Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Παναγιώτης Μελάς: Πρωτοπορία (Ποίημα ναυτεργάτη για τα 100 χρονια ΚΚΕ)

Περ­πά­τη­σες έναν δύσκο­λο δρόμο·
περ­πα­τή­σα­με μαζί σου κι εμείς.
Μ’ ανη­φο­ριές κι αγκάθια,
με λιθά­ρια σκλη­ρά και κοφτερά,
μα πάντα — πάντα στο βάθος του το φως.

Ξοπί­σω μας η εργα­τιά κι ο λαός,
ολά­κε­ρη η ρωμιο­σύ­νη σ’ ακολουθεί.
Δεί­χνεις το μέλ­λον, κατα­κόκ­κι­νο, φωτεινό.
Δεν χαϊ­δεύ­εις ευή­κοα ώτα, δεν σκορ­πάς υποσχέσεις·
μόνο θυσί­ες υπό­σχε­σαι κι αγώνα.

Η εκα­τό­χρο­νη περ­πα­τη­σιά σου,
γιο­μά­τη από χιλιά­δες ανώ­νυ­μους κι επώνυμους
Ναπο­λέ­ο­ντες, Μπε­λο­γιάν­νη­δες, Τατά­κη­δες κι Ηλέκτρες,
σημά­δε­ψε γενιές και γενιές,
έβα­ψε κόκ­κι­νες πολ­λές Πρωτομαγιές.

Αντι­πά­λε­ψες ιδιώ­νυ­μα και διχτατορίες
ξεσή­κω­σες ένα λαό με το λου­ρί στο σβέρ­κο του·
στις δια­δη­λώ­σεις ανέ­μι­σαν τα κόκ­κι­να λάβαρα
οι σκλά­βοι ένιω­σαν λέφτε­ροι και βάδισαν
μ’ ανοι­χτά τα στή­θια κόντρα στις άπο­νες σφαίρες.

Απ’ τα σπλά­χνα σου γεν­νή­θη­καν ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ.
Βρό­ντη­σαν και μού­γκρι­σαν βουνά
κι αχο­λό­γη­σαν οι ρεμα­τιές απ’ τ’ αντάρ­τι­κο τουφέκι.
Τον Δεκέμ­βρη οι μαχη­τές του λαϊ­κού στρα­τού αντιπάλεψαν
με λια­νο­τού­φε­κα τα τανκς του νέου κατακτητή.

Ξανα­βρό­ντη­ξε ο Όλυ­μπος στο έπος του ΔΣΕ — ηττήθηκες.
Γιό­μι­σαν πάλι οι φυλα­κές και τα ξερονήσια·
πότι­σαν με τ’ άλι­κο τους αίμα τους τόπους των εκτελέσεων
οι αγω­νι­στές που τους είπαν απάτριδες,
σ’ έστη­ναν στις γωνιές με τρι­χιά στο λαι­μό και σ’ εκτελούσαν.

Έβα­λες τη «Δημο­κρα­τία» στα χεί­λη των απλών ανθρώπων,
έγρα­ψε ο λαός μας νέες σελί­δες αγώ­νων και θυσιών.
Κι όταν ακό­μα ο φασι­σμός των συνταγματαρχών
προ­σπά­θη­σε να σε αφα­νί­σει, εσύ σαν τον ανα­γε­νώ­με­νο Φοίνικα
στά­θη­κες ορθό και δυνα­τό, όπως σου αρμό­ζει, Κ‑Κ-Ε.

Εκα­τό χρό­νια αγώ­νες, εκα­τό χρό­νια θυσίες
περ­πα­τά­με μαζί ξανά τον δύσκο­λο δρόμο.
Με σιγου­ριά για το μέλ­λον που θα ‘ρθει·
θα το φέρου­με εμείς χωρίς τυμπανοκρουσίες,
φτιά­χνο­ντας οι ίδιοι τη μοί­ρα μας, στο μπόι των ανθρώπων.

Κάπ­πα – Κάπ­πα – Έψιλον.

Πανα­γιώ­της Μελάς
Συντα­ξιού­χος ναυ­τερ­γά­της (μηχα­νι­κός)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο