Πονάνε ακόμα οι μνήμες μας γιατ’ είναι ζωντανές**
«Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες» ο ποιητής μας λέει
για τις μανάδες των νεκρών, που σφίγγουν τις καρδιές
μπροστά στην Πύλη του Λαού, π’ άσβεστη Φλόγα καίει.
Της Φλόγας, που το πύρωμα πυρώνει τις καρδιές
για να διδάξει τους Λαούς του κόσμου η Ρωμιοσύνη
πως μ’ αίμα και με πύρωμα μετριέται, θες δε θες,
ξανά, κι όχι με στρέμματα πολλά η μεγαλοσύνη.
Μα οι συνταγματάρχηδες φαίνεται δε μετρήσαν
ετούτο δω το πύρωμα για την Ελευθερία,
που συντροφεύει τον Ρωμιό, από τα χρόνια που ήσαν
Πέρσες και Τούρκοι και Ναζί, τυρράνοι με τη βία.
Αυτοί, πιστοί στις εντολές της CIA και του NATO,
βάλαν στον σβέρκο μας λουρί, στο κόκκαλο λεπίδα,
πιστεύοντας πως τον Λαό θα’ χουνε πάντα κάτω
από την μπότα, με βαθειά θαμμένη την ελπίδα.
Αντίσταση σαν άλλο ΕΑΜ, σαν άλλο Εικοσιένα
εχτίστηκε κι απλώθηκε, μήνυμα στους αιθέρες
και του Λαού το φρόνημα ανέβαζε ολοένα,
μ’ εξέγερση-κορύφωμα του Νοεμβρίου τις μέρες.
Το ίδιο πάντα κάλεσμα απ’ τα βάθη των αιώνων
βγαίνει η φωνή των φοιτητών, σαν απ’ αρχαίο μνημείο:
«Αντισταθείτε Έλληνες. Τινάξτε των πατρώνων
την «προστασία» και τον ζυγό. ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ!»
Παναγιώτης Μελάς
Συνταξιούχος ναυτεργάτης (Α’ Μηχανικός Εμπορικού Ναυτικού)
* Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο – τότε – μηνιαίο περιοδικό “ΕΝΩΣΗ” της Πανελλήνιας Ένωσης Μηχανικών Εμπορικού Ναυτικού (ΠΕΜΕΝ), του Νοέμβρη του 1990. Στη δημιουργία του είχε βοηθήσει τότε με τις ιδέες του και ο εντεκάχρονος γιος μου, μαθητής της 6ης τάξης του δημοτικού.
** Στην αρχική του μορφή ο στίχος είχε τη λέξη “κοντινές”, γιατί το ‘90 δεν ήταν χρονικά πολύ μακριά από τα γεγονότα του Νοέμβρη του ’73. Σήμερα ωστόσο, η λέξη “ζωντανές” ταιριάζει καλύτερα.