Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Μαρξ και η αισθητική του Mikhail Lifshitz _Μιχαήλ Λίφσιτς ^εκδόσεις Ατέχνως

Ανα­δη­μο­σιεύ­ου­με από το τελευ­ταίο τεύ­χος του περιο­δι­κού Θέμα­τα Παι­δεί­ας, την παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου «Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή» (μτφ Γιώρ­γος Βαβί­τσας, εκδό­σεις Ατε­χνως) από την Άννε­κε Ιωαννάτου.

 

Γρά­φει η \\ Άννε­κε Ιωαννάτου

Στον πρό­λο­γο στη γερ­μα­νι­κή έκδο­ση του 1959 ο Μιχα­ήλ Λίφ­σιτς εξη­γεί τι τον έκα­νε να γρά­ψει την παρού­σα μελέ­τη για τις ιδέ­ες του Μαρξ για την αισθη­τι­κή θεω­ρώ­ντας ότι υπήρ­χε ένα κενό, για­τί όσοι δανεί­στη­καν από τη Δύση, δεν τους πέρα­σε από το μυα­λό ότι οι «αισθη­τι­κές αντι­λή­ψεις των θεμε­λιω­τών της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας μπο­ρεί να απο­τε­λούν ένα συστη­μα­το­ποι­η­μέ­νο όλο, που είναι οργα­νι­κό μέρος της επα­να­στα­τι­κής τους θεω­ρί­ας». Θεω­ρεί ο Λίφ­σιτς, ότι δεν πρέ­πει να μας κάνει εντύ­πω­ση αυτό, αφού «που­θε­νά στα γρα­πτά της 2ης Διε­θνούς δεν βρί­σκου­με ούτε ίχνος κάποιας προ­σπά­θειας να εκτε­θούν οι αισθη­τι­κές αντι­λή­ψεις του Μαρξ και του Ενγκελς στην ιδιαι­τε­ρό­τη­τα και την ανα­γκαία συνά­φειά τους με την οικο­νο­μι­κή, φιλο­σο­φι­κή και ιστο­ρι­κή διδα­σκα­λία των θεμε­λιω­τών του μαρ­ξι­σμού». Είναι γνω­στό ότι η «μαρ­ξο­λο­γία» των ρεφορ­μι­στών σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών  έχει φρο­ντί­σει ο Μαρξ να μπει στην ιστο­ρία μόνο ως οικο­νο­μο­λό­γος, ως «παρα­γω­γί­στι­κος»  και, αφού ήταν άνθρω­πος του 19ου αιώ­να, μάλι­στα ως εν πολ­λοίς ξεπε­ρα­σμέ­νος οικο­νο­μο­λό­γος, περιο­ρί­ζο­ντας μ’ αυτό τον τρό­πο την οικου­με­νι­κή εμβέ­λεια αυτού του γίγα­ντα της σκέ­ψης. Από άλλους έγι­ναν προ­σπά­θειες να «συμπλη­ρώ­σουν» το Μαρξ στον τομέα αυτού του υπο­τι­θέ­με­νου κενού στη θεω­ρη­τι­κή του ανά­πτυ­ξη. Ο Λίφ­σιτς θέτει ότι το «κενό» αυτό έγι­νε το φυτώ­ριο και της αναρ­χο­συν­δι­κα­λι­στι­κής αντί­δρα­σης στους «ορθό­δο­ξους» της 2ης Διεθνούς:

Ηδη πριν ξεσπά­σει ο Πρώ­τος Παγκό­σμιος Πόλε­μος ανα­πτύ­χθη­καν μέσα σ’ αυτή την πνευ­μα­τι­κή φτώ­χεια όλα τα στοι­χεία εκεί­νου του σημε­ρι­νού (γρά­φει το 1959, Α.Ι.) μη-μαρ­ξι­στι­κού ‘σοσια­λι­σμού’ που βγά­ζει εμπνευ­σμέ­νους λόγους για τον άνθρω­πο, την ελευ­θε­ρία της προ­σω­πι­κό­τη­τας  κτλ.». Ο Λίφ­σιτς θεω­ρεί το γεγο­νός ότι από τα γρα­πτά της 2ης Διε­θνούς απου­σιά­ζει η καθο­λι­κό­τη­τα της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­α­ντί­λη­ψης, ήταν επα­κό­λου­θο της γενι­κής καθί­ζη­σης της επα­να­στα­τι­κής θεω­ρί­ας  μετά το θάνα­το του Μαρξ και αργό­τε­ρα του Φρί­ντριχ Ενγκελς, στο οποίο, βεβαί­ως μόνο ο λενι­νι­σμός μπο­ρού­σε να δώσει τη διέ­ξο­δο. Γεγο­νός είναι, ότι το βιβλίο του Μπερν­σταϊν, του λεγό­με­νου «πατέ­ρα του ρεφορ­μι­σμού», όπως τον απο­κα­λούν καμιά φορά

Οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις για το σοσια­λι­σμό και τα καθή­κο­ντα της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας- κυκλο­φό­ρη­σε λίγα μόλις χρό­νια μετά το θάνα­το του Φρί­ντριχ Ενγκελς το 1895, εφό­σον είχε προη­γη­θεί  μια σει­ρά από άρθρα της ίδιας κοπής σχε­δόν αμέ­σως μετά το θάνα­το του Ενγκελς, θεμε­λιώ­νο­ντας τη θεω­ρη­τι­κή βάση της θεω­ρί­ας του ρεφορ­μι­σμού στο εργα­τι­κό κίνη­μα και καθιε­ρώ­νο­ντας μια τρεϊ­ντ­γιου­νιο­νί­στι­κη προ­σέγ­γι­ση κοι­νω­νι­κών αλλα­γών μέσα στα πλαί­σια του καπι­τα­λι­σμού. Ο στό­χος του σοσια­λι­σμού δεν τον ενδιέ­φε­ρε, όπως δήλω­σε ο Μπέρν­σταϊν. Κάτι το οποίο η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ χαρα­κτή­ρι­σε ζήτη­μα ύπαρ­ξης της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας ως  επα­να­στα­τι­κού κινή­μα­τος, εφό­σον εγκα­τα­λεί­φθη­κε η επα­να­στα­τι­κή ανα­τρο­πή του καπι­τα­λι­σμού ως τελι­κός στόχος.

Τέχνη και τεχνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη: έννοιες αλλη­λο­α­πο­κλειού­με­νες; Ο Μιχα­ήλ Λίφ­σιτς εστιά­ζει στον πρό­λο­γο στη γερ­μα­νι­κή έκδο­ση του 1959, η οποία δημο­σιεύ­ε­ται στην παρού­σα έκδο­ση, αρκε­τά εκτε­νώς στην άπο­ψη ότι με την άνο­δο του τεχνι­κού πολι­τι­σμού χάνε­ται ο κόσμος της τέχνης, μια άπο­ψη που μέχρι τις μέρες μας βρί­σκει οπα­δούς.  Οτι η τέχνη δεν έχει πια κανέ­να ρόλο να παί­ξει ή ότι γίνε­ται μια σύγκρου­ση ανά­με­σα στην τεχνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη και την τέχνη. Ο ίδιος δια­φω­νεί με την άπο­ψη αυτή, αλλά περι­γρά­φει πώς στη νεα­ρή Σοβιε­τι­κή Ενω­ση πολ­λοί την ασπά­στη­καν. Αρχι­κά, η ραγδαία τεχνο­λο­γι­κή ανά­πτυ­ξη οδή­γη­σε εκεί σε μια θεο­ποί­η­ση των μηχα­νών, υπήρ­χε κάτι σαν «βιο­μη­χα­νι­κή αισθη­τι­κή» και  «ιερή βία» της κατα­στρο­φής των προη­γού­με­νων προ­ϊ­ό­ντων του πολι­τι­σμού ως επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη, όπως εκφρα­ζό­ταν στη λεγό­με­νη «Προ­λετ­κούλτ». Από­ψεις που βρή­καν τον Λένιν σφο­δρό αντί­πα­λο. Δεν ήταν η πρώ­τη φορά στην ιστο­ρία στο­χα­στές να υιο­θε­τούν ανά­λο­γες από­ψεις. Ο Λίφ­σιτς, ανα­πο­λώ­ντας τις δεκα­ε­τί­ες 20 και 30 του περα­σμέ­νου αιώ­να, τις οποί­ες έζη­σε πρώ­τα ως φοι­τη­τής σε καλ­λι­τε­χνι­κή σχο­λή και έπει­τα ως μελε­τη­τής \ συγ­γρα­φέ­ας (η μελέ­τη «Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή» γρά­φτη­κε το 1931) δηλώ­νει στον ως άνω πρόλογο:

«Η μικρή μου μελέ­τη αυτή κατευ­θύ­νε­ται ακρι­βώς στην πλα­τιά δια­δε­δο­μέ­νη άπο­ψη ότι υπάρ­χει συνε­χής σύγκρου­ση μετα­ξύ της θριαμ­βευ­τι­κής πορεί­ας του τεχνι­κού πολι­τι­σμού και του κόσμου της τέχνης που βυθί­ζε­ται όλο και περισ­σό­τε­ρο στο παρελ­θόν. Αν και η άπο­ψη αυτή είναι αστι­κής προ­έ­λευ­σης, στις μέρες μας συχνά ακού­γο­νταν μέσα από την ηχώ νεφε­λω­δών επα­να­στα­τι­κών φράσεων».

Δια­πι­στώ­νο­ντας ότι αυτές οι τάσεις έχουν ξεπε­ρα­στεί στην ΕΣΣΔ θυμά­ται ότι πολ­λοί δάσκα­λοι και συμ­φοι­τη­τές του τη δεκα­ε­τία του 20, νόμι­ζαν ότι η επο­χή της καλ­λι­τε­χνι­κής δημιουρ­γί­ας είχε σβή­σει για πάντα. Παρα­πέ­μπει, ωστό­σο, και στον 19ο αιώ­να ονο­μά­ζο­ντας παρα­δείγ­μα­τα τα οποία δεί­χνουν ότι υπήρ­χαν παρό­μοιες από­ψεις. Ανα­φέ­ρει συγκε­κρι­μέ­να τη διά­λυ­ση της μορ­φής στη Γαλ­λία τη δεκα­ε­τία του 1870, η οποία είχε οδη­γή­σει την τέχνη «στην άβυσ­σο της από­λυ­της άρνη­σης» και μάλι­στα με γορ­γά βήμα­τα και «εμείς τη θεω­ρού­σα­με τότε ως την επα­να­στα­τι­κή πρά­ξη της κατα­στρο­φής, μάλι­στα ως την ιερή βία ενα­ντί­ον της ανί­ας του εκφυ­λι­σμέ­νου μικρο­α­στι­κού κόσμου». Οχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε πλή­θος συγγραφέων/διανοουμένων/στοχαστών των δυτι­κών χωρών βρί­σκου­με έντο­νες απα­ξιω­τι­κές επι­κρί­σεις της λογο­τε­χνί­ας του δεύ­τε­ρου μισού του 19ου αιώ­να πετώ­ντας στα σκου­πί­δια ακό­μα και κάποια ιερά  τέρα­τα της λογο­τε­χνί­ας αυτής.

Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση λει­τούρ­γη­σε ως κατα­λύ­της πάνω σ’ αυτή την  έντο­νη επι­κρι­τι­κή στά­ση απέ­να­ντι στην (μικρο)αστική τέχνη. Η βιο­μη­χα­νι­κή άνο­δος στην Ευρώ­πη του 19ου αιώ­να ήδη είχε οδη­γή­σει σε μια ολι­κή αμφι­σβή­τη­ση της προη­γού­με­νης αστι­κής κουλ­τού­ρας φέρ­νο­ντας όλο και περισ­σό­τε­ρο την εργα­τι­κή τάξη στο προ­σκή­νιο. Θα μπο­ρού­σα να ανα­φέ­ρω ποι­κί­λα παρα­δείγ­μα­τα, αλλά θα πλά­τεια­ζα πολύ στα πλαί­σια τού­της της παρου­σί­α­σης. Θα κάνω μια εξαί­ρε­ση για τον Χέγκελ, για­τί ο Λίφ­σιτς στη μελέ­τη αυτή στέ­κε­ται εκτε­νώς στο Γερ­μα­νό αυτό φιλό­σο­φο, ο οποί­ος αρχι­κά επη­ρέ­α­σε πολύ το νεα­ρό Μαρξ. Ο Μαρξ το 1837 είχε προ­σχω­ρή­σει στη σχο­λή του Χέγκελ, ασπά­στη­κε αρχι­κά την εγε­λια­νή φιλο­σο­φία σύμ­φω­να με την οποία στη σύγ­χρο­νη κοι­νω­νία ήταν ανα­πό­φευ­κτη η παρακ­μή της τέχνης και ήταν αδύ­να­τη η επο­ποι­ία.  Ο Χέγκελ  θεω­ρού­σε τα κοι­νω­νι­κά φαι­νό­με­να της επο­χής του με «την αρνη­τι­κή επί­δρα­ση του κατα­με­ρι­σμού της εργα­σί­ας, την ολο­έ­να αυξα­νό­με­νη μηχα­νι­κό­τη­τα του συνό­λου των ανθρώ­πι­νων δρα­στη­ριο­τή­των, την εκτό­πι­ση της ποιό­τη­τας από την ποσό­τη­τα, όλες αυτές τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της αστι­κής κοι­νω­νί­ας» εχθρι­κά προς την ποίηση.

Ο Χέγκελ έκανε κριτική
και στα φεουδαρχικά προνόμια και
στην αστική ατομική ιδιοκτησία

Ο Λίφ­σιτς τονί­ζει τις πολ­λα­πλές «αυθαί­ρε­τες ερμη­νεί­ες» αισθη­τι­κών από­ψε­ων και ανα­λύ­σε­ων του Μαρξ, ιδιαί­τε­ρα από τους «χυδαί­ους κοι­νω­νιο­λό­γους»  σχε­τι­κά με το κεί­με­νο του Μαρξ Εισα­γω­γή στην κρι­τι­κή της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας που δημο­σί­ευ­σε ο Κάου­τσκι το 1903. Στον τομέα της τέχνης υπήρ­ξε και μια άλλη «αυθαί­ρε­τη ερμη­νεία», αυτή των αρι­στε­ρών ρευ­μά­των του μοντερ­νι­σμού σχε­τι­κά με την παρακ­μή των υψη­λών μορ­φών τέχνης της αρχαιό­τη­τας. Στον πρό­λο­γο ο Λίφ­σιτς αντι­κρού­ει διά­φο­ρες τέτοιες ερμη­νεί­ες δια­νο­ου­μέ­νων οι οποί­οι είχαν «λυσ­σά­ξει»  με το φιλο­σο­φι­κό στο­χα­σμό του νεα­ρού Μαρξ και γενι­κά με τη φιλο­σο­φι­κή του εξέ­λι­ξη. Ο Λίφ­σιτς εδώ μιλά­ει για μια περί­ερ­γη λογο­τε­χνι­κή βιο­μη­χα­νία, στην οποία ένας «ολό­κλη­ρος στρα­τός από αστούς συγ­γρα­φείς και τους λεγό­με­νους σοσια­λι­στές πολιόρ­κη­σαν» τα έργα του νεα­ρού Μαρξ την περί­ο­δο που δια­λυό­ταν η εγε­λια­νή σχο­λή και όπου γρά­φτη­καν «οι πρώ­τες σελί­δες της ιστο­ρί­ας του μαρ­ξι­σμού». Η «μόδα» αυτή θα επα­να­λαμ­βα­νό­ταν αρκε­τές φορές ακό­μα. Το δεύ­τε­ρο μέρος της μελέ­της του Λίφ­σιτς ασχο­λεί­ται με την ώρι­μη περί­ο­δο της μαρ­ξι­στι­κής κοσμο­α­ντί­λη­ψης. Ο συγ­γρα­φέ­ας και εδώ στέ­κε­ται αρκε­τά στις παρα­χα­ρά­ξεις και τον πόλε­μο δια­στρε­βλώ­σε­ων.  Κλεί­νει τον πρό­λο­γο με μια αυτο­κρι­τι­κή απο­λο­γία, ότι δηλα­δή δεν κατά­φε­ρε να ακο­λου­θή­σει όλο το εύρος της εξέ­λι­ξης των αισθη­τι­κών αντι­λή­ψε­ων του Μαρξ και ότι θεω­ρεί το χει­ρό­τε­ρο κομ­μά­τι της μελέ­της του το τελευ­ταίο όπου μιλά­ει για τα λογο­τε­χνι­κά ενδια­φέ­ρο­ντα του Μαρξ.

Μαρξ εναντίον Χέγκελ

Στο πρώ­το κεφά­λαιο ο Λίφ­σιτς τονί­ζει το μεγά­λο ενδια­φέ­ρον του Μαρξ στα νεα­νι­κά του χρό­νια για την αισθη­τι­κή. Στις σελί­δες που ακο­λου­θούν παρα­κο­λου­θού­με την εξέ­λι­ξη του Μαρξ στον τομέα αυτό. Ανα­φέ­ρο­νται και αρκε­τά από τα βιβλία που διά­βα­ζε ο Μαρξ εκεί­να τα χρό­νια. Δια­βά­ζου­με ότι ο Μαρξ στην πρώ­τη περί­ο­δο της πνευ­μα­τι­κής του ανά­πτυ­ξης, ήταν συνε­παρ­μέ­νος από το ρομα­ντι­σμό απορ­ρί­πτο­ντας τον Χέγκελ και ότι ο ρομα­ντι­σμός του ήταν ριζο­σπα­στι­κός, επη­ρε­α­σμέ­νος από έναν άλλο Γερ­μα­νό φιλό­σο­φο, τον Φίχτε. Σ’ αυτή τη φάση ο Μαρξ μισεί τον Χέγκελ, σύμ­φω­να με τον Λίφ­σιτς, επει­δή ο Χέγκελ απο­φεύ­γει να δει κατά­μου­τρα τη σκλη­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Απο­κα­λεί τον Χέγκελ «πυγ­μαίο» περι­φρο­νώ­ντας την εργα­σία του για την αισθη­τι­κή  και αφιε­ρώ­νο­ντάς του το εξής χλευα­στι­κό τετράστιχο:

«Η δου­λειά μας είναι τα επιγράμματα
Συγ­γνώ­μη αν φορές μουρ­μου­ρί­ζου­με ως τα χαράματα
Τον Χέγκελ τον έχου­με καταπιεί
Η κρί­ση του όμως πολύ ψυχρή».

Μαρξ-Χέγκελ-Επίκουρος και
ο «υψικάμινος του κόσμου»

Η πρώ­τη εργα­σία με την οποία κατα­πιά­στη­κε ο Μαρξ ως μαθη­τής του Χέγκελ ήταν η μελέ­τη της «ύστα­της ελλη­νι­κής φιλο­σο­φί­ας» και δη του Επί­κου­ρου. Υπεν­θυ­μί­ζου­με ότι η διδα­κτο­ρι­κή  δια­τρι­βή του Μαρξ, που την έγρα­ψε στα είκο­σί του, είχε θέμα τη δια­φο­ρά της δημο­κρί­τειας και επι­κού­ρειας φυσι­κής φιλο­σο­φί­ας. Ο Λίφ­σιτς αφιε­ρώ­νει ένα κεφά­λαιο σ’ αυτό συγκρί­νο­ντας την ερμη­νεία του Μαρξ  της θεω­ρί­ας του Επί­κου­ρου για τα άτο­μα (σαν σωμα­τί­δια της φύσης) και την από­κλι­σή τους από την ευθεία γραμ­μή με τη συνα­φή κοι­νω­νι­κή έννοια της ελευ­θε­ρί­ας, την ερμη­νεία του της αρχαί­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της αρχαί­ας ελλη­νι­κής τέχνης, με την ερμη­νεία του Χέγκελ. Δια­πι­στώ­νει μια μεγά­λη δια­φο­ρά και στη δια­φο­ρά αυτή, κατά Λίφ­σιτς, εκδη­λώ­νε­ται πια η αντί­θε­ση μετα­ξύ του τελευ­ταί­ου εκπρο­σώ­που της κλα­σι­κής αστι­κής φιλο­σο­φί­ας, του Χέγκελ δηλα­δή, και του ιδρυ­τή του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού Μαρξ κρί­νο­ντας ότι η δια­φο­ρά αυτή έχει τερά­στια σημα­σία για την κατα­νό­η­ση των αισθη­τι­κών αντι­λή­ψε­ων του Μαρξ. Ο Χέγκελ σε διά­φο­ρα έργα του ανοί­γει μέτω­πο κατά του Επί­κου­ρου. Στη θεω­ρία για τα άτο­μα έβλε­πε «την πλη­ρέ­στε­ρη έκφρα­ση μιας κοι­νω­νί­ας που απο­τε­λεί­ται από απο­μο­νω­μέ­να μετα­ξύ τους άτο­μα που γνω­ρί­ζουν μόνο τη σύγκρου­ση των ιδιω­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων, ‘τον πόλε­μο όλων ενα­ντί­ον όλων’» (σελ. 39). Και η διδα­κτο­ρι­κή εργα­σία του Μαρξ κάνει κρι­τι­κή στον ατο­μι­σμό και την «ατο­μι­στι­κή κοι­νω­νία» λέγο­ντας ότι «Η εμφά­νι­ση των δια­φό­ρων σχη­μα­τι­σμών από τα άτο­μα, η έλξη και η άπω­σή τους γίνε­ται με φασα­ρία. Θορυ­βώ­δης μάχη, εχθρι­κή έντα­ση γεμί­ζει το εργα­στή­ρι και το υψι­κά­μι­νο του κόσμου. Ο κόσμος στο κέντρο του οποί­ου υπάρ­χει ένας τέτοιος ανα­βρα­σμός είναι εσω­τε­ρι­κά διχα­σμέ­νος». Κατά Λίφ­σιτς «η βρο­ντε­ρή μάχη των ατό­μων» αυτή δίνει την είκό­να του αρχαί­ου κόσμου που δια­λύ­ε­ται, μια διά­λυ­ση που βρί­σκει την πλη­ρέ­στε­ρη έκφρα­σή της στη ρωμαϊ­κή περί­ο­δο. Η δια­φο­ρά ανά­με­σα στον Μαρξ και τον Χέγκελ αρχί­ζει με το περιε­χό­με­νο της ιδέ­ας του ατό­μου. Ο Μαρξ βλέ­πει, σύμ­φω­να με τον Λίφ­σιτς, στο άτο­μο ως σωμα­τί­διο τον αστό και έχει κατά νου τη σχέ­ση μετα­ξύ της υλι­κής ανα­γκαιό­τη­τας και της τυπι­κής αστι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Η απο­μά­κρυν­σή του από τον εγε­λια­νό ιδε­α­λι­σμό είχε ξεκι­νή­σει. Ο Μαρξ χρη­σι­μο­ποί­η­σε το θέμα του διδα­κτο­ρι­κού του για να φωτί­σει με αλλη­γο­ρι­κό τρό­πο τα βασι­κά κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κά ζητή­μα­τα της επο­χής του και, τονί­ζει ο Λίφ­σιτς, «στην ατο­μι­κή φιλο­σο­φία της φύσης βλέ­πει την αντα­νά­κλα­ση της ιδέ­ας του ιδιώ­τη που ζει μόνο για τον εαυ­τό του, και του ανε­ξάρ­τη­του πολί­τη, την ιδέα που η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση με τόσο στόμ­φο δια­κή­ρυτ­τε. Και ο Μάρξ και ο Χέγκελ κάνουν άλμα­τα στο χρό­νο συν­δέ­ο­ντας τον επι­κου­ρι­κό στο­χα­σμό με τις ριζο­σπα­στι­κές ιδέ­ες της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης. Πρό­κει­ται για ένα πολύ ενδια­φέ­ρον κεφάλαιο.

Η παρακμή της αρχαίας ελληνικής τέχνης

Βασι­κό στοι­χείο της μόρ­φω­σης στην Ευρώ­πη για αιώ­νες ήταν η διδα­σκα­λία και ο ενστερ­νι­σμός του αρχαί­ου ελλη­νι­κού και ρωμαϊ­κού πολι­τι­σμού. Επο­μέ­νως, δεν πρέ­πει να κάνει εντύ­πω­ση  η ευρύ­τα­τη ενα­σχό­λη­ση με τους πολι­τι­σμούς αυτούς από τη δια­νό­η­ση και η βαθιά επι­δρα­σή τους στον μετέ­πει­τα ευρω­παϊ­κό πολι­τι­σμό. Ο αρχαί­ος κόσμος της Ευρω­παϊ­κής ηπεί­ρου απο­τε­λού­σε άλλω­στε ανα­πό­σπα­στο μέρος της εκπαί­δευ­σης– η λεγό­με­νη κλα­σι­κή παι­δεία —  του προ­νο­μιού­χου τμή­μα­τος των ευρω­παϊ­κών πλη­θυ­σμών. Δεν έγι­νε, ωστό­σο, ποτέ κτή­μα των ευρύ­τε­ρων στρωμάτων.
Στο επό­με­νο κεφά­λαιο ο Λίφ­σιτς συγκρί­νει τις από­ψεις των Μαρξ-Χέγκελ σ’ ό,τι αφο­ρά την παρακ­μή της αρχαί­ας ελλη­νι­κής τέχνης. Η παρακ­μή αυτή εντο­πί­ζε­ται την επο­χή που δια­λυό­ταν η αρχαία δημο­κρα­τία. Εξαι­τί­ας των αντι­φά­σε­ων των υλι­κών συμ­φε­ρό­ντων κατα­στρέ­φε­ται η βάση στην οποία στη­ρί­χθη­κε η τέχνη. Σ’ αυτό συμ­φω­νούν ο Μαρξ και ο Χέγκελ. Στην αρχή του κεφα­λαί­ου βρί­σκου­με μια χαρα­κτη­ρι­στι­κή παρά­θε­ση από Μαρξ: «Στην ιστο­ρία οι αρχαί­οι αντι­προ­σω­πεύ­ουν τον “citoyen” (πολί­τη), τον ιδε­α­λι­στή πολι­τι­κό, ενώ οι νεώ­τε­ροι σε τελευ­ταία ανά­λυ­ση κατα­λή­γουν στον “bourgeois” (αστό) στον πραγ­μα­τι­στή  ami du commerce (φίλου του εμπο­ρί­ου)». Βλέ­που­με ότι είναι συχνές οι συγκρί­σεις των εννοιών της αρχαιό­τη­τας με τις έννοιες που καθιε­ρώ­θη­καν από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, στον από­η­χο της οποί­ας – μην το ξεχνά­με – γινό­ταν όλη αυτή η φιλο­λο­γία.  Σύμ­φω­να με το Μαρξ, δια­βά­ζου­με στην ανά­λυ­ση του Λίφ­σιτς, αυτή η πλευ­ρά της αρχαί­ας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας (δηλα­δή, ότι οι αρχαί­οι αντι­προ­σω­πεύ­ουν τον «πολί­τη») αντα­να­κλά­ται στις μορ­φές των Ελλή­νων θεών, που ζουν ατά­ρα­χοι (να μια επι­κου­ρι­κή ιδέα, η ατα­ρα­ξία) χωρίς να νοιά­ζο­νται για τον έξω κόσμο, απέ­χουν από κάθε πρα­κτι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα η οποία είναι συνυ­φα­σμέ­νη με την κυκλο­φο­ρία του χρή­μα­τος, το παγκό­σμιο εμπό­ριο και γενι­κά με τις σύγ­χρο­νες κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Και συμπε­ραί­νει ο Μαρξ: «Αλλά ακρι­βώς σ’ αυτό κρύ­βε­ται και το μυστι­κό της ανα­γκαί­ας παρακ­μής της ελλη­νι­κής τέχνης, αυτό του θέτει τα ιστο­ρι­κά της όρια. Υπό­γειες δυνά­μεις, τις οποί­ες τρέ­μει η αρχαία πόλη-κρά­τος, γκρε­μί­ζουν τους πέτρι­νους τοί­χους της Ακρό­πο­λης. Και μ΄αυτό εκμη­δε­νί­ζε­ται και η αξία του πλα­στι­κού χαρα­κτή­ρα της ελλη­νι­κής τέχνης, οι θεοί τώρα βρί­σκουν άσυ­λο μόνο στο “intermundium” (δλδ, στο χώρο ανά­με­σα σε δύο φιλο­σο­φι­κούς κόσμους, Α.Ι.) της στι­λι­ζα­ρι­σμέ­νης θρη­σκεί­ας του Επί­κου­ρου”. Η δια­λε­κτι­κή του μέτρου ακο­λου­θεί­ται από το άμε­τρο, το αντι­φα­τι­κό της παρακ­μής. Η αντι­νο­μία του ενός και των πολ­λών κλο­νί­ζει τους θεούς του Ολύ­μπου, ο κύκλος των οποί­ων κλο­νί­ζε­ται από την ίδια αντί­φα­ση που δια­περ­νά και την πολι­τι­κή ζωή των ελλη­νι­κών πόλε­ων και τη φιλο­σο­φία τους, σύμ­φω­να πάντα με τον Χέγκελ. Ακο­λου­θούν βαθυ­στό­χα­στες σελί­δες ανα­πα­ρά­στα­σης  των από­ψε­ων του Μαρξ και του Χέγκελ που θέλουν πολύ προ­σε­κτι­κό διά­βα­σμα, για­τί εύκο­λα τις παρερ­μη­νεύ­ει κανείς, όπως έχει γίνει από πολλούς.

Έτσι προει­δο­ποιεί ο Λίφ­σιτς, ότι «Οσο ο Μαρξ δού­λευε πάνω στο διδα­κτο­ρι­κό του, γενι­κά υιο­θε­τού­σε την άπο­ψη του εγε­λια­νού ιδε­α­λι­σμού. Αλλά στη διδα­σκα­λία για την παρακ­μή της αρχαιό­τη­τας εισά­γει μια ουσια­στι­κή διόρ­θω­ση, η οποία από την εμπει­ρία της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης βγά­ζει ολό­τε­λα νέα συμπε­ρά­σμα­τα. […] η πηγή του θανά­του βρί­σκε­ται στον ιδε­α­λι­σμό της αφη­ρη­μέ­νης αστι­κής ελευ­θε­ρί­ας, που είναι ανί­κα­νος να κυριαρ­χή­σει πάνω στην υλι­κή ανά­πτυ­ξη. Τα ιστο­ρι­κά όρια της ελλη­νι­κής γλυ­πτι­κής δεν προσ­διο­ρί­ζο­νται από τον υλι­κό, ζωντα­νό της χαρα­κτή­ρα, αλλά αντί­θε­τα από την απο­στρο­φή της από τη ζωή και τον προ­σα­να­το­λι­σμό της προς το κενό. Οι προ­σπά­θειες των Ιακω­βί­νων να απο­κα­τα­στή­σουν την αρχαία δημο­κρα­τία ναυά­γη­σαν, όταν προ­σέ­κρου­σαν στις αντι­θέ­σεις των συμ­φε­ρό­ντων, στις οικο­νο­μι­κές σχέ­σεις της αστι­κής κοι­νω­νί­ας, λέει ο Λίφ­σιτς. Δεν μπό­ρε­σαν να ξεπε­ρά­σουν τις οικο­νο­μι­κές αντι­φά­σεις με την αυστη­ρό­τε­ρη εφαρ­μο­γή της πολι­τι­κής ισό­τη­τας. Σωστό, για­τί η κάθε πολι­τι­κή ισό­τη­τα στο χαρ­τί σκο­ντά­φτει στις οικο­νο­μι­κές άρα και στις κοι­νω­νι­κές δια­φο­ρές ανά­με­σα στους κατοί­κους μιας χώρας, όπως ζού­με μέχρι σήμε­ρα που σε πολ­λά Συντάγ­μα­τα της αστι­κής δημο­κρα­τί­ας δια­κη­ρύσ­σε­ται η πολι­τι­κή ισό­τη­τα όλων των πολι­τών. Σύμ­φω­να με τον Λίφ­σιτς, η ουσία της διδα­κτο­ρι­κής εργα­σί­ας του Μαρξ για τον Επί­κου­ρο, βρί­σκε­ται στο ότι «η ελευ­θε­ρία και η υλι­κή ζωή πρέ­πει να απο­τε­λέ­σουν ενό­τη­τα στη βάση μιας ιδέ­ας ανώ­τε­ρης από αυτήν της “αφη­ρη­μέ­νης ατο­μι­κό­τη­τας” του ατό­μου πολί­τη ή περ­νώ­ντας από την ορο­λο­γία της φιλο­σο­φί­ας σ’ αυτή της πολι­τι­κής: οι απαι­τή­σεις της δημο­κρα­τί­ας πρέ­πει να απο­κτή­σουν ρεα­λι­στι­κό περιε­χό­με­νο, κι αυτό είναι εφι­κτό μόνο στη βάση ενός μαζι­κού κινή­μα­τος». Θυμη­θεί­τε τη ρήση του Μαρξ, αργό­τε­ρα, ότι οι ιδέ­ες, όταν κατα­κτή­σουν τις μάζες, γίνο­νται υλι­κή δύνα­μη. Από δω πηγά­ζει η δια­φο­ρε­τι­κή εκτί­μη­ση του Επί­κου­ρου εκ μέρους των δύο στο­χα­στών, δηλα­δή η δια­φο­ρε­τι­κή τους ερμη­νεία της ατο­μι­στι­κής θεω­ρί­ας του Επίκουρου.

Για τον Χέγκελ η εκτρο­πή \ από­κλι­ση του ατό­μου από την κάθε­τη γραμ­μή, όπως την περι­γρά­φει ο αρχαί­ος φιλό­σο­φος, είναι η αρχή της αυθαι­ρε­σί­ας του ιδιώ­τη που ανα­τι­νά­ζει τα θεμέ­λια της πολι­τι­κής ενό­τη­τας της αρχαιό­τη­τας. Ο Μαρξ επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί, ότι  μόνο μέσω της από­κλι­σης αυτής το άτο­μο μπο­ρεί να συγκρου­στεί με άλλα άτο­μα και έτσι να έρθουν μετα­ξύ τους σε κάποια σχέ­ση δημιουρ­γώ­ντας μια κοι­νό­τη­τα ατό­μων. Και έτσι η υπέρ­βα­ση του ατο­μι­σμού επι­τυγ­χά­νε­ται μέσα από την ίδια την ανά­πτυ­ξη του ατο­μι­σμού. Λαμπρό παρά­δειγ­μα δια­λε­κτι­κής σκέ­ψης! Δηλα­δή, κάνο­ντας τη μετα­φο­ρά στην κοι­νω­νία, η γόνι­μη συλ­λο­γι­κό­τη­τα, το ιδα­νι­κό του κομ­μου­νι­σμού, δημιουρ­γεί­ται από την ανά­πτυ­ξη του ατό­μου, σύμ­φω­να με το Μαρξ. Δεν πνί­γε­ται το άτο­μο στην κολ­λε­κτί­βα, όπως το θέλει η  αστι­κή προ­πα­γάν­δα δυσφη­μί­ζο­ντας το μαρ­ξι­σμό λέγο­ντας ότι στον κομ­μου­νι­σμό το άτο­μο πνί­γε­ται στη συλ­λο­γι­κό­τη­τα. Τέτοιες σκέ­ψεις, όπως οι ως άνω, βρί­σκου­με σε στο­χα­στές δια­φό­ρων επο­χών και χωρών. Πχ. στους υλι­στές του 18ου αιώ­να, στον Φόϋ­ερ­μπαχ, στον Τσερ­νι­τσέφ­σκι με τον Λένιν να βλέ­πει στους συλ­λο­γι­σμούς αυτούς τις ρίζες του ιστο­ρι­κού υλι­σμού. Ο Λίφ­σιτς λοι­πόν, μιλά­ει για την επα­να­στα­τι­κή δια­λε­κτι­κή της ιδέ­ας του ατο­μι­σμού απο­κα­λώ­ντας τον Επί­κου­ρο θεω­ρη­τι­κό του κοι­νω­νι­κού συμ­βο­λαί­ου και μ’ αυτή την έννοια προ­άγ­γε­λο της Γαλ­λι­κής Επανάστασης!

Από τη μία λοι­πόν, το  ιδιω­τι­κό συμ­φέ­ρον που επι­διώ­κει την απο­κλει­στι­κή εξου­σία. Από την άλλη οι επα­να­στα­τη­μέ­νοι πληβείοι/προλετάριοι και αγρό­τες. Για τους αρι­στε­ρούς εγε­λια­νούς η κοσμο­α­ντί­λη­ψη του Επί­κου­ρου ήταν το σύμ­βο­λο του αστι­κού δια­φω­τι­σμού, «που βρι­σκό­ταν σε μόνι­μη ταλά­ντευ­ση μετα­ξύ της παθη­τι­κής απο­λί­τι­κης στά­σης και της στή­ρι­ξης του αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κού κινήματος».

Η θρησκευτική τέχνη

Πολ­λές σελί­δες αφιε­ρώ­νει ο Λίφ­σιτς στην πραγ­μα­τεία του Μαρξ για τη χρι­στια­νι­κή τέχνη. Ενα κεφά­λαιο κατα­πιά­νε­ται με τη θρη­σκευ­τι­κή τέχνη γενι­κά και τις σκέ­ψεις του Μαρξ σχε­τι­κά μ’ αυτή. Στη­ρί­ζε­ται ο Λίφ­σιτς σε ανώ­νυ­μες μπρο­σού­ρες του 1841–42, καθώς και τις σημειώ­σεις που δια­σώ­θη­καν από τα βιβλία τα οποία διά­βα­ζε ο Μαρξ κατά τη συγ­γρα­φή της Πραγ­μα­τεί­ας για τη χρι­στια­νι­κή τέχνη, επει­δή η ίδια η πραγ­μα­τεία δεν δια­σώ­θη­κε. Ο Λίφ­σιτς κάνο­ντας μια σύντο­μη περί­λη­ψη των από­ψε­ων του Μαρξ  σ’ αυτή την πραγ­μα­τεία θα πει: «Από τη μία η αισθη­τι­κή τελειό­τη­τα της αρχαί­ας τέχνης που θεμε­λιώ­νε­ται πάνω στη δημο­κρα­τία των ελλη­νι­κών πόλε­ων, από την άλλη η θρη­σκευ­τι­κή κοσμο­α­ντί­λη­ψη, γενι­κή υπο­δού­λω­ση και κατα­πί­ε­ση. Η χρι­στια­νι­κή τέχνη της μετα­κλα­σι­κής επο­χής ανα­σταί­νει σε νέα βάση την αισθη­τι­κή της αρχαϊ­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας που προη­γή­θη­κε της πολι­τι­κής ζωής των Ελλή­νων, με τον ίδιο τρό­πο που οι ακα­τέρ­γα­στοι βρά­χοι μιας πρω­τό­γο­νης θρη­σκεί­ας είναι οι πρό­γο­νοι των αγαλ­μά­των του Πολυ­κλεί­του. Ο χρι­στια­νι­κός και ο ανα­το­λι­κός πολι­τι­σμός συναντιόνται.

Στην κλα­σι­κή τέχνη πραγ­μα­τώ­νε­ται η ποιό­τη­τα, η μορ­φή. Αντί­θε­τα, η θρη­σκευ­τι­κή κοσμο­α­ντί­λη­ψη έχει σαν πρό­τυ­πο την καθα­ρή ποσό­τη­τα, την ακα­τέρ­γα­στη ύλη. Η αυθαί­ρε­τη επι­μή­κυν­ση ή δια­πλά­τυν­ση της μορ­φής, η αγά­πη του κολοσ­σιαί­ου και του πνι­γη­ρού είναι όλα τους χαρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τα της παλιάς ανα­το­λί­τι­κης και της μεσαιω­νι­κής χρι­στια­νι­κής τέχνης. […] Η θρη­σκευ­τι­κή αρχι­τε­κτο­νι­κή ψάχνει το υπέρ­με­τρο μεγά­λο και το αισθη­σια­κά μεγα­λειώ­δες. Αλλά σε σχέ­ση μ’ αυτό χάνε­ται στη βάρ­βα­ρη λατρεία του πομπώ­δους και στις ατε­λεί­ω­τες λεπτο­μέ­ρειες: «Το όλο πνί­γε­ται μέσα στην αφθο­νία και την πομπή». Η τελευ­ταία φρά­ση είναι παρ­μέ­νη από εργα­σία ενός Γκρουντ, ο οποί­ος είχε γρά­ψει βιβλίο για τη ζωγρα­φι­κή των αρχαί­ων Ελλή­νων. Παρε­μπι­πτό­ντως, η Ορθό­δο­ξη και η Καθο­λι­κή εκκλη­σία παρου­σιά­ζουν όντως το πομπώ­δες στην εμφά­νι­ση, το λόγο και την τέχνη σε αντί­θε­ση  πάντως με τον προτεσταντισμό.

Δεν έχω υπό­ψη μου τις σημειώ­σεις αυτές του Μαρξ, αλλά τα ως άνω λόγια που μαρ­τυ­ρούν μια οπι­σθο­δρό­μη­ση στην τέχνη από το χρι­στια­νι­σμό, μια επι­στρο­φή σε πιο πρω­τό­γο­νες κατα­στά­σεις πάνω στη βάση κοι­νω­νι­κών εξε­λί­ξε­ων, δεί­χνουν ότι η ανά­πτυ­ξη του θέμα­τος από το Μαρξ αξί­ζει περισ­σό­τε­ρη μελέτη.

Στο επό­με­νο κεφά­λαιο σκια­γρα­φεί­ται η πολι­τι­κή εξέ­λι­ξη στη Γερ­μα­νία την επο­χή που η δια­φο­ρο­ποί­η­ση του Μαρξ από τον Χέγκελ και τους αρι­στε­ρούς εγε­λια­νούς αρχί­ζει να παίρ­νει σάρ­κα και οστά. Σελί­δες ολό­κλη­ρες αφιε­ρώ­νο­νται στην επο­χή που ο Μαρξ έγρα­φε στην Εφη­με­ρί­δα της Ρηνα­νί­ας (Rheinische Zeitung) με την εξέ­λι­ξη των ιδε­ών του σε θέμα­τα ρευ­μά­των της τέχνης, αισθη­τι­κής κλπ.

Η ελευθερία του Τύπου

Στο επό­με­νο κεφά­λαιο γίνε­ται λόγος για την ανα­γέν­νη­ση του βυζα­ντι­νι­σμού στη Γερ­μα­νία το πρώ­το μισό του 19ου αιώ­να όχι άσχε­τη με τη λεγό­με­νη ρομα­ντι­κή κουλ­τού­ρα, μέσα στην οποία υπάρ­χει η αντί­φα­ση της φαι­νο­με­νι­κής ανθρω­πιάς και της πραγ­μα­τι­κής υπο­τα­γής. Ως παρά­δειγ­μα δίνο­νται τα δια­τάγ­μα­τα περί λογο­κρι­σί­ας του 1841 υπό το καθε­στώς του Κάι­ζερ Βιλ­χέλ­μου Φρει­δε­ρί­κου Γ’. Το θέμα της λογο­κρι­σί­ας απο­τε­λεί αφορ­μή για μια εξαι­ρε­τι­κά ενδια­φέ­ρου­σα ανά­πτυ­ξη. Δεν μπο­ρού­με να μην ανα­φερ­θού­με σε κάποια από τα απο­φθέγ­μα­τα του Μαρξ για την ελευ­θε­ρία του συγ­γρα­φέα, όταν ο Τύπος αντί να είναι ελεύ­θε­ρος ξεπέ­φτει σε βιο­μη­χα­νία – αρκε­τά ενδια­φέ­ρον και για σήμε­ρα και για όσους πιστεύ­ουν στον ανε­ξάρ­τη­το Τύπο —  που τα παρα­θέ­τει ο Λίφσιτς:

Βέβαια ο συγ­γρα­φέ­ας πρέ­πει να έχει εισό­δη­μα για να μπο­ρεί να υπάρ­χει και να γρά­φει, αλλά ο σκο­πός για τον οποίο υπάρ­χει και γρά­φει δεν πρέ­πει διό­λου να είναι το εισόδημα.

Οταν ο Béranger τρα­γου­δά­ει τους ακό­λου­θους στίχους:

Ζω μόνο για να γρά­φω τραγούδια,
Αν μου στε­ρή­σε­τε τη θέση μου Κύριε,
θα γρά­φω τρα­γού­δια για να ζήσω…

τότε σ’ αυτή την απει­λή εμπε­ριέ­χε­ται η ειρω­νι­κή ομο­λο­γία ότι ο ποιητής
ξεπέ­φτει  από τη σφαί­ρα του μόλις η ποί­η­ση γίνει γι αυτόν μέσο.

Και ο Μαρξ συνεχίζει:

«Ο συγ­γρα­φέ­ας με κανέ­ναν τρό­πο δεν θεω­ρεί τα έργα του ως μέσο. Αυτά απο­τε­λούν αυτο­σκο­πό, απο­τε­λούν τόσο λίγο μέσο γι’ αυτόν και για κάποιον άλλον, που αν χρεια­στεί, θυσιά­ζει για την ύπαρ­ξή τους τη δική του ύπαρ­ξη, και – αν και με δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο – όπως και ο θρη­σκευ­τι­κός κήρυ­κας, κάνει κι αυτός αρχή του το: ‘καλύ­τε­ρα να υπα­κού­εις στο Θεό, παρά στους ανθρώ­πους’ και ανή­κει κι αυτός στους ανθρώ­πους με τις ανθρώ­πι­νες ανά­γκες και επι­θυ­μί­ες του. Πόσο θα ήθε­λα να δω έναν ράπτη, στον οποίο παρήγ­γει­λα ένα παρι­ζιά­νι­κο κοστού­μι και μου φέρ­νει ένα ρωμαϊ­κό τήβεν­νο, για­τί αυτό αρμό­ζει περισ­σό­τε­ρο στους αιώ­νιους νόμους της ομορ­φιάς! Η πρώ­τη ελευ­θε­ρία του Τύπου συνί­στα­ται στο να μην είναι βιο­μη­χα­νία. Ο συγ­γρα­φέ­ας που τον Τύπο τον υπο­βι­βά­ζει σε υλι­κό μέσο, είναι άξιος, ως τιμω­ρία για το ότι στε­ρεί­ται τόσο πολύ εσω­τε­ρι­κής ελευ­θε­ρί­ας, να υπο­βλη­θεί σε λογο­κρι­σία για να στε­ρη­θεί και την εξω­τε­ρι­κή ελευ­θε­ρία. Μάλι­στα για έναν τέτοιο συγ­γρα­φέα η ίδια του η ύπαρ­ξη απο­τε­λεί την τιμω­ρία του».

Ο Μαρξ ανη­συ­χού­σε, γρά­φει ο Λίφ­σιτς, για την τύχη της λογο­τε­χνί­ας από τη στιγ­μή της χει­ρα­φέ­τη­σής της από τη λογο­κρι­σία, μη γίνει αιχ­μά­λω­τη ενός πνεύ­μα­τος πλου­τι­σμού. «Η λογο­κρι­σία μας υπο­δου­λώ­νει όλους, όπως η τυραν­νία εξι­σώ­νει τους πάντες, αν όχι στην αξία της, στην απου­σία της», λέει ο Μαρξ.
«Η ελευ­θε­ρία του Τύπου που ονει­ρεύ­ε­ται ο αστός, απλά θέλει να φέρει την ‘ολι­γο­κρα­τία στο βασί­λειο του πνεύ­μα­τος’». Και «οι επαγ­γελ­μα­τί­ες συντε­χνια­κοί, προ­νο­μιού­χοι επι­στή­μο­νες, δόκτο­ρες και λοι­ποί τιτλού­χοι, οι ανή­θι­κοι πανε­πι­στη­μια­κοί συγ­γρα­φείς με την άκαμ­πτη ουρά στα μαλ­λιά τους, ο επι­φα­νής σχο­λα­στι­κι­σμός  και οι μακρο­λο­γείς και μικρο­πρε­πείς δια­τρι­βές τους, αυτοί στέ­κο­νταν ανά­με­σα στο λαό και το πνεύ­μα, στη ζωή και την επι­στή­μη, την ελευ­θε­ρία και τον άνθρω­πο. Τη λογο­τε­χνία μας την έφτια­ξαν οι μη εξου­σιο­δο­τη­μέ­νοι συγγραφείς».

Ποιητική δημιουργία και κομματικότητα

Στο επό­με­νο κεφά­λαιο ο Λίφ­σιτς συγκρί­νει το άρθρο του Μαρξ Συζη­τή­σεις για την Ελευ­θε­ρία του Τύπου με αυτό που έγρα­ψε ο Λένιν με τίτλο Η οργά­νω­ση του Κόμ­μα­τος και η κομ­μα­τι­κή Λογο­τε­χνία, αλλά πραγ­μα­τεύ­ε­ται και  το θέμα κομ­μα­τι­κό­τη­τα και ποι­η­τι­κή δημιουρ­γία. Το θέμα αυτό συζη­τιό­ταν και στην επο­χή που ο Μαρξ δεν ήταν ακό­μα αρχι­συ­ντά­κτης της Εφη­με­ρί­δας της Ρηνα­νί­ας (έγι­νε τον Οκτώ­βρη του 1842). Στη μελέ­τη του Λίφ­σιτς βρί­σκου­με κάποια χαρι­τω­μέ­να παρα­δείγ­μα­τα ενά­ντια στην κομ­μα­τι­κό­τη­τα γενι­κά. Οπως οι εξής στί­χοι του Φράιλιγκραντ:

«Για μετε­ρί­ζια ιερό­τε­ρα παλεύ­ει ο ποιητής
Απ’ των κομ­μά­των τις κορυφές»

Στη δια­μά­χη που υπήρ­χε για το θέμα αυτό, ο Χέρ­βεγκ απα­ντά­ει στο Φράι­λι­γκραντ: «Το Κόμ­μα! Το Κόμ­μα! Ποιος δεν θα πάλευε γι αυτό; Ήταν η μήτρα των νικών! Τι κι αν κάποιος το βρί­σκει λει­ψό; Ο θρί­αμ­βος είναι προ των πυλών!»

Όταν ο Μάρξ έγι­νε αρχι­συ­ντά­κτης, η εφη­με­ρί­δα έπαιρ­νε πολύ πιο καθα­ρή θέση. Για τον Μαρξ, τονί­ζει ο Λίφ­σιτς, η πάλη για την κομ­μα­τι­κό­τη­τα στη λογο­τε­χνία στο πνεύ­μα των πολι­τι­κών ιδε­ών που ασπα­ζό­ταν το 1842, ήταν ταυ­τό­ση­μη με την κρι­τι­κή της φεου­δαρ­χι­κής – γρα­φειο­κρα­τι­κής λογο­κρι­σί­ας. Υπάρ­χει λοι­πόν μεγά­λη δια­φο­ρά ανά­με­σα στην κομ­μα­τι­κό­τη­τα όπως την εννο­ού­σε ο Λένιν και την αντί­λη­ψη του νεα­ρού Μαρξ για το θέμα. Είμα­στε, άλλω­στε, σε δια­φο­ρε­τι­κές ιστο­ρι­κες στιγ­μές, δια­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους και χώρους. Σύμ­φω­να με τον Λίφ­σιτς «Η κατάρ­γη­ση της πολι­τι­κής λογο­κρι­σί­ας είναι καθή­κον της  αστι­κο­δη­μο­κρα­τι­κής επα­νά­στα­σης, όμως η κομ­μα­τι­κό­τη­τα στη λογο­τε­χνία είναι ένα μέσο για το προ­λε­τα­ριά­το στην πάλη του κατά των αστι­κο­α­ναρ­χι­κών σχέ­σε­ων στη λογο­τε­χνία». Μην ξεχνά­με ότι η παρού­σα μελέ­τη γρά­φτη­κε το 1931.PDF Logo

Ο Μαρξ και η αισθητική του Mikhail Lifshitz _εκδόσεις Ατέχνως

Η απεικόνιση του προλεταριάτου στη λογοτεχνία

Στα επό­με­να κεφά­λαια τίθε­ται και το πολύ ενδια­φέ­ρον ζήτη­μα της εμφά­νι­σης του λού­μπεν στοι­χεί­ου στη λογο­τε­χνία. Δηλα­δή πώς απει­κο­νί­ζε­ται. Κι εδώ άλλα­ξαν τα πράγ­μα­τα με την άνο­δο της βιο­μη­χα­νί­ας και την αύξη­ση των εξα­θλιω­μέ­νων προ­λε­τα­ρί­ων στα εργο­στά­σια. Η λογο­τε­χνία ακο­λού­θη­σε τα κελεύ­σμα­τα της επο­χής απο­τυ­πώ­νο­ντας την εμφά­νι­ση στο ιστο­ρι­κό προ­σκή­νιο των φτω­χών μαζών με διά­φο­ρους τρό­πους. Υπήρ­χε, βεβαί­ως, η εξύ­μνη­ση της αισθη­τι­κής πλευ­ράς της εξα­θλί­ω­σης, όπως στον Χέγκελ, ο οποί­ος χρη­σι­μο­ποιού­σε τον όρο «όχλος» για τους εργά­τες. Αυτό το έκα­ναν πολ­λοί στην επο­χή του, αλλά εμφα­νί­στη­κε και η τάση στη λογο­τε­χνία που έβα­ζε την εξα­θλιω­μέ­νη εργα­τι­κή τάξη σαν δύνα­μη δρά­σης στο κοι­νω­νι­κό γίγνε­σθαι. Σ’ αυτή την κατεύ­θυν­ση  «τα πήγε» ο Μαρξ, ο οποί­ος ανα­κά­λυ­ψε στους ξεπε­σμέ­νους εκπρο­σώ­πους της μεγά­λης αυτής σε αριθ­μό κοι­νω­νι­κής τάξης, του προ­λε­τα­ριά­του, πράγ­μα­τα που να αξί­ζουν κάτι περισ­σό­τε­ρο από το να απει­κο­νί­ζο­νται απα­ξιω­τι­κά ή με ψευ­δο-ρομα­ντι­σμό από αστούς συγ­γρα­φείς.  Ανα­κα­λύ­πτει ο Μαρξ σε διά­φο­ρα λογο­τε­χνι­κά έργα απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, δύνα­μη και διά­θε­ση για αγώ­να στα εξα­θλιω­μέ­να πρό­σω­πα (σελ. 100). Ο δια­χω­ρι­σμός ανά­με­σα στις δύο προ­σεγ­γί­σεις  θα συνε­χι­ζό­ταν και στον 20ο αιώ­να με τους μεν να θέλουν να προ­κα­λούν τη συμπό­νοια ή τον οίκτο του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού και τους δε να ωθούν με τη λογο­τε­χνία σε επα­να­στα­τι­κή δράση.

Οι αντιφάσεις
της πολιτιστικής ανάπτυξης της ανθρωπότητας

Ενδια­φέ­ρου­σες είναι και οι σελί­δες στις οποί­ες ο Λίφ­σιτς κατα­πιά­νε­ται με την ανι­σό­με­τρη ανά­πτυ­ξη των κοι­νω­νιών και πώς αυτό αντα­να­κλά­ται στην τέχνη και στην αισθη­τι­κή παίρ­νο­ντας αφορ­μή ενός απο­φθέγ­μα­τος του Μαρξ για την «ανι­σό­με­τρη σχέ­ση της ανά­πτυ­ξης της υλι­κής παρα­γω­γής προς την ανά­πτυ­ξη της τέχνης». Στην τέχνη, είναι γνω­στό, πως ορι­σμέ­νες επο­χές καλ­λι­τε­χνι­κής άνθι­σης δεν αντι­στοι­χούν καθό­λου στη γενι­κή εξέ­λι­ξη της κοι­νω­νί­ας, άρα και της υλι­κής βάσης, του σκε­λε­τού –ας το πού­με έτσι – της κοι­νω­νι­κής οργά­νω­σης», γρά­φει ο Μαρξ στην Εισα­γω­γή στη κρι­τι­κή της πολι­τι­κής οικο­νο­μί­ας, φέρ­νο­ντας παρα­δείγ­μα­τα. Υπάρ­χουν λοι­πόν αντι­φά­σεις στην πολι­τι­στι­κή ανά­πτυ­ξη της ανθρω­πό­τη­τας. Στις επό­με­νες σελί­δες ο Λίφ­σιτς ανα­λύ­ει τις σκέ­ψεις των Μαρξ-Ενγκελς σχε­τι­κά μ’ αυτό το θέμα  και τονί­ζει ότι ήδη από τη Γερ­μα­νι­κή Ιδε­ο­λο­γία του 1845–46 οι Μαρξ-Ενγκελς είχαν κατα­πια­στεί με την ανι­σο­με­τρία της ιστο­ρι­κής εξέλιξης.

Προς το τέλος της μελέ­της ο Λίφ­σιτς επα­νέρ­χε­ται στο θέμα τονί­ζο­ντας ότι ο Μαρξ εκτι­μού­σε παρά πολύ το αισθη­τι­κό επί­πε­δο των αρχαί­ων λαών, όπως των αρχαί­ων Ελλή­νων, αλλά δεν του άρε­σε καθό­λου ο ψευ­δο-κλα­σι­κι­σμός. Θεώ­ρη­σε κύριο λάθος των Ιακω­βί­νων της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης την επι­δί­ω­ξή τους να εφαρ­μό­σουν τις αρχαί­ες σχέ­σεις της αθη­ναϊ­κής δημο­κρα­τί­ας στο έδα­φος της αστι­κής οικο­νο­μί­ας της επο­χής τους. Ο Μαρξ τονί­ζει ότι η δυσκο­λία δεν είναι να κατα­λά­βου­με ότι η τέχνη συν­δέ­ε­ται με μια ορι­σμέ­νη βαθ­μί­δα ανά­πτυ­ξης της κοι­νω­νί­ας, όπως η κλα­σι­κή ελλη­νι­κή, αλλά η δυσκο­λία συνί­στα­ται στο ότι μας προ­σφέ­ρουν μέχρι σήμε­ρα ακό­μα από­λαυ­ση. Ακο­λου­θεί ένα αρκε­τά γνω­στό από­σπα­σμα, στο οποίο ο Μαρξ λέει, ότι πολ­λοί από τους αρχαί­ους λαούς ανή­κουν στην κατη­γο­ρία των παι­διών και για­τί να μην ασκεί αιώ­νια γοη­τεία η ιστο­ρι­κή παι­δι­κή ηλι­κία της ανθρω­πό­τη­τας, εκεί που γνώ­ρι­σε την ωραιό­τε­ρή της ανά­πτυ­ξη, σαν στά­διο που δεν ξανα­γυ­ρί­ζει ποτέ; «Η γοη­τεία της τέχνης τους (των Ελλή­νων, Α.Ι.)- για μας  — λέει ο Μαρξ — δεν βρί­σκε­ται σε αντί­φα­ση με την ανε­ξέ­λι­κτη κοι­νω­νι­κή βαθ­μί­δα όπου βλά­στη­σε. Είναι, αντί­θε­τα, απο­τέ­λε­σμά της. Και είναι ανα­πό­σπα­στα δεμέ­νη με το ότι οι ανώ­ρι­μες κοι­νω­νι­κές συν­θή­κες κάτω από τις οποί­ες γεν­νή­θη­κε και που μόνο απ’ αυτές μπο­ρού­σε να γεν­νη­θεί, δεν μπο­ρούν να ξανα­γυ­ρί­σουν ποτέ».

Ο Μιχα­ήλ Λίφ­σιτς με τη μελέ­τη αυτή που θέλει κρι­τι­κό διά­βα­σμα, μας προ­σφέ­ρει ένα πολύ­τι­μο ερευ­νη­τι­κό υλι­κό απο­κα­λύ­πτο­ντας στον ανα­γνώ­στη μια επι­λο­γή από όχι τόσο γνω­στά απο­φθέγ­μα­τα του Καρλ Μαρξ σ’ ένα τομέα για τον οποίο δια­δό­θη­κε ότι δεν είχε ασχο­λη­θεί του­λά­χι­στον όχι συστη­μα­τι­κά και σαν ανα­πό­σπα­στο οργα­νι­κό μέρος της όλης κοσμο­θε­ω­ρί­ας του.  Επο­μέ­νως, ο μετα­φρα­στής Γιώρ­γος Βαβί­τσας και οι εκδό­σεις «Ατέ­χνως» αξί­ζουν γι αυτό ένα μεγά­λο ευχα­ρι­στώ για αυτό που μας προ­σφέ­ρουν με την έκδο­ση αυτή.

Άννεκε Ιωανάτου

Doctoral κλα­σι­κής φιλο­λο­γί­ας, νεο­ελ­λη­νι­κής και συγκρι­τι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας του Πανε­πι­στη­μί­ου της Ουτρέ­χτης. Κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας, μεταφράστρια.
Μετέ­φρα­σε την «εξέ­γερ­ση του Σπάρ­τα­κου» του Ρίγκο­μπερτ Γκί­ντερ, καθώς και το «Αντι-Ντί­ρινγκ» του Φρί­ντριχ Ενγκελς.
Από τον Απρί­λη του 1996 ήταν παρα­γω­γός ραδιο­φω­νι­κής εκπο­μπής για το βιβλίο στον «902 Αρι­στε­ρά στα FM» και από τον Απρί­λη του 2007 τηλε­ο­πτι­κής εκπο­μπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο