Όσα ζήσανε στα Μουργκανοχώρια εκείνα τα χρόνια, δεν τα λες ωχρές αναμνήσεις κι ας βρίσκεται κανείς στην άλλη άκρη της γης. Στην Αυστραλία, τούτες οι ψυχές είναι ακόμη ο καθρέφτης του παρελθόντος τους, τουλάχιστον κατά ένα μέρος. Κρατούν την περηφάνια του τόπου, τη χαρά του φιλιού που μυρίζει μαντανόζια και κυδώνι, τον ήχο του νερού στην ποταμιά. Κρατούν μαζί με τ’ αποκληρωμένα όνειρα του επαναπατρισμού, μαύρα φρύδια και κλειστά παραθύρια, κι όλο μνημονεύουν ονόματα, αψηλάφητες εικόνες της παλιάς τους ζωής, σπασμένα ρόδια, αξύλευτα δάση, για να βρίσκει πόρτα ανοιχτή η νοσταλγία σ’ εκείνες τις επικηρυγμένες τελευταίες ματιές του ξενιτεμού.
Ζώντας σε ένα παρόν στο οποίο η μνήμη αγαπά να ξεκλειδώνει όλα τα σκονισμένα κουτιά, είχαν προτεραιότητα τα καλά, ακόμη κι αν τα καλά ήταν τόσο λίγα όπως τα τερλίκια πού έπλεκε η μπάμπω Λένω για τη φαμίλια, το ζυμωτό ψωμί στο νταβά, ένα ζευγάρι παπούτσια, μια αρμάθα μαραγκούλες. Στρίμωχναν φτώχεια, ορφάνια, πόλεμο, ξεχωρίσματα και θάνατο θαρρείς και τούτη η μνήμη γινόταν ξαφνικά ελαττωματική. Σαν έκαναν όμως να κλείσουν τα μάτια, όλα ξαναπερνούσαν από μπροστά τους, όλα μπορούσαν να γίνουν τόσο ζωντανά ώστε να ξυπνήσει ο μεστωμένος πόνος και να χτενίσει την αλισάχνη στα βλέφαρα.
Η Κάλλιω, Θωμαίσια την ήξεραν όλοι, το Χίλλη τον είχε γεννήσει στο βουνό. Μαναχή, ποιος θα την βόηθαγε, ίτσιου καείς, έτσι γένονταν τότες στα χωριά, βόγκαγαν οι γυναικούλες απέδω, απολογιόταν η Μουργκάνα απέκει. Πού νοσοκομεία και πού γιατροί, απ’ αυτά δε γρώνιζαν. Μεσημέρι την έπιακαν οι πόνοι, εκείγια που γιόμιζε την κορίτα νερό να πιουν τα ζωντανά, ως έσκυψε έρχονταν πότε χαμηλά στην κοιλιά και πότε την έσφαζε η μέση, ήλεγε μισοχωρίστηκε η δόλια. Πήρε ανάσα, έκανε δυο βήματα, ξανάρθε ο πόνος δυνατότερος. Έπιε μια γουλιά νερό. Πότε ανάσα, πότε πόνος τα κατάφερε σβαρίστηκε, κατέβηκε τη λακιά του Λύρα ως τον πάτο. «Αγάντα Κάλλιω…» , έκαμε κουράγιο. Ίσα που την κρατούσαν τα πόδια της. Μπροστά η Κάλλιω, πίσω μια λάγια προβατίνα, πέρασε τ’ αλώνια, έφτακε με κόπο στη μεγάλη γκορτσιά, διπλώθηκε στα δυο, ξαναπήρε ανάσα, της έρθε δυνατότερος σφάχτης. «Ούι μανούλα μ’» , βόγκησε, «άντα είχα γεννήσει την κοπέλα, τη Μίγια, δεν μ’ είχε πονέσει τόσο, παιδί θα είναιτο τούτο τ’ άγουρο, παιδί, καλοδεχούμενο» , συλλογίστηκε με αγωνία.
Πριν της έρθει ζαλάδα θυμήθηκε πόσα και πόσα τάματα είχε κάνει για να γεννήσει αγόρι, παρακάλαγε αυτή τη φορά ν’ ακούσει να δίνουν τ’ αντρός της συχαρίκια που δεν θά ’σβηνε τ’ όνομά του. Τόσες και τόσες μπουσουλίγκες τό ’χαν μολοήσει, μα διατηρούσε μια μικρή αμφιβολία. Όπου ήβρισκε δρυ γύρευε να μάθει από τους καρπούς του. Το ρώτημα ήταν το ίδιο πάντα, «παιδί ή κοπέλα;» Όσο ήταντη γκαστρωμένη, τόσες άνοιξε, μια δεν βρέθηκε νά ’χει σκουλήκι. «Καλό σημάδι κοπελίτσα μου, καλό, θα λευτερωθείς και θά ’ναιτο παιδί τούτη τη βολά αφού δεν ήβρες σκουλήκι, η μπουσουλίγκα μολόησε, νιάτα χλωρά, τσούπρα μου εσύ γραμμένη», έκρενε η Πέτραινα, η μάνα της, μαντεύοντας το φύλλο του παιδιού από το περιεχόμενο που έκρυβε στα δικά του σπλάχνα ένα μεγάλο βελανίδι. Έτσι πίστευαν όλες οι γυναίκες τότες, έχει σκουλήκι κοπέλα, δεν έχει παιδί!
«Ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται κι ο νους μου απ’ την αγάπη δε συμμαζώνεται» , τραγουδούσε ο Θωμάς.
Δυο σουσουράδες κελαηδούσαν στην ακροποταμιά.
Μια κάλεσια προβατίνα που την είχαν χαμένη, έρθε στην πόρτα μ’ ένα σερνικό αρνί.
Η Μοίρα ξυπόλητη πέρασε το μονότοξο γεφύρι της Γκρίκας.
Η μπάμπω Μιχάλαινα είχε δει στο ήνορο πουλιά πετούμενα, διαβατάρικα, μετρημένα οκτώ, τό ’λεγε στη νύφη της, τη Γιώργαινα.
Βασιλέματα ήλιου, ένα σύννεφο χρύσωνε την τσιούκα στη Μουργκάνα. Βασιλέματα ήλιου ήταν που στάθηκε στο πόρτεγο η Κάλλιω, αποσταμένη μα χαρούμενη. Είχε τον Χίλλη ζόρκο, τυλιγμένο στην ποδιά.
«Σού ήφερα παιδί ωρ’ άντρα μ’, παιδί…» , του βάλε το κούτσικο στα χέρια, ασπαργάνωτο.
Ήκουσε η Λένω, κατάλαβε τη χαρά πό ’χε η νύφη της, πήρε ένα σίδερο που τσούγκραε τη φωτιά τό ’βαλε στο κατώφλι, να διαβεί η Κάλλιω νά ’ναι σιδερένια η καινούργια ζωή.
Μετά τον Χίλλη, Αχιλλέας ήταντος από την κολυμπήθρα, είχε κάμει άλλες τέσσερις γέννες η Θωμαίσια, κι είχε φέρει στον κόσμο τέσσερις τσούπρες και μια η πρώτη πέντε, καμαρωμένες όλες, τα μάγουλα κούμπουλα κι ας ήταν πείνα, μα κοπέλες… Μεγάλωσε η φαμίλια, ένα παιδί και πέντε κοπέλες, όλα μαζί έξι στόματα. Και τι ονόματα πού ’χαν, Ευθυμία, Πηνελόπη, Ευτυχία, Φιλάνθη, Ερμιόνη, αλλά τις φώναζαν Μίγια, Λόπη, Φτύχω, Τάνη, Νόνη και μια απ’ αυτές την είχε βαφτίσει η βασίλισσα Φρειδερίκη στην Ηγουμενίτσα, «τό ’χε χούι αυτό, η Φρίκη, για να παρασταίνει την καλή, κους μω νύφη; κούγω να λες» , ήλεγε ο πάππου Μιχάλης κι έξυνε την κούτρα του.
Ψιά γάλα, ψίχα ψωμί, μια βρασιά τραχανά, πότε φασούλια, μια πίτα με λάχανα και μπομποτάλευρο, θέλησε ο θεουλάκης ανατσουτσουλώθηκαν, μα «πολλά τα στόματα, πολλά, κι όλα τ’ άλλα ελάχιστα» , στοχάζονταν ο Θωμάς εκεί που σαλάγαγε τα πρόβατα, «φτώχεια έρημο ξωκκλήσι και τα πλούτη μαναστήρι…» Ζύγιζε ανάγκη και φτώχεια απ’ τη μια, την ξενιτιά που όλο και πιο συχνά μπαινόβγαινε στη σκέψη του απ’ την άλλη, στην ξενιτιά έγερνε περσότερο. Μια μέρα πήρε γράμμα η Κάλλιω από τον Παναή, τον είχε αδερφό στην Αστραλία. Τούτος που είχε κάμει προκοπή στην ξένο τόπο, ήταν η αιτία και πήραν την απόφαση. «Ελάτε εδώγια, τσέπια δεν έχει, το χώμα αφράτο σαν αλεύρι μ’ αλάτι, τά ’χω όλα σιασμένα, μην έχετε φόβο είναι καλά, θα κάμετε βιός, θα ζήσετε μω αδερφούλα, θα ζήσετε, καρτερώ…» , της έγραφε.
Από τη μια σκέφτηκαν, ξενίτες στο μακρινό τόπο, με μια άγνωστη γλώσσα, από την άλλη ζύγισαν πως είχαν και δικούς τους ανθρώπους εκεί, ήταν μια παρηγοριά και το πιο σημαντικό η οικογένεια δεν θα χώριζε κι αυτό τό ’βρισκαν καλό, έγειρε η ζυγαριά, με βαριά καρδιά αλλά έγειρε.
Ένα πρωί ο Χίλλης μίλησε στον Τέλη και στον Λάκη για όσα έγραφε στο γράμμα ο μπάρμπας από την Αυστραλία, μα δεν ήταν ακόμη σίγουρος για την απόφαση του πατέρα. Δαγκώθηκαν απ’ το νέο τούτα, έσκυψαν τα κεφάλι τήραξαν τα ξυπόλητα πόδια τους, δεν είπαν τίποτα. Τι να πέθαιναν, τι να ξενιτεύονταν, αυτά θάνατο τα ’χαν και τα δυο. Το σάλιο π’ ανέβηκε στη γλώσσα στυφό, δεν πήγαινε κάτω, δεν καταπίνονταν. Η σκέψη είχε κινήσει να φτάσει πρώτη εκείγια, πίσω απ’ τον ήλιο, να γυρέψει σημάδια στην ξένη γη όμοια μ’ αυτά που ήξεραν, αυτά που κάνουν τα δέντρα να φουσκώνουν, τις κρανιές να μαντεύουν την άνοιξη και τα μπουμπούκια ν’ ανθούν. Το άπηχτο μυαλό κόλλησε σε μια λέξη φορτωμένη χωρισμό, μπορεί και καταφρόνια, «μετανάστες…», πόσο λαθεμένα τους φαίνονταν όλα, ξίκι να γένονταν. Αγκαλιάστηκαν, ροβόλησαν στη ρεματιά να στήσουν πλάκες, αμίλητα.
Είναι κάποιες μέρες, που αλαργεύει ο ουρανός, ξενιτεύεται πρώτος κι ας τον είχαν τόσο αγαπήσει, ανοίγει τις φλέβες του πριν φύγει, ξεπλένει την παλιά ζωή, βαφτίζει την καινούργια, ποτέ δεν ξέρεις, δεν τα λέει όλα ο ουρανός.
Είναι κάποιες μέρες, που θαρρείς βιάζονται να περάσουν. Στη βιασύνη τους σκοντάφτουν μέσα μας, σε κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ματώνει η ψυχή, βάφει τη σκέψη, έτσι γίνεται ερημιά ο κόσμος που τόσο αγάπησε η καρδιά.
Είναι κάποιες μέρες, που λες στοιχηματίζουν να γίνουν νύχτες σκοτεινές και τα καταφέρνουν, σε καταριούνται να κουβαλάς ισόβια φωνές, μορφές, βουνά, ποτάμια, ρίζες, ό,τι σε κρατά, ό,τι αγάπησες, να τα κουβαλάς και να μην τά ’χεις.
Είναι κάποιες μέρες που σε δαγκώνουν από παντού ξενιτιές…
Αργότερα, οι δυο μόνο, ο Τέλης κι ο Λάκης, ήβραν τη μπάμπω Μιχάλαινα στο παραγώνι να τηγανίζει αυγά, «μω μαλέκω, για κείνον που τον λένε Χίλλη και τη φαμίλια του, τι έχεις να πεις εσύ; Καίκνως ή ώβυς;»
- «Καίκνως» , αποκρίθηκε η γριά χωρίς δεύτερη σκέψη. Κάτι παραπάνω είχε πάρει το αυτί της, γρώνιζε, πρωτύτερα είχε ζμπορίσει με τη Λένω. «Καίκνως», επανέλαβε βάζοντας τ’ αυγά στο σαγάνι, μα κανείς τους δεν θέλησε να φάει κι ας τα είχε θερίσει η πείνα τα δολιοπαλίκαρα.
Δεν είχε περάσει μήνας από τότε πού ήρθε η γραφή. Οι τζέρμπες σάματις πετούσαν αλλιώς, κι ο αγέρας περίσσευε εκείνες τις μέρες, παραστέκονταν κι αναστέναζε στις φυλλωσιές, κι ένα ξεφτέρι, ούι τι παράξενο, είχε κουρνιάσει στο μπουχαρί, εκείγια πάνω, με διπλωμένες φτερούγες κάθονταν κι όλο χτυπούσε το ράμφος του πότε στ’ αγκωνάρι και πότε στις πλάκες της στέγης.
Θρόιζαν τα φύλλα στα πλατάνια. Η Κάλλιω μια άνοιγε την πόρτα μια τη σφάλιζε, νεκρωμένη ήταντη η δόλια, τόσο φαρμάκι. Τα μάτια κόκκινα θολά, έτοιμα να κινήσουν, ποτάμια. Στο τέλος, ξεκλείδωσε την κασέλα, έσπρωξε μια μπαλωμένη χλαίνη στην άκρη, σήκωσε την τσέργα και κάτι σκουτιά, χάλεψε στον πάτο, ήβρε τα στέφανα της τυλιγμένα στην άσπρη φασκιά, κείνη πού ’χε τυλίξει έξι φορές τη ζωή, τά ’φερε στα χείλη τα φίλησε με σέβας, έκανε να τα βάλει στην τσάντα το μετάνιωσε, δεν της έκανε καρδιά, τ’ άφηκε ξανά στον πάτο, να την καρτερούν, με μια φωτογραφία.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σιαπάνου στο χωματόδρομο. Ένα μπόγο ο Θωμάς στον ώμο κι άλλον ένα η Κάλλιω, τα φόρτωσαν όπως — όπως στη σχάρα του λεωφορείου, αυτό ήταν όλο κι όλο το βιός που έπαιρναν μαζί τους.
«Πού ξημερώσαμαν μάνα και πού θα νυχτωθούμε…» , δεν άντεξε, γούριαξε η Κάλλιω και ρίχτηκε μ’ αναφιλητά στην αγκαλιά της Πέτραινας. Κοκάλωσαν οι ανάσες. Κι εκείνη η μάγκουφη, ορθή, με το πρόσωπο κερί, έβγαλε το τσεμπέρι, φάνηκαν τα μπαμπακένια μαλλιά, την ευχήθηκε, «κοπελίτσα μου γραμμένη, σύρε να κάμεις βιός, ν’ αναστήσεις τη φαμίλια σου με στην ευκή», και νά ’χει η στράτα πιστρόφια καλά…» Της έβαλε μια χούφτα χώμα στην τσέπη. Τόσες αγκαλιές, χόρτασαν τα χέρια αγγίγματα, δικαιώθηκαν αφή και φιλί στα μάτια και στα μάγουλα.
Παρέκει ο Θωμάς, βάιζε στον κόρφο της Λένως κι αυτή τον κράταε απ’ το σακάκι σαν να μην ήθελε να φύγει το σπλάχνο της, σα να τό ’ξερε πως τον ξεπροβόδιζε στερνή φορά, μέχρι που ακούστηκε επίμονα η κόρνα, ένα απαιτητικό παρατεταμένο μπίιιτ, μπίιιτ, μπίιιτ… Τους έσκισε τ’ αυτιά, λύθηκαν τα χέρια, χωρίστηκαν.
Ένα κουμπί της είχε απομείνει στη χούφτα, τόσο τον τράβαγε πάνω της που τό ’κοψε δίχως να το καταλάβει.
Ένα σκοτεινό μπλε κουμπί, που μέσα του είχε φυλάξει ολόκληρη την τραγική αίσθηση του αιώνιου αποχωρισμού, αυτό έσφιγγε, από όλη τη φαμίλια αυτό μάναχα της έμεικε, αυτό τήραγε απαρηγόρητη ώσπου ένα φίδι που ξεκουλουριάστηκε παρέκει στην κρανιά απόσπασε το βλέμμα της.
Τα ίδια και το παιδί κι οι κοπέλες, μύξες και χοντρά δάκρυα απ’ αυτά που θαμπώνουν την όραση. Ως και τ’ αγκωνάρια στα σπίτια, την κληματαριά π’ ανέβαινε στο κυπαρίσσι, τα δέντρα και τα ζωντανά, όλα τ’ αγκάλιαζαν, απανωτά φιλιά, τέτοια που ούτε είχαν σκεφτεί, ούτε ποτέ πριν είχαν ανταλλάξει, ποτέ. Φώναξε τα ονόματα ο εισπράκτορας, ανέβηκαν, τακτοποιήθηκαν, έπιασαν από ένα παραθύρι, δεξιά ο Θωμάς, αριστερά η Κάλλιω, κατέβασαν το τζάμι έβγαλαν τα κεφάλια όξω, κουνούσαν τα μαντήλια κι αυτά θαρρείς ήθελαν να φύγουν, να λευτερωθούν απ’ τα χέρια να βγάλουν φτερά να πετάξουν, να μείνουν πίσω στον τόπο που ήξεραν. Έλεγαν κι έλεγαν λόγια, άλλα με το στόμα δυνατά κι άλλα με τα μάτια σωπαίνοντας, όλα τ’ αποχωρισμού ήταν, κι έβρεχε, με το τουλούμι στο βλέμμα τους…
Ο Χίλλης, η Μίγια, η Λόπη, η Φτύχω, η Τάνυ, η Νόνη, μπήκαν δίπλα – δίπλα στις τελευταίες θέσεις, αυτές που ήταν τέσσερις μπορεί και πέντε μαζί στα παλιά λεωφορεία. Γύρισαν τ’ απίκουπα, κόλλησαν τις μύτες στο παρμπρίζ, με βαριά καρδιά έβλεπαν τα δόλια τον κόσμο τους που σιγά – σιγά ξεμάκραινε και χάνονταν στη σκόνη, κι όσο ψήλωναν τα βουνά έσβηνε τούτος ο βασανισμένος μα όμορφος κόσμος, τέτοια αδίστακτη και σκληρή εκείνη η πραγματικότητα. Κι όλοι οι άλλοι, ν’ ακολουθούν πίσω από το λεωφορείο, λες και πήγαιναν σε ξόδι, να κλαίνε, να χειρονομούν, να καταπίνουν το λυγμό για να φωνάξουν «έχετε γεια», ίσαμε που έστριψε στη νερομάνα και χάθηκε.
Ως κι ένας λύκος που είχε χρόνια αμάχη με το Θωμά, ως κι αυτός έκλαιγε εκείνη την ώρα. Είχε πάρει κι αυτός το λεωφορείο στο κατόπιν, πότε έβγαινε μπροστά του κόβοντας δρόμο από το λόγγο και πότε έμενε πίσω. Κι ένα ουρλιαχτό ίσαμε ψηλά στον ουρανό. Έχουν και τα ζωντανά ψυχή, και τ’ άγρια μερώνουν τέτοιες στιγμές, νιώθουν…
Η απαντοχή, ο καημός του χωρισμού, οι δυσκολίες, το καινούργιο πεπρωμένο, οι κακουχίες, ο πόλεμος, το φτωχικό τους σπίτι, η κορφή της Μουργκάνας, δέντρα, ζωντανά, άνθρωποι, η σκύλα η Μπαντούνω, όλα πέρασαν από το μυαλό τους στα μαυροξεχωρίσματα. Πικρές οι σκέψεις για την ξενιτιά που έπαιρνε τους ανθρώπους μακριά. Έτσι ήταντο γραμμένο, κι όσοι έμεναν πίσω, έμεναν με την αγωνία πως μπορεί και να μη μάθαιναν ποτέ νέα από εκείνους που έφευγαν και δεν ήξερες αλήθεια να πεις, αν εκείνοι που έφευγαν πόναγαν περσότερο από εκείνους που έμεναν ή τ’ ανάποδο.
«Ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει…» , η Λένω με το μπλε κουμπί στο χέρι…
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Χαρούλα Βερίγου
Κέρκυρα 13 Γενάρη του 2022
Από την υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων
Σαν παπλαμούδες να χορεύουν οι λέξεις …Καίκνως – Ώβυς
🔹 Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.
🔹 Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες του παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.
🔹 Αισθάνομαι πως η Χαρούλα Βερίγου έμεινε για πάντα στην Κρήτη, να γοητεύεται από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια του τόπου…
Στην Κέρκυρα, η Ζωή Δικταίου καταθέτει ως δόκιμη της ποίησης την ευγνωμοσύνη της στο Ιόνιο Φως. Αντιλαμβάνομαι την διακριτική του παρουσία, ιδιαίτερα όταν φωτίζει μέσα μου την ιερή Δίκτη.Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση.
Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.
Εργογραφία
- Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
- Λασίθι, Τόπος Μέγας – Η κούπα των θεών, Αφήγημα, Δεκέμβριος 2020
- Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Νοέμβριος 2020
- Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα, Νοέμβριος 2019
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή, Σεπτέμβριος 2018
- Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα, Φεβρουάριος 2018
- Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα, Μάιος 2017
- Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα, Ιούνιος 2015
- Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία, Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
Προσωπικές ποιητικές συλλογές
- Αύριο στάχυα οι λέξεις, Σεπτέμβρης 2018
- Αύριο, αφή αλμύρας, Νοέμβρης 2020
Συμμετοχές σε συλλογικά έργα
- «Γράμματα της ποίησης», Ποιητική ανθολογία – 2020, Αθήνα Εκδόσεις: Ατέχνως
- «Μονόλογοι», Ποιητική ανθολογία, Εκδόσεις “το βιβλίο” – 2017, Αθήνα