Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας  στο Σχολικό μας Θέατρο (1950–1974) — Β’ Μέρος

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

[Μια πρώ­τη προσέγγιση]

Παρουσίαση των θεατρικών έργων:

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ για τη ζωή του Θανά­ση Διά­κου στο μονα­στή­ρι του (Τιμί­ου) Ιωάν­νη Προδρόμου

Μόνο δύο θεα­τρι­κά έργα βρέ­θη­καν, τα οποία αφο­ρού­σαν τη ζωή και δρά­ση του Θανά­ση Διά­κου κατά την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή περί­ο­δο, αν και η υπό­θε­σή τους δεν ολο­κλη­ρώ­νε­ται σ’ αυτή την περίοδο.

Πρό­κει­ται α) για την «Πατριω­τι­κή σκη­νή» (μονό­πρα­κτο), με τίτλο: «Θανά­σης Διά­κος» του Δ. Μονα­στη­ριώ­τη[1] και β) για το από­σπα­σμα του «Πατριω­τι­κού σκετς», με τίτλο: «Ο Διά­κος ο πρω­το­κλέ­φτης» του Πάνου Αντω­νό­που­λου.[2]

α) Ο Δ. Μονα­στη­ριώ­της μας αφή­νει ένα σχε­τι­κά σύντο­μο θεα­τρι­κό κεί­με­νο, όπου παίρ­νουν μέρος πέντε  πρό­σω­πα: ο Διά­κος, 12 χρό­νων, ο Νεκτά­ριος, 13–14 χρό­νων, ο Τάσος, ξάδερ­φος του Διά­κου και δύο τούρ­κοι στρα­τιώ­τες, 20–22 χρόνων.

Ο δρα­μα­τουρ­γός δίνει στον πρό­λο­γο οδη­γί­ες για την επι­λο­γή των κατάλ­λη­λων ηθο­ποιών απ’ το σκη­νο­θέ­τη-δάσκα­λο της παρά­στα­σης και το μακι­γιάζ των προ­σώ­πων τους, τη σκη­νο­θε­σία, τη σκη­νο­γρα­φία και τη μου­σι­κή επένδυση.

Ο Διά­κος ανά­βει τα καντή­λια του μονα­στη­ριού, όπου ασκη­τεύ­ει για δύο χρό­νια, και μονο­λο­γεί στε­νο­χω­ρη­μέ­νος για την κατά­στα­ση που επι­κρα­τεί, ώσπου εισέρ­χε­ται στο ναό ο Νεκτά­ριος, προ­φα­νώς κάποιος συνο­μή­λι­κός του καλό­γε­ρος, με τον οποίο συζη­τούν για το κρυ­φό σχο­λειό που λει­τουρ­γεί στο μονα­στή­ρι με δάσκα­λο τον Διάκο.

Σε λίγο, κυνη­γη­μέ­νος από τους Τούρ­κους και λαβω­μέ­νος σοβα­ρά εισέρ­χε­ται στο ναό ο Τάσος, ξάδερ­φος του Διά­κου, ο οποί­ος τον πλη­ρο­φο­ρεί ότι οι Τούρ­κοι έκα­ψαν το σπί­τι του Διά­κου και χτυ­πή­σα­νε τη μάνα του. Κι ενώ συζη­τούν, ακού­γο­νται δυνα­τά χτυ­πή­μα­τα στην πόρ­τα. Ο Διά­κος σέρ­νει το μισο­λι­πο­θυ­μι­σμέ­νο Τάσο και τον κρύ­βει, ενώ εισβάλ­λουν στο ναό δυο τούρ­κοι στρα­τιώ­τες, οι οποί­οι ψάχνουν για να τον βρουν χωρίς απο­τέ­λε­σμα. Απο­φα­σί­ζουν να φύγουν. Ο Διά­κος χαρού­με­νος που σώθη­κε ο ξάδερ­φός του, πηγαί­νει στην κρυ­ψώ­να και δια­πι­στώ­νει έκπλη­κτος ότι ο Τάσος είναι ήδη νεκρός. Ορκί­ζε­ται ότι θα εκδι­κη­θεί και ότι πάντο­τε θα πολε­μά­ει τους κατακτητές.

Ένα σύντο­μο σε έκτα­ση (μόλις οκτώ σελί­δων) δρά­μα, αρκε­τά δεμέ­νο δρα­μα­τουρ­γι­κά, μας δίνει ενδια­φέ­ρο­ντα περι­στα­τι­κά από την προ­ε­πα­να­στα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα του Διά­κου κι ενώ δια­μέ­νει στο μονα­στή­ρι του αγί­ου Ιωάν­νη του Προδρόμου.

β) Ο δάσκα­λος Πάνος Αντω­νό­που­λος δημο­σί­ευ­σε το «πατριω­τι­κό σκετς» «Ο Διά­κος ο πρω­το­κλέ­φτης» πιθα­νόν σε κάποιο βιβλίο του. Εμείς βρή­κα­με από­σπα­σμα του Πρώ­του Μέρους του έργου (Εικό­να πρώ­τη – Σκη­νή Α΄ & Σκη­νή Β΄) σε άλλο βιβλίο του, όπως ήδη προ­α­να­φέ­ρα­με. Δηλα­δή, βρή­κα­με ένα πολύ μικρό τμή­μα του έργου και ως εκ τού­του αδυ­να­τού­με ν’ ανα­φερ­θού­με στην υπό­θε­σή του.

Στην Α΄ Σκη­νή παίρ­νουν μέρος δύο πρό­σω­πα: ο Διά­κος και ο Φιλά­ρε­τος, μονα­χός κι αυτός στο μονα­στή­ρι του (Τιμί­ου) Ιωάν­νη Προ­δρό­μου. Στη Β΄ Σκη­νή, οι δύο προη­γού­με­νοι και ο ηγού­με­νος του ίδιου μονα­στη­ριού. Ο Φιλά­ρε­τος φοβά­ται για τ’ αντί­ποι­να των Τούρ­κων μετά την πρά­ξη του Διά­κου να σκο­τώ­σει τον Φερ­χάτ Αγά. Ο Διά­κος τον ενθαρ­ρύ­νει και τον εμψυ­χώ­νει. Φανε­ρώ­νει δε στον ηγού­με­νο την πρά­ξη του και του ανα­κοι­νώ­νει την από­φα­σή του να πετά­ξει τα ράσα και να γίνει κλέ­φτης στα λημέ­ρια του συγ­χω­ρια­νού του ξακου­στού κλέ­φτη Δήμου Σκαλ­τσά (Σκαλ­τσο­δή­μου), στον Παρ­νασ­σό και στ’ Άγρα­φα, «κει που κατοι­κεί η Ελλά­δα αντά­μα με τη λευ­τε­ριά»,[3] θυμί­ζο­ντάς μας την «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» της Εθνι­κής μας Αντί­στα­σης (1941–1944).

Είναι ολο­φά­νε­ρη η απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα του ήρωα να πολε­μή­σει εντε­λώς άφο­βα για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας μας («Ο άντρας όντας είναι παλ­λη­κά­ρι τίπο­τα δεν χαμπε­ρί­ζει […] Μόνο τα ψοφί­μια είναι δει­λοί. Για­τί λογα­ριά­ζουν το τομά­ρι τους […]»).[4] Πιστεύ­ει δε, κάνο­ντάς το πρά­ξη, ότι η Επα­νά­στα­ση –και κάθε Επα­νά­στα­ση, βέβαια–, ενά­ντια στον κατα­κτη­τή δεν είναι δυνα­τό να γίνει αν δε χυθεί αίμα, αν δε σκο­τώ­σει Τούρκους.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ για το συμβούλιο των οπλαρχηγών της Ρούμελης στις Κομποτάδες, για τη μάχη της Αλαμάνας, για τη σύλληψη και το τέλος της ζωής του Θανάση Διάκου

Εννιά είναι τα θεα­τρι­κά έργα που βρέ­θη­καν και αφο­ρούν κυρί­ως τη μάχη της Αλα­μά­νας και το ηρω­ι­κό επώ­δυ­νο τέλος του ήρωα. Ας τα δού­με πιο ανα­λυ­τι­κά, κατ’ αλφα­βη­τι­κή σει­ρά των δρα­μα­τουρ­γών τους:

Α. Το πρώ­το είναι του Γιάν­νη Αλκαί­ου, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας».[5]

Μονό­πρα­κτο έργο, με μία σκη­νή, όπου παίρ­νουν μέρος περισ­σό­τε­ρα από τα οκτώ βασι­κά πρό­σω­πα: Αθα­νά­σιος Διά­κος, τα παλ­λη­κά­ρια: Νικό­λας, Γιάν­νος και Αντώ­νης, ο ηλι­κιω­μέ­νος αγω­νι­στής Γερο-Δια­μα­ντής, ένα νέο παλ­λη­κά­ρι ο Μήτρος, ο Ομέρ Βρυώ­νης[6] και ο Χαλήλ­μπε­ης. Παίρ­νουν μέρος και άλλα πρό­σω­πα στους δευ­τε­ρεύ­ο­ντες ρόλους των παλ­λη­κα­ριών και των τούρ­κων στρατιωτών.

Ενώ κάποιοι φτιά­χνουν ταμπού­ρια για την επι­κεί­με­νη μάχη, άλλα παλ­λη­κά­ρια ψήνουν ένα αρνί και γλε­ντά­νε, τον τελευ­ταίο τους χορό… Κάποιοι αμφι­σβη­τούν την από­φα­ση του Διά­κου να πολε­μή­σουν εκεί μέχρις εσχά­των απέ­να­ντι στον πολυά­ριθ­μο στρα­τό των Τουρ­καλ­βα­νών. Από μακριά ακού­γε­ται το του­φε­κί­δι της μάχης που δίνουν ο Δυο­βου­νιώ­της, ο Πανουρ­γιάς και ο Παπα­γιάν­νης με τα παλ­λη­κά­ρια τους. Ο Διά­κος εμψυ­χώ­νει τα παλ­λη­κά­ρια του, τονί­ζο­ντάς τους το ύψι­στο καθή­κον του να πολε­μή­σουν για «λευ­τε­ριά ή θάνα­το». Όλοι αντι­λαμ­βά­νο­νται την απο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του να πολε­μή­σει ακό­μη και μόνος, αν χρεια­στεί, για να μάθει ο κατα­κτη­τής ότι τώρα υπάρ­χει τακτι­κός στρα­τός και γενι­κός ξεση­κω­μός και όχι όπως παλιά άτα­κτοι κλέ­φτες στα βου­νά, που κρυ­βό­ντου­σαν και πολε­μού­σαν περι­στα­σια­κά. Επί­σης, τους επι­ση­μαί­νει ότι ο κατάλ­λη­λος τόπος να πολε­μή­σουν τις ορδές του εχθρού είναι στο στε­νό κοντά στις Θερ­μο­πύ­λες και να επα­να­λά­βουν την παλ­λη­κα­ριά, τον ηρω­ι­σμό και τη θυσία του Λεω­νί­δα, πριν από δυο χιλιά­δες χρό­νια. Ανα­φο­ρές γίνο­νται στους οπλαρ­χη­γούς και στα παλ­λη­κά­ρια: Τρά­κα, Γού­ρα, Μπά­ρα και Μητρα­λιά. Στο διά­λο­γο με τον Γερο-Δια­μα­ντή φαί­νε­ται η θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα και ο πατριω­τι­σμός του Διά­κου, κλη­ρο­δό­τη­μα της μάνας του, από τότε που ήταν μικρό παι­δί και γαλου­χή­θη­κε σχε­τι­κά. Πιστεύ­ει ότι με την ενδε­χό­με­νη (και πολύ πιθα­νή) ήττα τους, αλλά και με τον άφα­ντο ηρω­ι­σμό και τη θυσία τους, θα δώσουν λαμπρό παρά­δειγ­μα στους υπό­λοι­πους Έλλη­νες για να συνε­χί­σουν τον ξεση­κω­μό για λευ­τε­ριά. «Ένας θρύ­λος παλιός λέει: Αν δεν στερ­γιώ­σε­τε άνθρω­πο γεφύ­ρι δε στερ­γιώ­νει. Το ίδιο είναι και δω. Αν δεν θυσια­στούν άνθρω­ποι, ο στρα­τός του Βρυώ­νη δεν χτυ­πιέ­ται. Ένας αν βρε­θεί, όλοι θα ξεθαρ­ρέ­ψουν. Όλοι θα πουν: Να αυτός τόλ­μη­σε, εμείς είμα­στε δει­λοί; Μόνο με μια θυσία θα ξεθαρ­ρέ­ψουν.»  και όταν ο Γερο-Δια­μα­ντής του προ­τεί­νει να μη θυσια­στεί για­τί η πατρί­δα τον έχει ανά­γκη, το απα­ντά­ει με απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα: «Μόνο μένο­ντας εδώ Δια­μα­ντή θα ζήσω. Για­τί κι αν πεθά­νω χιλιά­δες νέοι θα ζηλέ­ψουν το θάνα­τό μου. Χιλιά­δες θα ξεση­κω­θούν για να πάρουν το αίμα μου πίσω. Μια θυσία την ώρα που πρέ­πει είναι πιο δυνα­τή από χίλιες νίκες. Τίπο­τα δεν ξεση­κώ­νει ένα λαό, όσο η αγα­νά­χτη­σή του για το αίμα των ηρώ­ων του. Το αίμα ζητά­ει αίμα.» Τον κακό οιω­νό που «δια­βά­ζει» ο Γερο-Δια­μα­ντής σ’ ένα αρνί­σιο κόκ­κα­λο, ο Διά­κος γεμά­τος αισιο­δο­ξία τον ανα­τρέ­πει. Κι ενώ η μάχη εξε­λίσ­σε­ται δυσά­ρε­στα με εκα­το­ντά­δες νεκρούς και λαβω­μέ­νους, κι ενώ από τα πεντα­κό­σια παλ­λη­κά­ρια, ο Διά­κος μένει «με καμιά σαρα­ντα­ριά», αφού άλλοι σκο­τώ­θη­καν και άλλοι αυτο­μό­λη­σαν, δει­λιά­ζο­ντας, ο ήρω­ας Διά­κος επι­μέ­νει ότι η μάχη πρέ­πει να συνε­χι­στεί, δίνο­ντας ως στρα­τη­γός, συνε­χείς οδη­γί­ες για καλύ­τε­ρες θέσεις στο χώρο. Ώσπου, σπά­ζο­ντας και το σπα­θί του και λαβω­μέ­νος στον ώμο, συλ­λαμ­βά­νε­ται και οδη­γεί­ται στον Ομέρ Βρυώ­νη, ο οποί­ος εκτι­μά­ει την παλ­λη­κα­ριά του, αλλά προ­σπα­θεί να τον πεί­σει ότι πρέ­πει να συνερ­γα­στεί μαζί του, ν’ αλλά­ξει την πίστη του και του υπό­σχε­ται ότι θα τον γεμί­σει αξιώ­μα­τα και πλού­τη. Τελι­κά, τον παρα­δί­νει στον Χαλήλ­μπεη για να εκτε­λέ­σει το φρι­κτό μαρ­τύ­ριό του. Απευ­θυ­νό­με­νος προς τον Χαλήλ­μπεη του λέει: «Κάλ­λιο λοι­πόν αυτός ο θάνα­τος. Η φωτιά σου Χαλήλ­μπεη θα κάψει εμέ­να, μα θα βάλ­λει φωτιά και στων Ελλή­νων τις καρ­διές που θα σε κάψει».

Β. Το δεύ­τε­ρο έργο είναι του Αντ. Δ. Ζάχου, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος».[7]

Τετρά­πρα­κτο θεα­τρι­κό έργο, όπου παί­ζουν 16 πρό­σω­πα: οι οπλαρ­χη­γοί Αθα­νά­σιος Διά­κος, ο Πανουρ­γιάς Πανουρ­γιάς, ο Ιωάν­νης Δυο­βου­νιώ­της, ο Μπα­κο­γιάν­νης, ο Δημή­τριος Καλύ­βας και ο Βασί­λης Μπού­σγος, τα παλ­λη­κά­ρια Μήτρος (αδερ­φός του Διά­κου) και Λιά­κος, οι τούρ­κοι πασά­δες Ομέρ Βρυώ­νης, Κιοσ­σέ Μεχ­μέτ και Χαλίλ­μπε­ης (πασάς του Ζητου­νί­ου), οι τούρ­κοι στρα­τιώ­τες Οσμάν και Μεμέτ, η μητέ­ρα του Διά­κου και οι αδερ­φές του Μόρ­φω και Δέσπω[8]. Πριν από την έναρ­ξη της παρά­στα­σης, εμφα­νί­ζε­ται στο προ­σκή­νιο ο αφη­γη­τής, ο οποί­ος κατα­θέ­τει χρή­σι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για την περιρ­ρέ­ου­σα κατά­στα­ση, μέχρι το συμ­βού­λιο που κάνουν οι οπλαρ­χη­γοί της Ρού­με­λης στις Κομποτάδες.

Στις Κομπο­τά­δες απο­φα­σί­ζε­ται ομό­φω­να να μπει σ’ εφαρ­μο­γή το στρα­τη­γι­κό σχέ­διο του Διά­κου, που πρό­βλε­πε να μοι­ρα­στεί η δύνα­μή τους σε τρία τμή­μα­τα και ν’ αμυν­θούν, στη Χαλ­κω­μά­τα με τον Πανουρ­γιά, στη γέφυ­ρα του Γορ­γο­πο­τά­μου με τον Δυο­βου­νιώ­τη και στην Αλα­μά­να με τον Διά­κο. (Πρά­ξις Α΄)

Ο Διά­κος απο­φα­σί­ζει να πιά­σουν ο ίδιος με τα παλ­λη­κά­ρια του την περιο­χή κοντά στο χωριό Αλα­μά­να, κοντά και στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας και παρα­δί­πλα ο Καλύ­βας και ο Μπα­κο­γιάν­νης να ταμπου­ρω­θούν στο χάνι της Αλα­μά­νας. Μαζί με τον Διά­κο ήταν ο  Βασί­λης Μπούγ­ζος και ο Μήτρος, αδερ­φός του Διά­κου. Αν και υπάρ­χουν δια­φω­νί­ες, τελι­κά όλοι ασπά­ζο­νται το στρα­τη­γι­κό σχέ­διο του Διάκου.

Σπύ­ρος Λου­κάς Κηρογραφία

Προ­ε­τοι­μά­ζο­νται – Διά­κος, Μπού­σγος, Μήτρος – κατα­σκευά­ζο­ντας μετε­ρί­ζια και ταμπού­ρια στις όχθες του Σπερ­χειού, στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας με 300 παλ­λη­κά­ρια και οι Καλύ­βας και Μπα­κο­γιάν­νης κλεί­νο­νται στο χάνι της Αλα­μά­νας με 200 παλ­λη­κά­ρια. Είναι απο­φα­σι­σμέ­νοι να πολε­μή­σουν και να πεθά­νουν όπως ο Λεω­νί­δας και οι τρια­κό­σιοι του. Η μάχη αρχί­ζει. Σκο­τώ­νε­ται ο Μήτρος δίπλα στον Διά­κο, ο οποί­ος κάνει το σώμα του αδερ­φού του ταμπού­ρι. Οι περισ­σό­τε­ροι λιπο­ψυ­χούν και εγκα­τα­λεί­πουν το πεδίο της μάχης. Παρα­μέ­νουν ν’ αγω­νί­ζο­νται 48 νομά­τοι. Οι Τούρ­κοι τους κυκλώ­νουν. Ο Μπού­σγος παρα­κι­νεί τον Διά­κο να φύγει. Εκεί­νος «ακού­γο­ντας» τη φωνή του Λεω­νί­δα αρνεί­ται. Ο Διά­κος τραυ­μα­τί­ζε­ται, ενώ σκο­τώ­νο­νται ο Λιά­κος, ο Μπού­σγος, ο Καλύ­βας και ο Μπα­κο­γιάν­νης, και ενώ σπά­ει το σπα­θί του, οι Τούρ­κοι τον πιά­νουν ζωντα­νό και «τον δένουν οπι­σθά­γκω­να». Τους παρα­κα­λεί να τον σκο­τώ­σουν. Εκεί­νοι, αγνο­ώ­ντας την επι­θυ­μία του, τον οδη­γούν στον Ομέρ Βρυώ­νη. (Πρά­ξις Β΄)

Ο Ομέρ Βρυώ­νης τον ανα­κρί­νει. Ο Διά­κος ομο­λο­γεί ότι είχαν συνα­ντη­θεί με τον Βρυώ­νη στην αυλή του Αλή-πασά, όπως συνα­ντή­θη­καν στα Γιάν­νε­να μαζί με τον Ανδρού­τσο, τον Σκαλ­τσά και τον Καραϊ­σκά­κη. Αρνεί­ται ν’ αλλά­ξει την πίστη του και τα ρού­χα του, να φορέ­σει τούρ­κι­κα και να γίνει κι αυτός πασάς. Τους ζητά­ει να λύσουν τα χέρια του και αφού αντα­πο­κρί­νο­νται στην επι­θυ­μία του, επι­τί­θε­ται στον Κιοσ­σέ Μεχ­μέτ. Τον ξανα­δέ­νουν. Ο Ομέρ Βρυώ­νης προ­σπα­θεί και πάλι να τον κάνει ν’ αλλα­ξο­πι­στή­σει, μα και ο Διά­κος επι­χει­ρεί το ίδιο για τον Βρυώ­νη θυμί­ζο­ντάς του ότι κατά­γε­ται από Έλλη­νες χρι­στια­νούς και τον καλεί να ’ρθει να πολε­μή­σει μαζί του για τη λευ­τε­ριά των Ελλήνων.

Στη σκη­νή εισέρ­χο­νται η μάνα του Διά­κου και οι δύο αδερ­φές του, Μόρ­φω και Δέσπω. Η μάνα δίνει στον Βρυώ­νη ένα που­γκί με χρυ­σά φλου­ριά και του υπό­σχε­ται και άλλα, αν αφή­σει ελεύ­θε­ρο το γιο της. Ο Βρυώ­νης απο­σύ­ρε­ται, αφή­νο­ντάς τους να βρε­θούν ως οικο­γέ­νεια για λίγο μόνοι τους. Ο Διά­κος παρα­δί­νει το δακτυ­λί­δι του στη μάνα του. Καθώς έρχε­ται ο Κιοσ­σέ, ένας Τούρ­κος στρα­τιώ­της φυγα­δεύ­ει τις τρεις γυναί­κες από την πίσω πόρ­τα. (Πρά­ξις Γ΄)

Ο Κιοσ­σέ θυμί­ζει στον Βρυώ­νη το φιρ­μά­νι του Σουλ­τά­νου, με το οποίο δια­τά­ζει να σφα­χτούν όλοι οι αιχ­μά­λω­τοι Γκια­ού­ρη­δες. Ο Βρυώ­νης συμπα­θεί τον Διά­κο και προ­σπα­θεί να τον σώσει. Ο Κιοσ­σέ αντι­τί­θε­ται. Στη σκη­νή μπαί­νει ο Χαλίλ­μπε­ης, ο οποί­ος επι­μέ­νει κι αυτός να σκο­τώ­σουν τον Διά­κο. Ο Βρυώ­νης προ­σπα­θεί μέχρι τελευ­ταία στιγ­μή να σώσει τον Διά­κο. Δεν τα κατα­φέρ­νει. Οι στρα­τιώ­τες Οσμάν και Μεμέτ παίρ­νουν τον Διά­κο για να τον οδη­γή­σουν στον τόπο του μαρ­τυ­ρί­ου του. (Πρά­ξις Δ΄)

Από τα πιο ολο­κλη­ρω­μέ­να και ορθά δομη­μέ­να από θεα­τρι­κή άπο­ψη έργα.

Γ. Το τρί­το έργο είναι του Χρή­στου Καγιάν­νη, «Ο θάνα­τος του Διά­κου».[9]

Ολι­γο­σέ­λι­δο δρα­μα­τι­κό σκετς με μια σκη­νή. Παίρ­νουν μέρος 9 πρό­σω­πα (Νική­τας, Γιώρ­γης, Διά­κος, Γιάν­νης, Λάμπρος, Φωνή, Ομέρ, Τούρ­κος Α΄ και Τούρκος).

Ο Διά­κος συζη­τά­ει με τα παλ­λη­κά­ρια του πριν από τη μάχη και τους ενθαρ­ρύ­νει, δηλώ­νο­ντας απο­φα­σι­σμέ­νος να πολε­μή­σει και να θυσια­στεί σαν τον Λεω­νί­δα. Στο διά­λο­γο του Διά­κου μ’ ένα παλ­λη­κά­ρι του, ο δρα­μα­τουρ­γός αφή­νει να εννοη­θεί ότι οι Γκού­ρας και Πανουρ­γιάς προ­τί­θε­νται να εγκα­τα­λεί­ψουν τη μάχη, με τον ισχυ­ρι­σμό: «Είμα­στε, λέει, μια φού­χτα και δεν μπο­ρού­με να κρα­τή­σου­με ολά­κε­ρο λεφού­σι. Κι είναι κρί­μα να χαθού­με άδι­κα τόσα παλ­λη­κά­ρια τη στιγ­μή που η πατρί­δα μας έχει ανά­γκη κι ένα ντου­φέ­κι.»

Το σκετς συνε­χί­ζε­ται με τη μάχη και την απά­ντη­ση του Διά­κου στη «Φωνή» Τούρ­κου για να υπο­χω­ρή­σει ο Διά­κος, ώστε να δια­βεί ο Βρυώ­νης προς τα νότια, ο Διά­κος απα­ντά με το «Μολών λαβέ». Ο Διά­κος συλ­λαμ­βά­νε­ται και παρα­δί­νε­ται στους δημί­ους του.

Προ­φα­νώς ο δρα­μα­τουρ­γός έγρα­ψε αυτό το μικρό  σκετς για να ενσω­μα­τω­θεί σε μια σύντο­μη χρο­νι­κά  εθνι­κή γιορ­τή μαζί με τρα­γού­δια και ποιήματα.

Δ. Το τέταρ­το έργο είναι των Ιωάν­νη Π. Κατή – Κων/νου Ι. Ζιού­να, «Αλα­μά­να».[10]

Είναι δίπρα­κτο έργο με εφτά, συνο­λι­κά, σκη­νές. Παίρ­νουν μέρος 16 πρό­σω­πα: η Ιστο­ρία, η Λαϊ­κή Μού­σα, ο Διά­κος, οι οπλαρ­χη­γοί Πανουρ­γιάς και Δυο­βου­νιώ­της, τα πρω­το­πα­λί­κα­ρα του Διά­κου Μπα­κο­γιάν­νης και Καλύ­βας, ο Μήτρος, αδερ­φός του Διά­κου, ο Μιχά­λης, υπα­σπι­στής του Διά­κου, Μπού­σγος, φίλος του Διά­κου, ο Ομέρ Βρυώ­νης, ο Κιοσ­σέ Μεχ­μέτ, ο Χαλήλ­μπε­ης, τούρ­κος άρχο­ντας της Λαμί­ας, ο Ελμάζ, υπα­σπι­στής του Βρυώ­νη, ο Ρεσίτ, υπα­σπι­στής του Μεχ­μέτ και ο αγγε­λια­φό­ρος του Διάκου.

Στη σκη­νή του ο Κιοσ­σέ Μεχ­μέτ συνο­μι­λούν με τον Ομέρ Βρυώ­νη για την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Διά­κου, για τις αρνη­τι­κές γι’ αυτούς εξε­λί­ξεις στη γύρω περιο­χή (Λιβα­δειά, Σάλω­να, Μπου­δου­νί­τσα και Θήβα). Απο­φα­σί­σουν να επι­τε­θούν με βάση το στρα­τη­γι­κό σχέ­διο του Βρυώ­νη, με το οποίο συμ­φω­νεί ο Κιοσσέ.

Κοντά στη Χαλ­κω­μά­τα ο Διά­κος, ο Μπα­κο­γιάν­νης και ο Καλύ­βας συζη­τούν σχε­τι­κά με την κάθο­δο των Τουρ­καλ­βα­νών στην περιο­χή της Λαμί­ας. Στη συνέ­χεια, ο Διά­κος, ο Δυο­βου­νιώ­της και ο Πανουρ­γιάς  συνα­ντιού­νται και απο­φα­σί­ζουν να εκτε­λέ­σουν το σχέ­διο του Διά­κου –παρά τις κάποιες δια­φο­ρε­τι­κές από­ψεις τους–, με σκο­πό ν’ ανα­κό­ψουν την κάθο­δο των Τουρ­καλ­βα­νών προς την Πελο­πόν­νη­σο. (Πρά­ξη Α΄)

Ο Διά­κος εξη­γεί  το σχέ­διο στους Μπα­κο­γιάν­νη και Καλύ­βα, στέλ­νο­ντάς του να ταμπου­ρω­θούν στο γεφύ­ρι (της Αλα­μά­νας), ο Πανου­ριάς θα παρέ­με­νε στη Χαλ­κω­μά­τα, ενώ κάποια παλι­κά­ρια του θα αντι­στέ­κο­νταν στο Μου­στα­φά­μπεη, ο Δυο­βου­νιώ­της είχε ήδη φύγει για τον Γορ­γο­πό­τα­μο, ενώ ο ίδιος ο Διά­κος με τα παλι­κά­ρια του θα έπια­ναν τα Ποριά (κοντά στο μονα­στή­ρι της Δαμά­στας). Έρχε­ται ένας αγγε­λια­φό­ρος με δυσά­ρε­στα μαντά­τα: ο Πανουρ­γιάς εγκα­τέ­λει­ψε οπι­σθο­χω­ρώ­ντας το πόστο του καθώς τον κυνη­γούν οι Τούρ­κοι, πλη­γω­μέ­νος καθώς είναι βαριά και ο Δυο­βου­νιώ­της, μην αντέ­χο­ντας την πίε­ση των Τούρ­κων, οπι­σθο­δρό­μη­σε προς το ύψω­μα Δέμα, για να μην μπο­ρεί να τον φτά­σει το τούρ­κι­κο ιππι­κό. Ο Μπού­σγος, καθώς βλέ­πει τον πολυά­ριθ­μο στρα­τό των Τουρ­καλ­βα­νών, δει­λιά­ζει και  παρο­τρύ­νει τον Διά­κο να φύγουν. Ο Διά­κος τον επι­πλήτ­τει, λέγο­ντάς του ότι έφτα­σε η σει­ρά τους να πουν κι αυτοί «Όχι», όπως έκα­νε και ο Λεω­νί­δας και τα τρια­κό­σια παλι­κά­ρια του στις Θερ­μο­πύ­λες, εδώ και χιλιά­δες χρό­νια.[11] Μάλι­στα, ο Μπού­σγος του φέρ­νει το άλο­γό του, την Αστέ­ρω, για να φύγει ο Διά­κος. Εκεί­νος παρα­μέ­νει ανέν­δο­τος και μαθαί­νο­ντας ότι ήδη η μάχη εξε­λίσ­σε­ται με σφο­δρό­τη­τα στο γεφύ­ρι της Αλα­μά­νας, σπεύ­δει προς τα εκεί για να βοη­θή­σει τους Καλύ­βα και Μπακογιάννη.

Στη σκη­νή του Βρυώ­νη, βρί­σκο­νται επί­σης ο Κιοσ­σέ και ο Χαλήλ­μπε­ης. Δια­τά­ζουν να φέρουν ενώ­πιόν τους τον αιχ­μα­λω­τι­σθέ­ντα ήδη Διά­κο. Προ­σπα­θούν να τον πεί­σουν ν’ αλλα­ξο­πι­στή­σει, τάζο­ντάς του αξιώ­μα­τα. Τελι­κά, ο Κιοσ­σέ δίνει εντο­λή να τον σου­βλί­σουν και έτσι δυο στρα­τιώ­τες τον βγά­ζουν από τη σκη­νή. Μια μαθή­τρια, ως «Λαϊ­κή Μού­σα» απαγ­γέ­λει το γνω­στό ιστο­ρι­κό δημο­τι­κό τρα­γού­δι «Τρία που­λά­κια κάθου­νταν ψηλά στη Χαλ­κο­μά­τα κ.λπ.» (Πρά­ξη Β΄)

Σφι­χτό θεα­τρι­κό έργο, όπου όλα εξε­λίσ­σο­νται με λιγό­τε­ρους δια­λό­γους, μέσα σε ελά­χι­στες και σύντο­μες  σκη­νές, με σκο­πό η παρά­στα­ση να έχει μικρό­τε­ρη χρο­νι­κή διάρκεια.

Ε. Το πέμ­πτο έργο είναι του Τάκη Λάπ­πα, «Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να».[12]

Μονό­πρα­κτο. Η δρά­ση ανα­πτύσ­σε­ται σε τρεις εικό­νες. Συμ­με­τέ­χουν 11 βασι­κά πρό­σω­πα (ο Θανά­σης Διά­κος, ο Κώστας, μπου­λου­ξής και αδερ­φός του Διά­κου, ο Τρια­ντα­φυλ­λί­νας, μπου­λου­ξής του Διά­κου, ο Ανα­γνώ­στης Καλ­πού­ζος, μπου­λου­ξής του Διά­κου, ο Καλύ­βας, ο Μπι­σμπι­ρί­γκος, ψυχο­γιός του Διά­κου, ο Νεό­φυ­τος, ηγού­με­νος του Μονα­στη­ριού της Δαμά­στας, ο Ομέρ Βρυώ­νης, ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ, ο Χαλήλ-μπέ­ης, ο Αρά­πης και όσους μαθητές/ηθοποιούς κρί­νει ή όσους έχει στη διά­θε­σή του ο σκη­νο­θέ­της για να συμ­με­τά­σχουν στην παρά­στα­ση ως Παλι­κά­ρια, ως Αρβα­νί­τες και ως Τούρκοι).

Η σκη­νή εξε­λίσ­σε­ται στην περιο­χή της Αλα­μά­νας, όπου βρί­σκο­νται ο Διά­κος, οι μπου­λου­ξή­δες και τα υπό­λοι­πα παλι­κά­ρια του, ορι­σμέ­να από τα οποία επι­ση­μαί­νουν τη δυσκο­λία που θα έχει το ιππι­κό του Κιο­σέ Μεχ­μέτ, μετά από την έντο­νη βρο­χό­πτω­ση και τη λάσπη που έχει δημιουρ­γη­θεί. Ο Διά­κος δια­τά­ζει κάποιους (τον μπου­λου­ξή Ανα­γνώ­στη Καλ­πού­ζο, τον Μοσκα­ντώ­νη, τον Σκα­φί­δα, τον Πλα­στή­ρα κ.ά.) να ταμπου­ρω­θούν στο χάνι, που βρί­σκε­ται κοντά στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας, μια και είναι δύσκο­λο να δώσουν μάχη πάνω στη γέφυ­ρα, αφού πρώ­τα τοπο­θε­τή­σουν μεγά­λα παλού­κια γύρω από το χάνι, ώστε να μην μπο­ρεί να πλη­σιά­σουν τα άλο­γα. Στον Καλύ­βα και στον Μπα­κο­γιάν­νη δίνει εντο­λή, μαζί με 100 παλι­κά­ρια να ταμπου­ρω­θούν στο κάτω μέρος των Που­ριών. Σε περί­πτω­ση δε που οι ταμπου­ρω­μέ­νοι στο χάνι, θα χρεια­στούν βοή­θεια, τότε θα πάνε να τους συν­δρά­μουν. Δίνει, επί­σης, εντο­λή στους μπου­λου­ξή­δες Τσα­μα­λή, Κίρ­κο και Αυγε­ρι­νό να φτιά­ξουν μετε­ρί­ζια με τα παλι­κά­ρια τους στα Που­ριά. Ο Διά­κος μιλά­ει σε όλους με ενθου­σια­σμό και με αφορ­μή τη θυσία των Σπαρ­τια­τών στις Θερ­μο­πύ­λες και με τον όρκο που έδω­σαν οι ίδιοι για «Λευ­τε­ριά ή θάνα­το», τους καλεί ν’ αγω­νι­στούν για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας με αυτο­θυ­σία και αυτα­πάρ­νη­ση. Όλοι συμ­φω­νούν και φεύ­γουν για τα ταμπού­ρια τους.

Έρχε­ται αρμα­τω­μέ­νος ο Νεό­φυ­τος, ο ηγού­με­νος του Μονα­στη­ριού της Δαμά­στας, με πέντε μου­λά­ρια φορ­τω­μέ­να με τρό­φι­μα, τα οποία ξεφορ­τώ­νουν μερι­κά παλι­κά­ρια. Είναι απο­φα­σι­σμέ­νος να πολε­μή­σει μαζί με τον Διά­κο, ο οποί­ος του εξο­μο­λο­γεί­ται ένα κακό όνει­ρο που είδε, που τον φοβί­ζει μήπως και βγει αλη­θι­νό. Ο ηγού­με­νος υπο­βι­βά­ζει το ζήτη­μα και δε δίνει συνέ­χεια. Του εξο­μο­λο­γεί­ται, επί­σης, το φόβο του μήπως και επα­να­λη­φθεί και στη μάχη της Αλα­μά­νας, η άτα­κτη εγκα­τά­λει­ψη του Λεω­νί­δα και των Σπαρ­τια­τών, από χιλιά­δες στρα­τιώ­τες, κατά τη μάχη των Θερμοπυλών.

Τα παλ­λη­κά­ρια τρα­γου­δά­νε και χορεύ­ουν πριν την έναρ­ξη της μάχης, όπως τους το ζήτη­σε ο καπε­τά­νιος τους. Ο Διά­κος μαθαί­νει τα δυσά­ρε­στα νέα από τ’ άλλα δύο μέτω­πα. Ο Δυο­βου­νιώ­της οπι­σθο­χώ­ρη­σε προς τα ορει­νά, μην αντέ­χο­ντας την επί­θε­ση των Αρβα­νι­τών και ο Πανουρ­γιάς βρι­σκό­ταν σε δύσκο­λη θέση. Ο Διά­κος δίνει εντο­λή να ταμπου­ρω­θούν όλοι, καθώς μαθαί­νουν από αγγε­λια­φό­ρο για τον τραυ­μα­τι­σμό του Πανουρ­γιά στη Χαλ­κω­μά­τα και την οπι­σθο­χώ­ρη­σή του, καθώς και για τη σφα­γή του δεσπό­τη Ησα­ΐα και του αδερ­φού του Παπαγιάννη.

Τα παλ­λη­κά­ρια του Διά­κου, φοβι­σμέ­να τον εγκα­τα­λεί­πουν, καθώς ο Διά­κος θυμω­μέ­νος και πικρα­μέ­νος τους φωνά­ζει: «[…] Πού πάτε, ορέ, σα σκιαγ­μέ­να κου­τά­βια;… Στα­θή­τε να σας δώσω μια παραγ­γε­λιά. Κει που θα πάτε, αν σας ρωτή­σουν για τον καπε­τά­νιο σας, να πήτε πως τον παρα­δώ­σα­τε στους Τούρ­κους. Κι αν σας πουν για­τί, να τους απο­κρι­θή­τε, για­τί δεν ήθε­λε να φύγη μαζί σας… Άιντε… Κιο­τή­δες.» Ο Μπι­σμπι­ρί­γκος φέρ­νει τη φορά­δα του Διά­κου, την Αστέ­ρω, και τον προ­τρέ­πει μαζί με άλλους να φύγει, μια και έμει­ναν τόσοι λίγοι. Ο Διά­κος αρνεί­ται κατη­γο­ρη­μα­τι­κά και δίνει εντο­λή ν’ αφή­σουν την Αστέ­ρω ελεύ­τε­ρη, λύνο­ντάς την, για να φύγει μακριά.

Ο Διά­κος πλη­ρο­φο­ρεί­ται ότι έχουν μεί­νει μόνο 18 αγω­νι­στές, μαζί με τον ηγού­με­νο Νεό­φυ­το, στον οποίο προ­τεί­νει να φύγει, Εκεί­νος δε δέχε­ται και με την έναρ­ξη της μάχης σκο­τώ­νε­ται. Σε λίγο σκο­τώ­νε­ται και ο Κώστας, ο αδερ­φός του Διά­κου. Ένας Αρβα­νί­της προ­κα­λεί τον Διά­κο να προ­σκυ­νή­σει τον πασά, κι εκεί­νος απα­ντώ­ντας του περή­φα­να τον σκο­τώ­νει. Η ώρα της σύλ­λη­ψης του Διά­κου πλη­σιά­ζει, καθώς σχί­ζε­ται το του­φέ­κι του, τραυ­μα­τί­ζε­ται στο δεξί χέρι του και παλεύ­ει ηρω­ι­κά με το για­τα­γά­νι του, που και αυτό τελι­κά σπά­ζει. Ο Μπι­σπι­ρί­γκος πέφτει νεκρός δίπλα του και τότε λυπο­θυ­μά­ει. Τούρ­κοι και Αρβα­νί­τες πέφτουν πάνω του και τον συλλαμβάνουν.

Στον οντά του Χαλήλ-μπέη, στη Λαμία, βρί­σκο­νται Τούρ­κοι και Αρβα­νί­τες πολε­μι­στές και συζη­τούν για τη μάχη της προη­γού­με­νης μέρας στην Αλα­μά­να και με θαυ­μα­σμό για την πρω­τό­γνω­ρη γι’ αυτούς παλ­λη­κα­ριά του Διά­κου. Ένας Αρβα­νί­της ζητά­ει από τον Βρυώ­νη την «μπέ­σα» του, όπως λέει, για την παρά­δο­ση του Διά­κου και με την υπό­σχε­ση του Βρυώ­νη να μην τον σκο­τώ­σει. Εκεί­νος «μασά­ει τα λόγια του», με τη δικαιο­λο­γία ότι δεν απο­φα­σί­ζει μόνος του. Μπαί­νει ο Διά­κος, ταλαι­πω­ρη­μέ­νος, κατα­μα­τω­μέ­νος, με αλυ­σί­δες στα πόδια και στο αρι­στε­ρό του χέρι, συνο­δευό­με­νος από τον «αρά­πη-δήμιό» του. Όλοι τον προ­πη­λα­κί­ζουν. Εκεί­νος αγέ­ρω­χος, τους προ(σ)καλεί να τον σκο­τώ­σουν, λέγο­ντάς τους: «Δε βρί­σκε­ται από σας κανέ­να παλι­κά­ρι να με σκο­τώ­ση; Για­τί αφή­νε­τε να με πομπεύ­ουν και να με παι­δεύ­ουν έτσι; Δεν είμαι κακούρ­γος.» Ο Χαλήλ-μπέ­ης, ο Βρυώ­νης και ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ πασάς τον ανα­κρί­νουν. Εκεί­νος αγέ­ρω­χος τους απα­ντά­ει με προ­κλη­τι­κά και υβρι­στι­κά λόγια, τους τονί­ζει ότι πρέ­πει να το κατα­λά­βουν ότι έφτα­σε η ώρα του μεγά­λου ξεση­κω­μού για τη λευ­τε­ριά της πατρί­δας του, κι όταν ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ του θυμί­ζει την απο­τυ­χία των Ελλή­νων στα Ορλω­φι­κά, του απα­ντά: «Κιο­σέ Μεχ­μέτ-πασά, τώρα είναι αλλιώ­τι­κα. Ή θα λευ­τε­ρω­θού­με ή θα πεθά­νου­με. Το σύν­θη­μά μας είναι “Ελευ­θε­ρία ή Θάνα­τος”.»  Κι όταν ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ τον προ­κα­λεί για να του σπά­σει το ηθι­κό, λέγο­ντάς του: «Θα πεθά­νης, Διά­κο, χωρίς να λευ­τε­ρώ­σης την πατρί­δα σου» ο Διά­κος του απα­ντά: «Δε με κιο­τεύ­εις, σπα­νο-πασά. Η Ελλά­δα έχει πολ­λούς Διά­κους. Σαν κατη­φο­ρί­σης, κάθε τόσο θα βρί­σκης κι από Ένα Διά­κο, που με το κορ­μί του θα σου φρά­ζη τη στρά­τα.» Ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ, θυμω­μέ­νος, του λέει: «Θα τους νική­σω όλους» κι ο Διά­κος: «Αν όλες οι νίκες σου είναι σαν και τού­τη τη ντρο­πια­σμέ­νη της Αλα­μά­νας, με γεια σου με χαρά σου. Ξεκί­νη­σες για κάτω, και μια φού­χτα Έλλη­νες σε γυρί­σα­νε πίσω ντρο­πια­σμέ­νο. Το ίδιο θα πάθης παντού. Είναι χιλιά­δες πια οι Διά­κοι στην ξεση­κω­μέ­νη χώρα μας.»

Ο Διά­κος παρα­δί­νε­ται στον «Αρά­πη», από τον Κιο­σέ Μεχ­μέτ για σού­βλι­σμα. Ένας Αρβα­νί­της δια­μαρ­τύ­ρε­ται στον Βρυώ­νη ότι δεν κρά­τη­σε την «μπέ­σα» του κι εκεί­νος δικαιο­λο­γεί­ται ότι τη δια­τα­γή για το θάνα­το του Διά­κου την έδω­σε ο Κιο­σέ-Μεχ­μέτ και όχι ο ίδιος.

Πρό­κει­ται για εξαι­ρε­τι­κό θεα­τρι­κό έργο του σχο­λι­κού μας θεά­τρου από την πέν­να του Βοιω­τού λογο­τέ­χνη και ιστο­ρι­κού, Τάκη Λάπ­πα, ο οποί­ος θίγει μονα­δι­κά, κάποια θέμα­τα, τα οποία δεν έθε­σαν άλλοι δραματουργοί.

ΣΤ. Το έκτο έργο είναι του Μίμη Αθ. Παπα­δη­μη­τρί­ου, «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας».[13]

Τρί­πρα­κτο πατριω­τι­κό δρά­μα (με οκτώ σκη­νές, συνο­λι­κά) και πολυ­πρό­σω­πο, με 37–45 πρό­σω­πα (η Ιστο­ρία, η Δόξα της Ελλά­δος, ο Αθα­νά­σιος Διά­κος, ο Δυο­βου­νιώ­της, ο Πανουρ­γιάς, ο Μήτρος, αδερ­φός του Διά­κου, ο Ησα­ΐ­ας, ο Σκαλ­τσάς, ο Κοντο­γιάν­νης, ο Τσα­ού­σης, υπα­σπι­στής του Διά­κου, ο Σταύ­ρος, ο Λευ­τέ­ρης, ο Νότης, ο Άγγε­λος και ο Κωστα­ρί­γκας, πρω­το­παλ­λή­κα­ρα του Διά­κου, ο Γρη­γό­ρης, ο Γιάν­νος και Δήμος, κλέ­φτες, ίσως και άλλοι 5–10 κλέ­φτες, ο υπα­σπι­στής του Δυο­βου­νιώ­τη, ο υπα­σπι­στής του Πανουρ­γιά, ο Ομέρ Βρυώ­νης, ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ, ο Χαλήλ μπέ­ης, ο Γιου­σούφ, υπα­σπι­στής του Βρυώ­νη, ο Αχμέτ, έμπι­στος του Βρυώ­νη, ο γερο-Μασιώ­της, ο γερο-Γιάν­νος, ένα εγγο­νά­κι, ο γέρος, η γυναί­κα και η κόρη και ίσως και άλλοι χωρια­νοί, κόρες, γέροι και γριές και η χορωδία.)

Ο δρα­μα­τουρ­γός στην αρχή και στο τέλος του έργου χρη­σι­μο­ποιεί ως αφη­γη­τή (ή «εξη­γη­τή», όπως τον χαρα­κτη­ρί­ζει ο Βασί­λης Ρώτας), δύο πρό­σω­πα: την «Ιστο­ρία», η οποία εξη­γεί στους θεα­τές πώς έχει η κατά­στα­ση της Επα­νά­στα­σης στην Πελο­πόν­νη­σο και στη Ρού­με­λη, πριν από τη μάχη της Αλα­μά­νας και τη «Δόξα της Ελλά­δος», η οποία απαγ­γέ­λει μια παραλ­λα­γή του παρα­δο­σια­κού δημο­τι­κού τρα­γου­διού «Αθα­νά­σιος Διά­κος».

Η θεα­τρι­κή παρά­στα­ση απαρ­τί­ζε­ται από τις έξι, ακό­μη, σκη­νές, με την παρα­κά­τω σκη­νο­γρα­φία και υπόθεση:

Στο δωμά­τιο του Ομέρ Βρυώ­νη, βρί­σκο­νται επί­σης ο Γιου­σούφ και ο Αχμέτ. Ο Βρυώ­νης ανη­συ­χεί για τον ξεση­κω­μό των Ελλή­νων. Έρχε­ται κι ο Κιο­σέ Μεχ­μέτ πασάς και απο­φα­σί­ζουν να κάνουν στρα­τιω­τι­κό συμ­βού­λιο. Και ο Κιο­σέ φοβά­ται, μετά τις επι­τυ­χί­ες των Ελλή­νων στο Βαλ­τέ­τσι, στην Τρί­πο­λη, στη Λιβα­δειά, στη Θήβα, στην Άμφισ­σα, στην Ατα­λά­ντη… Τους δημιουρ­γούν ερω­τη­μα­τι­κά ο ηρω­ι­σμός των Διά­κου, Δυο­βου­νιώ­τη και Πανουρ­γιά. Με τον Γιου­σούφ παραγ­γέλ­νει στους Δερ­βι­σά­δες να είναι έτοι­μοι και απο­φα­σι­σμέ­νοι να κτυ­πή­σουν τους εξε­γερ­μέ­νους Έλληνες.

Στο λημέ­ρι του Δυο­βου­νιώ­τη, μερι­κοί κλέ­φτες χορεύ­ουν και τρα­γου­δούν. Έρχε­ται ο Πανουρ­γιάς και ενη­με­ρώ­νει τον Δυο­βου­νιώ­τη για την προ­ε­τοι­μα­σία των Τουρ­καλ­βα­νών να κατέ­βουν νότια, σε μια-δυο μέρες. Έρχε­ται κι ο Διά­κος, τον ενη­με­ρώ­νουν σχε­τι­κά και πραγ­μα­το­ποιούν στρα­τιω­τι­κό συμ­βού­λιο για ν’ απο­φα­σι­στεί το σχέ­διο αντι­με­τώ­πι­σης του εχθρού, όπως τελι­κά αυτό πραγματοποιήθηκε.

Έξω από ένα χωριό, κοντά στην Αλα­μά­να, δυο γέροι συζη­τούν για την άφι­ξη του Βρυώ­νη στη Λαμία. Εκφρά­ζουν τους φόβους τους, αν και πιστεύ­ουν στην παλ­λη­κα­ριά των κλε­φτών. Ανη­συ­χούν, όμως, για το πολυά­ριθ­μο στρα­τό των Τουρ­καλ­βα­νών και επι­πρό­σθε­τα για την τύχη των εγγο­νών τους. Καθώς φτά­νει ο Διά­κος στο χωριό, όλοι οι κάτοι­κοι τον υπο­δέ­χο­νται μ’ ενθου­σια­σμό. Συγκι­νη­τι­κές στιγ­μές, που ακό­μη και γέρο­ντες θέλουν με πάθος να πάρουν μέρος στη μάχη. Ο Διά­κος τους μοι­ρά­ζει όπλα. Τις γυναί­κες, που θέλουν κι αυτές να πολε­μή­σουν, δε τις δέχε­ται, μα τους υπό­σχε­ται ότι θα τις καλέ­σει αν τις χρειαστεί.

Στο λημέ­ρι του Διά­κου βρί­σκο­νται, επί­σης, ο αδερ­φός του ο Μήτρος και τα πρω­το­παλ­λή­κα­ρα του Διά­κου. Ανη­συ­χούν για την αργο­πο­ρία του Διά­κου και υπο­ψιά­ζο­νται ότι «θάχου­νε χτυ­πή­μα­τα»… Στέλ­νει τον υπα­σπι­στή του να φωνά­ξουν τον Μήτρο τον Κοντο­γιάν­νη και τον Δήμο τον Σκαλ­τσά. Έρχε­ται ο δεσπό­της Ησαί­ας. Φτά­νουν και οι Κοντο­γιάν­νης και Σκαλ­τσάς, οι οποί­οι δέχο­νται κι αυτοί να ενώ­σουν τις δυνά­μεις τους μ’ εκεί­νες του Διά­κου.[14] Ο Ησα­ΐ­ας, παρά τις αντιρ­ρή­σεις του Διά­κου, θέλει να πολε­μή­σει στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας, μαζί με τον Διά­κο και αυτό θα γίνει.[15]

Ο Διά­κος βρί­σκε­ται στη γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας και ανα­μέ­νει τους Τουρ­καλ­βα­νούς. Τον πλη­ρο­φο­ρούν για τον τραυ­μα­τι­σμό των Πανουρ­γιά και Δυο­βου­νιώ­τη και την ήττα και οπι­σθο­χώ­ρη­ση των ελλή­νων κλε­φτών. Ο Δήμος τον παρο­τρύ­νει να φύγουν, για­τί ο εχθρός είναι πολυά­ριθ­μος. Ο Διά­κος αρνεί­ται και εμψυ­χώ­νει τα παλ­λη­κά­ρια του με φλο­γε­ρά λόγια, παραλ­λη­λί­ζο­ντας τη δική τους μάχη μ’ εκεί­νη του Λεω­νί­δα στις Θερ­μο­πύ­λες. Ο Ησα­ΐ­ας ευλο­γεί τα παλ­λη­κά­ρια, η μάχη αρχί­ζει… και πρώ­τος μαζί με το Διά­κο δίνουν το σύν­θη­μα της επίθεσης.

Στη σκη­νή του Βρυώ­νη, βρί­σκο­νται ο Κιο­σέ και ο μπέ­ης της Λαμί­ας Χαλήλ. Φέρ­νουν τον Διά­κο, απ’ τον οποίο προ­σπα­θούν, χωρίς απο­τέ­λε­σμα, ν’ απο­σπά­σουν πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη στρα­τιω­τι­κή δύνα­μη των Ελλή­νων και τα ονό­μα­τα άλλων οπλαρ­χη­γών. Δε δέχε­ται την πρό­τα­σή τους ν’ αλλα­ξο­πι­στή­σει και τους τονί­ζει ότι «Έχει πολ­λούς σαν εμέ­να ο τόπος», κάτι που τους τρο­μά­ζει. Θυμώ­νουν και ο Κιο­σέ δια­τά­ζει να τον ρίξουν στα μπου­ντρού­μια. Ο Βρυώ­νης τον πεί­θει να μη χαλά­σουν το Διά­κο, για­τί είναι γεν­ναίο παλ­λη­κά­ρι, μπο­ρεί αργό­τε­ρα ν’ αλλά­ξει άπο­ψη και να τον χρεια­στούν. Όμως, ο Χαλήλ πέφτει στα πόδια τους και τους παρα­κα­λεί να τον σκο­τώ­σουν για­τί είναι πολύ επι­κίν­δυ­νος αν ζήσει, για παρα­δειγ­μα­τι­σμό και για να φοβη­θούν οι υπό­λοι­ποι Έλλη­νες. Τους αλλά­ζει τη γνώ­μη κι εκεί­νοι τον δίνουν στον Γιου­σούφ, ώστε να τον παλου­κώ­σει και να τον ψήσει…

Πρό­κει­ται για σημα­ντι­κό έργο, ικα­νό για ολο­κλη­ρω­μέ­νη θεα­τρι­κή παράσταση.

____________________________________________________________________________

[1].  Δ. Μονα­στη­ριώ­τη, «Θανά­σης Διά­κος. Πατριω­τι­κή Σκη­νή» στο βιβλίο του: Τα παι­διά κάνουν θέα­τρο. Θεα­τρι­κά σκετς για σχο­λι­κές γιορ­τές, Εκδο­τι­κός Οίκος Αλι­κί­ω­τη, Αθή­ναι χ.χ., σ. 32–39.

[2]. Πάνου Αντω­νό­που­λου, «Ο Διά­κος ο πρω­το­κλέ­φτης. Πατριω­τι­κό σκετς» (από­σπα­σμα), απ’ το βιβλίο του: Το Κρυ­φό Σχο­λειό. Δρά­μα, Εκδό­σεις Βυζά­ντιον, Αθή­ναι 31976, σ. 138–140. Δεν κατορ­θώ­σα­με, μέχρι στιγ­μής, να βρού­με ολο­κλη­ρω­μέ­νο το ενλό­γω θεα­τρι­κό κείμενο.

[3]. Πάνου Αντω­νό­που­λου, «Ο Διά­κος ο πρω­το­κλέ­φτης. Πατριω­τι­κό σκετς» (από­σπα­σμα), ό.π., σ. 140.

[4]. Ό.π., σ. 139.

[5]. Γιάν­νη Αλκαί­ου, «Αθα­νά­σιος Διά­κος. Ο ήρω­ας της Αλα­μά­νας. Ιστο­ρι­κή Σκη­νή», στο βιβλίο του Για την Ελλά­δα (4 Δρα­μα­τι­κές Σκη­νές), Αθήναι 1956, σ. 3–15.

[6]. Ο γραμ­μα­τέ­ας του Ομέρ Βρυώ­νη, Αγω­νι­στής και Φιλι­κός Πανα­γιώ­της Σκόρ­δης, από  τα Βέρ­βε­να της Αρκα­δί­ας, απο­κα­λεί τον Βρυώ­νη: «ομέρ πασιά βερ­βε­ριό­νη», σε έγγρα­φό του, το οποίο σώζε­ται στο Αρχείο Χει­ρο­γρά­φων και Ομοιο­τύ­πων της Εθνι­κής Βιβλιο­θή­κης Ελλά­δος. Κοί­τα: Πανα­γιώ­τη Φάκλα­ρη, «Μια μαρ­τυ­ρία για τον εντα­φια­σμό του Αθαν. Διά­κου», «ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», τόμος όγδο­ος, Λαμία 1987, σ. 86.

[7]. Αντ. Δ. Ζάχου, «Ο Αθα­νά­σιος Διά­κος. Πατριω­τι­κόν δρά­μα σε 4 πρά­ξεις», στο βιβλίο του: Πατριω­τι­κά Δρά­μα­τα, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1971, σ. 1–27.

[8]. Απ’ όσο γνω­ρί­ζου­με από την ιστο­ρι­κή έρευ­να ο Διά­κος είχε δυο αδερ­φές: τη Σοφία και την Καλομοίρα.

[9]. Χρή­στου Καγιάν­νη, «Ο θάνα­τος του Διάκου(Δραματικόν σκετς)», στο βιβλίο του: 1821. Ένδο­ξα χρό­νια. 11 σκετς για σχο­λι­κό θέα­τρο, Θεσ/νίκη 1964, σ. 25–27.

[10]. Ιωάν­νη Π. Κατή – Κων/νου Ι. Ζιού­να, «Αλα­μά­να», από το βιβλίο τους: Σκετς και ποι­ή­μα­τα δια τας Εθνι­κάς Εορ­τάς 21ης Απρι­λί­ου 1967 και 25ης Μαρ­τί­ου 1821, Λάρι­σα χ.χ. [1969], σ. 55–68.

[11]. Οι συγκε­κρι­μέ­νοι δρα­μα­τουρ­γοί (αλλά και άλλοι δρα­μα­τουρ­γοί του Σχο­λι­κού μας Θεά­τρου) αγνο­ούν ότι μαζί με τους Σπαρ­τιά­τες στη μάχη των Θερ­μο­πυ­λών πολέ­μη­σαν και εφτα­κό­σιοι Θεσπιείς. Άλλω­στε, δυστυ­χώς, μόλις στα 1997 τοπο­θε­τή­θη­κε και ιδιαί­τε­ρο μνη­μείο στις Θερ­μο­πύ­λες προς τιμή των εφτα­κο­σί­ων Θεσπιέων.

[12]. Τάκη Λάπ­πα, «Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να. Σε τρεις εικό­νες», στο βιβλίο του: Η Επα­νά­στα­ση του Εικο­σιέ­να στην Αθή­να. Ο Διά­κος στην Αλα­μά­να. Θεα­τρι­κά Χρο­νι­κά, Εκδο­τι­κός Οίκος Ν. Αλι­κιώ­της & Υιοί, Αθή­ναι χ.χ., σ. 19–47.

[13].  Μίμη Αθ. Παπα­δη­μη­τρί­ου, «Η γέφυ­ρα της Αλα­μά­νας», στο βιβλίο του: Παι­δι­κό Σχο­λι­κό Θέα­τρο, Τεύ­χος Α΄, Τυπο­γρα­φεί­ον: ΤΟΥΦΕΞΗ, Λάρι­σα χ.χ., σ. 24–44 και στο: Γιορ­τή στο σχο­λείο μας, Αθή­να χ.χ. [1958], σ. 24–44.

[14]. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όμως, ο Δημή­τριος Κοντο­γιάν­νης δε δέχτη­κε να συμ­με­τά­σχει στη μάχη της Αλα­μά­νας, ζημιώ­νο­ντας ουσια­στι­κά τον Αγώ­να, μη συμ­βάλ­λο­ντας, ίσως, στην επι­τυ­χή έκβα­ση εκεί­νης της μάχης.

[15]. Γνω­ρί­ζου­με, βέβαια, ότι ο Ησα­ΐ­ας μαζί με τον αδερ­φό του Παπα­γιάν­νη πολέ­μη­σαν με τον Πανουρ­γιά στη Χαλ­κο­μά­τα, όπου και σκο­τώ­θη­καν. Προ­το­μή του βρί­σκε­ται κάτω από το Μονα­στή­ρι της Πανα­γί­ας Δαμά­στας, στο δρό­μο Λαμίας-Άμφισσας.

  • Ένα τμή­μα του παρό­ντος κει­μέ­νου έχει δημο­σιευ­θεί στον αφιε­ρω­μα­τι­κό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλα­μά­να και Αθα­νά­σιος Διά­κος», του περ. «Φθιω­τι­κός Λόγος», τον οποίο εξέ­δω­σε στη Λαμία ο Όμι­λος Φθιω­τών Λογο­τε­χνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e‑mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο