Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πανηγύρι χωρίς χορό, εικονοστάσι χωρίς εικόνισμα

 Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος //

-Άιντε καλή αντά­μω­ση στο πανη­γύρ’ του χωριού. Εκεί θα τα πούμε.

Αυτό άκου­γες από τους χωρια­νούς, τους συντο­πί­τες, τους πατριώ­τες σε κάθε συνά­ντη­ση στην πρω­τεύ­ου­σα. Το πανη­γύ­ρι του Άι Λιος, της Αγί­ας Παρα­σκευ­ής, της Πανα­γί­ας και πάει λέγο­ντας. Και δεν λέγα­με τίπο­τε άλλο παρά μόνο ποιοι πρό­κει­ται να πάνε, ποιος και πώς θα διορ­γα­νώ­σει το πανη­γύ­ρι, «ποια λαλού­τα θα φέρει». Σημείο ανα­φο­ράς. Τα πάντα γύρω από το πανη­γύ­ρι. Περι­στρο­φή ολό­κλη­ρη και επί τόπου η σκέ­ψη. Το πανη­γύ­ρι μας!

Θυμά­μαι ο παπ­πούς μου ‑μαρα­γκός ήταν- με πόση επι­μέ­λεια έφτια­χνε τους πάγκους και τα τρα­πέ­ζια για το πανη­γύ­ρι. «Θα κάτσει τόσος κόσμος. Πρέ­πει να τα προ­σέ­ξου­με», ήταν μόνι­μα τα λόγια του. Και η για­γιά μου σταυ­ρο­κο­πιό­ταν. «Χρι­στός κι Από­στο­λος. Πάλι τα χάλα­σαν. Αρκού­δες κάθο­νταν απά­νω. Τι πρά­μα κι αυτό. Αμπή­δα­γαν πάνω στα τραπέζια;»

Φαί­νε­ται πως οι ιθύ­νο­ντες έδω­σαν ορι­στι­κά την απά­ντη­ση στη για­γιά. «Πανη­γύ­ρι χωρίς χορό». Έτσι επι­βάλ­λε­ται. Και «τα σκυ­λιά δεμέ­να». Κι ένας καλό­πι­στος που έχει μια κάποια σχέ­ση με τα πανη­γύ­ρια, θα πει πως ή μας κλεί­νουν το μάτι και μας λένε «τυπι­κά απα­γο­ρεύ­ε­ται ο χορός, αλλά εσείς δώστε του να κατα­λά­βει στο αμπή­δη­μα» ή είναι παντε­λώς άσχε­τοι ‑Αρι­στείς εξ Εσπε­ρί­ας προ­ερ­χό­με­νοι- και δεν γνω­ρί­ζουν ποσώς την οποια­δή­πο­τε πανη­γυ­ριά­τι­κη συμπεριφορά.

Αν το άκου­γε αυτό η για­γιά, να τι θα έλε­γε: «Δεν γίνε­ται πανη­γύ­ρι χωρίς χορό. Βγαί­νει το κού­τσκο χωρίς να δου­λέ­ψει ο οργω­τής και να ποτί­σει το χωρά­φι; Δε βγαί­νει». Άμα το φις δεν μπει στην πρί­ζα δεν μετα­φέ­ρε­ται ο ηλε­κτρι­σμός. Αλλά μάλ­λον θα πρό­κει­ται για την  περί­πτω­ση της «ατο­μι­κής ευθύ­νης». «Μακριά από μας κι όπου θέλει ας μπει».

Ένα είναι σίγου­ρο.  Καθι­στοί μόνο στα μνη­μό­συ­να. Το πανη­γύ­ρι είναι γιορ­τά­σιο! Και οι γιορ­τές δεν είναι μνημόσυνα. 

Και είναι αλή­θεια πως τα πανη­γύ­ρια μας γίνο­νται «μνη­μο­νι­κά ξωκλή­σια», αφού σ’ αυτά ‑με χορό και με τρα­γού­δι- απο­τυ­πώ­νο­νται ο καη­μός, η ψυχή, τα βάσα­να, η φτώ­χεια, ο αγώ­νας, η προ­κο­πή, οι σχέ­σεις, οι χαρές και οι λύπες… Κι όλα αυτά συνυ­πάρ­χουν μαζί με την ηπει­ρώ­τι­κη ψυχή και συμ­φύ­ρο­νται σε μια μαγι­κή σκη­νή με πρω­τα­γω­νι­στές όλους και μάγους τους μου­σι­κούς μας, που απλό­χε­ρα, όλο το βρά­δυ μας κερ­νούν τη μου­σι­κή τους, φωτί­ζο­ντας κάθε κρυ­φή κι αθέ­α­τη γωνιά της παρα­δο­σια­κής ηπει­ρώ­τι­κης παν­δαι­σί­ας. Χίλιων λογιών μου­σι­κές, χίλιων εικό­νων πινελιές. 

Δεν κατα­λα­βαί­νε­τε το νόη­μα του πανηγυριού. 

Μην το αλώ­νε­ται με τέτοια… 

«Πανη­γύ­ρι χωρίς χορό είναι τσα­ντί­λα χωρίς τυρί». Τώρα είναι κάτι χει­ρό­τε­ρο. «Τυρί τομά­ρι από λύκο».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο