Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ορθοδοξία

Μέσα στο μου­σι­κό σύμπαν του Νεο­έλ­λη­να, σίγου­ρα η εκκλη­σια­στι­κή μου­σι­κή κατέ­χει την πρώ­τη θέση, κι ας μην το συνει­δη­το­ποιεί καλά καλά κι ο ίδιος. Δεν έχει γι’ αυτό παρά να αθροί­σει τις ώρες που πέρα­σε μέσα στην εκκλη­σιά για τον α ή β λόγο. Κι αν είναι κι αν δεν είναι αυτό που λέμε θρή­σκος. Βαφτί­σια, γάμοι, κηδεί­ες. Μεγά­λη Βδο­μά­δα, Κυρια­κά­τι­κα πρω­ι­νά, γιορ­τές και δοξο­λο­γί­ες. Έτσι το υφα­ντό της μου­σι­κής του μνή­μης είναι φτιαγ­μέ­νο σ’ ένα μεγά­λο βαθ­μό από τους ήχους της εκκλη­σί­ας. Ύμνους, ψαλ­μούς, ευχο­λό­για. Άλλο­τε Βυζα­ντι­νούς, άλλο­τε μετα­βυ­ζα­ντι­νούς, αυτό που λέμε σύγ­χρο­νη εκκλη­σια­στι­κή μουσική.

Ο Νεο­έλ­λη­νας συν­θέ­της, θέλει δε θέλει, δέχε­ται κι αυτός αυτές τις μου­σι­κές επι­δρά­σεις. Ο λαϊ­κός, αυθόρ­μη­τα τις έχει κιό­λα περά­σει στα τρα­γού­δια του. Ο λόγιος, όπως είπα­με, κι αυτός που περ­νά από τα ωδεία, διδά­σκε­ται για να ξεχά­σει τις εθνι­κές μου­σι­κές του μνή­μες και ιδιαί­τε­ρα τη βαλ­κα­νι­κή μου­σι­κή παρά­δο­ση! Αν είναι δυνα­τόν να υπάρ­χουν ελλη­νι­κά ωδεία όπου αγνο­εί­ται 100% τόσο η βυζα­ντι­νή όσο και η δημο­τι­κή μας μου­σι­κή παράδοση.

Προ­σω­πι­κά, είχα την τύχη να ζυμω­θώ από μικρός με τη μου­σι­κή της εκκλη­σί­ας. Μαθη­τής του Δημο­τι­κού στο Αργο­στό­λι, συμ­με­τεί­χα στην εκκλη­σια­στι­κή χορω­δία που σχη­μά­τι­ζε κάθε χρό­νο ο Μητρο­πο­λί­της για τα τρο­πά­ρια της Μεγά­λης Παρα­σκευ­ής. Τώρα που τα έβα­λα ατό­φια μέσα στην Τρί­τη Συμ­φω­νία, μπο­ρώ να πω ότι νιώ­θω σαν να εκπλη­ρώ­νω το πιο βαρύ μου χρέ­ος απέ­να­ντι σε κεί­νο που θεω­ρώ νερο­μά­να της μου­σι­κής μας–και όχι μόνο μου­σι­κής– μνή­μης: τη Βυζα­ντι­νή παράδοση.

Μετά το Αργο­στό­λι, στην Πάτρα και στον Πύρ­γο συμ­με­τεί­χα πάντα σε εκκλη­σια­στι­κή χορω­δία, για να κατα­λή­ξω στην Τρί­πο­λη (1940–43) να διευ­θύ­νω πια ο ίδιος στη χορω­δία της Αγί­ας Βαρ­βά­ρας. Τότε, έγρα­ψα και τα πρώ­τα μου εκκλη­σια­στι­κά δοκί­μια: Σε υμνού­μεν, Χερου­βι­κά, Δοξο­λο­γία, με κορύ­φω­μα στα 1942 να συν­θέ­σω την Κασ­σια­νή, που σήμε­ρα την τοπο­θε­τώ ανά­με­σα στα κορυ­φαία μου έργα. […] 

Εδώ θα πρέ­πει να πω ότι πέρα­σα από το χρι­στια­νι­σμό την επο­χή της εφη­βεί­ας (1940–42). Μάλι­στα, τον ίδιο και­ρό, μοί­ρα­ζα την αγά­πη μου ανά­με­σα στο Χρι­στό και στον Πλά­τω­να– ή πιο σωστά το Σωκρά­τη– και νομί­ζω ότι ο Μαρξ και ο Λένιν ήρθαν μέσα μου εντε­λώς φυσιο­λο­γι­κά να ολο­κλη­ρώ­σουν και, κυρί­ως, να θεμε­λιώ­σουν και τεκ­μη­ριώ­σουν τη βαθύ­τα­τη ηθι­κή, ψυχι­κή και πνευ­μα­τι­κή ανά­γκη που ένιω­θα για τη θεο­ποί­η­ση του ανθρώ­που, για ξεπέ­ρα­σμα των στε­νών ατο­μι­κι­στι­κών ορί­ων του ανθρώ­που μέσα σε μια κοι­νω­νία, όπου η ελευ­θε­ρία και ανά­πτυ­ξη των άλλων είναι όρος για την ελευ­θε­ρία τη «δική μου» και αντί­στρο­φα. Δηλα­δή, σε μια κοι­νω­νία κομ­μου­νι­στι­κή, που δεν είναι όμως μια υπερ­βα­τι­κή σύλ­λη­ψη ενός «άλλου» κόσμου, αλλά εγκό­σμια κατά­κτη­ση μιας κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης, που θα μετα­σχη­μα­τί­σει ριζι­κά όλες τις ανθρώ­πι­νες σχέσεις.

Μπο­ρώ να πω αβί­α­στα ότι ο συσ­σω­ρευ­μέ­νος ηθι­κός πλού­τος της παρά­δο­σής μας εξε­λίσ­σε­ται μέσα μου αλμα­τι­κά προς μια μαχη­τι­κή ιδε­ο­λο­γία μετα­σχη­μα­τι­σμού της κοι­νω­νί­ας. Νιώ­θω μέσα μου ένα πάντρε­μα ανά­με­σα σε μια ηθι­κή και πνευ­μα­τι­κή παρά­δο­ση με θρη­σκευ­τι­κές ρίζες και στον επι­στη­μο­νι­κό ορθο­λο­γι­σμό. Αυτό το πάντρε­μα με σημα­δεύ­ει σαν δημιουρ­γό και αγωνιστή.
Το μήνυ­μα της ειρή­νης και της αγά­πης, κοι­νό για όλους τους πνευ­μα­τι­κούς οδη­γούς μου, που προ­α­νέ­φε­ρα, ήταν ακό­μα το θεμέ­λιο πάνω στο οποίο έχτι­ζα τις σχέ­σεις μου με τους άλλους, με την πνευ­μα­τι­κή ανα­ζή­τη­ση και δημιουρ­γία και κυρί­ως με τον ίδιο τον εαυ­τό μου.

Είναι χαρα­κτη­ρι­στι­κό το γεγο­νός ότι το 1944 (όταν πια οργα­νω­μέ­νος Εαμί­της) συνέ­θε­σα ένα ορα­το­ρια­κό έργο για χορω­δία και ορχή­στρα εγχόρ­δων με κεί­με­να δικά μου , όπου αγω­νιω­δώς ανα­ζη­τού­σα το Θεό. Τον ανα­ζη­τού­σα στο Φως, τον ανα­ζη­τού­σα στο Σκό­τος. Και τον βρή­κα, στο τέλος, στο πρό­σω­πο του Ανθρώ­που. «Νάτοι τώρα οι προ­λε­τά­ριοι που ανε­βαί­νουν από το βυθό». Και δεν είχα άδι­κο… Στα σκλη­ρά χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν (1945–50), σε πόσες και πόσες περι­πτώ­σεις δεν έζη­σα αυτό το συγκλο­νι­στι­κό συναί­σθη­μα που νιώ­θει κανείς όταν έρχε­ται πρό­σω­πο με πρό­σω­πο με τη θεο­ποί­η­ση του Ανθρώ­που. Δηλα­δή, την υπέρ­βα­ση των ορί­ων τού βιο­λο­γι­κώς επι­στη­τού και την ταύ­τι­ση με το πνευ­μα­τι­κό ιδε­ώ­δες, που δεν είναι άλλο παρά η θυσία και ο θάνα­τος: Σωκράτης–κώνειο–, Χρι­στός– σταύ­ρω­ση, Σύντρο­φος– εκτέλεση.

Έτσι για μένα δεν υπάρ­χει καμιά απο­λύ­τως αντί­φα­ση σε κανέ­να επί­πε­δο. Και κυρί­ως στο χώρο της ηθι­κής και ψυχι­κής ακε­ραιό­τη­τας, χωρίς την οποία είναι αδύ­να­τη η προ­σπέ­λα­ση στο χώρο του δημιουρ­γι­κού στο­χα­σμού, που είναι βασι­κά και η καλ­λι­τε­χνι­κή δημιουρ­γία. Για­τί τη «θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα» δεν την εγκα­τέ­λει­ψα ούτε μία στιγ­μή. Δεν την ανα­ζή­τη­σα όμως ούτε στα κεί­με­να του Αγί­ου Όρους, ούτε μέσα στις θεο­λο­γι­κές συζη­τή­σεις, ούτε στους ανορ­θο­λο­γι­κούς μυστι­κι­σμούς που έρχο­νται σα μόδα. Αντί­θε­τα, τη βίω­να και τη βιώ­νω κάθε στιγ­μή– και μπο­ρού­σα σε κάθε πρό­κλη­ση της ζωής– προ­σπα­θώ­ντας να είμαι «ολο­κλη­ρω­μέ­νος, ακέ­ραιος άνθρω­πος», που για μένα σημαί­νει ταύ­τι­ση με το ιδε­ώ­δες, το καθα­ρό και συγκε­κρι­μέ­νο, δηλα­δή τη θεο­ποί­η­ση του ανθρώ­που. Ή αν θέλε­τε στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση του ανθρώ­που και στην ανθρω­πο­ποί­η­ση της κοινωνίας.

Αυτή η δυα­δι­κό­τη­τα, θα ’λεγα, ανά­με­σα σ’ ένα παρα­δο­σια­κό θρη­σκευ­τι­κό ή πιο σωστά ηθι­κό συναί­σθη­μα που περ­νά μέσα από τη σημε­ρι­νή ζωντα­νή εκκλη­σια­στι­κή λει­τουρ­γι­κό­τη­τα και στην ουμα­νι­στι­κή θρη­σκευ­τι­κή θεώ­ρη­ση της ζωής και των ανθρω­πί­νων σχέ­σε­ων, συμ­βο­λί­ζε­ται με την ταυ­τό­χρο­νη σχε­δόν σύν­θε­ση και παρου­σί­α­ση των δύο Λειτουργιών.
Η Λει­τουρ­γία για τα παι­διά σε κεί­με­να του Τάσου Λει­βα­δί­τη παί­χτη­κε σε πρώ­τη εκτέ­λε­ση στις 7 Μαΐ­ου 1983 στην εκκλη­σία Αγί­ου Ιακώ­βου στη Στοκ­χόλ­μη Μότετ Στοκ­χόλ­μης και στις 21 Μαΐ­ου 1983 από τη χορω­δία Κρόιτζ Κορ στο Φεστι­βάλ της Δρέσδης.

Στα 1977, στο Μου­σι­κό Αύγου­στο που οργά­νω­σα στο Λυκα­βη­τό, παρου­σί­α­σα τα Λυρι­κά, που αργό­τε­ρα κυκλο­φό­ρη­σαν και σε δίσκο. Όμως η μορ­φή αυτή δεν με ικα­νο­ποιού­σε πλή­ρως. Πίσω από τους στί­χους του Λει­βα­δί­τη αισθα­νό­μου­να έντο­να την παρου­σία αυτού του σημα­ντι­κού θρη­σκευ­τι­κού συναι­σθή­μα­τος, που έχει ανά­γκη από μια Εκκλη­σία στις δια­στά­σεις της Υφη­λί­ου, για να χωρέ­σει και να εκφρα­στεί. Σ’ αυτή την εκκλη­σία ο Άγιος είναι ο καθέ­νας και όλοι– είναι δηλα­δή ο απλός άνθρω­πος, Είναι ο Υιός του Ανθρώ­που. Είναι κυρί­ως τα σκο­τω­μέ­να παι­διά, η Άννα Φρανκ, ο Ιμπρα­ήμ, ο Εμι­λιά­νο, ο Τσε Γκε­βά­ρα. Είναι η Αγία μάνα και ο Άγιος Παρ­τι­ζά­νος. Το βασι­κό θρη­σκευ­τι­κό αίσθη­μα είναι η παν­δη­μιουρ­γός αγά­πη, όπου γύρω της συμ­βο­λι­κά– στο τέλος του έργου– πέντε παι­διά από τις πέντε ηπεί­ρους πια­σμέ­να χέρι χέρι σκύ­βουν και φιλούν το χορ­τά­ρι… Ας προ­σθέ­σω εδώ, για την ιστο­ρία, ότι το τρα­γού­δι αυτό το έγρα­ψα στα 1944 μέσα στο μυα­λό μου, λίγα λεπτά πριν με συλ­λά­βει η Γκε­στά­πο στη στρο­φή της Νέα Σμύρ­νης… Τότε, μπρο­στά στα μάτια μου σκό­τω­σαν βασα­νί­ζο­ντάς τον φρι­χτά το σύντρο­φό μου κι εγώ θυμά­μαι ότι περι­μέ­νο­ντας τη σει­ρά μου έφτια­χνα το τρα­γού­δι αυτό με τη βεβαιό­τη­τα ότι για άλλη μια φορά μέσα σ’ εκεί­νο το σφα­γείο ο Άνθρω­πος είχε γίνει θεός.

Για την αντιγραφή
Ανα­στα­σία Βούλγαρη

Πηγή: Στο Πέτρος Μακρής, Μαρ­ξι­στές και Ορθο­δο­ξία Διά­λο­γος ή δια­μά­χη; συλ­λο­γι­κό, Επι­και­ρό­τη­τα, Αθή­να 1983, β’ έκδο­ση, σ.σ. 41–45.

 

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο