Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο θρυλικός “Μορμόλης” επιστρέφει!

Οι μεγά­λοι γεν­νη­θή­κα­νε μεγάλοι;
Ποτέ δεν ήτα­νε μικροί;
Πάθα­νε όλοι αμνησία
σκο­τώ­σα­νε την φαντασία
κι από­μει­ναν τα πρέ­πει και τα μη!
Ο Μορ­μό­λης βλέ­πει ποιό γιατί (;) …
πάει με πιο πρέπει!

ℹ️  Για λίγες Κυρια­κές συνε­χί­ζει να παρου­σιά­ζε­ται στις 2.30 το μεση­μέ­ρι, στο «Σύγ­χρο­νο Θέα­τρο» (Ευμολ­πι­δών 45, Γκά­ζι) ο «Μορ­μό­λης» του Ράι­νερ Χάχ­φελντ από τη «Συντε­χνία του Γέλιου».

Ο Μορ­μό­λης δεν χρειά­ζε­ται πολ­λές συστά­σεις, είναι ο φαντα­στι­κός φίλος των παι­διών που ξεφω­νί­ζει ελεύ­θε­ρα αυτά που δεν τολ­μούν να πουν οι μικροί στους μεγάλους.
Οι μεγά­λοι δεν μπο­ρούν να κατα­λά­βουν τι είναι αυτό το μυστη­ριώ­δες και ανα­τρε­πτι­κό «ξύλι­νο κου­τί». Τον Μορ­μό­λη δεν μπο­ρείς να τον συλ­λά­βεις, να τον τιμω­ρή­σεις, να τον κατα­στρέ­ψεις, είναι άτρω­τος …για­τί είναι η φαντα­σία των παι­διών και μπο­ρεί να γίνε­ται ό,τι θέλουν τα παι­διά: Παπού­τσι, καπέ­λο, ποτή­ρι ή μπου­ρί της σόμπας. Αν κόψεις έναν Μορ­μό­λη στα δύο έχεις δύο Μορ­μό­λη­δες, κι αν τον κόψεις στα τρία, τρεις!

Συντε­λε­στές: Μετά­φρα­ση — δια­σκευή: Πανα­γιώ­της Σκού­φης. Σκη­νο­θε­σία: Γιώρ­γος Παλού­μπης, Βασί­λης Κου­κα­λά­νι. Σκη­νι­κά — κοστού­μια: Αρι­στο­τέ­λης Καρα­νά­νος, Αλε­ξάν­δρα Σιάφ­κου. Φωτι­σμοί: Γιώρ­γος Αγια­νί­της. Κίνηση:Μαργαρίτα Τρίκκα.
Παί­ζουν: Βασι­λι­κή Δια­λυ­νά, Βάσια Λακου­μέ­ντα, Φώτης Λαζά­ρου, Δήμος Μαμαλούδης,Αντώνης Τσιο­τσιό­που­λος, Αντώ­νης Χρήστου.

  • Ακού­γο­νται τα θρυ­λι­κά τρα­γού­δια του Γιάν­νη Σπανού.
  • Γενι­κή είσο­δος 10 ευρώ.
  • Προ­πώ­λη­ση εισι­τη­ρί­ων: viva.gr

Το ρηξι­κέ­λευ­θο θεα­τρι­κό έργο του Rainer Hachfeld, (σε συνερ­γα­σία με τον αδελ­φός του Ludwig) ο «Μορ­μό­λης», από το 1973 που πρω­το­πα­ρου­σιά­στη­κε στην ελλη­νι­κή σκη­νή από την Ξένια Καλο­γε­ρο­πού­λου, δεν έπα­ψε να γοη­τεύ­ει τα παι­διά (και όσους αισθά­νο­νται παι­διά). Εκδό­θη­κε για πρώ­τη φορά στην ελλη­νι­κή γλώσ­σα, στην ίδια μετά­φρα­ση με την οποία έγι­νε γνω­στό και αγα­πή­θη­κε στη θεα­τρι­κή σκηνή.
Μου­σι­κή Γιάν­νης Σπα­νού τρα­γού­δι Τάνια Τσα­να­κλί­δου & Χρή­στος Βαλαβανίδης
Η Παι­δι­κή Σκη­νή της Ξένιας το ανέ­βα­σε πάνω από μια φορά, το 1973–1974 (θέα­τρο Αθη­νά), μετά  1985–1986 και 1994–1995 (θέα­τρο Πόρτα).

Ο Μορμόλης ειν’ Μορμόλης και μεις είμαστε εμείς!

Ο κύριος Αγη­σί­λα­ος και η κυρία Πολυ­ξέ­νη Χαζο­πέ­τρου είχαν ένα εξο­χι­κό όπου μαζί με τα δυο ανί­ψια τους, Μάντα και Ρίκη περ­νού­σαν τις δια­κο­πές τους ανέ­με­λα μέχρι που μια μέρα εκεί που έπαι­ζαν, ο Ρίκης βρή­κε στην απο­θή­κη ένα παλιό ξύλι­νο κου­τί, το οποίο βάφτι­σαν Μορ­μό­λη.
Και τότε ξεκί­νη­σαν όλα: ο Μορ­μό­λης ζωντά­νε­ψε και ξεκί­νη­σαν φιλο­σο­φι­κές κου­βέ­ντες μαζί του, προ­κα­λώ­ντας την μήνη των μεγά­λων, που βλέ­πα­νε τον τρι­σκα­τά­ρα­το και ήθε­λαν να τον πάρουν και να τον κατα­στρέ­ψουν, ενώ Μάντα και Ρίκης κάθε φορά που τους ρωτού­σαν τι ήταν τέλος πάντων απα­ντού­σαν εν χορώ : «Ο Μορ­μό­λης είναι ο Μορμόλης».
Ένα πρωί ο κύριος Χαζο­πέ­τρος (όνο­μα και πράγ­μα) είπε στη γυναί­κα του πως έπρε­πε επι­τέ­λους να λύσουν αυτή τους την απο­ρία κι άρχι­σαν να ρωτούν όλους τους γεί­το­νές τους, όμως απ’ όλους όσους ρώτη­σαν πήραν την απά­ντη­ση πως δεν ήξε­ραν καν τι ήταν ο Μορμόλης.
Τελευ­ταί­οn άφη­σαν τον κύριο Μπου­ρί­νια του οποί­ου το σπί­τι ήταν ακρι­βώς απέ­να­ντι απ’ το δικό τους και συνέ­χεια παρα­πο­νιό­ταν πως τα παι­διά έκα­ναν φασα­ρία και τον ενοχλούσαν.
Αυτός τους είπε πως το Μορ­μό­λη τον γνώ­ρι­ζε και μάλι­στα πολύ καλά: πως δεν ήταν άνθρω­πος ή ον αλλά ένα κου­τί, πράγ­μα το οποίο έκα­νε και τους δυο ν’ απο­ρή­σουν περισ­σό­τε­ρο. Λοι­πόν ρώτη­σαν: «Ένα κου­τί;» Κι ο Μπου­ρί­νιας απά­ντη­σε πως ήταν ένα κου­τό κου­τί και τίπο­τα παραπάνω.

Στη συνέ­χεια, ως γεν­νη­μέ­νος κακός με τα παι­διά και τα παι­χνί­δια τους, κατέ­στρε­ψε το κου­τί και η θεία φώνα­ξε τα παι­διά και τους είπε ότι το παι­χνί­δι τους χάλασε.
Όμως, τότε τα παι­διά ονό­μα­σαν Μορ­μό­λη ένα μπου­ρί σόμπας… ο Μπου­ρί­νιας το έκο­ψε στα δύο και τα παι­διά φωνά­ξα­νε: «Τώρα έχου­με 2 Μορ­μό­λη­δες». Μετά το έκο­ψε στα 3 στα 4, στα 5 και τα παι­διά 3,4, 5100 Μορ­μό­λη­δες.
Το έργο κλεί­νει όταν οι καλο­κά­γα­θοι θεί­ος και θεία έχο­ντας πει­στεί ότι όλα αυτά τα αντι­κεί­με­να έγι­ναν Μορ­μό­λη­δες φωνά­ζουν στον Μπου­ρί­νια: «Πάψε πια να γκρι­νιά­ζεις λέει ο Μορ­μό­λης»! και το έργο ολο­κλη­ρώ­νε­ται με μου­σι­κή παν­δαι­σία: όλα μπoρούν να γίνουν «Μορ­μό­λης» στα χέρια των παι­διών παρα­πέ­μπο­ντας στο αέναο παι­δι­κό παι­χνί­δι και στην αστεί­ρευ­τη παι­δι­κή φαντα­σία που ζωντα­νεύ­ει τα πάντα γύρω μας.

Ο Rainer Hachfeld (γεν­νή­θη­κε το 1939 στο Ludwigshafen am Rhein) είναι Γερ­μα­νός γελοιο­γρά­φος και θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, που ζει στο Βερολίνο.
Ο Χάχ­φελντ σπού­δα­σε κινού­με­να σχέ­δια και σκη­νο­γρα­φία στη σχο­λή ‑ακα­δη­μία τεχνών και χει­ρο­τε­χνί­ας του Βερο­λί­νου από το 1956 έως το 1960 (σσ. Meisterschule für das Kunsthandwerk ‑ιδρύ­θη­κε το 1861, έγι­νε όργα­νο του ναζι­σμού, βομ­βαρ­δί­στη­κε στον Β’ Παγκό­σμιο το 1943 και κάη­κε ολο­σχε­ρώς, απο­κα­τα­στά­θη­κε σε «βιο­μη­χα­νι­κή» μορ­φή και το 1971 η ενσω­μα­τώ­θη­κε στο Πανε­πι­στή­μιο Καλών Τεχνών).

Το 1959 ολο­κλή­ρω­σε τη σχο­λή βοη­θού σκη­νο­θέ­τη σκη­νο­γρα­φί­ας στο Kom(m)ödchen στο Ντί­σελ­ντορφ. Δού­λε­ψε στο στο Παρί­σι (1961–1963) ως σκη­νο­γρά­φος για ένα από τα πολ­λά πολι­τι­κό καμπα­ρέ και στο  Reichskabarett του Ράιχ στο Βερο­λί­νο. το σχε­τι­κό παι­δι­κό θέα­τρο έγι­νε αργό­τε­ρα το θέα­τρο GRIPS. Στη συνέ­χεια εργά­στη­κε για την Ufa-Werbefilm στο Ντί­σελ­ντορφ — αρχι­κά ως σχε­δια­στής ται­νιών, αργό­τε­ρα ως δρα­μα­τουρ­γός και σενα­ριο­γρά­φος, έως ότου γύρι­σε στο Βερο­λί­νο το 1966 ως καρι­κα­του­ρί­στας για την Spandauer Volksblatt (σσ. δια­φη­μι­στι­κή εφη­με­ρί­δα του Βερο­λί­νου που προ­έ­κυ­ψε από την πρώ­ην καθη­με­ρι­νή Spandauer Volksblatt και την Spandauer Anzeiger ως περι­φε­ρεια­κή έκδο­ση της Berliner Woche για την περιο­χή Spandau… με εβδο­μα­διαία κυκλο­φο­ρία ~1.300.000 αντι­τύ­πων). Από το 1968 έως το 1982 ο Hachfeld ήταν εξω­τε­ρι­κός συνερ­γά­της στο Berliner Extra-Dienst (σσ. «σοσια­λι­στι­κή» ‑σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή έκδο­ση που εμφα­νί­στη­κε στο Δυτι­κό Βερο­λί­νο μετα­ξύ 1967 και 1979 –δις_εβδομαδιαία).
Εργά­στη­κε επί­σης ως σκι­τσο­γρά­φος για την ταμπλόιντ του Βερο­λί­νου Der Abend το 1981 και επί­σης στην κομ­μα­τι­κή εφη­με­ρί­δα της τότε Ανα­το­λι­κής Γερ­μα­νί­ας – DDR Neues Deutschland.

Ο Χάχ­φελντ είχε επα­νει­λημ­μέ­να δημο­σιεύ­σει σε περιο­δι­κά καρι­κα­τού­ρες που απει­κό­νι­ζαν τον τότε πρω­θυ­πουρ­γό της Βαυα­ρί­ας Φραντς Γιό­ζεφ Στρά­ους ως ζευ­γα­ρω­μέ­νο γουρούνι.

Ανά­με­σα στα βιβλία του ξεχω­ρί­ζουν  το Marx και  Maoritz (1970) Yankee Go Home (για τη Βενε­ζου­έ­λα, 1971), το Rat Book (με κεί­με­να του Martin Buchholz, 1975), Bananen & Kanonen (μπα­νά­νες και κανό­νια ‑1979), IG Metall, μια σύντο­μη ιστο­ρία ενός μεγά­λου συν­δι­κά­του (1991), το GRIPS songbook (1999)Ratte, Bär & Co (100 καρι­κα­τού­ρες, Βερο­λί­νο 2009 κά).

Παί­ζει τον εαυ­τό του στο Fini de rire –τέλος τ’ αστεία

Πολ­λά και τα έργα για παι­διά, μετα­ξύ αυτών το ταξί­δι στο Pitschepatsch (1968) Stokkerlok και Millipilli (1969) το “Παι­διά ο Mugnog!” (Μορ­μό­λης 1970 –έγι­νε και ται­νία), το τεί­χος ταλα­ντεύ­ε­ται (1972), Κάνεις μαγι­κά παπ­πού; (1976) η Μπα­νά­να (1976), Σπαγ­γέ­τι με κέτσαπ (1979) κά

  • Έχει βρα­βευ­τεί αρκε­τές φορές σε διε­θνείς δια­γω­νι­σμούς κινου­μέ­νων σχε­δί­ων στη Μόσχα (1973), στη Γκουα­ντα­λα­χά­ρα, (1982), στη Μανά­γκουα, (1984) και στην Αβά­να (1993)
  • Βρα­βείο του BDZV για την καλύ­τε­ρη καρι­κα­τού­ρα της προη­γού­με­νης χρο­νιάς (1995) και το Βρα­βείο Πολι­τι­κής Καρι­κα­τού­ρας 2001 και 2002

Ο Μορ­μό­λης υπήρ­ξε έργο που απο­κή­ρυτ­τε τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του μυθο­ποι­η­τι­κού ρεύ­μα­τος στο παι­δι­κό θέα­τρο μακριά από ρομα­ντι­σμούς ή διδαχές.Το κου­τί- σύμ­βο­λο πήρε μεγά­λες προ­ε­κτά­σεις μέσα στον κόσμο των ενη­λί­κων και άρχι­σε να τρο­μά­ζει ολό­κλη­ρη την πολι­τεία εκεί­νων των και­ρών, που επι­στρα­τεύ­τη­κε ενα­ντί­ον ενός φοβε­ρού εχθρού. Ο αστυ­νό­μος ήρθε να το συλ­λά­βει, ο στρα­τη­γός προ­σπά­θη­σε να το κατα­στρέ­ψει με ένα κανό­νι, ακό­μα και ο υπουρ­γός επε­νέ­βη ‑τελι­κά, ο γκρι­νιά­ρης (κύριος) Μπου­ρί­νιας έκα­νε το σύμ­βο­λο ελευ­θε­ρί­ας πανί­σχυ­ρο με τα παι­διά της ιστο­ρί­ας πρωταγωνιστές.
(σσ. Η πρώ­τη παρά­στα­ση του έργου είχε προ­γραμ­μα­τι­στεί για τις 23 Νοεμ­βρί­ου, μεσο­λά­βη­σαν όμως τα γεγο­νό­τα του Πολυ­τε­χνεί­ου και η πρε­μιέ­ρα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στις 30 Νοεμ­βρί­ου του 1973).

Ο καλύ­τε­ρος και ασφα­λέ­στε­ρος κρι­τι­κός θεά­τρου ειν’ο χρό­νος. Ένα θεα­τρι­κό έργο για παι­διά που –με 100άδες παρα­στά­σεις (αν και όχι όλες το ίδιο φρέ­σκιες) ανθο­βο­λεί και είναι νέο επί μισόν αιώ­να δεν χρειά­ζε­ται σύστα­ση και έπαι­νο –οψό­με­θα

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο