Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Όσα ζήσα­νε στα Μουρ­γκα­νο­χώ­ρια εκεί­να τα χρό­νια, δεν τα λες ωχρές ανα­μνή­σεις κι ας βρί­σκε­ται κανείς στην άλλη άκρη της γης. Στην Αυστρα­λία, τού­τες οι ψυχές είναι ακό­μη ο καθρέ­φτης του παρελ­θό­ντος τους, του­λά­χι­στον κατά ένα μέρος. Κρα­τούν την περη­φά­νια του τόπου, τη χαρά του φιλιού που μυρί­ζει μαντα­νό­ζια και κυδώ­νι, τον ήχο του νερού στην ποτα­μιά. Κρα­τούν μαζί με τ’ απο­κλη­ρω­μέ­να όνει­ρα του επα­να­πα­τρι­σμού, μαύ­ρα φρύ­δια και κλει­στά παρα­θύ­ρια, κι όλο μνη­μο­νεύ­ουν ονό­μα­τα, αψη­λά­φη­τες εικό­νες της παλιάς τους ζωής, σπα­σμέ­να ρόδια, αξύ­λευ­τα δάση, για να βρί­σκει πόρ­τα ανοι­χτή η νοσταλ­γία σ’ εκεί­νες τις επι­κη­ρυγ­μέ­νες τελευ­ταί­ες ματιές του ξενιτεμού.

Κάτοικοι από τα Μουργκανοχώρια - Χαρούλα Βερίγου

Κάτοι­κοι από τα Μουργκανοχώρια

Ζώντας σε ένα παρόν στο οποίο η μνή­μη αγα­πά να ξεκλει­δώ­νει όλα τα σκο­νι­σμέ­να κου­τιά, είχαν προ­τε­ραιό­τη­τα τα καλά, ακό­μη κι αν τα καλά ήταν τόσο λίγα όπως τα τερ­λί­κια πού έπλε­κε η μπά­μπω Λένω για τη φαμί­λια, το ζυμω­τό ψωμί στο ντα­βά, ένα ζευ­γά­ρι παπού­τσια, μια αρμά­θα μαρα­γκού­λες. Στρί­μω­χναν φτώ­χεια, ορφά­νια, πόλε­μο, ξεχω­ρί­σμα­τα και θάνα­το θαρ­ρείς και τού­τη η μνή­μη γινό­ταν ξαφ­νι­κά ελατ­τω­μα­τι­κή. Σαν έκα­ναν όμως να κλεί­σουν τα μάτια, όλα ξανα­περ­νού­σαν από μπρο­στά τους, όλα μπο­ρού­σαν να γίνουν τόσο ζωντα­νά ώστε να ξυπνή­σει ο μεστω­μέ­νος πόνος και να χτε­νί­σει την αλι­σά­χνη στα βλέφαρα.

Η βάβω η Βέργω

Η βάβω η Βέργω

Η Κάλ­λιω,  Θωμαί­σια την ήξε­ραν όλοι, το Χίλ­λη τον είχε γεν­νή­σει στο βου­νό. Μανα­χή, ποιος θα την βόη­θα­γε, ίτσιου καείς, έτσι γένο­νταν τότες στα χωριά, βόγκα­γαν οι γυναι­κού­λες απέ­δω, απο­λο­γιό­ταν η Μουρ­γκά­να απέ­κει. Πού νοσο­κο­μεία και πού για­τροί, απ’ αυτά δε γρώ­νι­ζαν. Μεση­μέ­ρι την έπια­καν οι πόνοι, εκεί­για που γιό­μι­ζε την κορί­τα νερό να πιουν τα ζωντα­νά, ως έσκυ­ψε έρχο­νταν πότε χαμη­λά στην κοι­λιά και πότε την έσφα­ζε η μέση, ήλε­γε μισο­χω­ρί­στη­κε η δόλια. Πήρε ανά­σα, έκα­νε δυο βήμα­τα, ξανάρ­θε ο πόνος δυνα­τό­τε­ρος. Έπιε μια γου­λιά νερό. Πότε ανά­σα, πότε πόνος τα κατά­φε­ρε σβα­ρί­στη­κε, κατέ­βη­κε τη λακιά του Λύρα ως τον πάτο. «Αγά­ντα Κάλ­λιω…» , έκα­με κου­ρά­γιο. Ίσα που την κρα­τού­σαν τα πόδια της. Μπρο­στά η Κάλ­λιω, πίσω μια λάγια προ­βα­τί­να, πέρα­σε τ’ αλώ­νια, έφτα­κε με κόπο στη μεγά­λη γκορ­τσιά, διπλώ­θη­κε στα δυο, ξανα­πή­ρε ανά­σα, της έρθε δυνα­τό­τε­ρος σφά­χτης. «Ούι μανού­λα μ’» , βόγκη­σε, «άντα είχα γεν­νή­σει την κοπέ­λα, τη Μίγια, δεν μ’ είχε πονέ­σει τόσο, παι­δί θα είναι­το τού­το τ’ άγου­ρο, παι­δί, καλο­δε­χού­με­νο» , συλ­λο­γί­στη­κε με αγωνία.

Πριν της έρθει ζαλά­δα θυμή­θη­κε πόσα και πόσα τάμα­τα είχε κάνει για να γεν­νή­σει αγό­ρι, παρα­κά­λα­γε αυτή τη φορά ν’ ακού­σει να δίνουν τ’ αντρός της συχα­ρί­κια που δεν θά ’σβη­νε τ’ όνο­μά του. Τόσες και τόσες μπου­σου­λί­γκες τό ’χαν μολο­ή­σει, μα δια­τη­ρού­σε μια μικρή αμφι­βο­λία. Όπου ήβρι­σκε δρυ γύρευε να μάθει από τους καρ­πούς του. Το ρώτη­μα ήταν το ίδιο πάντα, «παι­δί ή κοπέ­λα;» Όσο ήτα­ντη γκα­στρω­μέ­νη, τόσες άνοι­ξε, μια δεν βρέ­θη­κε νά ’χει σκου­λή­κι. «Καλό σημά­δι κοπε­λί­τσα μου, καλό, θα λευ­τε­ρω­θείς και θά ’ναι­το  παι­δί τού­τη τη βολά αφού δεν ήβρες σκου­λή­κι, η μπου­σου­λί­γκα μολό­η­σε, νιά­τα χλω­ρά, τσού­πρα μου εσύ γραμ­μέ­νη», έκρε­νε η Πέτραι­να, η μάνα της, μαντεύ­ο­ντας το φύλ­λο του παι­διού από το περιε­χό­με­νο που έκρυ­βε στα δικά του σπλά­χνα ένα μεγά­λο βελα­νί­δι. Έτσι πίστευαν όλες οι γυναί­κες τότες, έχει σκου­λή­κι κοπέ­λα, δεν έχει παιδί!

Βαβουλέτσω

Βαβου­λέ­τσω προ­σω­πο­ποί­η­ση της καλο­σύ­νης …τα εκα­τό­στη­σε και πατά­ει τα 103 ❣️

«Ο ήλιος βασι­λεύ­ει κι η μέρα σώνε­ται κι ο νους μου απ’ την αγά­πη δε συμ­μα­ζώ­νε­ται» , τρα­γου­δού­σε ο Θωμάς.
Δυο σου­σου­ρά­δες κελαη­δού­σαν στην ακροποταμιά.
Μια κάλε­σια προ­βα­τί­να που την είχαν χαμέ­νη, έρθε στην πόρ­τα μ’ ένα σερ­νι­κό αρνί.

Η Μοί­ρα ξυπό­λη­τη πέρα­σε το μονό­το­ξο γεφύ­ρι της Γκρίκας.
Η μπά­μπω Μιχά­λαι­να είχε δει στο ήνο­ρο που­λιά πετού­με­να, δια­βα­τά­ρι­κα, μετρη­μέ­να οκτώ, τό ’λεγε στη νύφη της, τη Γιώργαινα.

Βασι­λέ­μα­τα ήλιου, ένα σύν­νε­φο χρύ­σω­νε την τσιού­κα στη Μουρ­γκά­να.           Βασι­λέ­μα­τα ήλιου ήταν που στά­θη­κε στο πόρ­τε­γο η Κάλ­λιω, απο­στα­μέ­νη μα χαρού­με­νη. Είχε τον Χίλ­λη ζόρ­κο, τυλιγ­μέ­νο στην ποδιά.

«Σού ήφε­ρα παι­δί ωρ’ άντρα μ’, παι­δί…» , του βάλε το κού­τσι­κο στα χέρια, ασπαργάνωτο.

Ήκου­σε η Λένω, κατά­λα­βε τη χαρά πό ’χε η νύφη της, πήρε ένα σίδε­ρο που τσού­γκραε τη φωτιά τό ’βαλε στο κατώ­φλι, να δια­βεί η Κάλ­λιω νά ’ναι σιδε­ρέ­νια η και­νούρ­για ζωή.

Μετά τον Χίλ­λη, Αχιλ­λέ­ας ήτα­ντος από την κολυ­μπή­θρα, είχε κάμει άλλες τέσ­σε­ρις γέν­νες η Θωμαί­σια, κι είχε φέρει στον κόσμο τέσ­σε­ρις τσού­πρες και μια η πρώ­τη πέντε, καμα­ρω­μέ­νες όλες, τα μάγου­λα κού­μπου­λα κι ας ήταν πεί­να, μα κοπέ­λες… Μεγά­λω­σε η φαμί­λια, ένα παι­δί και πέντε κοπέ­λες, όλα μαζί έξι στό­μα­τα. Και τι ονό­μα­τα πού ’χαν, Ευθυ­μία, Πηνε­λό­πη, Ευτυ­χία, Φιλάν­θη, Ερμιό­νη, αλλά τις φώνα­ζαν Μίγια, Λόπη,  Φτύ­χω, Τάνη, Νόνη και μια απ’ αυτές την είχε βαφτί­σει η βασί­λισ­σα Φρει­δε­ρί­κη στην Ηγου­με­νί­τσα, «τό ’χε χούι αυτό,  η Φρί­κη, για να παρα­σταί­νει την καλή, κους μω νύφη; κού­γω να λες» , ήλε­γε ο πάπ­που Μιχά­λης κι έξυ­νε την κού­τρα του.

Ψιά γάλα, ψίχα ψωμί,  μια βρα­σιά τρα­χα­νά, πότε φασού­λια, μια πίτα με λάχα­να και μπο­μπο­τά­λευ­ρο, θέλη­σε ο θεου­λά­κης ανα­τσου­τσου­λώ­θη­καν, μα «πολ­λά τα στό­μα­τα, πολ­λά, κι όλα τ’ άλλα ελά­χι­στα» , στο­χά­ζο­νταν ο Θωμάς εκεί που σαλά­γα­γε τα πρό­βα­τα, «φτώ­χεια έρη­μο ξωκ­κλή­σι και τα πλού­τη μανα­στή­ρι…» Ζύγι­ζε ανά­γκη και φτώ­χεια απ’ τη μια, την ξενι­τιά που όλο και πιο συχνά μπαι­νό­βγαι­νε στη σκέ­ψη του απ’ την άλλη, στην ξενι­τιά έγερ­νε περ­σό­τε­ρο. Μια μέρα πήρε γράμ­μα η Κάλ­λιω από τον Παναή, τον είχε αδερ­φό στην Αστρα­λία. Τού­τος που είχε κάμει προ­κο­πή στην ξένο τόπο, ήταν η αιτία και πήραν την από­φα­ση. «Ελά­τε εδώ­για, τσέ­πια δεν έχει, το χώμα αφρά­το σαν αλεύ­ρι μ’ αλά­τι, τά ’χω όλα σια­σμέ­να, μην έχε­τε φόβο είναι καλά, θα κάμε­τε βιός, θα ζήσε­τε μω αδερ­φού­λα, θα ζήσε­τε, καρ­τε­ρώ…» , της έγραφε.

Από τη μια σκέ­φτη­καν, ξενί­τες στο μακρι­νό τόπο, με μια άγνω­στη γλώσ­σα, από την άλλη ζύγι­σαν πως είχαν και δικούς τους ανθρώ­πους εκεί, ήταν μια παρη­γο­ριά και το πιο σημα­ντι­κό η οικο­γέ­νεια δεν θα χώρι­ζε κι αυτό τό ’βρι­σκαν καλό, έγει­ρε η ζυγα­ριά, με βαριά καρ­διά αλλά έγειρε.

Βάβω Μιχάλαινα

Βάβω Μιχά­λαι­να

Ένα πρωί ο Χίλ­λης μίλη­σε στον Τέλη και στον Λάκη για όσα έγρα­φε στο γράμ­μα ο μπάρ­μπας από την Αυστρα­λία, μα δεν ήταν ακό­μη σίγου­ρος για την από­φα­ση του πατέ­ρα. Δαγκώ­θη­καν απ’ το νέο τού­τα, έσκυ­ψαν τα κεφά­λι τήρα­ξαν τα ξυπό­λη­τα πόδια τους, δεν είπαν τίπο­τα. Τι να πέθαι­ναν, τι να ξενι­τεύ­ο­νταν, αυτά θάνα­το τα ’χαν και τα δυο. Το σάλιο π’ ανέ­βη­κε στη γλώσ­σα στυ­φό, δεν πήγαι­νε κάτω, δεν κατα­πί­νο­νταν. Η σκέ­ψη είχε κινή­σει να φτά­σει πρώ­τη εκεί­για, πίσω απ’ τον ήλιο, να γυρέ­ψει σημά­δια στην ξένη γη όμοια μ’ αυτά που ήξε­ραν, αυτά που κάνουν τα δέντρα να φου­σκώ­νουν, τις κρα­νιές να μαντεύ­ουν την άνοι­ξη και τα μπου­μπού­κια ν’ ανθούν. Το άπη­χτο μυα­λό κόλ­λη­σε σε μια λέξη φορ­τω­μέ­νη χωρι­σμό, μπο­ρεί και κατα­φρό­νια, «μετα­νά­στες…», πόσο λαθε­μέ­να τους φαί­νο­νταν όλα, ξίκι να γένο­νταν. Αγκα­λιά­στη­καν, ροβό­λη­σαν στη ρεμα­τιά να στή­σουν πλά­κες, αμίλητα.

Είναι κάποιες μέρες, που αλαρ­γεύ­ει ο ουρα­νός, ξενι­τεύ­ε­ται πρώ­τος κι ας τον είχαν τόσο αγα­πή­σει, ανοί­γει τις φλέ­βες του πριν φύγει, ξεπλέ­νει την παλιά ζωή, βαφτί­ζει την και­νούρ­για, ποτέ δεν ξέρεις, δεν τα λέει όλα ο ουρανός.

Είναι κάποιες μέρες, που θαρ­ρείς βιά­ζο­νται να περά­σουν. Στη βια­σύ­νη τους σκο­ντά­φτουν μέσα μας, σε κάποιες ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες, ματώ­νει η ψυχή, βάφει τη σκέ­ψη, έτσι γίνε­ται ερη­μιά ο κόσμος που τόσο αγά­πη­σε η καρδιά.

Είναι κάποιες μέρες, που λες στοι­χη­μα­τί­ζουν να γίνουν νύχτες σκο­τει­νές και τα κατα­φέρ­νουν, σε κατα­ριού­νται να κου­βα­λάς ισό­βια φωνές, μορ­φές, βου­νά, ποτά­μια, ρίζες,  ό,τι σε κρα­τά, ό,τι αγά­πη­σες, να τα κου­βα­λάς και να μην τά ’χεις.

Είναι κάποιες μέρες που σε δαγκώνουν από παντού ξενιτιές…

Αργό­τε­ρα, οι δυο μόνο, ο Τέλης κι ο Λάκης, ήβραν τη μπά­μπω Μιχά­λαι­να στο παρα­γώ­νι να τηγα­νί­ζει αυγά, «μω μαλέ­κω, για κεί­νον που τον λένε Χίλ­λη και τη φαμί­λια του, τι έχεις να πεις εσύ; Καί­κνως ή ώβυς;»

  • «Καί­κνως» , απο­κρί­θη­κε η γριά χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Κάτι παρα­πά­νω είχε πάρει το αυτί της, γρώ­νι­ζε, πρω­τύ­τε­ρα είχε ζμπο­ρί­σει με τη Λένω. «Καί­κνως», επα­νέ­λα­βε βάζο­ντας τ’ αυγά στο σαγά­νι, μα κανείς τους δεν θέλη­σε να φάει κι ας τα είχε θερί­σει η πεί­να τα δολιοπαλίκαρα.

Δεν είχε περά­σει μήνας από τότε πού ήρθε η γρα­φή. Οι τζέρ­μπες σάμα­τις πετού­σαν αλλιώς, κι ο αγέ­ρας περίσ­σευε εκεί­νες τις μέρες, παρα­στέ­κο­νταν κι ανα­στέ­να­ζε στις φυλ­λω­σιές, κι ένα ξεφτέ­ρι, ούι τι παρά­ξε­νο, είχε κουρ­νιά­σει στο μπου­χα­ρί,  εκεί­για πάνω, με διπλω­μέ­νες φτε­ρού­γες κάθο­νταν κι όλο χτυ­πού­σε το ράμ­φος του πότε στ’ αγκω­νά­ρι και πότε στις πλά­κες της στέγης.

Θρόι­ζαν τα φύλ­λα στα πλα­τά­νια. Η Κάλ­λιω μια άνοι­γε την πόρ­τα μια τη σφά­λι­ζε, νεκρω­μέ­νη ήτα­ντη η δόλια, τόσο φαρ­μά­κι. Τα μάτια κόκ­κι­να θολά, έτοι­μα να κινή­σουν, ποτά­μια. Στο τέλος, ξεκλεί­δω­σε την κασέ­λα, έσπρω­ξε μια μπα­λω­μέ­νη χλαί­νη στην άκρη, σήκω­σε την τσέρ­γα και κάτι σκου­τιά, χάλε­ψε στον πάτο, ήβρε τα στέ­φα­να της τυλιγ­μέ­να στην άσπρη φασκιά, κεί­νη πού ’χε τυλί­ξει έξι φορές τη ζωή, τά ’φερε στα χεί­λη τα φίλη­σε με σέβας, έκα­νε να τα βάλει στην τσά­ντα το μετά­νιω­σε, δεν της έκα­νε καρ­διά, τ’ άφη­κε ξανά στον πάτο, να την καρ­τε­ρούν,  με μια φωτογραφία.

Το αυτο­κί­νη­το στα­μά­τη­σε σια­πά­νου στο χωμα­τό­δρο­μο. Ένα μπό­γο ο Θωμάς στον ώμο κι άλλον ένα η Κάλ­λιω,  τα φόρ­τω­σαν όπως — όπως στη σχά­ρα του λεω­φο­ρεί­ου, αυτό ήταν όλο κι όλο το βιός που έπαιρ­ναν μαζί τους.

 «Πού ξημε­ρώ­σα­μαν μάνα και πού θα νυχτω­θού­με…» , δεν άντε­ξε, γού­ρια­ξε η Κάλ­λιω και ρίχτη­κε μ’ ανα­φι­λη­τά στην αγκα­λιά της Πέτραι­νας. Κοκά­λω­σαν οι ανά­σες. Κι εκεί­νη η μάγκου­φη, ορθή, με το πρό­σω­πο κερί, έβγα­λε το τσε­μπέ­ρι, φάνη­καν τα μπα­μπα­κέ­νια μαλ­λιά, την ευχή­θη­κε, «κοπε­λί­τσα μου γραμ­μέ­νη, σύρε να κάμεις βιός, ν’ ανα­στή­σεις τη φαμί­λια σου με στην ευκή», και νά ’χει η στρά­τα πιστρό­φια καλά…» Της έβα­λε μια χού­φτα χώμα στην τσέ­πη. Τόσες αγκα­λιές, χόρ­τα­σαν τα χέρια αγγίγ­μα­τα, δικαιώ­θη­καν αφή και φιλί στα μάτια και στα μάγουλα.

Παρέ­κει ο Θωμάς, βάι­ζε στον κόρ­φο της Λένως κι αυτή τον κρά­ταε απ’ το σακά­κι σαν να μην ήθε­λε να φύγει το σπλά­χνο της, σα να τό ’ξερε πως τον ξεπρο­βό­δι­ζε στερ­νή φορά, μέχρι που ακού­στη­κε επί­μο­να η κόρ­να, ένα απαι­τη­τι­κό παρα­τε­τα­μέ­νο μπί­ι­ιτ, μπί­ι­ιτ, μπί­ι­ιτ… Τους έσκι­σε τ’ αυτιά, λύθη­καν τα χέρια, χωρίστηκαν.

Ένα κου­μπί της είχε απο­μεί­νει στη χού­φτα, τόσο τον τρά­βα­γε πάνω της που τό ’κοψε δίχως να το καταλάβει.
Ένα σκο­τει­νό μπλε κου­μπί, που μέσα του είχε φυλά­ξει ολό­κλη­ρη την τρα­γι­κή αίσθη­ση του αιώ­νιου απο­χω­ρι­σμού, αυτό έσφιγ­γε, από όλη τη φαμί­λια αυτό μάνα­χα της έμει­κε, αυτό  τήρα­γε απα­ρη­γό­ρη­τη ώσπου ένα φίδι που ξεκου­λου­ριά­στη­κε παρέ­κει στην κρα­νιά από­σπα­σε το βλέμ­μα της.

Τα ίδια και το παι­δί κι οι κοπέ­λες, μύξες και χοντρά δάκρυα απ’ αυτά που θαμπώ­νουν την όρα­ση. Ως και τ’ αγκω­νά­ρια στα σπί­τια, την κλη­μα­τα­ριά π’ ανέ­βαι­νε στο κυπα­ρίσ­σι, τα δέντρα και τα ζωντα­νά, όλα τ’ αγκά­λια­ζαν, απα­νω­τά φιλιά, τέτοια που ούτε είχαν σκε­φτεί, ούτε ποτέ πριν είχαν ανταλ­λά­ξει, ποτέ. Φώνα­ξε τα ονό­μα­τα ο εισπρά­κτο­ρας, ανέ­βη­καν, τακτο­ποι­ή­θη­καν, έπια­σαν από ένα παρα­θύ­ρι, δεξιά ο Θωμάς, αρι­στε­ρά η Κάλ­λιω, κατέ­βα­σαν το τζά­μι έβγα­λαν τα κεφά­λια όξω, κου­νού­σαν τα μαντή­λια κι αυτά θαρ­ρείς ήθε­λαν να φύγουν, να λευ­τε­ρω­θούν απ’ τα χέρια να βγά­λουν φτε­ρά να πετά­ξουν, να μεί­νουν πίσω στον τόπο που ήξε­ραν. Έλε­γαν κι έλε­γαν λόγια, άλλα με το στό­μα δυνα­τά κι άλλα με τα μάτια σωπαί­νο­ντας, όλα τ’ απο­χω­ρι­σμού ήταν, κι έβρε­χε, με το του­λού­μι στο βλέμ­μα τους…

Ο Χίλ­λης, η Μίγια, η Λόπη, η Φτύ­χω, η Τάνυ, η Νόνη, μπή­καν δίπλα – δίπλα στις τελευ­ταί­ες θέσεις, αυτές που ήταν τέσ­σε­ρις μπο­ρεί και πέντε μαζί στα παλιά λεω­φο­ρεία. Γύρι­σαν τ’ απί­κου­πα, κόλ­λη­σαν τις μύτες στο παρ­μπρίζ, με βαριά καρ­διά έβλε­παν τα δόλια τον κόσμο τους που σιγά – σιγά ξεμά­κραι­νε και χάνο­νταν στη σκό­νη, κι όσο ψήλω­ναν τα βου­νά έσβη­νε τού­τος ο βασα­νι­σμέ­νος μα όμορ­φος κόσμος, τέτοια αδί­στα­κτη και σκλη­ρή εκεί­νη η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Κι όλοι οι άλλοι, ν’ ακο­λου­θούν πίσω από το λεω­φο­ρείο, λες και πήγαι­ναν σε ξόδι, να κλαί­νε, να χει­ρο­νο­μούν, να κατα­πί­νουν το λυγ­μό για να φωνά­ξουν «έχε­τε γεια», ίσα­με που έστρι­ψε στη νερο­μά­να και χάθηκε.

Ως κι ένας λύκος που είχε χρό­νια αμά­χη με το Θωμά, ως κι αυτός έκλαι­γε εκεί­νη την ώρα. Είχε πάρει κι αυτός το λεω­φο­ρείο στο κατό­πιν, πότε έβγαι­νε μπρο­στά του κόβο­ντας δρό­μο από το λόγ­γο και πότε έμε­νε πίσω. Κι ένα ουρ­λια­χτό ίσα­με ψηλά στον ουρα­νό. Έχουν και τα ζωντα­νά ψυχή, και τ’ άγρια μερώ­νουν τέτοιες στιγ­μές, νιώθουν…

Η απα­ντο­χή, ο καη­μός του χωρι­σμού, οι δυσκο­λί­ες, το και­νούρ­γιο πεπρω­μέ­νο, οι κακου­χί­ες, ο πόλε­μος, το φτω­χι­κό τους σπί­τι, η κορ­φή της Μουρ­γκά­νας, δέντρα, ζωντα­νά, άνθρω­ποι, η σκύ­λα η Μπα­ντού­νω, όλα πέρα­σαν από το μυα­λό τους στα μαυ­ρο­ξε­χω­ρί­σμα­τα. Πικρές οι σκέ­ψεις για την ξενι­τιά που έπαιρ­νε τους ανθρώ­πους μακριά. Έτσι ήτα­ντο γραμ­μέ­νο, κι όσοι έμε­ναν πίσω, έμε­ναν με την αγω­νία πως μπο­ρεί και να μη μάθαι­ναν ποτέ νέα από εκεί­νους που έφευ­γαν και δεν ήξε­ρες αλή­θεια να πεις, αν εκεί­νοι που έφευ­γαν πόνα­γαν περ­σό­τε­ρο από εκεί­νους που έμε­ναν ή τ’ ανάποδο.

«Ο ζωντα­νός ο χωρι­σμός παρη­γο­ριά δεν έχει…» , η Λένω με το μπλε κου­μπί στο χέρι…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Χαρού­λα Βερίγου
Κέρ­κυ­ρα 13 Γενά­ρη του 2022

Από την υπό έκδο­ση συλ­λο­γή διηγημάτων
Σαν παπλα­μού­δες να χορεύ­ουν οι λέξεις Καί­κνως – Ώβυς


Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμ­φι­λιώ­νο­μαι με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αισθά­νο­μαι πως η Χαρού­λα Βερί­γου έμει­νε για πάντα στην Κρή­τη, να γοη­τεύ­ε­ται από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια του τόπου…
Στην Κέρ­κυ­ρα, η Ζωή Δικταί­ου κατα­θέ­τει ως δόκι­μη της ποί­η­σης την ευγνω­μο­σύ­νη της στο Ιόνιο Φως. Αντι­λαμ­βά­νο­μαι την δια­κρι­τι­κή του παρου­σία, ιδιαί­τε­ρα όταν φωτί­ζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.
Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποίηση.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργο­γρα­φία

  • Λασί­θι, Τόπος Μέγας – Η κού­πα των θεών, Αφή­γη­μα, Δεκέμ­βριος 2020
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Νοέμ­βριος 2020
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα, Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα, Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα, Ιού­νιος 2015
  • Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογο­τε­χνία, Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα

 

Προ­σω­πι­κές ποι­η­τι­κές συλλογές 

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα


facebook logo click

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο