Περίπου 2.000 αντικείμενα, ανάμεσά τους χρυσά κοσμήματα και πολύτιμοι λίθοι, εκλάπησαν από το Βρετανικό Μουσείο στη διάρκεια ετών, όμως οι έρευνες για τον εντοπισμό τους έχουν ήδη ξεκινήσει, δήλωσε σήμερα ο πρόεδρος του μουσείου Τζορτζ Όσμπορν.
Το Βρετανικό Μουσείο, ένα από τα πιο δημοφιλή αξιοθέατα του Λονδίνου, ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι μέλος του προσωπικού απολύθηκε αφού έγινε γνωστό ότι αντικείμενα που χρονολογούνται από τον 15ο ως τον 19ο αιώνα εκλάπησαν από χώρο αποθήκευσης.
Ο διευθυντής του μουσείου, ο 60χρονος Γερμανός ιστορικός τέχνης Χάρτβιχ Φίσερ που ανέλαβε τη θέση το 2016, υπέβαλε χθες Παρασκευή την παραίτησή του αφού παραδέχθηκε ότι υπήρξε αμέλεια σε ό,τι αφορά την έρευνα για την κλοπή των αντικειμένων αυτών. Ο ίδιος είχε κάνει γνωστό ότι θα έφευγε από το Βρετανικό Μουσείο στα μέσα του 2024, μέχρι να τον «προλάβουν» τελικά οι εξελίξεις.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά στην επιστολή παραίτησής του «η ευθύνη της αποτυχίας πρέπει να αποδοθεί ολοκληρωτικά στον διευθυντή». Παράλληλα, ζήτησε συγγνώμη από τον Ιτάι Γκρέιντελ, τον άνθρωπο που πρώτος αντιλήφθηκε ότι πωλούνται αντικείμενα του Βρετανικού Μουσείου στο ebay.
Τα προειδοποιητικά μέιλ που στάλθηκαν από τον συγγραφέα, ακαδημαϊκό και συλλέκτη αντικών, όπως αποδείχτηκε αργότερα, αγνοήθηκαν από τη διοίκηση και τελικά η κλοπή συνεχίστηκε. Τρεις ώρες μετά την παραίτηση του διευθυντή, στην ίδια κίνηση προχώρησε και ο υποδιευθυντής του Βρετανικού Μουσείου, Τζόναθαν Γουίλιαμ, καθώς και εκείνος αγνόησε τα στοιχεία
Ο Όσμπορν, πρώην υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, δήλωσε σήμερα στο ραδιόφωνο του BBC ότι δεν έχουν καταγραφεί σωστά όλες οι συλλογές του Βρετανικού Μουσείου, κάτι που, όπως εξήγησε, συμβαίνει σε μεγάλα μουσεία που έχουν συγκεντρώσει τις συλλογές τους σε διάστημα εκατοντάδων ετών.
Ο ίδιος πρόσθεσε ότι διεξάγεται έρευνα προκειμένου να ταυτοποιηθούν τα αντικείμενα που έχουν κλαπεί. «Πιστεύουμε ότι πρόκειται για περίπου 2.000 αντικείμενα», σημείωσε ο Όσμπορν, «αλλά πρέπει να πω πως αυτός είναι ένας προκαταρκτικός αριθμός και συνεχίζουμε την έρευνα».
«Ήδη έχουμε ανακτήσει κάποια από τα κλεμμένα αντικείμενα», υπογράμμισε, χωρίς να εξηγήσει ποια είναι αυτά ή πώς ανακτήθηκαν.
Ο Όσμπορν τόνισε εξάλλου ότι δεν πιστεύει πως το Βρετανικό Μουσείο συγκάλυψε σκοπίμως τις κλοπές, αφού οι αρμόδιοι απέρριψαν το 2021 προειδοποίηση ότι γίνονταν κλοπές.
«Πιστεύουμε ότι ήμασταν θύματα κλοπών για μεγάλο χρονικό διάστημα και ειλικρινά θα έπρεπε να έχουμε κάνει περισσότερα για να τις αποτρέψουμε», παραδέχθηκε.
«Υπήρχε την εποχή εκείνη μια πεποίθηση μεταξύ των στελεχών του μουσείου, στο υψηλότερο επίπεδο, που αρνούνταν να πιστέψουν ότι κάποιος από μέσα έκλεβε αντικείμενα, να πιστέψουν ότι ένα από τα μέλη του προσωπικού το έκανε αυτό; Ναι, είναι πολύ πιθανό», πρόσθεσε ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.
Εκτίμησε επίσης ότι οι κλοπές αυτές «σίγουρα έβλαψαν» τη φήμη του μουσείου. «Για τον λόγο αυτό ζητώ συγνώμη εκ μέρους του μουσείου», πρόσθεσε.
Η βρετανική αστυνομία ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι ανέκρινε αλλά δεν συνέλαβε άνδρα, η ταυτότητα του οποίου δεν δόθηκε στη δημοσιότητα, αναφορικά με τις κλοπές αυτές.
Guardian, Telegraph και Financial Times έχουν με μεγάλα γράμματα στα πρωτοσέλιδα του Σαββάτου το σκάνδαλο του Βρετανικού Μουσείου. Ανεξαιρέτως πρωτοσέλιδων όμως, όλα τα βρετανικά μέσα φιλοξενούν το θέμα καθώς η συζήτηση και οι αντιδράσεις στρέφονται σε καίρια ζητήματα για την ύπαρξη του ιδρύματος. Αρχικά, για το κατά πόσο είναι το Μουσείο είναι ικανό ώστε να διατηρήσει τη συλλογή των οχτώ εκατομμυρίων αρχαιοτήτων και σε δεύτερη ανάγνωση να προχωρήσει στις ζωτικής σημασίας μεταρρυθμίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν άμεσα ώστε να αποκατασταθεί η φήμη του.
aρθρο γνώμης του Guardian κάνει λόγο για «διπλωματικό αυτογκόλ». Όπως αναφέρει, «η εξαφάνιση των αρχαίων αριστουργημάτων προκάλεσε «πραξικόπημα προπαγάνδας για την επιστροφή ιστορικών θησαυρών». Η εφημερίδα αναφέρεται κυρίως προς την ελληνική πλευρά, καθώς η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Αχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, έθεσε ανοιχτά το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα.
Το άρθρο καταλήγει ότι υπάρχουν βάσιμα επιχειρήματα για κάτι τέτοιο. Όπως παρατηρεί «τα δεδομένα – για την βρετανική πλευρά – είναι αποκαρδιωτικά». Είναι γνωστό από τα ρεπορτάζ ότι από την αποθήκη των 1.500 και πλέον αρχαίων αντικειμένων του Βρετανικού Μουσείου είχαν απομείνει μόλις 7.
Την ίδια άποψη όμως δεν έχει ο Τιμ Λούτον, πρόεδρος της βρετανικής κοινοβουλευτικής επιτροπής αρχαιολογίας. Ο ίδιος κατηγόρησε την Ελλάδα για «εξόφθαλμο οπορτουνισμό». Όπως πρόσθεσε, σε δήλωσή του προς το BBC, «οι άλλες χώρες θα έπρεπε να συσπειρώνονται ώστε να βοηθήσουν στην ανάκτηση των χαμένων αντικειμένων και όχι να προσπαθούν να επωφεληθούν».