Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελααρ Μια ιστορία εκμετάλλευσης στις αποικίες καφέ

multatuli
(ψευ­δώ­νυ­μο του συγ­γρα­φέα Έντουαρτ Ντά­ου­ες Ντέκερ)

Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβελααρ

Μια ιστορία εκμετάλλευσης στις αποικίες καφέ

Εισα­γω­γή – Μετά­φρα­ση από τα ολλαν­δι­κά: Anneke Visée – Ιωαννάτου

Εκδό­σεις Ατέ­χνως, Αθή­να 2020 (Άμστερ­νταμ 2011), σχ. 0,24 Χ 0,17 εκατ., σελ. 244

Παρου­σιά­ζει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

Θεω­ρού­με ανα­γκαίο να ξεκι­νή­σου­με την παρου­σί­α­ση αυτού του βιβλί­ου εντε­λώς ανορ­θό­δο­ξα, προ­τεί­νο­ντας στον ανα­γνώ­στη να μη δια­βά­σει την «ΕΙΣΑΓΩΓΗ», πριν να τελειώ­σει το μυθι­στό­ρη­μα. Γι’ αυτό και προ­τεί­νου­με στον εκδό­τη, στη δεύ­τε­ρη έκδο­ση του βιβλί­ου να μετα­φέ­ρει το κεί­με­νο της «ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ» στο τέλος του βιβλί­ου και να την μετο­νο­μά­σει σε «ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ», αν βέβαια συμ­φω­νεί και η μετα­φρά­στρια του έργου. Και τού­το, διό­τι η εξαί­ρε­τη και έμπει­ρη μετα­φρά­στρια και κρι­τι­κός βιβλί­ου, Δρ. Άννε­κε Ιωαν­νά­του, δίνει τόσες πολ­λές πλη­ρο­φο­ρί­ες στον ανα­γνώ­στη, ώστε, του περιο­ρί­ζει, κατά τη γνώ­μη μας,  ενμέ­ρει την περιέρ­γεια που θα έχει κατά την εξέ­λι­ξη του μύθου και τη χαρά της ανα­κά­λυ­ψης όλο και νέων στοι­χεί­ων και πλη­ρο­φο­ριών κατά την εξέ­λι­ξή του. Σε περί­πτω­ση δε που ο ανα­γνώ­στης δεν κατα­νο­ή­σει κάποια σημεία του βιβλί­ου, το κεί­με­νό της «ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ» θα τα δια­λευ­κά­νει όλα. Πρό­κει­ται για ένα υπέ­ρο­χο, πλή­ρες κεί­με­νο, που δικαιώ­νει στο έπα­κρο την κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα και τη μορ­φω­τι­κή επάρ­κεια της Άννε­κε Ιωαννάτου.

Η «ΕΙΣΑΓΩΓΗ», λοι­πόν, απο­τε­λεί ένα υπέ­ρο­χο, κατα­το­πι­στι­κό, διευ­κρι­νι­στι­κό, επε­ξη­γη­μα­τι­κό κεί­με­νο της μετα­φρά­στριας, με πάμπολ­λες ιστο­ρι­κές, εθνο­λο­γι­κές, κοι­νω­νιο­λο­γι­κές, γεω­γρα­φι­κές, πολι­τι­κές κ.ά. πλη­ρο­φο­ρί­ες, που δεν αφή­νουν κανέ­να «σκο­τει­νό» σημείο του μυθι­στο­ρή­μα­τος. Είναι εμφα­νές ότι η συντά­κτρια του κει­μέ­νου δεν έγρα­ψε πρό­χει­ρα και βια­στι­κά την «ΕΙΣΑΓΩΓΗ» της, αλλά αντι­θέ­τως μελέ­τη­σε την Ιστο­ρία της Ολλαν­δί­ας στην επο­χή της Αποι­κιο­κρα­τί­ας, της Ιστο­ρία της Ιάβας, της Ινδο­νη­σί­ας («Ολλαν­δι­κές Ινδί­ες» από το 17ο αι.), των Ινδιών, την εκδο­τι­κή πορεία του βιβλί­ου, τις αντι­δρά­σεις συγ­χρό­νων του συγ­γρα­φέα του, τις περι­πέ­τειες του χει­ρο­γρά­φου, τη δικα­στι­κή περι­πέ­τεια που ακο­λού­θη­σε κ.λπ. Περιέ­γρα­ψε δε με ικα­νό­τη­τα την ψυχο­γρα­φία των κεντρι­κών προ­σώ­πων του μυθι­στο­ρή­μα­τος, το οποίο ανή­κει, όπως σημειώ­νει, στην «ντο­κου­με­ντα­ρι­σμέ­νη λογο­τε­χνία».

Συγ­χαί­ρου­με την Άννε­κε Ιωαν­νά­του, που μας χάρι­σε ένα πολυ­σέ­λι­δο δια­φω­τι­στι­κό κεί­με­νο, το οποίο αφε­αυ­τού απο­τε­λεί γεγο­νός που την κατα­τάσ­σει στη στό­φα των μορ­φω­μέ­νων παλιών μαρ­ξι­στών, και μη, μετα­φρα­στών που μας πρό­σφε­ραν ποιο­τι­κούς προ­λό­γους στα μετα­φρα­σμέ­να έργα τους, σεβό­με­νοι τον ανα­γνώ­στη τους. Διό­τι, όπως είναι γνω­στό, ο μετα­φρα­στής δεν είναι δυνα­τό να είναι απλά και μόνο γλωσ­σο­μα­θής, αλλά συγ­χρό­νως, ένας λογο­τέ­χνης, καλός γνώ­στης και χει­ρι­στής της ελλη­νι­κής γλώσ­σας, ή ιστο­ρι­κός, ειδι­κός επι­στή­μο­νας, ανά­λο­γα με το είδος του έργου που καλεί­ται να μετα­φρά­σει. Η Άννε­κε Ιωαν­νά­του κατέ­χει, πέρα από την ολλαν­δι­κή γλώσ­σα (που είναι η μητρι­κή της), και την ελλη­νι­κή γλώσ­σα επαρ­κώς και αυτό πιστο­ποιεί­ται πρα­κτι­κά από τη θαυ­μά­σια μετά­φρα­ση του ολλαν­δι­κού κει­μέ­νου στην ελλη­νι­κή γλώσσα.

Συγ­χα­ρη­τή­ρια, επί­σης, στην Άννε­κε Ιωαν­νά­του που πρό­τει­νε τη μετά­φρα­ση και την επα­νέκ­δο­ση αυτού του δια­χρο­νι­κού κει­μέ­νου, το οποίο όμως τάρα­ξε τα λιμνά­ζο­ντα νερά του ολλαν­δι­κού κατε­στη­μέ­νου, πριν από 160 χρό­νια και δια­φώ­τι­σε και προ­βλη­μά­τι­σε τους φτω­χούς  Ολλαν­δούς για τα «επι­τεύγ­μα­τα» της άρχου­σας τάξης της χώρας της στις αποι­κί­ες, έτσι και σήμε­ρα αυτό το κεί­με­νο – μέσα από τη Λογο­τε­χνία και την Ιστο­ρία, καθώς και την Κοι­νω­νιο­λο­γία και την Πολι­τι­κή Οικο­νο­μία –κάτω από το φως του μαρ­ξι­σμού–, μπο­ρεί να προ­βλη­μα­τί­σει τους σύγ­χρο­νους συνέλ­λη­νες και να τους βοη­θή­σει να συνει­δη­το­ποι­ή­σουν ότι ο καπι­τα­λι­σμός και ο ιμπε­ρια­λι­σμός διε­θνώς είναι παντού και πάντο­τε ο ίδιος, εκμε­ταλ­λευ­τι­κός και απάν­θρω­πος και θα είναι μέχρι την ανα­τρο­πή του από τους εκμε­ταλ­λευό­με­νους. Ο συγ­γρα­φέ­ας multatuli (στα λατι­νι­κά σημαί­νει «υπέ­φε­ρα πολύ»), ψευ­δώ­νυ­μο του Έντουαρτ Ντά­ου­ες Ντέ­κερ (Eduard Douwes Dekker) (1820–1887), δεν ήταν φυσι­κά μαρ­ξι­στής. Ήταν, όμως, ένας οξυ­δερ­κής άνθρω­πος, ο οποί­ος διέ­θε­τε αν μη τι άλλο κοι­νω­νι­κή ηθι­κή και κρι­τι­κή πολι­τι­κή σκέ­ψη, ελλι­πή μεν από πολι­τι­κή, οικο­νο­μι­κή  και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή άπο­ψη, ικα­νή δε να καταγ­γεί­λει τη βρω­μιά και δυσω­δία του αποι­κια­κού εκμε­ταλ­λευ­τι­κού συστή­μα­τος της Ολλαν­δί­ας, που είχε τους ντό­πιους πολι­τι­κούς και διοι­κη­τι­κούς παρά­γο­ντες και τους εμπό­ρους και μεσί­τες καφέ και των δύο χωρών, ως συμ­μά­χους στην αχρεία «νόμι­μη» κατά τα άλλα (στην αστι­κή νομο­θε­σία) και με την επι­βο­λή των όπλων, βέβαια, όταν απαι­τού­νταν, επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τά τους.

Σημειω­τέ­ον ότι ο συγ­γρα­φέ­ας διο­ρί­στη­κε το 1856 ως αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης της περιο­χής του Λεμπάκ στη δυτι­κή Ιάβα. Με την πάρο­δο του χρό­νου κατά την άσκη­ση των καθη­κό­ντων του αντι­λή­φτη­κε τι ακρι­βώς συνέ­βαι­νε και με το ήθος που τον διέ­κρι­νε κατήγ­γει­λε, εις μάτην, τα γεγο­νό­τα. Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του: «Ο Ντέ­κερ, αρχι­κά, ως αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης, καταγ­γέλ­λει την αισχρή εκμε­τάλ­λευ­ση του λαού μέσω της απλή­ρω­της εργα­σί­ας, της ληστεί­ας ακό­μη και των ελά­χι­στων υπαρ­χό­ντων του και της προ­σφο­ράς δια­φό­ρων “υπη­ρε­σιών” προς όφε­λος του τοπι­κού ιθα­γε­νή ηγε­μό­να και του πολυά­ριθ­μου σογιού του, ανα­κα­λύ­πτο­ντας στην πορεία τη συνερ­γα­σία ξένων και ντό­πιων κυρί­αρ­χων. “Έτρω­γαν” οι ντό­πιοι ηγε­μό­νες, για να “τρώ­ει” και η Ολλαν­δία με το εμπό­ριο καφέ. Και, σε περι­πτώ­σεις τοπι­κών εξε­γέρ­σε­ων, τα ολλαν­δι­κά στρα­τεύ­μα­τα ήταν έτοι­μα με τις ξιφο­λόγ­χες τους για να σκο­τώ­νουν και να καί­νε χωριά.»

Κι ενώ συνει­δη­το­ποί­η­σε τη φύση του συστή­μα­τος και επέ­με­νε να το καταγ­γέλ­λει, «οι προ­σπά­θειές του να βγά­λει την αλή­θεια στο φως σκο­ντά­φτουν στη δια­φθο­ρά και τις ίντρι­κες.» Τον απέ­λυ­σαν από τη δου­λειά του, η οικο­γέ­νειά του φτώ­χυ­νε και επέ­στρε­ψαν ανα­γκα­στι­κά στην Ολλαν­δία. Έτσι, απο­φά­σι­σε να βγά­λει αυτό το υπέ­ρο­χο βιβλίο, που μετά από 160 χρό­νια έχου­με εμείς σήμε­ρα την ευκαι­ρία να δια­βά­ζου­με και παρ’ όλο που ανα­φέ­ρε­ται σε μιαν  άλλη επο­χή, εντού­τοις είναι ικα­νό να μας προ­βλη­μα­τί­σει σήμε­ρα και να οδη­γή­σει τη σκέ­ψη μας σε μιαν άλλη κατεύθυνση…

Το μυθι­στό­ρη­μα απο­τε­λεί­ται από 20 κεφά­λαια. Στα 5 πρώ­τα κεφά­λαια η υπό­θε­ση δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στην Ολλαν­δία, ενώ στα υπό­λοι­πα 15, στις Ολλαν­δι­κές Ινδί­ες και στην Ολλανδία.

Το μυθι­στό­ρη­μα συμπε­ρι­λαμ­βά­νει τρεις αφη­γη­τές: τον Μπα­τά­βους Ντρόχ­στο­πελ, μεσί­τη καφέ, τον Άγνω­στο αφη­γη­τή και τον Μουλ­τα­τού­λι, ψευ­δώ­νυ­μο του ίδιου του συγγραφέα.

Στη συνέ­χεια φαί­νε­ται ότι ο «μαντη­λο­φό­ρος» ψευ­δώ­νυ­μο που απο­δί­δει ο Ντρόχ­στο­πελ για έναν φίλο του και συμ­μα­θη­τή, ο Μαξ Χάβε­λα­αρ, αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης και ο Μουλ­τα­τού­λι είναι το ίδιο πρό­σω­πο. Ο συγ­γρα­φέ­ας αφιε­ρώ­νει το βιβλίο στη σύζυ­γό του, Τίνε, με μια εμφα­ντι­κή αφιέ­ρω­ση: «Εις την ΒΑΘΙΑ ΜΝΗΜΗ της ΕΒΕΡΝΤΙΝΕ ΟΥΜΠΕΡΤΕ ΒΑΡΩΝΗΣ ΤΟΥ ΒΕΙΝΜΠΕΡΧΕΝ της ΠΙΣΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ της ΗΡΩΙΚΗΣ, ΓΕΜΑΤΗΣ ΣΤΟΡΓΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ της ΕΥΓΕΝΟΥΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ».

Ο Ντόχ­στο­πελ είναι ένας «αξιο­σέ­βα­στος» αστός «ξύπνιος», στην καθο­μι­λου­μέ­νη γλώσ­σα και κοι­νή λαϊ­κή αντί­λη­ψη, άνθρω­πος, «διπλω­μά­της» και κατα­φερ­τζής, υπο­κρι­τής, ημι­μα­θής, σεμνό­τυ­φος, χωρίς καμία αισθη­τι­κή καλ­λιέρ­γεια και «θρή­σκος», προ­κει­μέ­νου να στρέ­ψει την κατά­στα­ση υπέρ των οικο­νο­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων του, το αντί­θε­το, δηλα­δή του χαρα­κτή­ρα, της ηθι­κής και της κοι­νω­νι­κής συμπε­ρι­φο­ράς του Χάβε­λα­αρ. Ο συγ­γρα­φέ­ας δημιουρ­γεί συνει­δη­τά δίπο­λα και αντι­θέ­σεις για να εφαρ­μό­σει τη δια­λε­κτι­κή ως τρό­πο ανά­λυ­σης κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κών φαι­νο­μέ­νων της επο­χής του και αιτία ανά­πτυ­ξης της κρι­τι­κής σκέ­ψης του ανα­γνώ­στη του. Άνθρω­πος δε που τζο­γά­ρει επί εικο­σα­ε­τία στο χρη­μα­τι­στή­ριο… «Επι­σκέ­πτε­ται το χρη­μα­τι­στή­ριο», υπο­στη­ρί­ζει ο ίδιος. Αυτό λέει πολλά…

Άλλα πρό­σω­πα, που εμπλέ­κο­νται στην υπό­θε­ση είναι: ο Σλέι­με­ρινγκ, περι­φε­ρειάρ­χης, ο Φριτς και Μαρί, παι­διά του Ντρόχ­στο­πελ, η δεσποι­νί­δα Μαντη­λο­φό­ρου, ο Στερν, οι Ρόζε­με­γερ, έμπο­ροι ζάχα­ρης, Μπά­στια­ανς, υπάλ­λη­λος του Ντρόχ­στο­πελ, Γάφ­ζε­χερ, βιβλιοπώλης/εκδότης, Μέι­ντε, κόρη μιας συγκα­τοί­κου του μαντα­το­φό­ρου,  ο Ντι­κλα­ρί, φρού­ραρ­χος στο Ράν­γκας-Μπέ­τουνγκ, ο Βερ­μπρέ­χε, ελεγ­κτής, ο έπαρ­χος του Λεμπάκ, Βίρα Κου­σού­μα, αρχη­γός του νομού Πάρανγκ-Κού­ντιανγκ κ.ά.

Ο συγ­γρα­φέ­ας έχει ταλέ­ντο στη δια­μόρ­φω­ση της μυθι­στο­ρη­μα­τι­κής πλο­κής (με μια «πολυ­ε­πί­πε­δη δομή», στο παρόν έργο του), δια­θέ­τει ευρη­μα­τι­κό­τη­τα, είναι προ­σι­τός στον ανα­γνώ­στη του, απευ­θυ­νό­με­νος σ’ αυτόν σε δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο, λες και συζη­τά απευ­θεί­ας μαζί του, με δει­κτι­κό ύφος κατά σημεία, χιου­μο­ρι­στι­κή διά­θε­ση, κρι­τι­κή ικα­νό­τη­τα. Είναι συναρ­πα­στι­κός, περι­γρα­φι­κός, με αφη­γη­μα­τι­κή δει­νό­τη­τα και εγκυ­κλο­παι­δι­κές γνώ­σεις οικο­νο­μί­ας, πολι­τι­κής, εμπο­ρί­ου κ.ο.κ. Έχει παρ­ρη­σία και δε διστά­ζει να πει τα πράγ­μα­τα με τ’ όνο­μά τους, άσχε­τα αν δυσα­ρε­στή­σει τους δυνα­τούς του χρή­μα­τος ή της πολι­τι­κής εξου­σί­ας. Γι’ αυτό είχε και τις ανα­με­νό­με­νες αντι­δρά­σεις και γι’ αυτό δέχτη­κε την ανά­λο­γη πολε­μι­κή απ’ αυτούς.

Δεν ασχο­λή­θη­κε, βέβαια, με τις αντι­κει­με­νι­κές αιτί­ες που γεν­νούν την αποι­κιο­κρα­τία, την εκμε­τάλ­λευ­ση, τις βρω­μιές του εμπο­ρί­ου στο καπι­τα­λι­στι­κό κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό σύστη­μα, γι’ αυτό για όλα τα κακώς κεί­με­να  της διοί­κη­σης τα απέ­δι­δε στην κακο­δια­χεί­ρι­ση, στις φυλε­τι­κές δια­κρί­σεις κ.ο.κ. Σημειώ­νει εύστο­χα η μετα­φρά­στρια: «Δεν είναι μόνο ο λευ­κός Ευρω­παί­ος που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται τον μελαμ­ψό ντό­πιο. Στην ίδια την Ευρώ­πη και ιδί­ως στην Ολλαν­δία, η μεγά­λη πλειο­νό­τη­τα του πλη­θυ­σμού της επο­χής εκεί­νης ήταν πάμ­φτω­χη, έρμαιο της εκμε­τάλ­λευ­σης απ’ την ντό­πια ολι­γαρ­χία, η οποία στις αποι­κί­ες συνα­σπι­ζό­ταν με την εκεί ολι­γαρ­χία για το συμ­φέ­ρον και των δυο τους. […] Ο απλός Ινδο­νή­σιος υπέ­φε­ρε από μια διπλή κατα­πί­ε­ση και… βάδι­ζε από λιμό σε λιμό. […] το βιβλίο στην επο­χή του τάρα­ξε τα νερά του ολλαν­δι­κού κατε­στη­μέ­νου, ενώ η πλειο­νό­τη­τα των φτω­χών μαζών δεν είχε ακό­μα ιδέα του τι γινό­ταν εκεί “μακριά στην Ανα­το­λή”.» Έτσι, ενώ έμα­θε το καθε­τί παρά­νο­μο και άδι­κο που συνέ­βαι­νε στην περιο­χή του και τους υπεύ­θυ­νους αυτής της κατά­στα­σης, άρχι­σε να ασκεί εξου­σία, που φυσι­κά ενο­χλού­σε… κάποιους.

Είναι αξιο­πρό­σε­κτες, επί­σης, οι προ­σω­πο­γρα­φί­ες του συγ­γρα­φέα για κάθε ήρωα του μυθι­στο­ρή­μα­τος, με ανα­λυ­τι­κή χαρα­κτη­ρο­λο­γία, με απο­τέ­λε­σμα να ψυχο­γρα­φεί επι­τυ­χώς τα πρό­σω­πα και να τα ζωντα­νεύ­ει, ιδιαί­τε­ρο προ­σόν του και τύχη για τον ανα­γνώ­στη. Ιδιαί­τε­ρη περί­πτω­ση, και δεν είναι η μόνη, η προ­σω­πο­γρα­φία του Χάβε­λα­αρ (σ. 74–77, με αρκε­τές ανα­φο­ρές και στις επό­με­νες σελί­δες), του οποί­ου την προ­σω­πι­κό­τη­τα και το χαρα­κτή­ρα σκια­γρα­φεί «στο περί­που», όπως γρά­φει και συνε­χί­ζει: «Λέω περί­που. Για­τί, αν ούτως ή άλλως είναι δύσκο­λο να περι­γρά­φεις κάποιον, αυτό ισχύ­ει περισ­σό­τε­ρο για την περι­γρα­φή ενός προ­σώ­που που παρεκ­κλί­νει πολύ από το απλό καθη­με­ρι­νό πρό­τυ­πο. Μάλ­λον γι’ αυτό οι μυθι­στο­ριο­γρά­φοι κάνουν τους ήρω­ές τους δια­βο­λι­κούς ή αγγε­λι­κούς. Το μαύ­ρο ή το άσπρο σκια­γρα­φεί­ται εύκο­λα, αλλά το πιο δύσκο­λο είναι να απο­δώ­σεις σωστά τις ενδιά­με­σες απο­χρώ­σεις, αν θέλεις  να παρου­σιά­σεις την αλή­θεια και, επο­μέ­νως, δεν μπο­ρείς να τη χρω­μα­τί­σεις ούτε με πολύ σκού­ρα ούτε με πολύ ανοι­χτά χρώ­μα­τα.»

Ο Μαξ Χάβε­λα­αρ δια­κρι­νό­ταν για το ήθος του, το ατο­μι­κό και κοι­νω­νι­κό, και τον χαρα­κτή­ρι­ζε τα αίσθη­μα της δικαιο­σύ­νης. Απε­χθά­νο­νταν την αδι­κία και την εκμε­τάλ­λευ­ση. Στή­ρι­ζε τους φτω­χούς ανθρώ­πους παντοιο­τρό­πως και πίστευε, μέσα από τη θρη­σκευ­τι­κή πίστη, ντυ­μέ­νη όμως με κοι­νω­νιο­λο­γι­κά στοι­χεία, έστω σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο, τα παρα­κά­τω: «γνω­ρί­ζω ότι ο Αλλάχ αγα­πά­ει το φτω­χό και ότι δίνει πλού­το σε όσους θέλει να δοκι­μά­σει. Αλλά στους φτω­χούς στέλ­νει εκεί­νον που μιλά­ει τη γλώσ­σα τους, ώστε ν’ απαλ­λα­γούν απ’ τη δυστυ­χία τους.» Ανα­λαμ­βά­νο­ντας δε τα καθή­κο­ντά του ως Περι­φε­ρειάρ­χης σε μια περιο­χή της αποι­κιο­κρα­τού­με­νης από τους Ολλαν­δούς Ιάβας, σε ομι­λία του προς τους υφι­στα­μέ­νους τους διε­ρω­τά­ται, μετα­ξύ άλλων, τα εξής: «Και δεν είναι όμορ­φο να σε στέλ­νουν για να ψάξεις τους κου­ρα­σμέ­νους που έμει­ναν πίσω μετά τη δου­λειά και λύγι­σαν στο δρό­μο, για­τί τα γόνα­τά τους δεν είχαν πια τη δύνα­μη να πάνε στον τόπο της αμοι­βής; Δε θα χαι­ρό­μουν ν’ απλώ­σω το χέρι σε όποιον έπε­φτε στο λάκ­κο και να δώσω ραβδί σε όποιον ανε­βαί­νει στα βου­νά; […]»

Στο Όγδοο Κεφά­λαιο του βιβλί­ου φανε­ρώ­νε­ται η ιδε­ο­λο­γία του για τα φτω­χά λαϊ­κά στρώ­μα­τα, θέτο­ντας ερω­τή­σεις ηθι­κού κοι­νω­νι­κού  χαρα­κτή­ρα για προ­βλη­μα­τι­σμό των ιθυ­νό­ντων, αλλά και ξεκα­θα­ρί­ζο­ντας προς όλους τον τρό­πο που θα διοι­κή­σει ο ίδιος ως Αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης. Ανα­φέ­ρου­με, ενδει­κτι­κά, ορι­σμέ­να απο­σπά­σμα­τα της ομι­λί­ας του: «Η ψυχή του ανθρώ­που δεν εξυ­ψώ­νε­ται απ’ την αμοι­βή, αλλά απ’ την εργα­σία που αξί­ζει την αμοι­βή.», «Πεί­τε μου, δεν είναι φτω­χός ο αγρό­της σας; Μήπως το ρύζι σας συχνά δεν ωρι­μά­ζει, για να τρέ­φει αυτούς που δεν το έχουν φυτέ­ψει; Δεν υπάρ­χουν πολ­λά στρα­βά στη χώρα σας;». Κατα­κε­ραυ­νώ­νει τη μετα­νά­στευ­ση λόγω κακής οργά­νω­σης, κακο­δια­χεί­ρι­σης και βιαιο­πρα­γιών της εξου­σί­ας: «πολ­λές φορές κάνα­με σφάλ­μα­τα και η περιο­χή μας είναι φτω­χή, επει­δή κάνα­με τόσα σφάλ­μα­τα. […] βρί­σκο­νται πολ­λοί που γεν­νή­θη­καν στη χώρα μας και μετά την εγκα­τέ­λει­ψαν. Για­τί ψάχνουν για δου­λειά μακριά απ’ τον τόπο που έθα­ψαν τους γονείς τους; […] Και εκεί στα βορειο­δυ­τι­κά, στα παρά­λια, βρί­σκο­νται πολ­λοί που θα έπρε­πε να είναι μαζί μας, αλλά εγκα­τέ­λει­ψαν το Λεμπάκ, για να περι­πλα­νώ­νται σε ξένες περιο­χές με μαχαί­ρι, σπα­θί και του­φέ­κι. Και σκο­τώ­νο­νται οικτρά, διό­τι εκεί υπάρ­χει μια κυβερ­νη­τι­κή εξου­σία που χτυ­πά­ει τους εξε­γερ­μέ­νους. (σ. κατά της ολλαν­δι­κής εξου­σί­ας)». Με θετι­κό και διπλω­μα­τι­κό πνεύ­μα χαρα­κτη­ρί­ζει όλους τους ηγέ­τες ως δίκαιους, αλλά τους δίνει μια δικαιο­λο­γία για να εφαρ­μό­σουν το δίκαιο, ότι δια­μέ­νουν μακριά από το φτω­χό λαό και την αδι­κία που επι­κρα­τεί σε βάρος του (γ.π. ο βασι­λιάς στην Ολλαν­δία, ο Κυβερ­νή­της στην πρω­τεύ­ου­σα της Ιάβα, ο Περι­φε­ρειάρ­χης και ο Έπαρ­χος, επί­σης ), «Και εγώ […] θα είμαι δίκαιος και καλός, θα εφαρ­μό­ζω το δίκαιο χωρίς φόβο και πάθος, θα είμαι ένας καλός “αντι­πε­ρι­φε­ρειάρ­χης”… και εγώ επι­θυ­μώ να επι­τε­λέ­σω το καθή­κον μου. […] Όμως, αν ανά­με­σά μας υπάρ­χουν άνθρω­ποι που παρα­με­λούν το καθή­κον τους για χάρη των κερ­δών, που ξεπου­λούν το δίκαιο για χρή­μα­τα ή που παίρ­νουν το βου­βά­λι απ’ το φτω­χό και παίρ­νουν τους καρ­πούς που ανή­κουν στους πει­να­σμέ­νους… ποιος θα τους τιμω­ρή­σει; […] να με θεω­ρεί­τε φίλο που θα σας βοη­θά­ει όπου μπο­ρεί, ιδιαί­τε­ρα εκεί που πρέ­πει να κατα­πο­λε­μη­θεί η αδι­κία.»

Θα παρα­τη­ρού­σε και θα κατέ­γρα­φε κάποιος πολ­λά ακό­μη θέμα­τα του μυθι­στο­ρή­μα­τος και θα τα σχο­λί­α­ζε ανά­λο­γα, για να επι­ση­μά­νει στον επί­δο­ξο ανα­γνώ­στη του αρκε­τά στοι­χεία που το καθι­στούν ενδια­φέ­ρον  και αξιόλογο.

Ένα βιβλίο που απο­τε­λεί «στην ουσία μια καταγ­γε­λία ενα­ντί­ον του αποι­κιο­κρα­τι­κού καθε­στώ­τος που ίσχυε τότε στην Ινδο­νη­σία και ιδί­ως των πολι­τι­κών και διοι­κη­τι­κών μηχα­νορ­ρα­φιών του, προ­κει­μέ­νου να δια­τη­ρεί­ται η υπο­δού­λω­ση του ντό­πιου πλη­θυ­σμού, συχνά σε αγα­στή συνερ­γα­σία με τους ιθα­γε­νείς ηγε­μό­νες», σημειώ­νει μετα­ξύ άλλων η Άννε­κε Ιωαν­νά­του. Ένα βιβλίο ευχά­ρι­στο κατά την ανά­γνω­ση, αλλά αρκε­τά πολύ­πλο­κο ως προς τη δομή του, με απρό­ο­πτα και ανα­τρο­πές, με καταγ­γελ­τι­κό λόγο, με πολ­λά ιστο­ρι­κά στοι­χεία βασι­σμέ­να επά­νω σε πραγ­μα­τι­κά πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις, αν και ο συγ­γρα­φέ­ας χρη­σι­μο­ποιεί για τους ήρω­ές του φαντα­στι­κά ονό­μα­τα. Ένα βιβλίο που πρέ­πει να δια­βα­στεί από κάθε φιλο­μα­θή αναγνώστη.

«Ο πικρός βίος του Μαξ Χάβε­λα­αρ, Μια ιστο­ρία εκμε­τάλ­λευ­σης στις αποι­κί­ες καφέ»

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο