Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πάνος Γεραμάνης, ο «θεράπων» του λαϊκού τραγουδιού και της δημοσιογραφίας

Ο Πάνος Γερα­μά­νης , ο σεμνός αγω­νι­στής, εξαι­ρε­τι­κού ήθους άνθρω­πος, ακού­ρα­στος σκα­πα­νέ­ας του λαϊ­κού μας τρα­γου­διού, ο σπου­δαί­ος δημο­σιο­γρά­φος, ο οποί­ος σ’ όλη του τη ζωή με πάθος έφερ­νε στο «φως» τα χρυ­σο­φό­ρα «κοι­τά­σμα­τα» της λαϊ­κής μου­σι­κής δημιουρ­γί­ας μας, «έφυ­γε» πρό­ω­ρα, σε ηλι­κία 60 χρό­νων, στις 30 Απρι­λί­ου 2005.

Γεν­νη­μέ­νος το 1946 στο Βασι­λι­κό Ευβοί­ας, ο Π. Γερα­μά­νης από πολύ νωρίς έδει­ξε την αγά­πη του για τη δημο­σιο­γρα­φία. Μαθη­τής ακό­μη στο χωριό του, εξέ­δι­δε μια δίφυλ­λη εφη­με­ρι­δού­λα, τον προ­ο­δευ­τι­κό «Μαθη­τι­κό φάρο», που στα­μά­τη­σε νωρίς, μετά από παρέμ­βα­ση της Αστυ­νο­μί­ας. Από τα 16 του χρό­νια στρέ­φε­ται στις δύο μεγά­λες του αγά­πες: το αθλη­τι­κό ρεπορ­τάζ και το λαϊ­κό τρα­γού­δι. Με φορ­τη­γά που μετέ­φε­ραν κερα­μί­δια έφευ­γε από το χωριό του για την Αθή­να, προ­κει­μέ­νου να καλύ­ψει ποδο­σφαι­ρι­κούς αγώ­νες για την εφη­με­ρί­δα «Φως των σπορ» και με τον ίδιο τρό­πο επέ­στρε­φε στο Βασι­λι­κό, λίγο πριν χτυ­πή­σει το κου­δού­νι του σχολείου.

Ηταν ακό­μη μαθη­τής όταν πήρε για πρώ­τη φορά συνέ­ντευ­ξη από τον Πάνο Γαβα­λά, τον Βασί­λη Τσι­τσά­νη και τον Στέ­λιο Καζαν­τζί­δη. Ακο­λού­θη­σαν όλοι σχε­δόν οι δημιουρ­γοί και ερμη­νευ­τές. Επί 16 χρό­νια, στην εκπο­μπή του στο Β΄ Πρό­γραμ­μα της ΕΡΑ, με τίτλο «Λαϊ­κοί Βάρ­δοι» — εκπο­μπή εξαι­ρε­τι­κή και μεγά­λης ακρο­α­μα­τι­κό­τη­τας — «φιλο­ξέ­νη­σε» περισ­σό­τε­ρα από 235 πρό­σω­πα του μικρα­σιά­τι­κου, ρεμπέ­τι­κου και λαϊ­κού τρα­γου­διού. Η μνή­μη του υπήρ­ξε θηριώ­δης για οτι­δή­πο­τε αφο­ρού­σε στο λαϊ­κό τρα­γού­δι, το οποίο μελέ­τη­σε σε βάθος, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη σύν­δε­σή του με τους αγώ­νες και τις ελπί­δες του λαού μας.

Ο Π. Γερα­μά­νης υπήρ­ξε από τους πιο αγα­πη­τούς συνα­δέλ­φους και πάντα πρό­θυ­μος να βοη­θή­σει τους νεό­τε­ρους με ανι­διο­τέ­λεια και γεν­ναιο­δω­ρία. Πίστευε στον κοι­νω­νι­κό ρόλο της μαχό­με­νης και μαχη­τι­κής δημο­σιο­γρα­φί­ας, ενώ είχε εκλε­γεί πρό­ε­δρος του Πρω­το­βάθ­μιου Πει­θαρ­χι­κού Συμ­βου­λί­ου της ΕΣΗΕΑ. Εργά­στη­κε σε πολ­λές εφη­με­ρί­δες: στην «Απο­γευ­μα­τι­νή» (1968–1971), στην «Ακρό­πο­λη» έως το 1981, στο «Εθνος» (1981–86), την ίδια περί­ο­δο ως αρχι­συ­ντά­κτης στο περιο­δι­κό «Ελλη­νο­σο­βιε­τι­κά χρο­νι­κά», στην «Πρώ­τη» (1986) και στο «Κέρ­δος» (1987). Τελευ­ταί­ος του σταθ­μός στην έντυ­πη δημο­σιο­γρα­φία «Τα Νέα», όπου αρθρο­γρα­φού­σε για το λαϊ­κό τρα­γού­δι, αλλά και για την ιστο­ρία του ελλη­νι­κού ποδο­σφαί­ρου, καθώς και για τις καλές λαϊ­κές ταβέρνες.

Ξεχω­ρι­στή ήταν και η πορεία του στο ραδιό­φω­νο. Ξεκί­νη­σε το 1989 από τον «902 Αρι­στε­ρά στα FM», ενώ το 1990 πήγε στην ΕΡΑ. Το 1999, για την 32χρονη — τότε — προ­σφο­ρά του στη δημο­σιο­γρα­φία, καθώς και για την ιστο­ρι­κή έρευ­να και μελέ­τη της λαϊ­κής μου­σι­κής και του αθλη­τι­σμού μέσα από 1.500 εκπο­μπές από το κρα­τι­κό ραδιό­φω­νο, τιμή­θη­κε με το δημο­σιο­γρα­φι­κό βρα­βείο της χρο­νιάς εκεί­νης, από το Ιδρυ­μα Μπότση.

Πηγή: Ριζο­σπά­στης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο