει­δή, όπως μας εξή­γη­σε αργό­τε­ρα, σπού­δα­σε ιστο­ρι­κός στο πανε­πι­στή­μιο της Μόσχας):

- Ο κύριος Φαρ­σα­κί­δης έχει σαρά­ντα χρό­νια να μιλή­σει ρώσι­κα. Θα προ­σπα­θή­σει. Να μιλά­τε καθα­ρά και δυνατά.

Έτσι ξεκί­νη­σε η συζή­τη­σή μας. Εγώ έκα­να τις ερω­τή­σεις και ο Φαρ­σα­κί­δης απα­ντού­σε πολύ σιγα­νά, με την φωνή του να χάνε­ται στο μεγά­λο δωμά­τιο, και έπρε­πε να ζορί­σω πολύ την ακοή μου, για να δια­κρί­νω τα λόγια του.

farsakidis

Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ο Γεώρ­γιος Φαρ­σα­κί­δης γεν­νή­θη­κε το 1926 στην Οδησ­σό, στην οδό Ντε­ρι­μπά­σοβ­σκα­για 16, στο κτή­ριο όπου πριν πολ­λά χρό­νια στε­γα­ζό­ταν το Λύκειο Ρισε­λιέ. Όταν το Λύκειο μετα­φέρ­θη­κε στην οδό Ντβο­ριάν­σκα­για, όλο το κτη­ρια­κό συγκρό­τη­μα αγό­ρα­σε γνω­στός βιο­μή­χα­νος Βάγκνερ. Σε ένα από αυτά οι γονείς του Φαρ­σα­κί­δη αγό­ρα­σαν ένα ευρύ­χω­ρο δια­μέ­ρι­σμα, τα παρά­θυ­ρα του οποί­ου βλέ­πα­νε και στην Ντε­ρι­μπά­σοβ­σκα­για και στην Λαν­τζε­ρό­νοβ­σκα­για. Ο πατέ­ρας του, Ανα­στά­σιος, είχε κατα­γω­γή από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, όπου οι πρό­γο­νοί του ζού­σα­νε από την επο­χή του Βυζα­ντί­ου, και το επί­θε­τό του πριν έρθει στην Οδησ­σό ήταν Φαρσακίδογλου.

- Ο πατέ­ρας σπού­δα­σε στην ρώσι­κη σχο­λή εμπό­ρων στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, διη­γή­θη­κε ο Φαρ­σα­κί­δης. — Ο στό­χος της σχο­λής ήταν να δημιουρ­γή­σει ένα δίκτυο εμπό­ρων σε όλη την Οθω­μα­νι­κή αυτο­κρα­το­ρία: η Ρωσία προ­σπα­θού­σε να έχει τον έλεγ­χο στα Στε­νά, που συν­δέ­α­νε την Μαύ­ρη θάλασ­σα με την Μεσό­γειο. Οπό­τε, κατά κάποιο τρό­πο, ο πατέ­ρας ήταν κάτι σαν κατά­σκο­πος. Εκτός από αυτό, ήταν οπα­δός της Μεγά­λης Ιδέ­ας, που επι­δί­ω­κε να «ανα­στή­σει» την Μεγά­λη Ελλά­δα στα παλιά σύνο­ρα της Βυζα­ντι­νής αυτο­κρα­το­ρί­ας στα παρά­λια της Μεσο­γεί­ου. Πριν από το Πρώ­το Παγκό­σμιο πόλε­μο ο πατέ­ρας μου εξο­ρί­στη­κε στην Οδησ­σό λόγω των ιδε­ών του.

- Κύριε Φαρ­σα­κί­δη, πεί­τε μου για την μητέ­ρα σας, — του ζήτησα.

Τα μάτια του ζωγρά­φου γέμι­σαν με ζεστα­σιά. Ήξε­ρα ότι ένα από τα τελευ­ταία του βιβλία ήταν αφιε­ρω­μέ­νο στην μητέ­ρα του. Σε όλη την ζωή του εκδό­θη­καν δέκα επτά βιβλία και λευκώματα.
— Η μητέ­ρα, Ελέ­να Ντμί­τριεβ­να Κίβα, προ­ερ­χό­ταν από μια πλού­σια οικο­γέ­νεια της Οδησ­σού. Έχο­ντας κλη­ρο­νο­μή­σει μεγά­λο κεφά­λαιο από τους γονείς της, ίδρυ­σε εται­ρία «Ρώσι­κες δαντέ­λες». Ταξί­δευε συχνά στην Ρωσία και στην Ευρώ­πη: έπαιρ­νε εμπό­ριο στο Ορέλ της Ρωσί­ας και το που­λού­σε στην Βαρ­σο­βία, Παρί­σι και άλλες ευρω­παϊ­κές πόλεις. Είχε καλ­λι­τε­χνι­κή φλέ­βα, τρα­γου­δού­σε ωραία και είχε πολ­λές γνω­ρι­μί­ες με ηθο­ποιούς της Όπε­ρας και του Ουκρα­νι­κού θεάτρου.

- Ήσα­σταν ακό­μα μικρός, όταν με τους γονείς σας μετα­κο­μί­σα­τε στην Ελλά­δα. Τί θυμά­στε για την ζωή σας στην Οδησσό;

Ο Φαρ­σα­κί­δης βυθί­στη­κε στην σκέ­ψη και μετά από πολύ ώρα ξεκί­νη­σε να διη­γεί­ται, αργά, όπως του έρχο­νταν διά­φο­ρες ανα­μνή­σεις. Δεν είναι εύκο­λο για έναν ενε­νη­ντά­χρο­νο να θυμη­θεί τι έγι­νε στην ηλι­κία των έξι χρονών.

- Θυμά­μαι γιγά­ντια δέντρα στο Νικο­λά­γιεβ­σκι μπου­λε­βάρ. Θυμά­μαι ότι εκεί­νη την επο­χή υπήρ­χε μεγά­λη πεί­να. Οι άνθρω­ποι, για να επι­ζή­σουν, τρώ­γα­νε περι­στέ­ρια και γάτες. Θυμά­μαι πως έκλαι­γα, όταν την ίδια μοί­ρα είχε η αγα­πη­μέ­νη μου γάτα Μούρκα.

Ο Φαρ­σα­κί­δης ανοί­γει το βιβλίο του «Η πρώ­τη πατρί­δα», είναι ιστο­ρία μιας οικο­γέ­νειας, που έζη­σε στην Οδησ­σό σχε­δόν εκα­τό χρό­νια πριν. Κοι­τά­ζου­με μαζί τις φωτο­γρα­φί­ες των γονιών του, της αδελ­φής του, των γει­τό­νων, των φίλων και γνω­στών. Επί­σης υπάρ­χουν και οι φωτο­γρα­φί­ες των καρτ-ποστάλ από την Οδησ­σό εκεί­νης της επο­χής. Όλα αυτά κρά­τη­σε η μητέ­ρα του στο αρχείο της και τώρα τα κρα­τά­ει ο ίδιος στο δικό του.

- Ειλι­κρι­νά, δεν κατά­λα­βα πως κατά­φε­ρα να πάρω ψηλές κρι­τι­κές για αυτό το βιβλίο,- μου εμπι­στεύ­τη­κε ο Φαρ­σα­κί­δης. – Τα ελλη­νι­κά δεν ήταν η μητρι­κή μου γλώσ­σα και η γραμ­μα­τι­κή με δυσκό­λε­ψε αρκε­τά. Όμως μεγά­λω­σα, δια­βά­ζο­ντας βιβλία ρώσι­κης λογο­τε­χνί­ας: τους Πού­σκιν, Τολ­στόι, Ντο­στο­γιέφ­σκι. Πιθα­νόν η επιρ­ροή τους και η τεχνι­κή που χρη­σι­μο­ποί­η­σα ευθύ­νο­νται για την επι­τυ­χία που γνώ­ρι­σε το βιβλίο.

Όσο περισ­σό­τε­ρα συζη­τά­με με τον ζωγρά­φο, τόσο πιο καθα­ρά ακού­γε­ται η ομι­λία του, τόσο πιο σωστές και λογο­τε­χνι­κές γίνο­νται οι προ­τά­σεις του. Απί­στευ­τό που στην αρχή με το ζόρι κατά­φερ­να να πιά­σω τις λέξεις.

Ο Φαρ­σα­κί­δης μου φέρ­νει από­σπα­σμα από την εφη­με­ρί­δα με το σχο­λια­σμό του βιβλί­ου του. Έχει πολύ ενδια­φέ­ρον και το παρα­θέ­τω ολό­κλη­ρο παρακάτω:

«Οι ανα­γνώ­στες αντι­κρί­ζουν την ρομα­ντι­κή όψη της Οδησ­σού. Κάθε σπί­τι – μια ιστο­ρία, κάθε πέτρα – θρύ­λος. Ταυ­τό­χρο­να μπρο­στά στους ανα­γνώ­στες περ­νά­νε εικό­νες και γεγο­νό­τα του Πρώ­του Παγκό­σμιου πολέ­μου, της ρώσι­κης επα­νά­στα­σης, των πρώ­των χρό­νων Σοβιε­τι­κού κρά­τους. Με χιού­μορ περι­γρά­φο­νται τα έθι­μα και οι συνή­θειες των Οδεσ­σι­τών και προ­ε­πα­να­στα­τι­κός βίος των Ελλή­νων της Οδησ­σού. Βέβαια, το μικρό αγο­ρά­κι δεν θα μπο­ρού­σε να ξέρει για τα γεγο­νό­τα που περι­γρά­φο­νται στο βιβλίο. Αλλά τις ιστο­ρί­ες, που του έλε­γαν οι γονείς του, τις μετα­δί­δει πολύ ζωντα­νά και πει­στι­κά, δια­τη­ρώ­ντας το ύφος και τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της αφή­γη­σής τους».

«Η πρώ­τη πατρί­δα» εκδό­θη­κε από τον αθη­ναϊ­κό οίκο «Πορεία» και αμέ­σως κέρ­δι­σε τις εντυ­πώ­σεις των ανα­γνώ­στων και των κρι­τι­κών. Το 1984 το βιβλίο πήρε το πρώ­το βρα­βείο Εται­ρί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών. Στην χώρα μας, δυστυ­χώς, δεν έχει εκδο­θεί. Κρί­μα, για­τί πρό­κει­ται για μια αλη­θι­νή «εγκυ­κλο­παί­δεια» της ζωής στην Οδησ­σό δια­φο­ρε­τι­κών εποχών.

Πηγή: ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΓΙΟΥΡΤΣΕΝΚΟ / Всемирные Одесские Новости (Παγκό­σμια Νέα της Οδησσού)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο