Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο φασισμός – ναζισμός της “Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών”

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

1934, σαν σήμε­ρα: Ξεκι­νά στη Γερ­μα­νία το αιμα­τη­ρό τρι­ή­με­ρο που έμει­νε γνω­στό στην Ιστο­ρία ως “η Νύχτα των Μεγά­λων Μαχαι­ριών” και άνοι­ξε το δρό­μο του Χίτλερ προς την από­λυ­τη εξου­σία.

Ο ηγέ­της του Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος, δια­τά­ζει τις δολο­φο­νί­ες εκα­το­ντά­δων μελών του ίδιου του κόμ­μα­τος του, ισχυ­ρι­ζό­με­νος ότι επρό­κει­το να λάβουν μέρος σε πρα­ξι­κό­πη­μα ενα­ντί­ον του, δήθεν προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νου από τον Ερνστ Ρεμ, αρχη­γό των Ταγ­μά­των Εφό­δου (SA). Ο συνο­λι­κός αριθ­μός των θυμά­των δε δημο­σιεύ­θη­κε. Ο νέος αρχη­γός των SA, Βίκτορ Λού­τσε, είπε αργό­τε­ρα ότι εκτε­λέ­σθη­καν 81 άτο­μα. Σήμε­ρα υπο­λο­γί­ζε­ται ότι στις τρεις ημέ­ρες δολο­φο­νή­θη­καν 200.

Τη νύχτα 29–30 Ιου­νί­ου 1934, τα SS του Heinrich Himmler εισέ­βα­λαν αρχι­κά σε ένα ξενο­δο­χείο στο Bad Wiessee της Βαυα­ρί­ας, όπου βρί­σκε­ται σε εξέ­λι­ξη μια συνά­ντη­ση των SA (Ssault Squads), της ένο­πλης πολι­το­φυ­λα­κής του Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κού (μετέ­πει­τα Ναζι­στι­κού) Κόμ­μα­τος, που υπο­στή­ρι­ξε και βοή­θη­σε τον Χίτλερ για την άνο­δό του.

Sturmabteilung (Στούρ­μαμ­πταϊ­λουνγκ, Ες‑Α = Τάγ­μα­τα Εφό­δου) παρα­στρα­τιω­τι­κή οργά­νω­ση προ­σκεί­με­νη αρχι­κά στο Γερ­μα­νι­κό Εργα­τι­κό Κόμ­μα (DAP) και στη συνέ­χεια στη μετε­ξέ­λι­ξή του, στο Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα του Χίτλερ. Δολο­φο­νή­θη­καν επί­σης κι άλλοι που δεν είχαν σχέ­ση με την SA, μαζί με διά­φο­ρους αντί­πα­λοι του Χίτλερ.

Και τα δύο βίντεο “La nuit des longs couteaux” _παραγωγής 2020, είναι των Marie-Pierre Camus & Gérard Puechmorel (σενά­ριο Gérard Puechmorel -Guillaume Vincent) παί­ζουν Johann Chapoutot Fritz Georg Dreesen, David Gallo _με την όποια επι­φύ­λα­ξη για την πολι­τι­κή οπτι­κή τους

Είναι η αρχή μιας σφα­γής που αιμα­το­κύ­λη­σε τη Γερ­μα­νία για τρεις μέρες, η οποία έμει­νε στην ιστο­ρία με το όνο­μα Nacht der langen Messer _“Νύχτα των Μεγά­λων Μαχαι­ριών

Στο τέλος θα σκο­τω­θούν πάνω από 200 και θα συλ­λη­φθούν περισ­σό­τε­ροι από 1000. Μετα­ξύ αυτών και ο επι­κε­φα­λής της SA Ernst Röhm, ο οποί­ος αργό­τε­ρα σκο­τώ­θη­κε στη φυλα­κή. Τα σχέ­δια του Röhm, που θεω­ρή­θη­καν ανα­τρε­πτι­κά, εξα­πέ­λυ­σαν την οργή του Χίτλερ. Ο Βαυα­ρός διοι­κη­τής, φίλος και συνερ­γά­της του Φύρερ αρχι­κά, εξέ­φρα­σε την ιδέα να γίνει το SA η βάση ενός νέου στρα­τού και να τεθεί επι­κε­φα­λής του Υπουρ­γεί­ου Άμυ­νας. Μια ιδέα που οι άλλες τάξεις του στρα­τού απορ­ρί­πτουν σθεναρά.

Το 1934 η Γερ­μα­νία βρί­σκε­ται σε μια ιδιαί­τε­ρα “λεπτή” στιγ­μή. Ο πρό­ε­δρος φον Χίντεν­μπουργκ πεθαί­νει και ο Χίτλερ σκέ­φτε­ται να ενο­ποι­ή­σει τα γρα­φεία του προ­έ­δρου και του καγκελαρίου.

Είναι κατά­φω­ρη παρα­βί­α­ση του συντάγ­μα­τος της Βαϊ­μά­ρης και απαι­τεί­ται στρα­τιω­τι­κή υπο­στή­ρι­ξη για μια τέτοια επι­βο­λή. Μιας “Βαϊ­μά­ρης” _λένε οι αστοί και οι οπορ­του­νι­στές, , απο­κρύ­πτο­ντας επι­με­λώς τα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα της λε­γό­με­νης Novemberrevolution, που ξε­κί­νη­σε Νο­έμ­βριο του 1918 –ένα χρό­νο μετά τη Με­γά­λη Οκτω­βρια­νή Σο­σια­λι­στι­κή Επα­νά­στα­ση και τον Αύ­γου­στο του 1919 εκ­φυ­λί­στη­κε ως Δη­μο­κρα­τία της Βαϊ­μά­ρης –αφού έπνι­ξε στο αίμα τους Σπαρτα­κι­στές, την επα­να­στα­τι­κή εμπρο­σθο­φυ­λα­κή της ερ­γα­τι­κής τάξης, με αιχ­μή δό­ρα­τος τη δεξιά σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, που στην υπη­ρε­σία σω­τη­ρί­ας του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, δο­λο­φόνη­σε τη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ και τον Καρλ Λί­μπ­κνε­χτ. Οι στρα­τη­γοί, που με τη συναί­νε­σή τους επέ­τρε­ψαν στον Φύρερ να έρθει στην εξου­σία, εξα­κο­λου­θούν να έχουν τη δύνα­μη –θεω­ρη­τι­κά να τον συντρί­ψουν. Ο Χίτλερ τάχθη­κε αμέ­σως στο πλευ­ρό του στρα­τού ενά­ντια στον ευσε­βή πόθο του Röhm. Ο Χίτλερ πιθα­νό­τα­τα είχε ήδη απο­φα­σί­σει πριν και­ρό να αφή­σει τις ομά­δες επί­θε­σης να φύγουν από την πολι­τι­κή σκη­νή και άδρα­ξε την ευκαι­ρία της συνε­δρί­α­σης της SA για να διευ­θε­τή­σει το αποτέλεσμα.

Το κομμουνιστικό κόμμα Γερμανίας
απέναντι στην άνοδο του χιτλερισμού

Το ΚΚΓ και οι μαζι­κές του οργα­νώ­σεις στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του 1930 είχαν περί­που ένα εκα­τομ­μύ­ριο μέλη και είχε πάρει πάνω από έξι εκα­τομ­μύ­ρια ψήφους. Από τη 10ετία του 1920, με την προ­ο­πτι­κή μιας προ­λε­τα­ρια­κής επα­νά­στα­σης, είχε ανα­πτύ­ξει μια εντυ­πω­σια­κή πολι­τι­κο-στρα­τιω­τι­κή οργά­νω­ση που την διεύ­θυ­νε ο «Στρα­τιω­τι­κός Μηχα­νι­σμός», έχο­ντας τις αρμο­διό­τη­τες Γενι­κού Επι­τε­λεί­ου, Υπη­ρε­σί­ας Ασφα­λεί­ας και Πληροφοριών.

Η μυστι­κή αυτή οργά­νω­ση είχε στε­νές σχέ­σεις με τις υπη­ρε­σί­ες ασφα­λεί­ας του σοβιε­τι­κού κρά­τους (GPU και μετά τη NKVD) και με τον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς και ακρι­βέ­στε­ρα το λεγό­με­νο «West Büro» («Δυτι­κό Γρα­φείο») που διεύ­θυ­νε ο Γκ. Ντιμιτρόφ.

Η βάση του πολι­τι­κο-στρα­τιω­τι­κού κομ­μου­νι­στι­κού μηχα­νι­σμού ήταν μια μαζι­κή ένο­πλη οργά­νω­ση: Η Ενω­ση των μαχη­τών του Κόκ­κι­νου Αγω­νι­στι­κού Μετώ­που (RFB: Rotfront Kampferbund). Αυτή η οργά­νω­ση (και η οργά­νω­ση της Κόκ­κι­νης Νεο­λαί­ας), η οποία είχε πάνω από 100.000 μέλη, εκπαί­δευε στρα­τιω­τι­κά τα μέλη της, εξα­σφά­λι­ζε την προ­στα­σία των δια­δη­λώ­σε­ων και των δυνα­μι­κών απερ­γιών, εμπό­δι­ζε δυνα­μι­κά τους δικα­στι­κούς κλη­τή­ρες να κάνουν εξώ­σεις εργα­τι­κών οικο­γε­νειών, συγκρουό­ταν στο δρό­μο με τους ναζί. Η Κόκ­κι­νη Νεο­λαία απα­γο­ρεύ­τη­κε το 1929 και δρού­σε στη συνέ­χεια ως «Ενω­ση του Αγώ­να κατά του φασι­σμού», γνω­στή και ως «Ενω­ση Αντι­φά», έχο­ντας περί­που 250.000 οπαδούς.

Ανά­με­σα στα 1928 και 1933 οι S.A.1 πολ­λα­πλα­σί­α­σαν στις λαϊ­κές γει­το­νιές τις βάσεις τους, τις οποί­ες χρη­σι­μο­ποιού­σαν ταυ­τό­χρο­να και ως τόπους συνα­θροί­σε­ων, κέντρα προ­πα­γάν­δας και οινο­πω­λεία. Το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας απο­φά­σι­σε με μια επί­θε­ση να εξα­φα­νί­σει αυτούς τους χώρους και εξα­πέ­λυ­σε ενα­ντί­ον τους τις ομά­δες εφό­δου της «Ενω­σης Αντι­φά». Από το Δεκέμ­βρη του 1930 ως το Δεκέμ­βρη του 1931 αυτή η επί­θε­ση είχε ως απο­τέ­λε­σμα 79 νεκρούς ναζί και 103 νεκρούς μετα­ξύ των κομ­μου­νι­στών. Από τους κομ­μου­νι­στές, οι 51 είχαν σκο­τω­θεί από τους ναζί και σχε­δόν όλοι οι άλλοι από την αστυ­νο­μία της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής κυβέρ­νη­σης η οποία στο όνο­μα της δια­τή­ρη­σης της τάξης και της νομι­μό­τη­τας έτρε­χε να βοη­θή­σει τα ναζι­στι­κά κέντρα. Η επί­θε­ση ενα­ντί­ον αυτών των κέντρων των S.A. στα­μά­τη­σε ώστε να απο­φευ­χθεί η απα­γό­ρευ­ση του ΚΚ Γερ­μα­νί­ας μετά από την απα­γό­ρευ­ση του Κόκ­κι­νου Αγω­νι­στι­κού Μετώ­που.2

Δεν έχουν τέλος τα δημο­σιεύ­μα­τα ότι το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας με τον ακραίο του αγώ­να ενά­ντια στους σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες έστρω­σε το δρό­μο στον Χίτλερ. Η κομ­μου­νι­στι­κή ηγε­σία θεω­ρού­σε ότι ο αντι­φα­σι­στι­κός αγώ­νας περ­νού­σε μέσα από την εξά­λει­ψη της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής επιρ­ρο­ής στο προ­λε­τα­ριά­το, για­τί η επιρ­ροή αυτή το απο­μά­κρυ­νε από έναν πραγ­μα­τι­κά αντι­φα­σι­στι­κό και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό αγώ­να. Η ανά­λυ­ση αυτή είχε δύο προ­ϋ­πο­θέ­σεις: Η πρώ­τη ‑λαθε­μέ­νη- ήταν η πολύ δια­δε­δο­μέ­νη ιδέα την επο­χή εκεί­νη ότι το ναζι­στι­κό κίνη­μα δε θα μπο­ρού­σε να αντέ­ξει στη δοκι­μα­σία της εξου­σί­ας και ότι θα δια­λυό­ταν λόγω της ταυ­τό­χρο­νης εργα­τι­κής αντί­δρα­σης και των εσω­τε­ρι­κών του αντι­θέ­σε­ων.3

Η δεύ­τε­ρη προ­ϋ­πό­θε­ση όμως της ανά­λυ­σης του ΚΚΓ ήταν σωστή: Στη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία έλει­πε ολο­κλη­ρω­τι­κά η θέλη­ση να αντι­με­τω­πι­στεί ο χιτλε­ρι­σμός. Η νομι­μο­φρο­σύ­νη του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος (SPD) το οδη­γού­σε να μάχε­ται κατά των κομ­μου­νι­στών παρά ενα­ντί­ον των ναζί.

Ηταν ο διευ­θυ­ντής της αστυ­νο­μί­ας (της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής κυβέρ­νη­σης της Πρω­σί­ας), ο Τσορ­γκιε­βέλ, ο οποί­ος διέ­τα­ξε να πυρο­βο­λη­θεί η δια­δή­λω­ση των κομ­μου­νι­στών την Πρω­το­μα­γιά του 1929 στο Βερο­λί­νο, σκο­τώ­νο­ντας 33 δια­δη­λω­τές.

Στη συνέ­χεια ήταν ο Πρώ­σος σοσιαλ­δη­μο­κρά­της υπουρ­γός Εσω­τε­ρι­κών, ο Σέβε­ρινγκ, ο οποί­ος απα­γό­ρευ­σε το Κόκ­κι­νο Αγω­νι­στι­κό Μέτω­πο. Τον επό­με­νο χρό­νο οι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες επέ­τρε­ψαν την υιο­θέ­τη­ση του βαθιά κατα­σταλ­τι­κού «νόμου για την προ­στα­σία της Δημοκρατίας».

Οι κομ­μου­νι­στές δήμαρ­χοι δε νομι­μο­ποιού­νταν πλέ­ον στα καθή­κο­ντά τους και η αστυ­νο­μία έκλει­σε τα γρα­φεία του ΚΚ Γερ­μα­νί­ας. Το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα ψήφι­σε το άρθρο 48 ‑το οποίο θα έδι­νε από­λυ­τες εξου­σί­ες στον Χίτλερ- και πρω­το­στά­τη­σε στην επα­νε­κλο­γή το 1932 του στρα­τάρ­χη Χίντε­μπουργκ ο οποί­ος ονό­μα­σε τον Χίτλερ καγκε­λά­ριο (πρω­θυ­πουρ­γό) λίγους μήνες αργότερα.

Την ίδια πολι­τι­κή ακο­λού­θη­σαν οι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες και στη Γενι­κή Συνο­μο­σπον­δία Γερ­μα­νι­κών Συν­δι­κά­των ADGB, της οποί­ας η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή ηγε­σία πραγ­μα­το­ποί­η­σε μαζι­κούς απο­κλει­σμούς κομ­μου­νι­στών από τα συνδικάτα.

Στις 17 Ιού­λη του 1932 στην Αλτό­να, εργα­τι­κή συνοι­κία του Αμβούρ­γου, τα πολυ­βό­λα της αστυ­νο­μί­ας που διοι­κού­σε ο σοσιαλ­δη­μο­κρά­της Εγκερ­σταντ προ­σέ­τρε­ξαν σε βοή­θεια μιας ναζι­στι­κής δια­δή­λω­σης που απει­λού­νταν από μια κομ­μου­νι­στι­κή δια­δή­λω­ση. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν να σκο­τω­θούν 17 κομ­μου­νι­στές διαδηλωτές.

Τα γεγο­νό­τα αυτά έδι­ναν εξαι­ρε­τι­κή βαρύ­τη­τα στην ανά­λυ­ση που είχε κάνει ο Στά­λιν το 1924, σύμ­φω­να με την οποία «η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία είναι αντι­κει­με­νι­κά η μετριο­πα­θής πτέ­ρυ­γα του φασι­σμού […] οι δύο αυτές οργα­νώ­σεις δεν απο­κλεί­ουν η μια την άλλη, αντί­θε­τα, συμπλη­ρώ­νουν η μια την άλλη»4.

Συνο­ψί­ζο­ντας, η ηγε­σία του ΚΚΓ απέρ­ρι­πτε την ιδέα του αγώ­να απο­κλει­στι­κά ενα­ντί­ον των ναζί και θεω­ρού­σε ότι η ιδέα μιας συμ­μα­χί­ας «στην κορυ­φή» μετα­ξύ του ΚΚΓ και του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος Γερ­μα­νί­ας ήταν μια δεξιά παρέκ­κλι­ση. Η γραμ­μή του ΚΚΓ, η οποία προ­έ­βλε­πε αγώ­να σε δύο μέτω­πα, ταλα­ντευό­ταν μόνι­μα γύρω από μια κεντρι­κή αρχή, αυτή του «ενιαί­ου μετώ­που στη βάση».

Η αρχή αυτή συνο­ψι­ζό­ταν στην ένω­ση με τους σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες εργά­τες στα εργο­στά­σια και τις συνοι­κί­ες, με ταυ­τό­χρο­νο αγώ­να κατά των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών ηγε­σιών και οργα­νώ­σε­ων. Η πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυτής της πολι­τι­κής ήταν δύσκο­λη. Το ΚΚΓ, ό,τι κι αν έκα­νε, εξυ­πη­ρε­τού­σε «αντι­κει­με­νι­κά» είτε τους σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες είτε τους ναζί. Αυτοί οι τελευ­ταί­οι εκπρο­σω­πού­σαν την πιο μαύ­ρη αντί­δρα­ση, αλλά το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα ήταν απεί­ρως πιο δυνα­τό, κυρί­ως όμως ήταν στην εξου­σία. Ηταν οι δια­χει­ρι­στές του γερ­μα­νι­κού καπιταλισμού.

Ζητή­μα­τα όπως η συμ­με­το­χή σε ένα δημο­ψή­φι­σμα ‑που προ­ω­θού­σαν οι ναζί- ενα­ντί­ον της κυβέρ­νη­σης του κρά­τους της Πρω­σί­ας, εύκο­λο να κρι­θούν εκ των υστέ­ρων, απο­τε­λού­σαν την επο­χή εκεί­νη προ­βλή­μα­τα πολύ περί­πλο­κα και τόσο φορ­τι­σμέ­να με κιν­δύ­νους, που οδη­γού­σαν σε τρο­με­ρές συγκρού­σεις στους κόλ­πους της ηγε­σί­ας του ΚΚΓ.5

Το Γενά­ρη του 1933 οι ναζί παίρ­νουν την εξου­σία. Οι κομ­μου­νι­στές αντι­δρούν σε πολ­λές μεγά­λες πόλεις με απερ­γί­ες και δια­δη­λώ­σεις που αντι­με­τω­πί­στη­καν με αγριότητα.

Το Φλε­βά­ρη η αστυ­νο­μία εισέ­βα­λε στην έδρα του ΚΚ Γερ­μα­νί­ας, στο «Σπί­τι του Καρλ Λίμπ­κνεχτ» και έθε­σε το κόμ­μα εκτός νόμου.

Μόνο τη νύχτα της 27 προς 28 Φλε­βά­ρη μετά από τον εμπρη­σμό του Ράιχ­σταγκ, πιά­στη­καν 10.000 κομ­μου­νι­στές, ανά­με­σά τους ο μεγα­λύ­τε­ρος αριθ­μός μελών της Κεντρι­κής Επι­τρο­πής και τα δύο τρί­τα των μεσαί­ων στε­λε­χών. Λίγες εβδο­μά­δες αργό­τε­ρα θα φτά­σουν τους 20.000. Εξή­ντα στρα­τό­πε­δα, τριά­ντα ειδι­κά τμή­μα­τα στις κρα­τι­κές φυλα­κές, εξή­ντα κέντρα κρά­τη­σης άνοι­ξαν για να υπο­δε­χτούν όλους αυτούς. Σε κάθε συνοι­κία, σε κάθε κοι­νό­τη­τα, οι μικροί τοπι­κοί ναζί ηγέ­τες δια­μόρ­φω­σαν τη δική τους φυλα­κή, το δικό τους ιδιω­τι­κό κέντρο ατο­μι­κών βασα­νι­στη­ρί­ων, μέσα σε υπό­γεια ή σε εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­να εργο­στά­σια. Το χάος και οι κατα­χρή­σεις ήταν τέτοια ‑500 ως 600 άτο­μα δολο­φο­νή­θη­καν ή βασα­νί­στη­καν μέχρι θανά­του, οικο­γέ­νειες ληστεύ­τη­καν, δημό­σιοι υπάλ­λη­λοι που αρνή­θη­καν να συμ­με­τά­σχουν σε αυτές τις αθλιό­τη­τες συνε­λή­φθη­σαν, ξυλο­κο­πή­θη­καν, εξευ­τε­λί­στη­καν και υπέ­στη­σαν διά­φο­ρες άλλες ταπει­νώ­σεις- ώστε έγι­ναν αντι­κεί­με­νο του αγώ­να επιρ­ρο­ών μετα­ξύ των ναζί.

Τον Απρί­λη τα S.A. όφει­λαν να παρα­δώ­σουν τους κρα­του­μέ­νους τους στα Ες-Ες, τα οποία ανέ­πτυ­ξαν σε όλη τη Γερ­μα­νία ένα δίκτυο στρα­το­πέ­δων συγκέ­ντρω­σης έχο­ντας ως μοντέ­λο το Ντα­χά­ου. Στα στρα­τό­πε­δα αυτά εφαρ­μο­ζό­ταν ο τρό­μος με μεθο­δι­κό και μελε­τη­μέ­νο τρόπο…

Τον Ιού­νη τα Ες-Ες εγκαι­νιά­ζουν την πρα­κτι­κή να κρε­μούν τους απεί­θαρ­χους κρα­του­μέ­νους στο χώρο συγκέ­ντρω­σης μπρο­στά σε όλους τους κρα­του­μέ­νους, που όφει­λαν να είναι σε στά­ση προ­σο­χής. Το πρώ­το θύμα αυτής της πρα­κτι­κής ήταν ο κομ­μου­νι­στής εργά­της Εμίλ Μπαργκάτζκι.

Παρά το κύμα των συλ­λή­ψε­ων -ο Ερνεστ Τέλ­μαν, Γενι­κός Γραμ­μα­τέ­ας του ΚΚΓ πιά­στη­κε στις 3 Μάρ­τη στο Βερο­λί­νο σε ένα παρά­νο­μο δια­μέ­ρι­σμα του Κόμ­μα­τος- οι κομ­μου­νι­στές συνέ­χι­σαν να συγκρού­ο­νται ανοι­χτά με τους S.A., οι οποί­οι επω­φε­λού­νταν της ιδιό­τη­τάς τους ως βοη­θη­τι­κών αστυνομικών.

Η εφη­με­ρί­δα της Λοζά­νης «Gazette de Lausan» στις 2 Μάρ­τη έγρα­φε: «Μόνο οι κομ­μου­νι­στές αντι­στέ­κο­νται […] φυσι­κά ο αγώ­νας είναι άνι­σος, έχουν ενα­ντί­ον τους όλες τις δυνά­μεις του κρά­τους. Αλλά την έλλει­ψη μεγά­λου αριθ­μού ανα­πλη­ρώ­νουν το πάθος, ο φανα­τι­σμός: Μάχο­νται “δρό­μο με δρό­μο”».

Σ’ ένα μήνα, σύμ­φω­να με επί­ση­μες στα­τι­στι­κές, υπήρ­ξαν 62 νεκροί στις μάχες στους δρό­μους, ανά­με­σα στους οποί­ους 29 κομ­μου­νι­στές, 14 ναζί και 8 σοσια­λι­στές.6

Τα νού­με­ρα αυτά είναι πολύ κατώ­τε­ρα από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αρκεί να δια­βά­σει κανείς τις σελί­δες του Ριχάρ­δου Κρε­μπς, με το ψευ­δώ­νυ­μο Ζαν Βαλ­τέν, αφιε­ρω­μέ­νες στις μάχες του δρό­μου στο Αμβούρ­γο, για να κατα­λά­βει την ακραία βιαιό­τη­τα των συγκρού­σε­ων.7

Καθώς γινό­ταν αντι­λη­πτό κάθε μέρα ότι το ΚΚΓ έχα­νε, απο­φά­σι­σε να προ­ε­τοι­μα­στεί για παρά­νο­μη δρά­ση μεγά­λης διάρ­κειας. Είναι αυτήν τη στιγ­μή που πολ­λά μέλη ή οπα­δοί του Κόμ­μα­τος, δοκι­μα­σμέ­νοι και ταυ­τό­χρο­να ελά­χι­στα γνω­στοί, δέχτη­καν την υπό­δει­ξη να υπο­κρι­θούν ότι προ­σχω­ρούν στο ναζι­στι­κό κόμ­μα και να προ­ω­θή­σουν δου­λειά υπο­νο­μευ­τι­κή και από­σπα­σης πληροφοριών.

Με την άνο­δο των ναζί στην εξου­σία, το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα με τη συμπε­ρι­φο­ρά του επι­βε­βαί­ω­νε την ανά­λυ­ση του Κόμ­μα­τος, προ­τι­μώ­ντας τη συνεν­νό­η­ση από τη σύγκρου­ση. Έτσι οι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες αρνή­θη­καν να συμ­με­τά­σχουν στη γενι­κή αντι­χι­τλε­ρι­κή απερ­γία την επο­μέ­νη του χτυ­πή­μα­τος στο Ράιχ­σταγκ. Επρό­κει­το για από­φα­ση θεμε­λιώ­δη, για­τί στο προ­λε­τα­ριά­το πίστευαν ότι η γενι­κή απερ­γία μπο­ρού­σε να αντι­με­τω­πί­σει απο­φα­σι­στι­κά το δυνα­μι­κό χτύ­πη­μα των ναζί, όπως είχε αντι­με­τω­πί­σει το πρα­ξι­κό­πη­μα του ΚΑΠ το Μάρ­τη του 1920.

Από το Ημε­ρο­λό­γιο του Γκέ­μπελς φαί­νε­ται ότι οι ναζί φοβού­νταν αυτήν τη γενι­κή απερ­γία περισ­σό­τε­ρο απ’ οτι­δή­πο­τε άλλο. Η πρώ­τη συνε­δρί­α­ση του υπουρ­γι­κού συμ­βου­λί­ου του Χίτλερ ασχο­λή­θη­κε απο­κλει­στι­κά με την πιθα­νό­τη­τα αυτή. Το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα Γερ­μα­νί­ας στά­θη­κε ανί­κα­νο να εμπο­δί­σει τους βου­λευ­τές της Δεξιάς να παρα­χω­ρή­σουν στον Χίτλερ το πλε­ο­νέ­κτη­μα του άρθρου 48.

Οι βου­λευ­τές του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος και του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος είχαν την πλειο­ψη­φία, αλλά οι βου­λευ­τές του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος ήταν ήδη κατα­διω­κό­με­νοι, είχαν συλ­λη­φθεί, βασα­νι­στεί σύμ­φω­να με τους κατα­λό­γους της Αστυ­νο­μί­ας που είχαν ετοι­μά­σει οι σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες νομάρ­χες, ενώ οι βου­λευ­τές του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος συνέ­χι­ζαν τις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές συζη­τή­σεις. Για ν’ απο­φύ­γει την κρι­τι­κή των ναζί ότι είναι «κόμ­μα από το εξω­τε­ρι­κό», το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα Γερ­μα­νί­ας απο­χώ­ρη­σε από τη Σοσια­λι­στι­κή Διε­θνή και, μάλι­στα, το Μάη του 1933 ενέ­κρι­νε το πρό­γραμ­μα της εξω­τε­ρι­κής πολι­τι­κής των ναζί.8

Αν και πολ­λοί σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες ηγέ­τες οδη­γή­θη­καν στα στρα­τό­πε­δα ή στην εξο­ρία, πολ­λοί άλλοι συνερ­γά­στη­καν με τους ναζί ή παρέ­μει­ναν στις κρα­τι­κές θέσεις τους χωρίς να ενο­χλη­θούν καθό­λου. Για παρά­δειγ­μα, ο σοσιαλ­δη­μο­κρά­της υπουρ­γός Σέβε­ρινγκ απο­χώ­ρη­σε από την πολι­τι­κή, αλλά παρέ­μει­νε στη Γερ­μα­νία, δεχό­με­νος τη σύντα­ξη που του κατέ­βα­λε το νέο καθε­στώς. Ίδια ήταν η περί­πτω­ση του σοσιαλ­δη­μο­κρά­τη ηγέ­τη Νόσκε που είχε διευ­θύ­νει τη συντρι­βή των Σπαρ­τα­κι­στών και τη σφα­γή της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

Η ηγε­σία των Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών του Βίρ­τε­μπεργκ απο­φά­σι­σε την αυτο­διά­λυ­ση του κόμ­μα­τος και κάλε­σε τις κοι­νό­τη­τες που διοι­κού­νταν από το ΣΚΓ να «υπο­στη­ρί­ξουν τη Νέα Τάξη και την Εθνι­κή Επανάσταση».

Όταν το τμή­μα της εργα­τι­κής Σοσια­λι­στι­κής Νεο­λαί­ας του Βερο­λί­νου οργά­νω­σε παρά­νο­μη δρά­ση κι έκρυ­ψε τα χρή­μα­τα της οργά­νω­σης από τους ναζί, ο ηγέ­της της απαί­τη­σε να στα­μα­τή­σουν «αυτές τις παρά­νο­μες εξυ­πνά­δες». Στην περι­φέ­ρεια του Βερο­λί­νου-Βραν­δεμ­βούρ­γου τα ένο­πλα τμή­μα­τα (Σιδη­ρούν Μέτω­πο) της υπη­ρε­σί­ας τάξης του ΣΚΓ, που αριθ­μού­σαν 160.000 μέλη, δέχτη­καν την παρα­κά­τω εγκύκλιο:

Μας μένουν τρεις δυνατότητες:

Η χρη­σι­μο­ποί­η­ση των βίαιων μεθό­δων των κομ­μου­νι­στών. Αλλά είναι καθα­ρό στον κάθε σύντρο­φό μας ότι οι μέθο­δοι αυτές είναι εγκλη­μα­τι­κές και πρέ­πει να εγκαταλειφθούν.

Η απο­χή.

Η επι­δί­ω­ξη μιας συνερ­γα­σί­ας στο πλαί­σιο της καθη­με­ρι­νής ζωής.

Χρό­νια τώρα κρα­τά­με στην καρ­διά μας την πίστη στη Γερ­μα­νία. Να για­τί διεκ­δι­κού­με τη θέση μας στη νέα ζωή του γερ­μα­νι­κού κρά­τους και θα εργα­στού­με για εκεί­νο που η Γερ­μα­νία περι­μέ­νει από εμάς, δηλα­δή το καθή­κον μας.

Η διευ­θύ­νου­σα επι­τρο­πή δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται με τις αρμό­διες υπη­ρε­σί­ες σχε­τι­κά με τη δρα­στη­ριό­τη­τα της Ενω­σής  μας. Τα παρα­κά­τω σημεία είναι θεμε­λιώ­δη: Καλ­λιέρ­γεια της φιλί­ας. Βοή­θεια στους παλαιούς πολε­μι­στές. Μόρ­φω­ση της νεο­λαί­ας. Στρα­τιω­τι­κή προ­ε­τοι­μα­σία. Προ­σφο­ρά εθε­λο­ντι­κής εργασίας.

Όλες οι μαρ­τυ­ρί­ες βεβαιώ­νουν από τη μια την κομ­μου­νι­στι­κή αντί­στα­ση και από την άλλη τη σύγ­χυ­ση των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών μέσα από άρθρα στον Τύπο, όπως: «Η συμπε­ρι­φο­ρά των κομ­μου­νι­στών μπρο­στά στους αιμο­στα­γείς δικα­στές τους είναι άψο­γη και παρα­δειγ­μα­τι­κή, που δίνει την εντύ­πω­ση ότι αυτοί μόνον είχαν δεχτεί την εντο­λή να δια­τη­ρή­σουν την Αντί­στα­ση»9. Ή οι ανα­φο­ρές των μυστι­κών υπη­ρε­σιών: «Δια­πι­στώ­νου­με πάνω απ’ όλα ότι κανέ­νας ηγέ­της του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος δεν υπο­τά­χθη­κε μπρο­στά στην Εθνι­κή Επα­νά­στα­ση10. Oλοι τους είναι στη φυλα­κή ή δια­φεύ­γουν ή κρύ­βο­νται. Είναι κυρί­ως οι κομ­μου­νι­στές που γεμί­ζουν τα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης […] Κάποιοι έχουν φύγει στο εξω­τε­ρι­κό […] Η δυσκο­λία στην οποία βρί­σκο­νται τα στε­λέ­χη που παρέ­μει­ναν στις θέσεις τους, να κρύ­βο­νται και να δρουν παρά­νο­μα, περιο­ρί­ζει τη δρά­ση τους πάρα πολύ και είναι αμφί­βο­λο αν η δρά­ση τους αυτή θα μπο­ρέ­σει να παρα­τα­θεί για πολύ απέ­να­ντι στις έρευ­νες μιας αστυ­νο­μί­ας η οποία έχει ανα­πτυ­χθεί πολύ […] Εάν οι κομ­μου­νι­στές, οι οποί­οι το επα­να­λαμ­βά­νου­με έδει­ξαν ένα θάρ­ρος αδιαμ­φι­σβή­τη­το, υψη­λού βαθ­μού ως τον τελευ­ταίο Μάρ­τη, είναι ακό­μα εδώ, εύκο­λα μπο­ρεί να φαντα­στεί κανέ­νας μέχρι πού έφτα­σαν οι σοσια­λι­στές […] Δεν είχαν παρά να υπο­τα­χθούν ή να φύγουν όπως οι Μπρά­ουν, Γκρε­ζίν­σκι, Μπρει­τσχέιντ, Ντί­τμαν, Κίσπρεϊν, Νόσκε, Μπέρ­γκε­μαν, εκτός και αν πρό­σφε­ραν στο νέο καθε­στώς μια λίγο ή πολύ κρυ­φή προ­σχώ­ρη­ση όπως οι Λέι­παρτ, Γκρά­σμαν, Ταρ­νόβ, Βελς, Στά­μπ­φερ, Χίλ­φερ­ντιγκ»11.

Η συν­δι­κα­λι­στι­κή ηγε­σία των σοσιαλ­δη­μο­κρα­τών υπέ­κυ­ψε πολύ γρή­γο­ρα στους ναζί: Ο πρό­ε­δρός της έγρα­ψε στον Χίτλερ για να τον ενη­με­ρώ­σει ότι η Γενι­κή Συνο­μο­σπον­δία Γερ­μα­νι­κών Συν­δι­κά­των (ADGB) είχε δια­κό­ψει τις σχέ­σεις της με το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα Γερ­μα­νί­ας. Στις 20 του Μάρ­τη η ADGB δημο­σιεύ­ει ένα κατα­θλι­πτι­κό μανιφέστο:
«Οι συν­δι­κα­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις είναι η έκφρα­ση μιας αδιαμ­φι­σβή­τη­της κοι­νω­νι­κής ανά­γκης, ένα απα­ραί­τη­το τμή­μα της ίδιας της κοι­νω­νι­κής τάξης […] Σα συνέ­χεια της φυσι­κής τάξης πραγ­μά­των, όλο και περισ­σό­τε­ρο (σ.μ.: οι συν­δι­κα­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις) εισέρ­χο­νται στο κρά­τος. Ο κοι­νω­νι­κός σκο­πός των συν­δι­κά­των πρέ­πει να εκπλη­ρω­θεί, όποια και αν είναι η φύση του κρα­τι­κού καθε­στώ­τος […] Οι συν­δι­κα­λι­στι­κές οργα­νώ­σεις δεν ισχυ­ρί­ζο­νται ότι επι­θυ­μούν να επη­ρε­ά­σουν την πολι­τι­κή του κρά­τους. Το καθή­κον τους με αυτήν την έννοια δεν μπο­ρεί παρά να είναι να θέσουν στη διά­θε­ση της κυβέρ­νη­σης και της Βου­λής τις γνώ­σεις και τις εμπει­ρί­ες που έχουν στον τομέα αυτό».

Στις 22 Απρί­λη του 1933 η ADGB ανα­κοί­νω­σε ότι απο­χω­ρεί από τη Διε­θνή Συν­δι­κα­λι­στι­κή Ενω­ση. Η ADGB προ­σπά­θη­σε να ενω­θεί με τις οργα­νώ­σεις των επι­χει­ρή­σε­ων του ναζι­στι­κού κόμ­μα­τος (ΝSΒΟ), ώστε ν’ απο­τε­λέ­σουν ένα μονα­δι­κό συν­δι­κά­το, και συμ­με­τεί­χε στην Πρω­το­μα­γιά των ναζί. Αλλά αυτές οι συν­θη­κο­λο­γή­σεις δεν την έσω­σαν από τις απαγορεύσεις.

Το Εθνι­κο­σο­σια­λι­στι­κό Κόμ­μα παρέ­μει­νε μειο­ψη­φία στις εκλο­γές του Μάρ­τη του 1933, αλλά στη Βου­λή επω­φε­λή­θη­κε της υπο­στή­ρι­ξης που του πρό­σφε­ραν κόμ­μα­τα της Δεξιάς, ώστε να παρα­χω­ρη­θούν στον Χίτλερ πλή­ρεις εξου­σί­ες που προ­βλέ­πο­νταν από το άρθρο 48.
Έτσι η κατα­στο­λή διευ­ρύ­νε­ται προ­ο­δευ­τι­κά στους συν­δι­κα­λι­στές ‑τα S.A. κατέ­λα­βαν στις 2 Μάη του 1933 το κτή­ριο των συν­δι­κά­των και οι συλ­λή­ψεις άρχι­σαν από την επο­μέ­νη- στους Σοσιαλ­δη­μο­κρά­τες ‑το Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κό Κόμ­μα δια­λύ­θη­κε με νόμο στις 22 Ιού­νη του 1933- καθώς και στους Χρι­στια­νούς που αντι­τί­θο­νταν στην πολε­μο­κα­πη­λία και το ρατσι­σμό των ναζί.

Στις 23 του Μάη άρχι­σαν τα δικα­στή­ρια. Δύο κομ­μου­νι­στές ήταν οι πρώ­τοι που κατα­δι­κά­στη­καν σε θάνα­το από το νέο καθεστώς.
Τον Ιού­λη του 1933 δεκά­δες χιλιά­δες πέρα­σαν από τις φυλα­κές και ήδη υπο­λο­γί­ζο­νταν σε 27.000 οι πολι­τι­κοί κρα­τού­με­νοι στα στρα­τό­πε­δα συγκέ­ντρω­σης. Το Νοέμ­βρη οι συλ­λη­φθέ­ντες κομ­μου­νι­στές έφτα­σαν τους 60.000 και οι δολο­φο­νη­μέ­νοι τους 2.000.
Η ναζι­στι­κή κατα­στο­λή άφη­νε στους οπα­δούς του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, οι οποί­οι δεν μπό­ρε­σαν ή δε θέλη­σαν να εγκα­τα­λεί­ψουν τη Γερ­μα­νία, τρεις επι­λο­γές. Ορι­σμέ­νοι, απο­θαρ­ρυ­μέ­νοι από την τρο­με­ρή ήττα του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος, απο­μο­νω­μέ­νοι και φοβι­σμέ­νοι από την κρα­τι­κή τρο­μο­κρα­τία, εγκα­τέ­λει­ψαν τον αγώ­να. Μετα­ξύ αυτών ήταν και μια χού­φτα ηγε­τών, για­τί δεν μπό­ρε­σαν όλοι να παρα­κο­λου­θή­σουν τη ραγδαία εξέ­λι­ξη των γεγονότων.

Για παρά­δειγ­μα, τον Απρί­λη του 1933 η εφη­με­ρί­δα «Arbeiter Zeitung», όργα­νο του ΚΚΓ στο Σαρ, την περιο­χή αυτή που κατε­χό­ταν από τη Γαλ­λία από το 1919 ως το 1935, δημο­σί­ευε την παρα­κά­τω αγγε­λία: «Ο τομέ­ας του ΚΚΓ του Μπαντ-Παλα­τι­νά­του μας ζήτη­σε να δημο­σιεύ­σου­με την παρα­κά­τω δια­γρα­φή: Ο βου­λευ­τής στο Ράιχ­σταγκ Μπε­νε­ντομ-Κού­σελ, εγκα­τε­στη­μέ­νος από μερι­κές εβδο­μά­δες στο Σαρ και έχο­ντας δεχτεί από τον τομέα του τη δια­τα­γή να επι­στρέ­ψει στη Γερ­μα­νία, αδια­φό­ρη­σε στην πρό­σκλη­ση αυτή και δια­γρά­φη­κε από το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Γερ­μα­νί­ας για δει­λία μπρο­στά στον ταξι­κό εχθρό».

Ένας μικρός αριθ­μός μελών του ΚΚΓ συνερ­γά­στη­κε με το ναζι­στι­κό καθε­στώς, απλοί οπα­δοί της βάσης και συχνά μέλη που πρό­σφα­τα είχαν γίνει δεκτά στο κόμ­μα.12
Αλλά δεκά­δες χιλιά­δες κομ­μου­νι­στών υιο­θέ­τη­σαν στά­ση αντί­στα­σης. Συχνά η στά­ση αυτή ήταν μακριά από την οργα­νω­μέ­νη, παρά­νο­μη και απο­τε­λε­σμα­τι­κή δράση.

Οι δομές του κόμ­μα­τος είχαν κομ­μα­τια­στεί, τα στε­λέ­χη ήταν στις φυλα­κές ή εξό­ρι­στοι, οι οπα­δοί παρα­κο­λου­θού­νταν. Αλλά γρή­γο­ρα παρά­νο­μες οργα­νώ­σεις του κόμ­μα­τος ανα­συ­γκρο­τή­θη­καν, για να δια­λυ­θούν και πάλι να ανασυγκροτηθούν.

(με πλη­ρο­φο­ρί­ες από Τ. Ντε­μπρέντ, ΚΟΜΕΠ 2013 Τ.4)

Το κεί­με­νο απο­τε­λεί από­σπα­σμα από το βιβλίο του Βέλ­γου συγ­γρα­φέα Τ. Ντε­μπρέντ «Κομ­μου­νι­στι­κή Αντί­στα­ση στη Γερ­μα­νία 1933–1945» που μετα­φρά­στη­κε στα ελλη­νι­κά από τον Τρια­ντά­φυλ­λο Γεροζήση.

  1. Σ.μ.: Sturmabteilung (S.A.) είναι τα Τάγ­μα­τα Εφό­δου, παρα­στρα­τιω­τι­κή ομά­δα του Ναζι­στι­κού Κόμ­μα­τος, που ιδρύ­θη­καν το 1920.
  2. Nicos Poulantzas: «Fascisme et dictature: La troisième internationale face au fascisme», Editions Maspero, collection «Les textes à l’ appui», Paris, 1970, pp. 201–203. Αυτή η έγνοια, να δια­τη­ρη­θεί το νόμι­μο εκλο­γι­κό έδα­φος, συμ­φω­νού­σε με τη «νόμι­μη» γραμ­μή της Κομι­ντέρν των χρό­νων 1930 και δεν έγι­νε αντι­κεί­με­νο επα­νε­κτί­μη­σης. Στη ΧΙΙΙ Ολο­μέ­λεια της Κομι­ντέρν το Νοέμ­βρη-Δεκέμ­βρη του 1933 ακό­μα ο Μανου­ΐλ­σκι απα­ντού­σε στους ξένους κομ­μου­νι­στές που έκα­ναν κρι­τι­κή στο ΚΚ Γερ­μα­νί­ας για τη μικρή του αντί­στα­ση ότι: «Εάν το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας είχε αρχί­σει ένο­πλο αγώ­να κατά του Χίτλερ θα είχε πέσει στην προβοκάτσια».
  3. Αυτές οι αντι­θέ­σεις ξέσπα­σαν για τα καλά. Τα S.A., που μιλού­σαν για «δεύ­τε­ρη αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση», θα εκκα­θα­ρι­στούν από το καλο­καί­ρι του 1933 και καθώς οι εκκα­θα­ρί­σεις αυτές δεν αρκού­σαν, ο Χίτλερ διέ­τα­ξε τη «Νύχτα των μεγά­λων μαχαι­ριών», όπου οι Ες-Ες κατά­σφα­ξαν εκα­το­ντά­δες μέλη των S.A., αρχί­ζο­ντας από τους αρχη­γούς τους Ρεμ, Γκρέ­γκορ Στρά­σερ, Ερνστ και άλλους.
  4. Σε ένα άρθρο του το Σεπτέμ­βρη του 1924 με τίτλο «Σχε­τι­κά με τη διε­θνή κατά­στα­ση», ο Στά­λιν ορί­ζει τη σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία ως τη «μετριο­πα­θή πτέ­ρυ­γα του φασι­σμού», όπου λαν­σά­ρει τη διά­ση­μη δια­τύ­πω­ση: «Η σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία είναι ο δίδυ­μος αδελ­φός του φασι­σμού». Η ανά­λυ­ση αυτή παρου­σιά­ζε­ται γενι­κά ως ένα από τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια του στα­λι­νι­σμού, ενώ έχει γίνει λίγο πριν το θάνα­το του Λένιν. Από τις 9 Γενά­ρη του 1924, σύμ­φω­να με πρό­τα­ση του Προ­ε­δρεί­ου της Κομι­ντέρν, «οι ηγέ­τες της σοσιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας δεν είναι παρά ένα κομ­μά­τι του φασι­σμού που καλύ­πτε­ται πίσω από τη μάσκα του σοσια­λι­σμού» (Τα μαθή­μα­τα των γεγο­νό­των της Γερ­μα­νί­ας). Κάτι που θα ανα­πτύ­ξει ο Ζινό­βιεφ στην ανα­φο­ρά του στο 5ο Συνέ­δριο με τίτλο «Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία, μια πτέ­ρυ­γα του φασισμού».
  5. Cf. Pierre Broué: «Histoire de l’ lnternationale Communiste 1919–1943», Librairie Arthèmes Fayard, Paris 1997, pp. 530–531. Οι Τέλ­μαν και Νόι­μαν στο θέμα αυτό ήρθαν στα χέρια σε συνε­δρί­α­ση της ολο­μέ­λειας του Πολι­τι­κού Γρα­φεί­ου. Ο απο­κλει­σμός της ομά­δας Νόυ­μαν στα τέλη του 1932 δεν τερ­μά­τι­σε τους δισταγμούς.
  6. Cf.Gilbert Badia: «Histoire de I’ AlIemagne contemporaine- Tome sécond: 1933–1962», éditions sociales, Paris 1962, ρ.14. Τα έργα του Badia είναι τα μόνα που παρα­χω­ρούν μια αξιο­πρε­πή θέση στην κομ­μου­νι­στι­κή αντίσταση.
  7. Jan Valtin: «Sans patrie ni frontières», éditions Actes Sud, collection Babel, Arles 1997, pp. 478 et suivantes. Τo βιβλίο αυτό πρέ­πει να δια­βα­στεί με επι­φύ­λα­ξη. Ο συγ­γρα­φέ­ας του πραγ­μα­τι­κά ανή­κε στον παρά­νο­μο μηχα­νι­σμό της Κομι­ντέρν, με τον οποίο ήρθε σε σύγκρου­ση όταν δέχτη­κε τη δια­τα­γή να επι­στρέ­ψει στο Αμβούρ­γο για ν’ ανα­διορ­γα­νώ­σει το δίκτυο της Διε­θνούς των ναυ­τι­κών και των λιμε­νερ­γα­τών. Πιά­στη­κε, βασα­νί­στη­κε, κατέ­δω­σε αυτούς που τον φιλο­ξε­νού­σαν κι έγι­νε πρά­κτο­ρας της Γκε­στά­πο — χωρίς δια­τα­γή της Κομι­ντέρν, όπως ισχυ­ρί­ζε­ται για να δικαιο­λο­γη­θεί. Καθώς απο­φα­σί­στη­κε η εκτέ­λε­σή του από την NKVD και από την υπη­ρε­σία ασφα­λεί­ας της Κομι­ντέρν «S‑Apparat», ο Κρε­μπς κατέ­φυ­γε στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες το 1937. Εχει εκδο­θεί μια βιο­γρα­φία του Ριχάρ­δου Κρε­μπς: Ernst Von Waldenfels: Der Spion, der aus Deutschland kam: Das geheime Leben» des Seemanns Richard Krebs, Aufbau Verlag, Berlin 2002.
  8. Σ’ αυτήν τη ψηφο­φο­ρία τo κοι­νο­βου­λευ­τι­κό κομ­μά­τι του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος είχε περιο­ρι­στεί σε 60 βου­λευ­τές επί 129, 18 βου­λευ­τές ήταν στη φυλα­κή, άλλοι ήταν στην εξο­ρία στο εξω­τε­ρι­κό ή είχαν θελη­μα­τι­κά απο­συρ­θεί από την πολι­τι­κή και συνταξιοδοτηθεί.
  9. Cité par Gilbert Badia, Histoire de I’ AlIemagne contemporaine, op.cit. p.59.
  10. Μόνο ένας από τους 422 ηγέ­τες του ΚΚ Γερ­μα­νί­ας θα λιγο­ψυ­χή­σει. Ο Ερνεστ Τόρ­γκλερ ήταν συγκα­τη­γο­ρού­με­νος του Ντι­μι­τρόφ στην περί­φη­μη δίκη της Λει­ψί­ας. Υπέ­φε­ρε από βαθιά κατά­θλι­ψη στη διάρ­κεια της δίκης και είχε υιο­θε­τή­σει ατο­μι­κή γραμ­μή άμυ­νας, αρνού­με­νος και θεω­ρώ­ντας «αυτο­κτο­νι­κή» την υπό­δει­ξη του Κόμ­μα­τος να κατη­γο­ρη­θούν οι ναζί για τον εμπρη­σμό του Ράιχ­σταγκ. Δια­γρά­φη­κε από το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας το 1935, απο­φυ­λα­κί­στη­κε το 1936, έγι­νε εμπο­ρι­κός αντι­πρό­σω­πος ως την έναρ­ξη του πολέ­μου, στη διάρ­κεια του οποί­ου δέχτη­κε μια θέση σε κάποιο υπουρ­γείο. Τέλειω­σε τη ζωή του στη Δυτι­κή Γερ­μα­νία… ως μέλος του Σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος. Cf Gilbert Badia: «Feu au Reichstag — L’ acte de naissance du régime nazi», Editions Sociales, collection Problèmes, Paris, 1983, pp. 245–248.
  11. Ανα­φο­ρά της υπη­ρε­σί­ας πλη­ρο­φο­ριών της 18 Μάη του 1933 (J.C.5.A. 4509) που ξέθα­ψε η ιστο­ρι­κός Annie Lacroix-Riz.
  12. Το 1932 το ΚΚ Γερ­μα­νί­ας έβγαι­νε από μια περί­ο­δο εκκα­θα­ρί­σε­ων. Το 4–5% των μελών του ήταν στο Κόμ­μα από την ίδρυ­σή του ‑δώδε­κα χρό­νια πριν- και πάνω από 40% λιγό­τε­ρο από ένα χρόνο.

Η τάξη βα­σι­λεύ­ει στο Βερολίνο!

«Ηλί­θιοι δή­μιοι! Η “τάξη” σας είναι χτι­σμέ­νη πάνω στην άμμο. Αύριο η επα­νά­στα­ση θα υψω­θεί ξανά και βρο­ντώ­ντας τα όπλα της με τις σάλ­πιγ­γες να αντη­χούν θα αναγ­γεί­λει προ­κα­λώ­ντας σας τρόμο: Ich war, ich bin, ich werde sein! ΗΜΟΥΝ, ΕΙΜΑΙ, ΘΑ ΕΙΜΑΙ!».

Η θεω­ρη­τι­κή της κλη­ρο­νο­μιά όπως τη δια­τυ­πώ­νει ο Β. Ι. Λένιν το 1922:

«… οι αετοί μπο­ρεί καμιά φορά να πετά­ξουν και χαμη­λό­τε­ρα από τις κότες, μα οι κότες δεν μπο­ρούν να πετά­ξουν ποτέ στα ύψη που πετάν οι αετοί. Η Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ έπε­σε έξω στο ζήτη­μα της ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Πολω­νί­ας, έπε­σε έξω το 1903 στην εκτί­μη­ση του μεν­σε­βι­κι­σμού, έπε­σε έξω όταν τον Ιού­λη 1914, μαζί με τους Πλε­χά­νοφ, Βαντερ­βέλ­νε Κάου­τσκι κά. υπε­ρά­σπι­ζε την ένω­ση των μπολ­σε­βί­κων με τους μεν­σε­βί­κους, έπε­σε έξω σ’ αυτά που έγρα­ψε στη φυλα­κή το 1918 (η ίδια μάλι­στα, όταν βγή­κε από τη φυλα­κή στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919, διόρ­θω­σε ένα μεγά­λο μέρος των λαθών της).

Μα, παρά τα λάθη της αυτά ήταν και παρα­μέ­νει ένα αετός και όχι μόνο η μνή­μη της θα είναι πάντα ιερή για τους κομ­μου­νι­στές όλου του κόσμου, μα και η βιο­γρα­φία της και η πλή­ρης συλ­λο­γή των έργων της (τα οποία πολύ τα καθυ­στε­ρούν οι Γερ­μα­νοί κομ­μου­νι­στές και που ως ένα βαθ­μό δικαιο­λο­γού­νται από τον αφά­ντα­στο αριθ­μό των θυμά­των που έχουν και από το σκλη­ρό αγώ­να που κάνουν) θα είναι ένα διδα­κτι­κό­τα­το μάθη­μα, που θα δια­παι­δα­γω­γεί πολ­λές γενιές κομ­μου­νι­στών σε όλο τον κόσμο.

«Η γερ­μα­νι­κή σοσιαλ­δη­μο­κρα­τία, ύστε­ρα από τις 4 Αυγού­στου 1914, είναι ένα πτώ­μα που βρω­μά» – μ’ αυτό το από­φθεγ­μα της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ θα συν­δε­θεί το όνο­μά της στην Ιστο­ρία του παγκό­σμιου εργα­τι­κού κινή­μα­τος. Και στο σκου­πι­δα­ριό του εργα­τι­κού κινή­μα­τος, ανά­με­σα σε σωρούς κοπριάς, οι κότες σαν τον Παούλ Λεβί, τον Σάι­ντεν­μαν, τον Κάου­τσκι και όλη αυτή την παρέα, θα εκδη­λώ­σουν φυσι­κά το μεγά­λο θαυ­μα­σμό τους στα λάθη της μεγά­λης κομ­μου­νί­στριας. Ο καθέ­νας κάνει ό,τι μπο­ρεί»
(Λένιν: «Σημειώ­σεις ενός δημο­σιο­λό­γου», «Άπα­ντα» τόμ. 44 σελ. 421 – 422)

Η «κόκ­κι­νη Ρόζα» συνή­θως κρί­νε­ται από τους αστούς «ερμη­νευ­τές» του έργου της κατά το δοκούν, απο­μο­νώ­νο­ντας τσι­τά­τα χρο­νι­κά και λεκτι­κά, ακό­μη και μια ξεχω­ρι­στήασή­μα­ντη πρό­χει­ρη σημεί­ω­ση. Μετα­ξύ αυτών εξέ­χου­σα θέση η «Freiheit der Andersdenkenden»  / «Freiheit ist immer die Freiheit der Andersdenkenden»«Η ελευ­θε­ρία είναι πάντα η ελευ­θε­ρία εκεί­νων που σκέ­φτο­νται δια­φο­ρε­τι­κά»

Αν περ­πα­τή­σει κανείς τη  Rosa-Luxemberg-Platz του Βερο­λί­νου, θα δει τη φρά­ση με ορει­χάλ­κι­να γράμ­μα­τα στην πλευ­ρά των πεζο­δρο­μί­ων, που δεσπό­ζει και στο μνη­μείο του Zwickau ενώ «αρι­στε­ρά» κόμ­μα­τα και ιδρύ­μα­τα, όπως το Volksbühne ebendort, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τη φρά­ση στο Facebook κλπ ΜΚΔ τον Ιαν-2019, ανα­φο­ρι­κά με τη δολο­φο­νία της πριν από εκα­τό χρό­νια. H επι­κε­φα­λής της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής ομά­δας του Linkspartei, η Sahra Wagenknecht , την παρα­θέ­τει τακτι­κά λέγο­ντας ότι οι λίγες αυτές λέξεις απο­τε­λούν την ταυ­τό­τη­τα της Λού­ξε­μπουργκ που «ήταν δημο­κρα­τι­κή -“durch und durch” μέχρι θανά­του» (sic!), ενώ στην πρό­σφα­τα δημο­σιευ­μέ­νη (αστι­κό best seller), βιο­γρα­φία της (Rosa Luxemburg Ein Leben), ο ιστο­ρι­κός Ernst Piper, χαρα­κτή­ρι­σε τη φρά­ση «αναμ­φι­σβή­τη­τα το πιο διά­ση­μο από­σπα­σμα από το έργο της Rosa Luxemburg». Αντί­θε­τα ‑πιο έντι­μη η Die Welt παρα­δέ­χε­ται πως «δεν υπάρ­χει κανέ­να τσι­τά­το από τη γερ­μα­νι­κή σύγ­χρο­νη ιστο­ρία που να έχει παρερ­μη­νευ­θεί πιο βάναυ­σα» …χαρα­κτη­ρί­ζο­ντάς τη Rosa σαν «επα­να­στά­τρια χωρίς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη» για μια «δικτα­το­ρία του προ­λε­τα­ριά­του», που υπο­στή­ρι­ζε καθα­ρά ότι η βου­λή, η (αστι­κή) εθνο­ο­συ­νέ­λευ­ση είναι «ένα απο­λει­φά­δι των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων, ένα τσό­φλι χωρίς περιε­χό­με­νο, ένα υπό­βα­θρο των επο­χών των μικρο­α­στι­κών ψευ­δαι­σθή­σε­ων του «μερι­κού λαού» (einigen Volk), της “ελευ­θε­ρί­ας, ισό­τη­τας και αδελ­φο­σύ­νης” του αστι­κού κράτους».

Στις 7‑Ιαν-1919 (μια βδο­μά­δα πριν τη δολο­φο­νία της) έβα­λε ως εξής το θέμα της εξου­σί­ας: «να αφο­πλι­στεί η αντε­πα­νά­στα­ση, να οπλι­στούν οι μάζες, για μια εξου­σία μπολ­σε­βί­κωντίπο­τε λιγό­τε­ρο».

Η «δη­μο­κρα­τία» της Βαϊ­μά­ρης κα­τά­φε­ρε να «επι­ζή­σει» – σ’ ένα διαρ­κώς αντι­φα­τι­κό πο­λι­τι­κό τοπίο για δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια (1919–1933), την ίδια πε­ρί­ο­δο που ήταν θέ­α­τρο ση­μα­ντι­κής άν­θη­σης των τε­χνών, ώστε πολ­λοί μί­λη­σαν για «Βαϊ­μα­ρι­κή Ανα­γέν­νη­ση» που αγκά­λια­σε όλες τις τέ­χνες συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και αυτής του κι­νη­μα­το­γρά­φου, που ήταν ακό­μα στην αρχή της ανά­πτυ­ξής του, με κυ­ρί­αρ­χο ρεύ­μα τον εξ­πρε­σιο­νι­σμό, στην ποί­η­ση, το θέ­α­τρο, το σι­νε­μά και φυ­σι­κά την ζωγραφική.

Ο Rainer [Maria] Rilke, με πε­ρισ­σό­τε­ρα από 400 ποι­ή­μα­τα (Les Cahiers de [τα τε­τρά­δια, οι ση­μειώ­σεις του] Malte Laurids Brigge Sonetti a Orfeo Le livre d’heures ‑το βι­βλίο των Ωρών, και οι Ελε­γεί­ες του Ντουί­νο). Έγρα­ψε επί­σης και ο Στέ­φαν Γκε­όρ­γκε ήταν οι δύο τηλαυ­γείς φάροι της ποί­η­σης στη δε­κα­ε­τία του ’20.

Την ίδια δε­κα­ε­τία ο Μπρε­χτ ανέ­βα­σε την «Όπε­ρα της πε­ντά­ρας», ο Άλ­φρεντ Ντέ­μπλιν έγρα­ψε το «Μπερ­λίν Αλε­ξά­ντερ­πλατς», ο Τόμας Μαν κέρ­δι­σε το βρα­βείο Νό­μπελ Λογοτεχνί­ας για το μυ­θι­στό­ρη­μά του «Το μα­γι­κό βουνό».

Ο Γκέ­οργκ Γκροτς μα­στί­γω­νε την πα­ρακ­μή της αστι­κής τάξης.

Ο Μαξ Μπέκ­μαν ει­κο­νο­γρα­φού­σε τη φρί­κη του πο­λέ­μου και ο Κούρτ Του­χόλ­σκυ ρω­τού­σε τον Ρίλ­κε : «έτρε­μες ποτέ από το κρύο σε μια σο­φί­τα;», χλευά­ζο­ντας την επι­τή­δευ­σή του και την εξε­ζη­τη­μέ­νη λε­πτο­λο­γία του. Οι Ερνστ Τόλερ και Γκέ­οργκ Κάι­ζερ, από τους επιφανέ­στε­ρους θε­α­τρι­κούς συγ­γρα­φείς, ανέ­βα­ζαν τα κραυ­γα­λέα εξ­πρε­σιο­νι­στι­κά τους δράματα.

Ο Φριτς Λανγκ γύ­ρι­ζε τη «Μη­τρό­πο­λη» και ο Ρό­μπερτ Βήνε «Το ερ­γα­στή­ρι του Δρα. Καλιγκάρι».

Ενώ στη μου­σι­κή ο Άρ­νολντ Σέν­μπεργκ επε­ξερ­γα­ζό­ταν το επα­να­στα­τι­κό δωδε­κα­φθογ­γι­κό του σύστημα.

The Damned _La caduta degli dei, η πτώ­ση των θεών, ται­νία 1969

Μια εξαί­σια ιστο­ρι­κή δρα­μα­τι­κή ται­νία σε σκη­νο­θε­σία και σενά­ριο από τον Luchino Visconti και με πρω­τα­γω­νι­στές τους Dirk Bogarde, Ingrid Thulin, Helmut Berger, Helmut. Griem, Umberto Orsini, Charlotte Rampling, Florinda Bolkan, Reinhard Kolldehoff και Albrecht Schönhals (τελευ­ταία του ται­νία). Δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στη Γερ­μα­νία της δεκα­ε­τί­ας του 1930, η ται­νία επι­κε­ντρώ­νε­ται στους Έσσεν­μπεκ, μια πλού­σια οικο­γέ­νεια βιο­μη­χά­νων, που έχει αρχί­σει να συνερ­γά­ζε­ται με το Ναζι­στι­κό Κόμ­μα και της οποί­ας ο ανή­θι­κος και αστα­θής κλη­ρο­νό­μος, Μάρ­τιν (ο Χ. Μπέρ­γκερ στον breakthrough ρόλο του), είναι μπλεγ­μέ­νος στις μηχα­νορ­ρα­φί­ες της. Βασί­ζε­ται στην γνω­στή οικο­γέ­νεια στή­ριγ­μα των ναζί και του Χίτλερ Krupp από το Έσσεν (χαλυ­βουρ­γία).

Η ται­νία έλα­βε ευρεία ανα­γνώ­ρι­ση από τους κρι­τι­κούς, αλλά αντι­με­τώ­πι­σε επί­σης δια­μά­χες με αφορ­μή το σεξουα­λι­κό της περιε­χό­με­νο, συμπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων απει­κο­νί­σε­ων ομο­φυ­λο­φι­λί­ας, παι­δε­ρα­στί­ας, βια­σμού και αιμο­μι­ξί­ας _κάτι που στους κύκλους της αρι­στο­κρα­τί­ας ήταν μερο­δού­λι-μερο­φάι. Στις Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες, η ται­νία λογο­κρί­θη­κε (βαθ­μο­λο­γία Χ από το MPAA και μειώ­θη­κε σε ένα πιο εμπο­ρεύ­σι­μο R μόνο μετά από περι­κο­πές “προ­σβλη­τι­κών πλάνων”).

Ο Βισκό­ντι κέρ­δι­σε το Nastro d’Argento Καλύ­τε­ρης Σκη­νο­θε­σί­ας και προ­τά­θη­κε για Όσκαρ Καλύ­τε­ρου Πρω­τό­τυ­που Σενα­ρί­ου με τους συν-σενα­ριο­γρά­φους του, ενώ ο Χέλ­μουτ Μπέρ­γκερ έλα­βε υπο­ψη­φιό­τη­τα για Χρυ­σή Σφαί­ρα σαν πλέ­ον υπο­σχό­με­νος πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νος ηθο­ποιός. Η ται­νία κέρ­δι­σε το Golden Peacock (Καλύ­τε­ρης ται­νί­ας) στο 4ο Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου της Ινδί­ας κλπ. δια­κρί­σεις πάντως ελά­χι­στες σε σχέ­ση με την ποιό­τη­τά της

Υπό­θε­ση

Στη Γερ­μα­νία της δεκα­ε­τί­ας του 1930, οι Έσεν­μπεκ είναι μια πλού­σια και ισχυ­ρή οικο­γέ­νεια βιο­μη­χά­νων που έχουν αρχί­σει να συνερ­γά­ζο­νται με το νεο­ε­κλεγ­μέ­νο Ναζι­στι­κό Κόμ­μα. Τη νύχτα της πυρ­κα­γιάς του Ράιχ­σταγκ στις αρχές του 1933, ο συντη­ρη­τι­κός πατριάρ­χης της οικο­γέ­νειας, βαρό­νος Joachim von Essenbeck, που εκπρο­σω­πεί την παλιά αρι­στο­κρα­τι­κή Γερ­μα­νία και “απε­χθά­νε­ται” τον Χίτλερ, γιορ­τά­ζει τα γενέ­θλιά του. Η γιορ­τή περι­λαμ­βά­νει τα παι­διά της οικο­γέ­νειας να παί­ζουν για τον Βαρό­νο, την οικο­γέ­νειά του και τους καλε­σμέ­νους του σε μια αυτο­σχέ­δια σκη­νή. Ενώ ο ανι­ψιός Günther ερμη­νεύ­ει ένα μου­σι­κό κομ­μά­τι στο τσέ­λο του, ο εγγο­νός Martin εκτε­λεί μια παρά­στα­ση drag που δια­κό­πτε­ται από την είδη­ση ότι το Ράιχ­σταγκ έχει καεί.

Η κτη­τι­κή μητέ­ρα του Μάρ­τιν (και η χήρα νύφη του Ιωα­κείμ), η Σόφι, έχει κρυ­φά μια μακρο­χρό­νια σχέ­ση με τον Φρί­ντριχ Μπρούκ­μαν, στέ­λε­χος της χαλυ­βουρ­γί­ας της οικο­γέ­νειας. Ο πεθε­ρός της απαι­τεί σιω­πη­ρά από τη Sophie να μην ξανα­πα­ντρευ­τεί και οι δύο φοβού­νται ότι εάν η σχέ­ση τους απο­κα­λυ­φθεί, η Sophie θα απο­κη­ρύ­χθη­κε και ο Friedrich θα απο­λυ­θεί. Ο Φρί­ντριχ είναι φιλι­κός με έναν ξάδερ­φο του νεκρού συζύ­γου της Σόφι, έναν ηγέ­τη των SS που ονο­μά­ζε­ται Άσεν­μπαχ. Γνω­ρί­ζει επί­σης ότι ο βαρό­νος έχει μοι­ρά­σει τον έλεγ­χο της εται­ρεί­ας στη δια­θή­κη του: ο αδί­στα­κτος ανι­ψιός του, ο βαρε­τός αξιω­μα­τι­κός SA Konstantin, θα κλη­ρο­νο­μή­σει την εται­ρεία, αλλά ο Martin θα κλη­ρο­νο­μή­σει αρκε­τές μετο­χές για να του δώσει de facto έλεγ­χο στην κατεύ­θυν­ση της εται­ρεί­ας παίρνει.

Ενερ­γώ­ντας σύμ­φω­να με τις προη­γού­με­νες δηλώ­σεις του Aschenbach ότι τα πράγ­μα­τα θα ήταν καλύ­τε­ρα αν πέθαι­νε ο αντι­να­ζί Joachim, ο Friederich σκο­τώ­νει τον Joachim και κατη­γο­ρεί τον ειλι­κρι­νή Herbert Thalmann για το έγκλη­μα χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το προ­σω­πι­κό του όπλο που του εξα­σφά­λι­σε η Sophie. Ο Χέρ­μπερτ δρα­πε­τεύ­ει για λίγο στο εξω­τε­ρι­κό, αλλά στη βια­σύ­νη του ανα­γκά­ζε­ται να αφή­σει πίσω τη γυναί­κα και τα παι­διά του. Όταν η σύζυ­γός του, Ελι­σά­βετ, επι­σκέ­πτε­ται τη Σόφι για βοή­θεια να καθα­ρί­σει το όνο­μα του συζύ­γου της, η Σόφι την καταγ­γέλ­λει λέγο­ντάς της ότι η παλιά Γερ­μα­νία είναι νεκρή. Η Sophie φαι­νο­με­νι­κά κανο­νί­ζει την Elizabeth και τις κόρες της να ενω­θούν με τον Herbert στην εξο­ρία και απει­κο­νί­ζο­νται να φτά­νουν σε έναν σιδη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό, αλλά αργό­τε­ρα απο­κα­λύ­πτε­ται ότι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συλ­λαμ­βά­νο­νται και στέλ­νο­νται στο Ντα­χά­ου, που χαρα­κτη­ρί­ζε­ται ως στρα­τό­πε­δο εγκλεισμού.

Ο Άσεν­μπαχ πεί­θει τον Φρί­ντριχ και τον Μάρ­τιν να απα­γο­ρεύ­σουν στην εται­ρεία τους την πώλη­ση όπλων στις SA, καθώς τα SS επι­διώ­κουν να περι­θω­ριο­ποι­ή­σουν την αντί­πα­λη ομά­δα προ­κει­μέ­νου να ενθαρ­ρύ­νουν τους στρα­τη­γούς του Ράιχ­σβερ να πάνε στο πλευ­ρό του Χίτλερ. Ο Κον­στα­ντίν ανα­κα­λύ­πτει ότι ο Μάρ­τιν κακο­ποιεί σεξουα­λι­κά τα ανί­ψια του και επί­σης τη Λίζα Κέλερ, μια φτω­χή Εβραία, η οποία τελι­κά αυτο­κτο­νεί αφού ο Μάρ­τιν της επι­τί­θε­ται ένα βρά­δυ και την βιά­ζει άγρια πριν επι­σκε­φτεί την κοπέ­λα του για τη συνέ­χεια. Οπλι­σμέ­νος με αυτές τις πλη­ρο­φο­ρί­ες, ο Konstantin εκβιά­ζει τον Martin να συνε­χί­σει να παρέ­χει τα όπλα και τα πυρο­μα­χι­κά στους SA και στέλ­νει ένα γράμ­μα με λεπτο­μέ­ρειες για τα εγκλή­μα­τα στη Sophie, ώστε να ζητή­σει από τον Friedrich να βοη­θή­σει να παρέ­χει κάλυ­ψη στον Martin για να αψη­φή­σει τα SS. Κρυμ­μέ­νος στη σοφί­τα της οικο­γέ­νειας, ο Μάρ­τιν έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τη Σόφι, η οποία δέχε­ται να βοη­θή­σει στην απε­λευ­θέ­ρω­ση του από τον εκβια­σμό του Κων­στα­ντί­νου. Η Σόφι συνα­ντά τον Άσεν­μπαχ, ο οποί­ος απο­κα­λύ­πτει ότι ο Χίτλερ σχε­διά­ζει να εκκα­θα­ρί­σει την SA και προ­σφέ­ρε­ται να κατα­στρέ­ψει τον φάκε­λο εκβια­σμού του Κων­στα­ντί­νου για μια μελ­λο­ντι­κή χάρη.

Το 1934, οι SA – μετα­ξύ αυτών και ο Κων­στα­ντί­νος – έχουν μια συνά­ντη­ση σε ένα ξενο­δο­χείο στο Bad Wiessee για να συζη­τή­σουν τη δυσα­ρέ­σκειά τους με τον Χίτλερ. Το βρά­δυ απει­κο­νί­ζε­ται ως μια μεθυ­σμέ­νη γιορ­τή, που τελειώ­νει με τους άνδρες αξιω­μα­τι­κούς της SA να κάνουν ομο­φυ­λο­φι­λι­κό σεξ μετα­ξύ τους. Τα ξημε­ρώ­μα­τα, στο ξενο­δο­χείο εισβάλ­λει από στρα­τεύ­μα­τα των SS που σφά­ζουν ανε­λέ­η­τα μέλη των SA.

Ο Φρί­ντριχ είναι τώρα υπεύ­θυ­νος της οικο­γε­νεια­κής επι­χεί­ρη­σης, αλλά ο Άσεν­μπαχ έρχε­ται αντι­μέ­τω­πος με τη Σόφι που απαι­τεί να απο­δο­θεί το επί­θε­το του πατέ­ρα της και ο βασι­λι­κός τίτλος του Βαρώ­νου στον Φρί­ντριχ, ώστε να παντρευ­τούν ως ίσοι. Ο Άσεν­μπαχ αρνεί­ται και υπεν­θυ­μί­ζει στη Σόφι ότι οι Ναζί θέλουν τον έλεγ­χο της επι­χεί­ρη­σης χάλυ­βα και πυρο­μα­χι­κών και θα τον πάρουν με τη βία αν το ζευ­γά­ρι δεν γίνει πρό­θυ­μοι υπη­ρέ­τες του Ναζι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Εν τω μετα­ξύ, ο Μάρ­τιν γίνε­ται έξαλ­λος καθώς συνει­δη­το­ποιεί ότι τα τελευ­ταία εμπό­δια που απο­μέ­νουν να εμπο­δί­σουν τη μητέ­ρα του να ξανα­πα­ντρευ­τεί έχουν φύγει και ότι ο Φρί­ντριχ σκο­πεύ­ει να ανα­λά­βει τον έλεγ­χο της οικο­γε­νεια­κής επι­χεί­ρη­σης για τον εαυ­τό του. Ο Άσεν­μπαχ προ­σφέ­ρει στον Μάρ­τιν την κατα­στρο­φή της μητέ­ρας του και του ερα­στή της, αφού ο Μάρ­τιν ομο­λο­γεί το μίσος του για αυτούς στον Άσενμπαχ.

Κατά τη διάρ­κεια ενός οικο­γε­νεια­κού δεί­πνου, ο Φρί­ντριχ και ο Άσεν­μπαχ αρχί­ζουν να μαλώ­νουν αφού ο Φρί­ντριχ ανα­κοι­νώ­νει ότι ο Άσεν­μπαχ, ο Γκού­ντερ και ο Μάρ­τιν πρέ­πει να υπο­τα­χθούν στη θέλη­ση και τις ιδιο­τρο­πί­ες του νέου αρχη­γού της οικο­γέ­νειας. Ο Άσεν­μπαχ καταγ­γέλ­λει τον Φρί­ντριχ ως αδύ­να­μο κοι­νω­νι­κό ορει­βά­τη και άπι­στο Ναζί, καθώς φέρ­νει έναν Χέρ­μπερτ που επι­στρέ­φει στην αίθου­σα. Ο Χέρ­μπερτ απο­κα­λύ­πτει ότι αφού η Σόφι κανό­νι­σε τη σύλ­λη­ψή τους, η Ελι­σά­βετ και τα παι­διά τους στάλ­θη­καν στο στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Ντα­χά­ου, όπου πέθα­νε η Ελι­σά­βετ. Ο Άσεν­μπαχ προ­σφέρ­θη­κε να ελευ­θε­ρώ­σει τα παι­διά του Χέρ­μπερτ με αντάλ­λαγ­μα την ψευ­δή ομο­λο­γία του Χέρ­μπερτ για το θάνα­το του Γιό­α­κιμ, αν και παρα­μέ­νει ασα­φές εάν ο Άσεν­μπαχ θα τηρή­σει ή όχι τη δική του πλευ­ρά της συμ­φω­νί­ας. Απο­κα­λύ­πτει επί­σης ότι ο Friedrich σκό­τω­σε τον Konstantin (υπο­δη­λώ­νο­ντας ότι ο ρόλος του στην εκκα­θά­ρι­ση SA καλύ­φθη­κε και ο θάνα­τός του ανα­φέρ­θη­κε ως τυχαί­ος φόνος), στρέ­φο­ντας τον Günther ενα­ντί­ον Friedrich και τον ριζο­σπα­στι­κο­ποιεί στη ναζι­στι­κή υπόθεση.

Στη συνέ­χεια, ο Μάρ­τιν επι­τί­θε­ται σεξουα­λι­κά στη μητέ­ρα του, η οποία στη συνέ­χεια πέφτει σε κατα­το­νι­κή κατά­στα­ση προς μεγά­λη φρί­κη του Φρί­ντριχ. Τώρα, μέλος των SS, ο Μάρ­τιν επι­τρέ­πει στον Φρί­ντριχ, ο οποί­ος με διά­ταγ­μα έχει κλη­ρο­νο­μή­σει το όνο­μα και τον τίτλο του φον Έσεν­μπεκ, να παντρευ­τεί τη μητέ­ρα του προ­τού δια­τά­ξει τους δύο να πάρουν κάψου­λες κυα­νί­ου, τις οποί­ες κατα­να­λώ­νουν πρό­θυ­μα… Ο Άσεν­μπαχ, ο οποί­ος τώρα έχει τον από­λυ­το έλεγ­χο του Μάρ­τιν, γίνε­ται ο απο­τε­λε­σμα­τι­κός κλη­ρο­νό­μος της χαλυ­βουρ­γί­ας φον Έσεν­μπεκ, αφή­νο­ντας την αυτο­κρα­το­ρία υπό τον έλεγ­χο των Ναζί.

  • Dirk Bogarde _ Friedrich Bruckmann
  • Ingrid Thulin _ Sophie von Essenbeck
  • Χέλ­μουτ Μπέρ­γκερ _ Μάρ­τιν φον Έσενμπεκ
  • Helmut Griem _ Hauptsturmführer Aschenbach
  • Ο Renaud Verley _ Günther von Essenbeck
  • Ο Ουμπέρ­το Ορσί­νι _ Χέρ­μπερτ Θάλμαν
  • Ο Ράιν­χαρντ Κόλ­ντε­χοφ _ Κον­στα­ντίν φον Έσενμπεκ
  • Charlotte Rampling _ Elizabeth Thalmann
  • Albrecht Schoenhals _ Joachim von Essenbeck
  • Η Florinda Bolkan _ Όλγα
  • Η Νόρα Ρίτσι ως Κυβερνήτης
  • Η Karin Mittendorf _ Thilde Thalmann
  • Valentina Ricci _ Erika Thalmann
  • Η Irina Wanka _ Lisa Keller
  • Wolfgang Hillinger _ Janek
  • Ο Karl-Otto Alberty _ Lommell

“Η γερμανική τριλογία”

Το film “La caduta degli dei _η πτώ­ση των θεών”, έχει θεω­ρη­θεί ως η πρώ­τη από τις ται­νί­ες του Visconti που περι­γρά­φε­ται ως “γερ­μα­νι­κή τρι­λο­γία “, ακο­λου­θού­με­νο από το Θάνα­τος στη Βενε­τία (1971) και το Ludwig (1973). Ο συγ­γρα­φέ­ας Henry Bacon, στο βιβλίο του “Visconti: Explorations of Beauty and Decay” (1998), κατη­γο­ριο­ποιεί συγκε­κρι­μέ­να αυτές τις ται­νί­ες μαζί σε ένα κεφά­λαιο “Visconti & Germany”.

Οι προη­γού­με­νες ται­νί­ες του Visconti είχαν ανα­λύ­σει βασι­κά την ιτα­λι­κή κοι­νω­νία κατά τη διάρ­κεια της Ανα­γέν­νη­σης και της μετα­πο­λε­μι­κής περιόδου

ΥΓ_Σημ:

Με τον ίδιο τίτλο (Νύχτα των Μεγά­λων Μαχαι­ριών) οι αμε­ρι­κα­νοί έκα­ναν και σει­ρές (κυριο­λε­κτι­κά της πλά­κας) Αφγα­νι­στάν & Ταλι­μπάν …Η απα­γω­γή του Dozier, Ουγ­γα­ρία 1956 _Πρόσφυγες Ψυχρού Πολέ­μου, Σοβιε­τι­κή Ένω­ση _Το σύστη­μα Γκου­λάγκ (2022) …Ρωσία — Ουκρα­νία _Οι ρίζες της σύγκρουσης!!κλπ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο