Όταν πρωτοκυκλοφόρησε το βιβλίο του Θέμου Κορνάρου «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» «ο Κώστας Βάρναλης το παρουσίασε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα».
Με την ευκαιρία της επανακυκλοφορίας του από τη Σύγχρονη Εποχή, αναδημοσιεύουμε το κείμενο του Κ. Βάρναλη.
***
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΧΑΪΔΑΡΙΟΥ
Τo καινούργιο βιβλίο του κ. Κορνάρου «Το Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» είναι το πιο ώριμο και το πιο ενδιαφέρον έργο του κι από την άποψη του γραψίματος κι από την άποψη του θέματος.
Το βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι «ιστορία» με την καλύτερη σημασία του όρου. Δεν έχει «μύθο» φκιαχτόν και «ήρωες» ιδεατούς, που κινούνται μέσα στον ελεύθερο κόσμο της εύρεσης, έχει γεγονότα και ανθρώπους αληθινούς, πού κινούνται μέσα στην πιο ωμή πραγματικότητα και που το δράμα τους δεν είναι ατομικό παρά ολάκερης της ελληνικής φυλής. Και καμιά φαντασία δε θα μπορούσε να εύρει πράματα τόσο σπαρακτικά όσα η πραγματικότητα έδωσε στο συγγραφέα.
Αυτή η «ιστορία», δεν έχει την ξηρότητα τωνσυνηθισμένων βιβλίων, που περιγράφουνε γεγονότα.Εχει σύνθεση, έχει τέχνη, έχει ψυχή. Και στοχασμό. Αυτότο στερνό στοιχείο το τίμησε καλά ο συγγραφέας στο«Χαϊδάρι» του.
Εχουμε λοιπόν μπροστά μας ένα λογοτεχνικό κείμενο απότα καλύτερα της τελευταίας σοδειάς και μαζί έναιστορικό ντοκουμέντο. Η ποίησή του είναι η αλήθεια του. Είναι ποίηση κι αλήθεια «βιωμένη». Ολα τα πρόσωπα, τα γεγονότα, τα συναισθήματα, τους στοχασμούς — και το θάνατον ακόμα, όλα τα «έζησε» ο συγγραφέας. Αλλ ‘αυτό δεν είναι αρκετό. Τα ζήσανε μαζί του και οι διακόσιοι μελλοθάνατοι του στρατοπέδου, που περιμένανε από το ένα πρωί στο άλλο το προσκλητήριό τους για την ύστατη θυσία ‑όχι για τον εαυτό τους παρά για τη λεφτεριά του λαού!
Ζώντας μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα κάτου από την πίεση αυτής της μοίρας, μέσα στην πιο απαίσια κόλαση των σωματικών και ψυχικών μαρτυρίων (κι ο σκοπός αυτών των μαρτυρίων ήτανε να τσακιστεί το φρόνημα και των κρατουμένων και του λαού, σε τέτοιο βαθμό, πού ν’ αποτελέσουνε στο μέλλον ένα μπουλούκι εθελόδουλων κτηνών) αντίς να τσακίσει μέσα τους ο ηθικός νόμος και να κάνουνε ταπεινωτικά πράματα για να σώσουνε τη ζωή τους, υψώθηκε μέσα του ολόφωτη η ηθική παράδεισο. Όλοι αυτοί οι 200 μάρτυρες γενήκανε άλλα τόσα παλικάρια, που αντικρίζανε τον τύραννο, το βασανιστή και τον εχτελεστή με το μέτωπο ψηλά. Ξέρανε, πως δεν έπρεπε όχι να τσακίσουν παρά ούτε να λυγίσουν όχι ο ένας μπροστά στα μάτια του συντρόφου του παρά όλοι τους μαζί μπροστά στα μάτια της«Μητέρας Ελλάδας», για να μην επηρεάσουνε το κίνημα της εθνικής αντίστασης, που είχε φουντώσει για καλά.
Εξω από το Χαϊδάρι υπήρχε η ελευθερία στα βουνά· υπήρχαν όμως και οι Ούνοι κι οι συνεργάτες τους στις πολιτείες. Αυτοί οι τελευταίοι τροφοδοτούσανε με κρέας την αποθήκη του Χαϊδαριού, απ’ όπου ο τύραννος μπορούσε κάθε τόσο να ξεσηκώνει έναν αριθμό από 50—200 και να τους εχτελεί «προς παραδειγματισμόν».
Αλλά και μέσα στο Χαϊδάρι υπήρχανε οι συνεργάτες των Γερμανών. Ελληνες βασανιστές ή σπιούνοι σκορπισμένοι στους διάφορους θαλάμους για ψάρεμα. Κι αν όλοι σχεδόν οι κρατούμενοι ήσαν ήρωες ο καθένας με τη δύναμή του, ο Ναπολέοντας όμως Σουκατζίδης (και στη μνήμη του ο συγγραφέας αφιερώνει το βιβλίο του) ήτανε ο ήρωας των ηρώων, ο νους, η ψυχή και η οργάνωση των μελλοθανάτων. Κι όταν κάποτες μέσα από έναν κατάλογο από 200, που θα εχτελούσανε οι Γερμανοί, ακούστηκε και τ’ όνομα του Ναπολέοντα, ο διοικητής θέλησε να τον σβήσει. Ο Ναπολέοντας απάντησε πως τότε μονάχα θα δεχθεί αυτήν τη χάρη, αν στη θέση του δεν μπει άλλος.
— Μα γιατί, Ναπολέων; ρωτά ό διοικητής.
— Δέχεστε να βάλετε στη θέση μου τον πιο σκάρτο Γερμανό στρατιώτη; Οχι Ελληνα! Τότε δέχομαι.
— Δεν υπήρξες ποτέ σκλάβος, του απάντησε ο διοικητής.
Αυτό το παλικάρι δεν ήτανε μια τυχαία μονάδα. Ητανε ολάκερος ο ελληνικός λαός. Ητανε κ’ οι 200 άλλοι μελλοθάνατοι, που δείξανε το ίδιο θάρρος με το Ναπολέοντα. Ητανε ο ελληνικός λαός του Εικοσιένα, που ξανάζησε στα αλβανικά βουνά το ‘40 και ξεσηκώθηκε με την ένοπλη αντίστασή του ενάντια στον καταχτητή και τους συνεργάτες του.
Πρέπει να το διαβάσουν όλοι το βιβλίο του Κορνάρου γιανα μάθουνε να τιμάνε τον ηρωισμό των αγωνιστάδων τηςελευθερίας και να μάθουνε να μισούνε κάθε λογήςτυραννία είτε ξένη είτε ντόπια — και πιο πολύ από τουςτυράννους, τους προδότες.
Το βιβλίο του Κορνάρου χρειαζότανε αυτές τις ώρες, που περνούμε. Γιατί το κράτος, ο τύπος και η διανόηση της Δεξιάς, προσπαθούνε με κάθε τρόπο να συκοφαντήσουν ή να σβήσουν από τη μνήμη των Ελλήνων τους αγώνες και τις θυσίες για λεφτεριά και δικαιοσύνη.
Ενα μονάχα έχω να παρατηρήσω στο φίλο συγγραφέα.Το τελευταίο του κεφάλαιο για τους Εβραίους είναι άδικο.Και θαμπώνει με κάποιον «φιλολογικόν» ίσκιο την όλην αλήθεια του βιβλίου του.
Στρατόπεδο Χαίδαρίου, του Θέμου Κορνάρου – Επανακυκλοφόρησε από τη Σύγχρονη Εποχή